Ο θάνατος της συζύγου του αείμνηστου Στέλιου Παπαδημητρίου, στενού συνεργάτη του Αριστοτέλη Ωνάση, κλείνει τον κύκλο των επιφανών Αλεξανδρινών και μιας άλλης αστικής ΕλλάδαςΜε την απώλεια της Αλεξάνδρας Παπαδημητρίου την περασμένη Δευτέρα 20
Νοεμβρίου φαίνεται να κλείνει ένας μεγάλος κύκλος που περιλαμβάνει μια άλλη αστική Ελλάδα, φημισμένους Αλεξανδρινούς και έναν καβαφικό αέρα γεμάτο γνώση και κοσμοπολιτισμό.
Εκπρόσωπος της περιώνυμης γενιάς των Ελλήνων της Αλεξάνδρειας οι οποίοι γαλουχήθηκαν με άλλες εικόνες και ξεριζώθηκαν απότομα μαζί με χιλιάδες Αιγυπτιώτες μετά τη διάλυση της εκεί παροικίας, η Αλεξάνδρα Παπαδημητρίου έζησε μια πλούσια και περιπετειώδη ζωή σαν μυθιστόρημα. Αντρας της ήταν άλλωστε ο αείμνηστος Στέλιος Παπαδημητρίου (δικηγόρος και πρώην πρόεδρος του Κοινωφελούς Ιδρύματος Αλέξανδρος Ωνάσης), δεξί χέρι του διάσημου Σμυρνιού, ενώ τα τρία της αγόρια είναι επίσης διακεκριμένοι στον τομέα του ο καθένας: ο Αντώνης Παπαδημητρίου είναι ο σημερινός πρόεδρος του Ιδρύματος Ωνάση, ο μεσαίος Γιώργος Παπαδημητρίου είναι πολιτικός μηχανικός και ο Δημήτρης Παπαδημητρίου είναι ο διάσημος δημιουργός και μουσικοσυνθέτης.
Η Αλεξάνδρα Παπαδημητρίου είδε από κοντά όλα όσα οι άλλοι παρακολουθούσαν σαν ταινία: τις πιο δυνατές και αδύναμες στιγμές του Ωνάση, τη δόξα και το πένθος, τις αντιδικίες με την Τζάκι και την Κάλλας, τα ταξίδια στο Μόντε Κάρλο και τον Σκορπιό - τις στιγμές που ο δοξασμένος Σμυρνιός εκπροσωπούσε ολόκληρη την Ελλάδα. Η ίδια έζησε μια ευτυχισμένη οικογενειακή ζωή, όχι όμως χωρίς δυσκολίες, αφού το ζευγάρι πέρασε πολλά από τότε που γνωρίστηκε (το 1953) μέχρι το 1966 που ήρθαν στην Ελλάδα, ξεριζωμένοι, σε μια άγνωστη γι’ αυτούς χώρα. Με μεγάλη αγάπη για τη λογοτεχνία και το διάβασμα -κάτι που μετέδωσε και στα τρία αγόρια της- και ως απόφοιτος της Αγγλικής Φιλολογίας από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, η σύζυγος του Στέλιου Παπαδημητρίου δίδαξε στο Ινστιτούτο Αμερικανικών Σπουδών έως το 1970, οπότε και οι υποχρεώσεις του άνδρα της απέναντι στον Ωνάση την ανάγκασαν να αναλάβει τα ηνία του σπιτιού και να αφοσιωθεί στα παιδιά της. Με τον θάνατο του Στέλιου η αγάπη της Αλεξάνδρας για τα γράμματα έμοιαζε σχεδόν μονόδρομος: η μούσα της τής υπαγόρευσε να αφοσιωθεί στη γραφή και να γράψει τρία βιβλία για όλα όσα έζησε - από τις πρώτες δύσκολες μέρες μέχρι τις σημερινές, όπου τα ηνία του Ιδρύματος Ωνάση έχει πια ο επίσης δικηγόρος γιος της Αντώνης Παπαδημητρίου. Τα βιβλία δεν άργησαν να γίνουν μπεστ σέλερ και κυκλοφορούν ακόμα από τις εκδόσεις Καστανιώτη: «Τζέντα», 2008, «Αλεξάνδρεια - Aθήνα», 2010, «Παράλληλοι δρόμοι», 2011. Και τα βασίστηκαν σε σημειώσεις που κρατούσε όλα αυτά τα χρόνια, οι οποίες τη βοήθησαν να ξεκινήσει να γράφει σε ένα λευκό τετράδιο που φύλαγε για τα εγγόνια της.
Ο Στέλιος και η Αλεξάνδρα Παπαδημητρίου με δύο από τα τρία τους παιδιά, τον Αντώνη και τον Γιώργο, τα χρόνια της Αλεξάνδρειας
Ετσι, μέσα από τα τρία αυτά βιβλία επιχείρησε ένα μακρύ και γοητευτικό ταξίδι στον χρόνο: από την κοσμοπολίτικη Αλεξάνδρεια στην παραδοσιακά «κλειστή» Σαουδική Αραβία, από την εφηβική αγάπη στην ευτυχισμένη και δεμένη οικογένεια, από τον Αριστοτέλη Ωνάση στην Τζάκι, τον Αλέξανδρο και τη Χριστίνα Ωνάση, αλλά και όλα τα σημαντικά πρόσωπα-πρωταγωνιστές μιας αξέχαστης διαδρομής. Με γλώσσα τολμηρή και αποκαλυπτικές εικόνες, η Αλεξάνδρα Παπαδημητρίου δεν φοβήθηκε να μιλήσει ακόμα και για πιο μύχιες στιγμές, εξιστόρησε μια ζωή δημιουργική αλλά και απρόβλεπτη, δύσκολη αλλά και συναρπαστική, πάντα όμως γεμάτη έντονα συναισθήματα, σαν αυτά που έβρισκε στις σελίδες των μυθιστορημάτων. Αλλωστε φάνηκε να βγαίνει νικήτρια στην αντιπαράθεσή της με την Ιστορία και με περιστατικά όπως εκείνα που αναφέρονται στην «Πηγή του Μίτσερ», το υπέροχο εκείνο μυθιστόρημα όπου μια ομάδα ιστορικών σκάβει έναν λόφο για να βρει τις σπηλιές που κατοίκησαν οι πρώτοι άνθρωποι στην Παλαιστίνη - και που η ίδια ομολογεί πως τη συνάρπαζε. Κάπως έτσι, δείχνει να σκάβει και στις μνήμες, ξαναζωντανεύοντας εικόνες οικογενειακές -με τα τρία αγόρια της και τα φαγητά που ήξερε να φτιάχνει τόσο ωραία-, εικόνες κρίσιμες -να ταξιδεύει για να βρει τον άνδρα της στο Μόντε Κάρλο και να κοντεύει να πέσει το αεροπλάνο από την καταιγίδα-, με συγκρούσεις εσωτερικές για τις οικογενειακές γιορτές που στερούνταν και τις ώρες που έβρισκαν τον άνδρα της πάντα πλάι στον Ωνάση και πιστό στο καθήκον.
Εμειναν μαζί μια ολόκληρη ζωή. Τους χώρισε μόνο ο θάνατος
Από το σπίτι του κόμη Δράκουλα στον Γιώργο Νταλάρα
Η ίδια πάντως δεν δείχνει να εντυπωσιάζεται από τα λούσα, μαθαίνοντας στα παιδιά της να έχουν πάντα ως προτεραιότητα την καλλιέργεια, την αγάπη και τη γνώση. Αναφέρεται στις δυσκολίες που πέρασαν όταν πρωτοήρθαν Ελλάδα και τις αγωνίες των παιδιών -ειδικά του μεγάλου γιου της- για τις πρωτιές στο σχολείο. Χαρακτηριστικό το περιστατικό με τον πρωτότοκο, ο οποίος άλλωστε διαδέχτηκε τον πατέρα του στην προεδρία του Ιδρύματος Ωνάση, όταν έκοψε με το ψαλίδι το κροκοδειλάκι από το πανάκριβο Lacoste που του είχε φέρει η μητέρα του για να μη νιώσουν άσχημα οι συμμαθητές στην Ιωνίδειο. Ή με τον ίδιο πάλι να μαζεύει χρήματα στον κουμπαρά ώστε μόλις αποφοιτήσει να κάνει το πρώτο του ταξίδι στα μακρινά Καρπάθια για να επισκεφτεί το σπίτι του Δράκουλα! Προφανής είναι η έφεση που έχουν τα τρία αγόρια -και λόγω καταγωγής- στις γλώσσες, αλλά και η εξοικείωση με πρόσωπα που στα μάτια των υπολοίπων φαντάζουν, ακόμα και σήμερα, θρυλικά. Δεν ξεχνάει, για παράδειγμα, καθόλου στα βιβλία της η Αλεξάνδρα Παπαδημητρίου να αναφέρει την απλότητα του Ωνάση, την αμεσότητά του, αλλά και τις ιδιαίτερες επιλογές του, όπως την αγάπη του για τη λαϊκή μουσική, τα ταβερνεία, ακόμα και την αδυναμία του στον Νταλάρα! Αγαπημένο του άσμα μάλιστα από τον Νταλάρα ήταν «Το πουκάμισο το θαλασσί / μια φορούσα εγώ και μια εσύ», το οποίο είχε ζητήσει ως αφιέρωση ένα βράδυ στη «Νεράιδα» γιατί του θύμιζε έναν αγαπημένο του ξάδελφο, με τον οποίο όμως διαχώρισε τους δρόμους του στη συνέχεια.
Η Αλεξάνδρα Παπαδημητρίου με τους γιους της Αντώνη, σημερινό πρόεδρο του Ιδρύματος Ωνάση, και Δημήτρη, διάσημο μουσικοσυνθέτη
Το «Χριστίνα» και η Χριστίνα
Στο βιβλίο της «Αλεξάνδρεια - Αθήνα» (από τις εκδόσεις Καστανιώτη) είναι αμέτρητα τα ενσταντανέ που δένουν τις οικογενειακές στιγμές με τις περιπέτειες του Ωνάση. Ολοζώντανες είναι οι μνήμες της Αλεξάνδρας Παπαδημητρίου από το περίοπτο πλοίο του Ωνάση, το «Χριστίνα»: «Ολοι μιλούν για τη χλιδή του “Χριστίνα”. Εγώ χλιδή δεν βλέπω, πολυτέλεια ναι: στο σαλόνι, στην εσωτερική σκάλα που έχει επίχρυσα κάγκελα και κόκκινη μοκέτα στα σκαλιά, στα σπάνια μπιμπελό, στους τρεις πίνακες που είναι της σχολής του Ελ Γκρέκο (“Κάποιος μου χρωστούσε λεφτά και μου έδωσε αυτούς τους πίνακες”, λέει ο Ωνάσης όταν τον ρωτούν πού τους βρήκε). Να και το πορτρέτο της μητέρας του Ωνάση, πόσο μοιάζει της Θεανώς, ήταν θεία της, αδελφή του πατέρα της. Ο πάτος της πισίνας με τα δελφίνια είναι τώρα στρωμένος στο επίπεδο του καταστρώματος, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν πίστα χορού. Είναι όμορφος, πολύ όμορφος, δε χορταίνεις να τον βλέπεις, δεν τολμάς να τον πατήσεις. Τα δωμάτια των επισκεπτών έχουν το καθένα το όνομα ενός ελληνικού νησιού. Καδραρισμένα στους τοίχους κρέμονται τα ανάλογα τοπία».
Ο Αριστοτέλης Ωνάσης με τον Αλέξανδρο
Το πλοίο πήρε το όνομά του από την αγαπημένη του κόρη, τη Χριστίνα, η οποία ωστόσο ποτέ δεν κατάφερε να αποκαταστήσει την απώλεια του Αλέξανδρου - όχι μόνο στην καρδιά, αλλά και στην ίδια την αυτοκρατορία του Ωνάση. Σύμφωνα με την Αλεξάνδρα Παπαδημητρίου, η Χριστίνα ήταν ένα βαθιά τραυματισμένο παιδί που δεν ξεπέρασε ποτέ το γεγονός ότι μεγάλωσε μόνο με τις νταντάδες και ένιωσε παραμελημένη από τη μητέρα της:
«Νταντά μπορεί να μη χρειάζονταν, χρειάζονταν όμως μάνα και η μάνα τους ήταν συνεχώς απούσα. Το ίδιο και ο πατέρας. Αν τύχαινε να βρεθούν και οι δυο στο σπίτι τους πάνω από το γραφείο στο Μόντε Κάρλο, μόνο φωνές και καυγάδες άκουγαν. Τα παιδιά ντρέπονταν γιατί τους άκουγαν κάτω στο γραφείο. Τον Αλέξανδρο, αν και άτακτος, τον αγαπούσαν όλοι - και η μάνα τους πιο πολύ από όλους. Τη Χριστίνα δεν την αγαπούσε κανένας, ούτε η μάνα της που την έλεγε “ασχημόπαπο” -“ungly duckling” τη φώναζε στα αγγλικά- και αναρωτιόταν πώς έκανε τόσο άσχημο παιδί. Τελικά, έβαλαν τα παιδιά εσώκλειστα, τον Αλέξανδρο στο Παρίσι και τη Χριστίνα στην Ελβετία, όπου μορφώνονταν οι απανταχού προσφυγοπούλες. Ο πατέρας δεν πάτησε ποτέ να τη δει. Η μάνα πήγαινε στις γιορτές και της γέμιζε το δωμάτιο κουτιά με κούκλες και παιχνίδια».
Χαρακτηριστικό είναι το σκηνικό όπου η Χριστίνα έπρεπε να διαπραγματευτεί την περιουσία που θα αναλάμβανε από την πλευρά της μητέρας της, της Τίνας Λιβανού. Σύμβουλός της εδώ ήταν και πάλι ο Στέλιος Παπαδημητρίου (από το ίδιο βιβλίο).
Ο Αντώνης Παπαδημητρίου με τη σύζυγό του Αφροδίτη Παναγιωτάκου, διευθύντρια Πολιτισμού του Ιδρύματος Ωνάση
«Ο Ωνάσης ήρθε στην Αθήνα στις 8 Δεκεμβρίου. Είχε αποφασίσει να καταγγείλει τη σύμβασή του με το Δημόσιο. Πρώτα-πρώτα άλλαξε το συμβούλιο της Ολυμπιακής. Μόνο τον Παύλο Ιωαννίδη, τον γενικό διευθυντή, κράτησε. Οι διαδικασίες τράβηξαν μέχρι τα Χριστούγεννα, που βρήκαν τον Ωνάση με γρίπη κλεισμένο στο σπίτι του στη Γλυφάδα. Εβλεπα από το παράθυρο το χαλάζι που έπεφτε, όταν χτύπησε το τηλέφωνο.
“Χρονιάρα μέρα σήμερα και θα σου πάρω πάλι τον άντρα σου!. Μα, τι να κάνω και εγώ, κλειστός με τον Γιώργο, τι να λέμε μέρα νύχτα δυο άντρες;”.
“Κύριε Ωνάση, οι γιορτές πάνε κι έρχονται, φτάνει να έχουμε την υγειά μας. Σας εύχομαι περαστικά! Ενα λεπτό, θα σας δώσω τον Στέλιο”.
“Κοτζάμ Ωνάσης και να περνά τα Χριστούγεννα με μόνη συντροφιά τον Γιώργο, τον καμαριέρη του εδώ και είκοσι χρόνια! Τι να τα κάνεις τα πλούτη αν δεν έχεις ένα δικό σου άνθρωπο πλάι σου;” σχολίαζα στο τραπέζι το βράδυ όταν έκοβα τη χριστουγεννιάτικη γαλοπούλα, που μας περίμενε από το μεσημέρι μέσα στο φούρνο. (...) Ο Ωνάσης άρχισε να συνέρχεται δυο μέρες μετά τα Χριστούγεννα. Ο Στέλιος πήγε σπίτι του και μοίρασαν τα μπόνους των υπαλλήλων. Ο Ωνάσης ήταν απλόχερος από κάθε άλλη χρονιά, κυρίως στα συγγενικά του πρόσωπα που εργάζονταν στη “Olympic Maritime” εδώ και χρόνια. Η Πρωτοχρονιά του ’75 μας βρήκε όλους καλά, από τον Ωνάση ως τον Αλέξη. Θα καλωσορίζαμε τον καινούργιο χρόνιο στο σπίτι του Λεωνίδα στους Αμπελοκήπους, όπου ζήσαμε την πιο ηρωική περίοδο της ζωής μας, όπως επαναλαμβάνει ο Στέλιος.
Φύγαμε από το σπίτι του Λεωνίδα μόλις μπήκαμε στο ’75. Ο Στέλιος είχε δουλειά νωρίς. Υπέθεσα πως θα πήγαινε στον Ωνάση, αλλά η ώρα που ξύπνησε και το μπουφάν που έριξε πάνω του δεν ταίριαζαν. Ο Ωνάσης τους ήθελε όλους πάντα κουστουμαρισμένους και με γραβάτα.
“Πού πας και φόρεσες τα σπορ;” ρωτώ.
“Στον Κορυδαλλό”, μου λέει.
“Πας να τους κάνεις ποδαρικό;” συνεχίζω και μου εξηγεί ότι του τηλεφώνησαν να πάει να συναντήσει στις φυλακές κάποιον που είχε ακλόνητα τεκμήρια για το θάνατο του Αλέξανδρου.
“Τώρα τα θυμήθηκε; Πρωτοχρονιάτικα;” απορώ.
“Σήμερα, που επιτρέπεται το επισκεπτήριο, δεν μπορώ να μην πάω. Τόσους και τόσους έχω δει εκεί, άλλος ένας δεν βλάπτει. Τσιμουδιά εσύ!”.
Ο Στέλιος δεν άργησε στον Κορυδαλλό.
“Ανθρακες ο θησαυρός! Ο άνθρωπος δεν ήταν στα καλά του, άλλα αντ’ άλλων έλεγε. Τώρα περιμένουμε τη δικαστική απόφαση για το κληρονομητήριο της Τίνας Λιβανού και τις απαιτήσεις του Νιάρχου ως συζύγου. Είμαι βέβαιος ότι ο γάμος θα κηρυχτεί άκυρος. Πέμπτος, έκτος γάμος ήταν; Τους έμπλεξα και εγώ!”.
Ο Στέλιος μονολογεί στο γραφείο του με την πόρτα προς το υπνοδωμάτιό μας ανοιχτή. Ετσι του αρέσει να την αφήνει, ανοιχτή, να νιώθει πως είμαι δίπλα του.
“Πόσους γάμους έκανε ο Νιάρχος;” μου φωνάζει.
“Ενας πάνω ένας κάτω, δεν τον σώζει”, του απαντώ.
“Μην πεις στη Χριστίνα πως αύριο μεθαύριο θα έχουμε την απόφαση, θα αρχίσει να αδημονεί”..
“Εσύ μην ξεχαστείς και της το πεις”.
Η απόφαση πράγματι βγήκε μόλις άνοιξαν τα δικαστήρια. Μόνη κληρονόμος είναι η Χριστίνα, που τηλεφωνεί αμέσως και το λέει στο θείο Σταύρο - έτσι φώναζε ακόμα τον Νιάρχο. Αυτός στεναχωριέται πολύ.
“Κλαίει”, μας πληροφορεί τηλεφωνικώς η Χριστίνα, “θέλει να του αφήσω τους πίνακες. Του είπα “όχι”, αλλά επιμένει να του αφήσω τουλάχιστον τον Πικάσο. Τι να κάνω; Ρώτησα τον πατέρα μου και λέει να του τον αφήσω”.
“Βάλ’ τον να σου υπογράψει πως τον παρέλαβε. Ο διάολος έχει πολλά ποδάρια!” της λέει ο Στέλιος και αυτή σκάει στα γέλια.
“Ελληνική παροιμία και αυτή;” θαυμάζει.
Η περιουσία που πήρε η Χριστίνα από τη μάνα της δεν ήταν καθόλου ευκαταφρόνητη. Πλησίαζε το μισό δισεκατομμύριο, χωρίς τα κοσμήματα που η Χριστίνα έβαλε σε τραπεζική θυρίδα, μαζί με έναν πίνακα του Μονέ. Αντίθετα από τη μάνα της, η Χριστίνα σπανίως φορούσε κοσμήματα. Eνα σταυρό έβαλε στη Νέα Υόρκη, κάπου τον ξέχασε και έτρεχαν όλοι να τον βρουν. Ο σταυρός βρέθηκε και ένας υπάλληλος πήρε το πρώτο αεροπλάνο και επέστρεψε το σταυρό στη Χριστίνα».
Αλέξανδρος Ωνάσης
«Στο σπίτι καλούσε και συνεργάτες για δείπνο ή και μόνο για καφέ. Ενα βράδυ έφερε και τον Αλέξανδρο Ωνάση σπίτι. Ντροπαλός και συγκρατημένος στην αρχή, δεν άργησε να πιάσει κουβέντα με τον Αντώνη και τον Γιώργο. Καθισμένοι και οι τρεις στο μεγάλο καναπέ στο βάθος του σαλονιού, έκαναν διαγωνισμό ποιος θα φάει πιο πολλές πατάτες τσιπς. Του Αλέξανδρου του έπεφταν στο χαλί, έσκυβε, τις μάζευε και τις έτρωγε. Ο Γιώργος τον παρακολουθούσε και γελούσε. Με τον Αντώνη είχαν ανοίξει ένα βιβλίο χοντρό: “Οι προπάτορές μας οι πίθηκοι και η θεωρία του Δαρβίνου”».
Ο Ωνάσης με την Τζάκι στο «Χριστίνα»
Τα παιδιά της Αλεξάνδρας περνούσαν όμορφα με τον Αλέξανδρο, ο οποίος φαινόταν να είναι φιλικός και περίεργος για τα πάντα. Αγαπούσε τις πτήσεις και δεν φοβόταν να πάρει ρίσκα. Στο βιβλίο περιγράφεται με τον πλέον δραματικό τρόπο η στιγμή που ο Αριστοτέλης Ωνάσης έμαθε ότι ο γιος του έφυγε από τη ζωή - τίποτα δεν θα ήταν έκτοτε το ίδιο. Το τέλος ήταν αναπόφευκτο από τη στιγμή που ο Σμυρνιός συνειδητοποίησε ότι κανείς δεν θα μπορούσε να τον διαδεχτεί, καθώς η Χριστίνα δεν έδειχνε ούτε αποφασιστικότητα, ούτε διάθεση. Κάθε καυγάς με την κόρη του οδηγούσε σε νέα κόντρα -στο βιβλίο περιγράφεται ένα περιστατικό όπου ο Στέλιος μπήκε στη μέση για να τους χωρίσει- και κάθε βήμα του ίδιου του Ωνάση απλώς συνοδευόταν από την προσωπική συνειδητοποίηση ότι ο αγώνας δεν έχει πια καμία σημασία: «Στις 15 Ιανουαρίου ο Ωνάσης παρέδωσε την Ολυμπιακή Αεροπορία στο Δημόσιο.
Η κατάσταση της υγείας του χειροτερεύει αισθητά μέρα με τη μέρα. Εκτός από τη γρίπη που τον ταλαιπωρεί, έχει πρόβλημα να μιλήσει καθαρά, να φάει και να καταπιεί. Συνεχώς χάνει βάρος. Στις 20 Ιανουαρίου είναι τα γενέθλιά του, κλείνει τα εβδομήντα. Κανείς δεν το θυμάται. Μόνο ένα δώρο πήρε από τη Μαρία Κάλλας που του έστειλε από το Παρίσι μια μάλλινη κουβερτούλα “Ερμές”. Ο Στέλιος τον επισκέπτεται κάθε μέρα. Τον περιμένει και χαίρεται μόλις τον δει, μόνο αυτόν ανέχεται ο Ωνάσης στο δωμάτιό του με τις ώρες. Η Χριστίνα ήλθε στη Γλυφάδα τέλη Ιανουαρίου. Η Τζάκυ ήλθε αργότερα, όταν η αδελφή του Ωνάση, η Αρτεμις, την πίεσε. Ο Ωνάσης είχε τόσο τρομερούς πόνους στην κοιλιά που του έφερναν λιποθυμία. Δέκα γιατροί γύρω του και δεν μπορούσαν να συμφωνήσουν τι είχε επιτέλους», γράφει στο ίδιο βιβλίο («Αλεξάνδρεια - Αθήνα») με χαρακτηριστική ευκρίνεια η Αλεξάνδρα Παπαδημητρίου.
Ο Ωνάσης είχε αποφασίσει να αποχωρήσει από τη ζωή - μετά τον θάνατο του γιου του δεν έβρισκε κάποιον λόγο για να συνεχίσει και σύντομα θα έγραφε στο χαρτί τη φράση «αφήστε με να πεθάνω». Ελάχιστα ονόματα είναι τόσο συνδεδεμένα με την Ελλάδα, τόσο μυθικά και αναγνωρίσιμα όσο ο Ωνάσης - και λίγοι οι Αλεξανδρινοί που θα μπορούσαν να είναι συνεχιστές μιας μυθιστορίας που ήθελε τόσο ικανούς αφηγητές για να καταγραφεί, όπως ήταν η ίδια η απελθούσα μητέρα, πολύτιμος σύμβουλος και συγγραφέας Αλεξάνδρα Παπαδημητρίου.
Η Μαρία Κάλλας στο κατάστρωμα της «Χριστίνας».
Διακρίνεται ο πυθμένας της πισίνας διακοσμημένος με δελφίνια
Το ζεύγος Παπαδημητρίου σε παλιές ευτυχισμένες στιγμές
Νοεμβρίου φαίνεται να κλείνει ένας μεγάλος κύκλος που περιλαμβάνει μια άλλη αστική Ελλάδα, φημισμένους Αλεξανδρινούς και έναν καβαφικό αέρα γεμάτο γνώση και κοσμοπολιτισμό.
Εκπρόσωπος της περιώνυμης γενιάς των Ελλήνων της Αλεξάνδρειας οι οποίοι γαλουχήθηκαν με άλλες εικόνες και ξεριζώθηκαν απότομα μαζί με χιλιάδες Αιγυπτιώτες μετά τη διάλυση της εκεί παροικίας, η Αλεξάνδρα Παπαδημητρίου έζησε μια πλούσια και περιπετειώδη ζωή σαν μυθιστόρημα. Αντρας της ήταν άλλωστε ο αείμνηστος Στέλιος Παπαδημητρίου (δικηγόρος και πρώην πρόεδρος του Κοινωφελούς Ιδρύματος Αλέξανδρος Ωνάσης), δεξί χέρι του διάσημου Σμυρνιού, ενώ τα τρία της αγόρια είναι επίσης διακεκριμένοι στον τομέα του ο καθένας: ο Αντώνης Παπαδημητρίου είναι ο σημερινός πρόεδρος του Ιδρύματος Ωνάση, ο μεσαίος Γιώργος Παπαδημητρίου είναι πολιτικός μηχανικός και ο Δημήτρης Παπαδημητρίου είναι ο διάσημος δημιουργός και μουσικοσυνθέτης.
Η Αλεξάνδρα Παπαδημητρίου είδε από κοντά όλα όσα οι άλλοι παρακολουθούσαν σαν ταινία: τις πιο δυνατές και αδύναμες στιγμές του Ωνάση, τη δόξα και το πένθος, τις αντιδικίες με την Τζάκι και την Κάλλας, τα ταξίδια στο Μόντε Κάρλο και τον Σκορπιό - τις στιγμές που ο δοξασμένος Σμυρνιός εκπροσωπούσε ολόκληρη την Ελλάδα. Η ίδια έζησε μια ευτυχισμένη οικογενειακή ζωή, όχι όμως χωρίς δυσκολίες, αφού το ζευγάρι πέρασε πολλά από τότε που γνωρίστηκε (το 1953) μέχρι το 1966 που ήρθαν στην Ελλάδα, ξεριζωμένοι, σε μια άγνωστη γι’ αυτούς χώρα. Με μεγάλη αγάπη για τη λογοτεχνία και το διάβασμα -κάτι που μετέδωσε και στα τρία αγόρια της- και ως απόφοιτος της Αγγλικής Φιλολογίας από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, η σύζυγος του Στέλιου Παπαδημητρίου δίδαξε στο Ινστιτούτο Αμερικανικών Σπουδών έως το 1970, οπότε και οι υποχρεώσεις του άνδρα της απέναντι στον Ωνάση την ανάγκασαν να αναλάβει τα ηνία του σπιτιού και να αφοσιωθεί στα παιδιά της. Με τον θάνατο του Στέλιου η αγάπη της Αλεξάνδρας για τα γράμματα έμοιαζε σχεδόν μονόδρομος: η μούσα της τής υπαγόρευσε να αφοσιωθεί στη γραφή και να γράψει τρία βιβλία για όλα όσα έζησε - από τις πρώτες δύσκολες μέρες μέχρι τις σημερινές, όπου τα ηνία του Ιδρύματος Ωνάση έχει πια ο επίσης δικηγόρος γιος της Αντώνης Παπαδημητρίου. Τα βιβλία δεν άργησαν να γίνουν μπεστ σέλερ και κυκλοφορούν ακόμα από τις εκδόσεις Καστανιώτη: «Τζέντα», 2008, «Αλεξάνδρεια - Aθήνα», 2010, «Παράλληλοι δρόμοι», 2011. Και τα βασίστηκαν σε σημειώσεις που κρατούσε όλα αυτά τα χρόνια, οι οποίες τη βοήθησαν να ξεκινήσει να γράφει σε ένα λευκό τετράδιο που φύλαγε για τα εγγόνια της.
Ο Στέλιος και η Αλεξάνδρα Παπαδημητρίου με δύο από τα τρία τους παιδιά, τον Αντώνη και τον Γιώργο, τα χρόνια της Αλεξάνδρειας
Ετσι, μέσα από τα τρία αυτά βιβλία επιχείρησε ένα μακρύ και γοητευτικό ταξίδι στον χρόνο: από την κοσμοπολίτικη Αλεξάνδρεια στην παραδοσιακά «κλειστή» Σαουδική Αραβία, από την εφηβική αγάπη στην ευτυχισμένη και δεμένη οικογένεια, από τον Αριστοτέλη Ωνάση στην Τζάκι, τον Αλέξανδρο και τη Χριστίνα Ωνάση, αλλά και όλα τα σημαντικά πρόσωπα-πρωταγωνιστές μιας αξέχαστης διαδρομής. Με γλώσσα τολμηρή και αποκαλυπτικές εικόνες, η Αλεξάνδρα Παπαδημητρίου δεν φοβήθηκε να μιλήσει ακόμα και για πιο μύχιες στιγμές, εξιστόρησε μια ζωή δημιουργική αλλά και απρόβλεπτη, δύσκολη αλλά και συναρπαστική, πάντα όμως γεμάτη έντονα συναισθήματα, σαν αυτά που έβρισκε στις σελίδες των μυθιστορημάτων. Αλλωστε φάνηκε να βγαίνει νικήτρια στην αντιπαράθεσή της με την Ιστορία και με περιστατικά όπως εκείνα που αναφέρονται στην «Πηγή του Μίτσερ», το υπέροχο εκείνο μυθιστόρημα όπου μια ομάδα ιστορικών σκάβει έναν λόφο για να βρει τις σπηλιές που κατοίκησαν οι πρώτοι άνθρωποι στην Παλαιστίνη - και που η ίδια ομολογεί πως τη συνάρπαζε. Κάπως έτσι, δείχνει να σκάβει και στις μνήμες, ξαναζωντανεύοντας εικόνες οικογενειακές -με τα τρία αγόρια της και τα φαγητά που ήξερε να φτιάχνει τόσο ωραία-, εικόνες κρίσιμες -να ταξιδεύει για να βρει τον άνδρα της στο Μόντε Κάρλο και να κοντεύει να πέσει το αεροπλάνο από την καταιγίδα-, με συγκρούσεις εσωτερικές για τις οικογενειακές γιορτές που στερούνταν και τις ώρες που έβρισκαν τον άνδρα της πάντα πλάι στον Ωνάση και πιστό στο καθήκον.
Εμειναν μαζί μια ολόκληρη ζωή. Τους χώρισε μόνο ο θάνατος
Από το σπίτι του κόμη Δράκουλα στον Γιώργο Νταλάρα
Η ίδια πάντως δεν δείχνει να εντυπωσιάζεται από τα λούσα, μαθαίνοντας στα παιδιά της να έχουν πάντα ως προτεραιότητα την καλλιέργεια, την αγάπη και τη γνώση. Αναφέρεται στις δυσκολίες που πέρασαν όταν πρωτοήρθαν Ελλάδα και τις αγωνίες των παιδιών -ειδικά του μεγάλου γιου της- για τις πρωτιές στο σχολείο. Χαρακτηριστικό το περιστατικό με τον πρωτότοκο, ο οποίος άλλωστε διαδέχτηκε τον πατέρα του στην προεδρία του Ιδρύματος Ωνάση, όταν έκοψε με το ψαλίδι το κροκοδειλάκι από το πανάκριβο Lacoste που του είχε φέρει η μητέρα του για να μη νιώσουν άσχημα οι συμμαθητές στην Ιωνίδειο. Ή με τον ίδιο πάλι να μαζεύει χρήματα στον κουμπαρά ώστε μόλις αποφοιτήσει να κάνει το πρώτο του ταξίδι στα μακρινά Καρπάθια για να επισκεφτεί το σπίτι του Δράκουλα! Προφανής είναι η έφεση που έχουν τα τρία αγόρια -και λόγω καταγωγής- στις γλώσσες, αλλά και η εξοικείωση με πρόσωπα που στα μάτια των υπολοίπων φαντάζουν, ακόμα και σήμερα, θρυλικά. Δεν ξεχνάει, για παράδειγμα, καθόλου στα βιβλία της η Αλεξάνδρα Παπαδημητρίου να αναφέρει την απλότητα του Ωνάση, την αμεσότητά του, αλλά και τις ιδιαίτερες επιλογές του, όπως την αγάπη του για τη λαϊκή μουσική, τα ταβερνεία, ακόμα και την αδυναμία του στον Νταλάρα! Αγαπημένο του άσμα μάλιστα από τον Νταλάρα ήταν «Το πουκάμισο το θαλασσί / μια φορούσα εγώ και μια εσύ», το οποίο είχε ζητήσει ως αφιέρωση ένα βράδυ στη «Νεράιδα» γιατί του θύμιζε έναν αγαπημένο του ξάδελφο, με τον οποίο όμως διαχώρισε τους δρόμους του στη συνέχεια.
Η Αλεξάνδρα Παπαδημητρίου με τους γιους της Αντώνη, σημερινό πρόεδρο του Ιδρύματος Ωνάση, και Δημήτρη, διάσημο μουσικοσυνθέτη
Το «Χριστίνα» και η Χριστίνα
Στο βιβλίο της «Αλεξάνδρεια - Αθήνα» (από τις εκδόσεις Καστανιώτη) είναι αμέτρητα τα ενσταντανέ που δένουν τις οικογενειακές στιγμές με τις περιπέτειες του Ωνάση. Ολοζώντανες είναι οι μνήμες της Αλεξάνδρας Παπαδημητρίου από το περίοπτο πλοίο του Ωνάση, το «Χριστίνα»: «Ολοι μιλούν για τη χλιδή του “Χριστίνα”. Εγώ χλιδή δεν βλέπω, πολυτέλεια ναι: στο σαλόνι, στην εσωτερική σκάλα που έχει επίχρυσα κάγκελα και κόκκινη μοκέτα στα σκαλιά, στα σπάνια μπιμπελό, στους τρεις πίνακες που είναι της σχολής του Ελ Γκρέκο (“Κάποιος μου χρωστούσε λεφτά και μου έδωσε αυτούς τους πίνακες”, λέει ο Ωνάσης όταν τον ρωτούν πού τους βρήκε). Να και το πορτρέτο της μητέρας του Ωνάση, πόσο μοιάζει της Θεανώς, ήταν θεία της, αδελφή του πατέρα της. Ο πάτος της πισίνας με τα δελφίνια είναι τώρα στρωμένος στο επίπεδο του καταστρώματος, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν πίστα χορού. Είναι όμορφος, πολύ όμορφος, δε χορταίνεις να τον βλέπεις, δεν τολμάς να τον πατήσεις. Τα δωμάτια των επισκεπτών έχουν το καθένα το όνομα ενός ελληνικού νησιού. Καδραρισμένα στους τοίχους κρέμονται τα ανάλογα τοπία».
Ο Αριστοτέλης Ωνάσης με τον Αλέξανδρο
Το πλοίο πήρε το όνομά του από την αγαπημένη του κόρη, τη Χριστίνα, η οποία ωστόσο ποτέ δεν κατάφερε να αποκαταστήσει την απώλεια του Αλέξανδρου - όχι μόνο στην καρδιά, αλλά και στην ίδια την αυτοκρατορία του Ωνάση. Σύμφωνα με την Αλεξάνδρα Παπαδημητρίου, η Χριστίνα ήταν ένα βαθιά τραυματισμένο παιδί που δεν ξεπέρασε ποτέ το γεγονός ότι μεγάλωσε μόνο με τις νταντάδες και ένιωσε παραμελημένη από τη μητέρα της:
«Νταντά μπορεί να μη χρειάζονταν, χρειάζονταν όμως μάνα και η μάνα τους ήταν συνεχώς απούσα. Το ίδιο και ο πατέρας. Αν τύχαινε να βρεθούν και οι δυο στο σπίτι τους πάνω από το γραφείο στο Μόντε Κάρλο, μόνο φωνές και καυγάδες άκουγαν. Τα παιδιά ντρέπονταν γιατί τους άκουγαν κάτω στο γραφείο. Τον Αλέξανδρο, αν και άτακτος, τον αγαπούσαν όλοι - και η μάνα τους πιο πολύ από όλους. Τη Χριστίνα δεν την αγαπούσε κανένας, ούτε η μάνα της που την έλεγε “ασχημόπαπο” -“ungly duckling” τη φώναζε στα αγγλικά- και αναρωτιόταν πώς έκανε τόσο άσχημο παιδί. Τελικά, έβαλαν τα παιδιά εσώκλειστα, τον Αλέξανδρο στο Παρίσι και τη Χριστίνα στην Ελβετία, όπου μορφώνονταν οι απανταχού προσφυγοπούλες. Ο πατέρας δεν πάτησε ποτέ να τη δει. Η μάνα πήγαινε στις γιορτές και της γέμιζε το δωμάτιο κουτιά με κούκλες και παιχνίδια».
Χαρακτηριστικό είναι το σκηνικό όπου η Χριστίνα έπρεπε να διαπραγματευτεί την περιουσία που θα αναλάμβανε από την πλευρά της μητέρας της, της Τίνας Λιβανού. Σύμβουλός της εδώ ήταν και πάλι ο Στέλιος Παπαδημητρίου (από το ίδιο βιβλίο).
Ο Αντώνης Παπαδημητρίου με τη σύζυγό του Αφροδίτη Παναγιωτάκου, διευθύντρια Πολιτισμού του Ιδρύματος Ωνάση
«Ο Ωνάσης ήρθε στην Αθήνα στις 8 Δεκεμβρίου. Είχε αποφασίσει να καταγγείλει τη σύμβασή του με το Δημόσιο. Πρώτα-πρώτα άλλαξε το συμβούλιο της Ολυμπιακής. Μόνο τον Παύλο Ιωαννίδη, τον γενικό διευθυντή, κράτησε. Οι διαδικασίες τράβηξαν μέχρι τα Χριστούγεννα, που βρήκαν τον Ωνάση με γρίπη κλεισμένο στο σπίτι του στη Γλυφάδα. Εβλεπα από το παράθυρο το χαλάζι που έπεφτε, όταν χτύπησε το τηλέφωνο.
“Χρονιάρα μέρα σήμερα και θα σου πάρω πάλι τον άντρα σου!. Μα, τι να κάνω και εγώ, κλειστός με τον Γιώργο, τι να λέμε μέρα νύχτα δυο άντρες;”.
“Κύριε Ωνάση, οι γιορτές πάνε κι έρχονται, φτάνει να έχουμε την υγειά μας. Σας εύχομαι περαστικά! Ενα λεπτό, θα σας δώσω τον Στέλιο”.
“Κοτζάμ Ωνάσης και να περνά τα Χριστούγεννα με μόνη συντροφιά τον Γιώργο, τον καμαριέρη του εδώ και είκοσι χρόνια! Τι να τα κάνεις τα πλούτη αν δεν έχεις ένα δικό σου άνθρωπο πλάι σου;” σχολίαζα στο τραπέζι το βράδυ όταν έκοβα τη χριστουγεννιάτικη γαλοπούλα, που μας περίμενε από το μεσημέρι μέσα στο φούρνο. (...) Ο Ωνάσης άρχισε να συνέρχεται δυο μέρες μετά τα Χριστούγεννα. Ο Στέλιος πήγε σπίτι του και μοίρασαν τα μπόνους των υπαλλήλων. Ο Ωνάσης ήταν απλόχερος από κάθε άλλη χρονιά, κυρίως στα συγγενικά του πρόσωπα που εργάζονταν στη “Olympic Maritime” εδώ και χρόνια. Η Πρωτοχρονιά του ’75 μας βρήκε όλους καλά, από τον Ωνάση ως τον Αλέξη. Θα καλωσορίζαμε τον καινούργιο χρόνιο στο σπίτι του Λεωνίδα στους Αμπελοκήπους, όπου ζήσαμε την πιο ηρωική περίοδο της ζωής μας, όπως επαναλαμβάνει ο Στέλιος.
Φύγαμε από το σπίτι του Λεωνίδα μόλις μπήκαμε στο ’75. Ο Στέλιος είχε δουλειά νωρίς. Υπέθεσα πως θα πήγαινε στον Ωνάση, αλλά η ώρα που ξύπνησε και το μπουφάν που έριξε πάνω του δεν ταίριαζαν. Ο Ωνάσης τους ήθελε όλους πάντα κουστουμαρισμένους και με γραβάτα.
“Πού πας και φόρεσες τα σπορ;” ρωτώ.
“Στον Κορυδαλλό”, μου λέει.
“Πας να τους κάνεις ποδαρικό;” συνεχίζω και μου εξηγεί ότι του τηλεφώνησαν να πάει να συναντήσει στις φυλακές κάποιον που είχε ακλόνητα τεκμήρια για το θάνατο του Αλέξανδρου.
“Τώρα τα θυμήθηκε; Πρωτοχρονιάτικα;” απορώ.
“Σήμερα, που επιτρέπεται το επισκεπτήριο, δεν μπορώ να μην πάω. Τόσους και τόσους έχω δει εκεί, άλλος ένας δεν βλάπτει. Τσιμουδιά εσύ!”.
Ο Στέλιος δεν άργησε στον Κορυδαλλό.
“Ανθρακες ο θησαυρός! Ο άνθρωπος δεν ήταν στα καλά του, άλλα αντ’ άλλων έλεγε. Τώρα περιμένουμε τη δικαστική απόφαση για το κληρονομητήριο της Τίνας Λιβανού και τις απαιτήσεις του Νιάρχου ως συζύγου. Είμαι βέβαιος ότι ο γάμος θα κηρυχτεί άκυρος. Πέμπτος, έκτος γάμος ήταν; Τους έμπλεξα και εγώ!”.
Ο Στέλιος μονολογεί στο γραφείο του με την πόρτα προς το υπνοδωμάτιό μας ανοιχτή. Ετσι του αρέσει να την αφήνει, ανοιχτή, να νιώθει πως είμαι δίπλα του.
“Πόσους γάμους έκανε ο Νιάρχος;” μου φωνάζει.
“Ενας πάνω ένας κάτω, δεν τον σώζει”, του απαντώ.
“Μην πεις στη Χριστίνα πως αύριο μεθαύριο θα έχουμε την απόφαση, θα αρχίσει να αδημονεί”..
“Εσύ μην ξεχαστείς και της το πεις”.
Η απόφαση πράγματι βγήκε μόλις άνοιξαν τα δικαστήρια. Μόνη κληρονόμος είναι η Χριστίνα, που τηλεφωνεί αμέσως και το λέει στο θείο Σταύρο - έτσι φώναζε ακόμα τον Νιάρχο. Αυτός στεναχωριέται πολύ.
“Κλαίει”, μας πληροφορεί τηλεφωνικώς η Χριστίνα, “θέλει να του αφήσω τους πίνακες. Του είπα “όχι”, αλλά επιμένει να του αφήσω τουλάχιστον τον Πικάσο. Τι να κάνω; Ρώτησα τον πατέρα μου και λέει να του τον αφήσω”.
“Βάλ’ τον να σου υπογράψει πως τον παρέλαβε. Ο διάολος έχει πολλά ποδάρια!” της λέει ο Στέλιος και αυτή σκάει στα γέλια.
“Ελληνική παροιμία και αυτή;” θαυμάζει.
Η περιουσία που πήρε η Χριστίνα από τη μάνα της δεν ήταν καθόλου ευκαταφρόνητη. Πλησίαζε το μισό δισεκατομμύριο, χωρίς τα κοσμήματα που η Χριστίνα έβαλε σε τραπεζική θυρίδα, μαζί με έναν πίνακα του Μονέ. Αντίθετα από τη μάνα της, η Χριστίνα σπανίως φορούσε κοσμήματα. Eνα σταυρό έβαλε στη Νέα Υόρκη, κάπου τον ξέχασε και έτρεχαν όλοι να τον βρουν. Ο σταυρός βρέθηκε και ένας υπάλληλος πήρε το πρώτο αεροπλάνο και επέστρεψε το σταυρό στη Χριστίνα».
Αλέξανδρος Ωνάσης
«Στο σπίτι καλούσε και συνεργάτες για δείπνο ή και μόνο για καφέ. Ενα βράδυ έφερε και τον Αλέξανδρο Ωνάση σπίτι. Ντροπαλός και συγκρατημένος στην αρχή, δεν άργησε να πιάσει κουβέντα με τον Αντώνη και τον Γιώργο. Καθισμένοι και οι τρεις στο μεγάλο καναπέ στο βάθος του σαλονιού, έκαναν διαγωνισμό ποιος θα φάει πιο πολλές πατάτες τσιπς. Του Αλέξανδρου του έπεφταν στο χαλί, έσκυβε, τις μάζευε και τις έτρωγε. Ο Γιώργος τον παρακολουθούσε και γελούσε. Με τον Αντώνη είχαν ανοίξει ένα βιβλίο χοντρό: “Οι προπάτορές μας οι πίθηκοι και η θεωρία του Δαρβίνου”».Ο Ωνάσης με την Τζάκι στο «Χριστίνα»
Τα παιδιά της Αλεξάνδρας περνούσαν όμορφα με τον Αλέξανδρο, ο οποίος φαινόταν να είναι φιλικός και περίεργος για τα πάντα. Αγαπούσε τις πτήσεις και δεν φοβόταν να πάρει ρίσκα. Στο βιβλίο περιγράφεται με τον πλέον δραματικό τρόπο η στιγμή που ο Αριστοτέλης Ωνάσης έμαθε ότι ο γιος του έφυγε από τη ζωή - τίποτα δεν θα ήταν έκτοτε το ίδιο. Το τέλος ήταν αναπόφευκτο από τη στιγμή που ο Σμυρνιός συνειδητοποίησε ότι κανείς δεν θα μπορούσε να τον διαδεχτεί, καθώς η Χριστίνα δεν έδειχνε ούτε αποφασιστικότητα, ούτε διάθεση. Κάθε καυγάς με την κόρη του οδηγούσε σε νέα κόντρα -στο βιβλίο περιγράφεται ένα περιστατικό όπου ο Στέλιος μπήκε στη μέση για να τους χωρίσει- και κάθε βήμα του ίδιου του Ωνάση απλώς συνοδευόταν από την προσωπική συνειδητοποίηση ότι ο αγώνας δεν έχει πια καμία σημασία: «Στις 15 Ιανουαρίου ο Ωνάσης παρέδωσε την Ολυμπιακή Αεροπορία στο Δημόσιο.
Η κατάσταση της υγείας του χειροτερεύει αισθητά μέρα με τη μέρα. Εκτός από τη γρίπη που τον ταλαιπωρεί, έχει πρόβλημα να μιλήσει καθαρά, να φάει και να καταπιεί. Συνεχώς χάνει βάρος. Στις 20 Ιανουαρίου είναι τα γενέθλιά του, κλείνει τα εβδομήντα. Κανείς δεν το θυμάται. Μόνο ένα δώρο πήρε από τη Μαρία Κάλλας που του έστειλε από το Παρίσι μια μάλλινη κουβερτούλα “Ερμές”. Ο Στέλιος τον επισκέπτεται κάθε μέρα. Τον περιμένει και χαίρεται μόλις τον δει, μόνο αυτόν ανέχεται ο Ωνάσης στο δωμάτιό του με τις ώρες. Η Χριστίνα ήλθε στη Γλυφάδα τέλη Ιανουαρίου. Η Τζάκυ ήλθε αργότερα, όταν η αδελφή του Ωνάση, η Αρτεμις, την πίεσε. Ο Ωνάσης είχε τόσο τρομερούς πόνους στην κοιλιά που του έφερναν λιποθυμία. Δέκα γιατροί γύρω του και δεν μπορούσαν να συμφωνήσουν τι είχε επιτέλους», γράφει στο ίδιο βιβλίο («Αλεξάνδρεια - Αθήνα») με χαρακτηριστική ευκρίνεια η Αλεξάνδρα Παπαδημητρίου.
Ο Ωνάσης είχε αποφασίσει να αποχωρήσει από τη ζωή - μετά τον θάνατο του γιου του δεν έβρισκε κάποιον λόγο για να συνεχίσει και σύντομα θα έγραφε στο χαρτί τη φράση «αφήστε με να πεθάνω». Ελάχιστα ονόματα είναι τόσο συνδεδεμένα με την Ελλάδα, τόσο μυθικά και αναγνωρίσιμα όσο ο Ωνάσης - και λίγοι οι Αλεξανδρινοί που θα μπορούσαν να είναι συνεχιστές μιας μυθιστορίας που ήθελε τόσο ικανούς αφηγητές για να καταγραφεί, όπως ήταν η ίδια η απελθούσα μητέρα, πολύτιμος σύμβουλος και συγγραφέας Αλεξάνδρα Παπαδημητρίου.
Η Μαρία Κάλλας στο κατάστρωμα της «Χριστίνας».
Διακρίνεται ο πυθμένας της πισίνας διακοσμημένος με δελφίνια
Το ζεύγος Παπαδημητρίου σε παλιές ευτυχισμένες στιγμές
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου