Πέμπτη 30 Νοεμβρίου 2017

Τι σημαίνουν οι αποφάσεις του ΣτΕ για τους ελέγχους της Εφορίας

Τι σημαίνουν οι αποφάσεις του ΣτΕ για τους αναδρομικούς ελέγχους της Εφορίας
Ο διακεκριμένος δικηγόρος Γιώργος Μυλωνογιάννης, που χειρίστηκε την υπόθεση ενώπιον του ΣτΕ εξηγεί γιατί είναι τόσο σημαντικές οι συγκεκριμένες αποφάσεις - Αποκατάσταση της νομιμότητας
και τερματισμός αυθαιρεσιών του κράτους - Φορολογικός έλεγχος σε ελληνικούς τραπεζικούς λογαριασμούς δεν μπορεί να υπερβαίνει την 5ετια




Ως ο κατεξοχήν ειδικός, εφόσον υπήρξε συνήγορος ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας για τη συγκεκριμένη υπόθεση, ο γνωστός νομικός Γιώργος Μυλωνογιάννης αναλύει με απλό και κατανοητό τρόπο τις αλλαγές που φέρνουν δύο κρίσιμες αποφάσεις:

Η πρώτη αφορά στην παραγραφή ενδεχομένων παραπτωμάτων μετά την παρέλευση πενταετίας. Η δεύτερη τους όρους υπό τους οποίους επιτρέπεται το άνοιγμα ελληνικών τραπεζικών λογαριασμών για φορολογικούς ελέγχους. Στη συνέντευξη που ακολουθεί, ο κ. Μυλωνογιάννης εξηγεί το πώς το ΣτΕ τελικά αποκαθιστά την νομιμότητα και περιορίζει την αυθαιρεσία των αρμόδιων κρατικών υπηρεσιών που διενεργούν τους φορολογικούς ελέγχους.


Τα φορολογικά θέματα είναι επίκαιρα, όχι μόνο λόγω των μεγάλων επιβαρύνσεων που υφίστανται οι Έλληνες πολίτες, αλλά και εξαιτίας των πρόσφατων αποφάσεων του ΣΤΕ. Τι αλλαγές επιφέρουν οι αποφάσεις αυτές;
Δύο εξαιρετικά σημαντικές αποφάσεις εξέδωσε το ΣτΕ. Η μία (ΣτΕ 1738/2017) αφορούσε στις παρατάσεις της προθεσμίας παραγραφής και η δεύτερη (ΣτΕ 2934/2017) στο άνοιγμα των ελληνικών τραπεζικών λογαριασμών σε βάθος πενταετίας. Οι αποφάσεις αυτές οριοθέτησαν τους φορολογικούς ελέγχους, τόσο σε σχέση με το ζήτημα της πενταετούς προθεσμίας παραγραφής, όσο και με το δικαίωμα διενέργειας ελέγχων με άνοιγμα ελληνικών τραπεζικών λογαριασμών.
Σε τι συνίσταται η σπουδαιότητα της πρώτης απόφασης και επιτέλους πότε παραγράφονται οι φορολογικές υποθέσεις;
H κανονική προθεσμία παραγραφής του δικαιώματος επιβολής φόρων είναι πενταετής και προσμετράται από το τέλος της χρονιάς κατά την οποία ο φορολογούμενος έχει υποχρέωση υποβολής φορολογικής δήλωσης. Το Δημόσιο τα τελευταία 12 χρόνια παρέτεινε με διαδοχικούς νόμους το δικαίωμα αυτό σε ετήσια βάση, με αποτέλεσμα να διατηρεί το δικαίωμα επιβολής φόρου σε βάθος δεκαπενταετίας. Το ΣτΕ ερμηνεύοντας τη διάταξη του Άρθρου 78 του Συντάγματος περί μη αναδρομικότητας νόμων επιβολής φορολογικών βαρών πέραν του ενός έτους, έκρινε ότι οι παρατάσεις αυτές είναι αντισυνταγματικές. Με απλά λόγια, το ΣτΕ είπε πως για να παραταθεί το δικαίωμα επιβολής φόρου, το σχετικό νομοθέτημα πρέπει να δημοσιευθεί εντός διετίας από τη χρονιά στην οποία αναφέρεται η παράταση. Δεδομένου λοιπόν ότι σε κανένα νόμο από αυτούς με τους οποίους δόθηκαν παρατάσεις, δεν τηρήθηκε ο ανωτέρω χρονικός περιορισμός, είναι προφανές ότι καμία παράταση δεν ήταν έγκυρη. Συνεπώς, το βασικό δικαίωμα (πενταετούς διάρκειας) του Δημοσίου για επιβολή φόρου εισοδήματος υφίσταται για τις περιόδους από 1-1-2011 και μετά.

Τελικά το δικαίωμα επιβολής φόρου έχει πάντοτε πενταετή διάρκεια ή υπάρχουν εξαιρέσεις;

Το δικαίωμα είναι κατ'αρχήν πενταετές. Κατ'εξαίρεση μπορεί να καταστεί δεκαετές εφόσον τεθούν υπ'όψιν της φορολογικής αρχής «συμπληρωματικά στοιχεία» μετά την πάροδο της αρχικής πενταετούς προθεσμίας παραγραφής. Στην ακραία περίπτωση μάλιστα που ο φορολογούμενος δεν έχει υποβάλει καθόλου φορολογική δήλωση, η προθεσμία καθίσταται 15ετης.

Τι είναι τα «συμπληρωματικά στοιχεία» που επιμηκύνουν την προθεσμία από πέντε σε δέκα έτη;

Πρόκειται για πληροφορίες φορολογικού ενδιαφέροντος που δεν τέθηκαν υπόψιν των φορολογικών αρχών εντός της αρχικής (5ετους) προθεσμίας παραγραφής και τις οποίες δεν είχε την ευχέρεια να αποκτήσει η φορολογική αρχή. Δηλαδή πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά τα παραπάνω δύο κριτήρια για να χαρακτηρισθεί μία πληροφορία ως «συμπληρωματικό στοιχείο» ικανό να νομιμοποιήσει την επιμήκυνση του χρόνου παραγραφής από πέντε σε δέκα έτη.

Οι ελληνικοί τραπεζικοί λογαριασμοί αποτελούν «συμπληρωματικά στοιχεία» ικανά να επιμηκύνουν την παραγραφή;

Το ζήτημα αυτό αποτέλεσε το αντικείμενο της πρόσφατης δίκης ενώπιον του ΣτΕ και η απάντηση δόθηκε με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο από την απόφαση ΣτΕ 2934/2017. Το Δικαστήριο αποφάνθηκε πως οι ελληνικοί τραπεζικοί λογαριασμοί σύμφωνα με σχετική διάταξη του Ν. 2238/94, ήταν πάντοτε διαθέσιμοι στις φορολογικές αρχές, οι οποίες είχαν από το 1994 την ευχέρεια να ζητήσουν την κίνησή τους από τα πιστωτικά ιδρύματα. Δηλαδή, οι ελληνικοί τραπεζικοί λογαριασμοί δεν συνιστούν συμπληρωματικά στοιχεία ικανά να επιμηκύνουν τον φορολογικό έλεγχο σε βάθος 10ετιας. Συνεπώς, ο φορολογικός έλεγχος βασιζόμενος σε άνοιγμα ελληνικών τραπεζικών λογαριασμών δεν είναι επιτρεπτό να εκτείνεται σε βάθος μεγαλύτερο της 5ετιας. Με απλά λόγια, το άνοιγμα των ελληνικών τραπεζικών λογαριασμών για την διακρίβωση τυχόν φοροδιαφυγής επιτρέπεται να αρχίζει από 1-1-2011 και μετά.

Από πρακτική άποψη, οι αποφάσεις αυτές έχουν σημασία για τους εν εξελίξει ελέγχους;
Έχουν τεράστια σημασία. Μέχρι την έκδοση των αποφάσεων αυτών η φορολογική διοίκηση θεωρούσε πως οι αλλεπάλληλες παρατάσεις ήταν έγκυρες και οι φορολογικοί έλεγχοι είχαν ως αφετηρία την 1-1-2000, δηλαδή εκτείνονταν σε βάθος 16 ετών. Μετά την έκδοση της απόφασης 1738/2017, η φορολογική διοίκηση συμμορφώθηκε, αλλά θεωρώντας πως οι ελληνικοί τραπεζικοί λογαριασμοί είναι «συμπληρωματικά στοιχεία» έκρινε πως μπορεί να διενεργεί ελέγχους με βάση τους λογαριασμούς αυτούς σε βάθος δεκαετίας, δηλαδή από την 1-1-2006 και μετά. Με την δημοσίευση της απόφασης 2934/2017 και μετά, οι έλεγχοι που βασίζονται στο άνοιγμα των ελληνικών τραπεζικών λογαριασμών πρέπει να έχουν αφετηρία την 1-1-2011 και μετά.

Το άνοιγμα των ελληνικών τραπεζικών λογαριασμών, έστω και με τον περιορισμένο πλέον ορίζοντα της πενταετίας, ως μέθοδος έχει δεχθεί σφοδρή κριτική. Δίκαια συνέβη αυτό;
Δεν σας κρύβω πως σχεδόν ομόθυμα ο νομικός κόσμος έχει ασκήσει σφοδρή κριτική στη μέθοδο αυτή. Προσωπικά υπήρξα πολέμιος από την πρώτη στιγμή εφαρμογής της μεθόδου, διότι είναι αντίθετη προς κάθε έννοια χρηστής διοίκησης και τελικά αναποτελεσματική για τα Δημόσια Έσοδα. Το μόνο «επίτευγμα» της μεθόδου αυτής είναι η καλλιέργεια κλίματος τρομοκρατίας με την έννοια ότι θα έρθει η σειρά του καθενός για το άνοιγμα των τραπεζικών του λογαριασμών.

Αρθρογραφείτε συχνά, με έντονα επικριτική διάθεση. Παρόλ' αυτά, ο μέσος πολίτης πιστεύει πως μέσα από τις κινήσεις των τραπεζικών λογαριασμών βγαίνουν «λαβράκια» φοροδιαφυγής. Δικαίως υπάρχει αυτή η αντίληψη;

Απαντώντας κατ'αρχήν γενικά, θα σας πω πως τα «λαβράκια» της φοροδιαφυγής είναι πιθανόν να εντοπισθούν τόσο μέσα από τη μέθοδο αυτή, όσο και από άλλες μεθόδους πολύ πιο αποτελεσματικές που προβλέπονται στο νόμο. Το άνοιγμα των τραπεζικών λογαριασμών με απαίτηση αιτιολόγησης κάθε μίας πίστωσης, αδικεί ένα μεγάλο μέρος ελεγχομένων που είναι μεν έντιμοι φορολογούμενοι πλην όμως αδυνατούν να συγκεντρώσουν τα απαιτούμενα δικαιολογητικά. Δεν διανοούμαι λοιπόν πως για να συλλάβω δέκα φοροδιαφεύγοντες πρέπει να καταστρέψω άλλους τόσους έντιμους φορολογούμενους. Είναι το αντίστοιχο δόγμα του ποινικού δικαίου, σύμφωνα με το οποίο προτιμώ να έχω εκατό ενόχους εκτός φυλακής παρά ένα αθώο φυλακισμένο. Επίσης, η μέθοδος είναι εξαιρετικά χρονοβόρα με αποτέλεσμα να αναλώνεται μεγάλος αριθμός ελεγκτών για την διερεύνηση ελάχιστων υποθέσεων. Άρα, ούτε τα Δημόσια έσοδα ενισχύονται.

Μπορείτε να εξηγήσετε τα περί δυσκολίας συγκέντρωσης δικαιολογητικών;

Η δυσκολία συνίσταται τόσο στη συγκέντρωση των τραπεζικών παραστατικών όσο και στην περαιτέρω ανεύρεση των στοιχείων που αιτιολογούν τις τραπεζικές κινήσεις. Δυστυχώς οι έλεγχοι διεξάγονται χωρίς κανόνες. Οι αιτίες για τις οποίες κατατίθενται χρήματα σε ένα τραπεζικό λογαριασμό είναι αμέτρητες και είναι αδύνατο να χωρέσουν σε οποιοδήποτε κατάλογο. Μερικά παραδείγματα: Ο πατέρας στέλνει χρήματα στο φοιτητή γιο του. Η συναλλαγή μπορεί να χαρακτηρισθεί δωρεά μετρητών υποκείμενη σε φόρο.
Ο επιχειρηματίας χρεοπιστώνει τους προσωπικούς και εταιρικούς λογαριασμούς του. Οι δοσοληψίες αυτές στην καλύτερη περίπτωση υπόκεινται σε φόρο χαρτοσήμου.
Ο εφοπλιστής εισάγει ναυτιλιακό συνάλλαγμα που επί δεκαετίες έχει νομοθετηθεί ότι είναι αφορολόγητο. Η εμμονή του ελέγχου στην ιχνηλασία της πηγής προέλευσης καταλήγει συχνά στην επιβολή φόρου εισοδήματος προερχομένου από άγνωστη πηγή.
Ο Διαχειριστής της πολυκατοικίας εισπράττει τα κοινόχρηστα από τους δεκάδες ενοίκους της πολυκατοικίας. Αν δεν τηρεί πλήρες αρχείο κοινόχρηστων δαπανών κινδυνεύει με φορολόγηση των ποσών αυτών ως εισοδήματος.
Ο λογιστής εισπράττει το ΦΠΑ για λογαριασμό του πελάτη προκειμένου να το αποδώσει στο Δημόσιο. Το σχετικό ποσό καταλογίζεται συχνά ως εισόδημα του λογιστή.
Ο Δικηγόρος εισπράττει χρήματα για λογαριασμό πελάτη του. Το σχετικό ποσό καταλογίζεται συχνά ως εισόδημα του Δικηγόρου.
Οι θιασώτες του Χρηματιστηρίου αγοράζουν και πωλούν μετοχές, με αποτέλεσμα την εμφάνιση πληθώρας πιστώσεων στον τραπεζικό λογαριασμό από τον οποίο "μπαινοβγαίνουν" χρήματα. Αν οι χρηματιστηριακές εταιρείες δεν διαθέτουν αναλυτικά στοιχεία τα ποσά μπορεί να φορολογηθούν ως εισόδημα.
Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις, ο φορολογικός έλεγχος απαιτεί την υποβολή εγγράφων που να αποδεικνύουν ότι πράγματι η πίστωση αφορά τις ανωτέρω αιτίες. Δυστυχώς, ο κάθε ελεγκτής έχει τη δική του αντίληψη περί «αποδείξεως». Έτσι λοιπόν, χωρίς συγκεκριμένους κανόνες αποδεικτικής διαδικασίας, ο κάθε ελεγκτής έχει την προσωπική του αντίληψη περί της αποδεικτικής αξίας κάθε εγγράφου που υποβάλει ο ελεγχόμενος, με αποτελέσματα όχι απλά ανεπιεική αλλά συχνά απάνθρωπα.

Δεν έχει υπάρξει οποιαδήποτε πρόοδος στα ζητήματα που θέσατε;

Για να είμαι ακριβοδίκαιος πρέπει να ομολογήσω ότι η ΑΑΔΕ έχει σημειώσει σημαντικές προόδους στην κατεύθυνση του εξορθολογισμού των ελέγχων. Αποδέχεται τις αποφάσεις του ΣτΕ παρά την περιορισμένη στήριξη από το ΝΣΚ. Εκδόθηκε πρόσφατα η ΠΟΛ 1175 που προσπαθεί να επιλύσει διάφορα ζητήματα από αυτά που προανέφερα. Ο ανεξάντλητος όμως αριθμός των περιπτώσεων φοβάμαι είναι αδύνατο να καλυφθεί. Κατά τη γνώμη μου, η μέθοδος του ελέγχου κάθε μίας τραπεζικής πίστωσης πρέπει να εγκαταλειφθεί.

* Ο Γιώργος Μυλωνογιάννης είναι δικηγόρος, ιδρυτικό στέλεχος και διοικητικός εταίρος της εταιρείας «Φορτσάκης Διακόπουλος Μυλωνογιάννης και Συνεργάτες», επικεφαλής του τμήματος διαιτησίας και δημοσίων συμβάσεων. Ειδικεύεται στο εμπορικό και φορολογικό δίκαιο, καθώς και σε υποθέσεις σχετικές με την νομοθεσία της Ενωμένης Ευρώπης. Ο Γιώργος Μυλωνογιάννης εκπροσωπεί, ως νομικός σύμβουλος, φορείς, εταιρείες κ.λπ., από την Ελλάδα αλλά και το εξωτερικό. Διαθέτει πολύ μεγάλη εμπειρία σε διαπραγματεύσεις, σύνταξη συμβάσεων και διαιτησία ενώπιον δικαστηρίων. Επίσης, έχει δικαίωμα παράστασης στο Συμβούλιο της Επικρατείας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αρχειοθήκη ιστολογίου