«Θεωρώ τον εαυτό μου πολύ τυχερό που βρέθηκα στον δρόμο του Νέλσον Μαντέλα. Η επιρροή του στη ζωή μου είναι μεγάλη» λέει ο Γιώργος Μπίζος μιλώντας για τον άνθρωπο-θρύλο της Νοτίου
Αφρικής. Ο ομογενής υπήρξε δικηγόρος του Μαντέλα, πιστός φίλος και παραμένει ισόβιος θαυμαστής του, γιατί, όπως λέει, «ξέρει να συγχωρεί!».
Μιλώντας αποκλειστικά στην «Espresso της Κυριακής» κατά την επίσκεψή του στην Αθήνα για το Παγκόσμιο Συνέδριο Ομογενών με τίτλο «Μπορούμε και εντός συνόρων να είμαστε οι καλύτεροι», ξετυλίγει τη ζωή του, συμβουλεύει, προτρέπει και είναι αποφασισμένος να μείνει στον αγώνα μέχρι το τέλος.
Το 1963-64, μαζί με μια ομάδα δικηγόρων υπερασπίζεται τον Νέλσον Μαντέλα και τους συντρόφους του. Ο Μαντέλα δεν φοβήθηκε τότε να πεθάνει για τις ιδέες του. Ο Γιώργος Μπίζος όμως τον προέτρεψε να μην προκαλέσει τους δικαστές: «Πρότεινα στον Νέλσον να πει ότι ήλπιζε να ζήσει και να υλοποιήσει τα ιδανικά του αλλά, αν χρειαζόταν, ήταν έτοιμος να πεθάνει. Συμφωνήσαμε σε αυτό. Αυτό που επηρέασε την πρότασή μου ήταν η ιδέα ότι ο Σωκράτης, ο δικός μας φιλόσοφος, ίσως να είχε σωθεί, αν δεν είχε προκαλέσει με τόσο αποφασιστικό τρόπο τους Αθηναίους ενόρκους» μου λέει και συνεχίζει:
«Ο Μαντέλα πάντα μας έλεγε ότι πιο εύκολο θα ήταν να μάθουμε να αγαπάμε και πως κανείς δεν γεννιέται ρατσιστής. Ακόμα και τώρα που με δυσκολία περπατάει, δεν εγκαταλείπει τον λαό του. Ξέρετε, ο Μαντέλα δεν θέλει να τον θεωρούν ούτε εθνοσωτήρα ούτε προφήτη αλλά μόνο πιστό υπηρέτη του λαού, ιθαγενών και λευκών. Αυτό που πάντα με εντυπωσίαζε είναι ότι ξέρει να συγχωρεί!».
Μιλώντας μου για τη δική του «Οδύσσεια», την οποία έγραψε σε βιβλίο εξιστορώντας τη ζωή του από το 1928 μέχρι το 1964 (έπεται και η συνέχεια), ο Γιώργος Μπίζος με κάνει να δακρύζω από ευγνωμοσύνη που
Η ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΜΑΝΤΕΛΑ
Ο τόνος της φωνής του χάνεται. Ενας κόμπος και ένα δάκρυ που πνίγεται αλλά τα μάτια του υγραίνουν. Η διαδρομή του σαφώς ήταν δύσκολη, του επιφύλαξε όμως την τύχη να συνεργαστεί και να συνδεθεί με βαθιά φιλία με έναν άνθρωπο-θρύλο, το Νέλσον Μαντέλα, με τον οποίο έγιναν αχώριστοι από την εποχή της πολύκροτης δίκης της Ριβόνια (1963-1964), όπου ανέλαβε την υπεράσπισή του.
«Το 1948 γνώρισα τον Μαντέλα στο πανεπιστήμιο όπου σχεδόν κάθε μεσημέρι μιλούσε στις συγκεντρώσεις εγχρώμων και Ινδών. Γίναμε φίλοι. Είναι δέκα χρόνια μεγαλύτερός μου. Μου έδινε υποθέσεις για φτωχούς ανθρώπους με λίγα χρήματα και πολιτικές δίκες χωρίς χρήματα. Γίναμε καλύτεροι φίλοι μέσα στους διαδρόμους των δικαστηρίων. Ηταν ένας από τους σημαντικότερους δικηγόρους, όμως σε μια δίκη ο δικαστής τον αμφισβήτησε ζητώντας το πιστοποιητικό του, που φυσικά δεν κουβαλάμε στις δίκες, και δεν του επέτρεψε να συνεχίσει. Πήγα στο ανώτατο δικαστήριο να τον υπερασπιστώ ζητώντας την παραίτηση εκείνου του δικαστή για ρατσιστικούς λόγους, αφού όλοι γνωρίζαμε τον Μαντέλα. Από τότε με αποκαλούν “μονομάχο”».
Ο Γιώργος Μπίζος είναι σήμερα ογδόντα τριών χρόνων και κάθε φορά που μιλά για όλα αυτά διατηρεί την ίδια συναισθηματική φόρτιση, ιδιαίτερα όταν αναφέρεται στο SAHETI, (South African Hellenic Educational and Technical Institute), το πρώτο ελληνικό σχολείο στη Νότιο Αφρική και το πρώτο που δέχτηκε μαύρους μαθητές. Ηταν μια προσπάθεια από το 1945 που πραγματοποιήθηκε το 1974, όταν οι Ελληνες τον εξέλεξαν πρόεδρο της Ελληνικής Εκπαιδευτικής Εταιρείας. Είναι επίσης από τους ιδρυτές του Εθνικού Συμβουλίου Νομικών για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα στη χώρα του.
«Ο Καζαντζάκης έγραψε ότι, αν δεν έχεις διψάσει, δεν ξέρεις την έννοια του νερού, αν δεν έχεις πεινάσει, δεν ξέρεις την έννοια της τροφής και, αν δεν έχεις κάνει δούλος, δεν ξέρεις την ελευθερία» μου λέει και ξέρει ότι πολλά δεν άλλαξαν στις παραγκουπόλεις των μεταναστών που έρχονται από τα γειτονικά κράτη. «Είμαστε ακόμα μακριά από αυτά που ονειρευτήκαμε με τον Μαντέλα και το κίνημα. Δεν είναι εύκολο σε λίγα χρόνια να αλλάξει ένα κατεστημένο τεσσάρων αιώνων. Ακόμα το 80% της ακίνητης περιουσίας ανήκει σε λευκούς. Υπάρχουν τα προβλήματα της ανεργίας, της στέγασης, της περίθαλψης, της ισότητας. Η κυβέρνηση βεβαίως προσπαθεί με κάθε τρόπο να βελτιώσει την κατάσταση».
Από το 1991 είναι η ψυχή του Legal Resource Center, ενός δικηγορικού γραφείου χρηματοδοτούμενου κυρίως από διεθνή ιδρύματα, το οποίο αναλαμβάνει χωρίς αμοιβή υποθέσεις καταπάτησης ανθρωπίνων δικαιωμάτων που ακόμα και σήμερα καταγράφονται στη Ν. Αφρική.
ΔΕΝ ΞΕΧΝΑ ΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ
Ο Γιώργος Μπίζος λέει ότι κάθε Ελληνας της διασποράς κουβαλά μέσα του δύο πατρίδες, χωρίς να μπορεί να πει ποια αγαπά περισσότερο. Με αυτήν την αγάπη για τις δύο πατρίδες γαλούχησε ο ίδιος τους τρεις γιους του που απέκτησε με την πολυαγαπημένη του σύζυγο Αρετή, την οποία γνώρισε σε ένα τραμ, αλλά και τα επτά εγγόνια του: «Εμενα μόνος μου κοντά στο σπίτι της και η μητέρα της ήταν πολύ καλή μαγείρισσα κι εγώ ήμουν ένας πεινασμένος φοιτητής! Οταν παντρευτήκαμε, πουλούσε τα έργα ζωγραφι
Επισκέπτεται συχνά την Ελλάδα μαζί με τα παιδιά και τα εγγόνια του και παρακολουθεί όλα όσα συμβαίνουν εδώ. «Η Ελλάδα έχει περάσει μεγάλες μπόρες, πιο καταστροφικές από αυτήν. Είμαι βέβαιος ότι οι Ελληνες θα βρουν τη λύση» λέει με σιγουριά. Εκτός όλων των άλλων, συμμετέχει και στην επιτροπή για την επιστροφή των Μαρμάρων από το Βρετανικό Μουσείο. «Η Ελλάδα μπορεί να διεκδικήσει νομικά την επιστροφή τους» τονίζει.
ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ-ΣΟΦΙΑ ΜΠΙΖΟΥ: «Ο παππούς μου είναι μέρος της ιστορίας της Ν. Αφρικής»
«Δικηγόρος θα γίνω» μου λέει με καθαρά ελληνικά. Η μικρή γαλανομάτα με τις κατάξανθες κοτσίδες, επηρεασμένη από την Πηνελόπη του Οδυσσέα μάλλον, κρατάει από το μπράτσο τον παππού της και με πολύ θάρρος λέει:
«Αυτό που έκανε για τη Νότιο Αφρική ο παππούς μου είναι πολύ μεγάλο. Τον αγαπώ, τον θαυμάζω και θέλω να του μοιάσω. Ο παππούς μου είναι μέρος της ιστορίας της Νοτίου Αφρικής και είμαι πολύ περήφανη γι’ αυτόν. Είμαι Αφρικανή, Ολλανδή και Ελληνίδα. Δεν ξεχωρίζω καμία πατρίδα. Για μένα είναι όλες το ίδιο. Η καρδιά και το μυαλό μου είναι στην Ελλάδα, γιατί είναι η μητέρα της Δημοκρατίας και της Ελευθερίας. Ολος ο πλανήτης μπορεί να είναι πατρίδα μας. Πηγαίνω στο SAHETI και μαθαίνω ελληνικά και ελληνική ιστορία. Είμαι θαυμάστρια του ελληνικού πνεύματος. Χαίρομαι που βρίσκομαι για άλλη μία φορά στην Ελλάδα όπου και θα περάσω με τον παππού και αγαπημένα μας πρόσωπα αυτό το Πάσχα!».
«Ντρεπόμουν που δίπλα στο χωριό μου ζούσαν οι σκλάβοι της αρχαίας Σπάρτης»
Το 1941 ο Γιώργος Μπίζος είναι δεκατριών χρόνων. Ζει με τους γονείς του και τα τρία αδέλφια του στο Βασιλίτσι Μεσσηνίας. Οι Γερμανοί καταλαμβάνουν την Ελλάδα. Επτά Νεοζηλανδοί στρατιώτες, μετά την κατάρρευση του μετώπου, οπισθοχωρώντας εγκλωβίζονται στη μεσσηνιακή γη. Ο Αντώνης Μπίζος, πατέρας του Γιώργου, αποφασίζει να διακινδυνεύσει για να τους σώσει. Με μια ψαρόβαρκα θα προσπαθήσει να τους πάει στην Κρήτη. Ο Γιώργος με περίσσια τόλμη επιμένει να πάει μαζί τους. Για τρεις ημέρες παλεύουν με τα κύματα, όταν ξαφνικά ένα συμμαχικό πολεμικό πλοίο εμφανίζεται στον ορίζοντα. Επόμενος προορισμός, το λιμάνι της Αλεξάνδρειας. Παραμένουν τρεις μήνες στην Αίγυπτο και ο Αντώνης Μπίζος πρέπει να διαλέξει: Ινδία ή Νότιο Αφρική;
Ετσι, βρέθηκαν στο Γιοχάνεσμπουργκ χωρίς χρήματα, χωρίς να ξέρουν ούτε μια λέξη αγγλικά: «Εφτασα στην Αλεξάνδρεια με το “Ιλ Ντε Φρανς”, το δεύτερο μεγαλύτερο πλοίο του κόσμου, και μετά με τρένο στο Γιοχάνεσμπουργκ. Στον σταθμό μας άφησαν εκεί όπου πηγαίνουν τα βόδια για σφαγή. Δεν είδα τη μάνα μου για είκοσι ένα χρόνια από τότε. Δούλευα σε ένα μαγαζί. Τον Οκτώβριο του ’46 ένας δημοσιογράφος έγραψε ένα άρθρο για την περιπέτεια του πατέρα μου με τους Νεοζηλανδούς με τίτλο “Ενας Ελληνας αγρότης, η Οδύσσειά του”.
»Ηρθε τότε μια νέα γυναίκα, με κοίταξε και με ξανακοίταξε και είπε: “Εσύ είσαι το παιδί στη φωτογραφία της εφημερίδας;”. Ναι της απάντησα. “Και σε ποιο σχολείο πας;” με ρώτησε. Δεν πάω στο σχολείο της λέω και εκείνη θύμωσε. “Είμαι δασκάλα, είναι αίσχος που έχετε ένα παιδί να δουλεύει και να μην πηγαίνει στο σχολείο. Θα έρθω τη Δευτέρα το πρωί να το πάρω και θα το πάω στο σχολείο όπου διδά
Καθώς μου εξιστορεί τα γεγονότα της ζωής του, θυμάται την πρώτη του δασκάλα στο δημοτικό του χωριού, την Ευγενία Κωτσάκη. «Ηταν πρόσφυγας από τη Σμύρνη. Επειδή τότε ήταν πρόεδρος του χωριού ο πατέρας μου, έμενε στο σπίτι μας. Εγινε και κουμπάρα, βάφτισε και τον μικρότερο αδελφό μου. Είχαμε φιλίες, θυμάμαι έπαιζε υπέροχο μαντολίνο. Ηταν μια διανοούμενη γυναίκα. Σε εκείνη χρωστάω πολλά. Γιατί με έμαθε να αντιστέκομαι στην αδικία. Ξέρετε πόσο ντρεπόμουν που δίπλα στο χωριό μου υπήρχε χωριό όπου ζούσαν οι είλωτες της αρχαίας Σπάρτης; Είχα ορκιστεί από παιδί να προσπαθήσω να σταματήσω τη σκλαβιά».
ΣΟΦΙΑΣ ΔΙΓΕΝΗ-ΚΟΛΙΟΤΑΣΗ
Φωτ.: ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΓΚΟΛΦΟΜΗΤΣΟΣ
Φωτογραφίες αρχείου: ΚΩΣΤΑΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΗΣ
"Ο καλός φίλος μου Νέλσον Μαντέλα"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου