Μολονότι στην απόκτηση της γλώσσας παρεμβαίνει σαφώς η μιμητική μάθηση, μελέτες της ανατομικής εντόπισης της γλώσσας και της ανάπτυξης της γλώσσας στα παιδιά παρέχουν
αρκετές ενδείξεις ότι, κατά ένα μεγάλο μέρος, η διεργασία είναι έμφυτη. Πρώτον, η λειτουργία τόσο της φυσικής γλώσσας όσο και της γλώσσας των σημάτων αντιπροσωπεύονται κυρίως στο αριστερό εγκεφαλικό ημισφαίριο.
Δεύτερον, η εντόπιση της γλώσσας στο αριστερό ημισφαίριο φαίνεται ότι έχει σχέση με ανατομικές διαφορές μεταξύ των δύο ημισφαιρίων. Παραδείγματος χάριν, το κροταφικό επίπεδο είναι μεγαλύτερο στο αριστερό ημισφαίριο κατά το μεγαλύτερο ποσοστό (67%) των δεξιόχειρων, Τρίτον, αυτή η ανατομική ασυμμετρία στο κροταφικό επίπεδο υπάρχει κατά την αρχή της ανάπτυξης (από την 31η εβδομάδα της κυοφορίας), γεγονός που υποδηλώνει ότι η ασυμμετρία δεν αναπτύσσεται ως απάντηση στην εμπειρία αλλά είναι έμφυτη.
Τέταρτον, τα βρέφη κατά τη γέννηση είναι ευαίσθητα στον διαχωρισμό ενός ευρέος φάσματος ήχων πρόκειται για ικανότητα η οποία είναι κρίσιμη για την κατανόηση οποιασδήποτε ανθρώπινης γλώσσας. Πράγματι, ένα μέρος της ευαισθησίας αυτής χάνεται αργότερα, όταν τα παιδιά έχουν μάθει μια συγκεκριμένη γλώσσα. Παραδείγματος χάριν, οι περισσότεροι ενήλικοι Ιάπωνες δεν αντιλαμβάνονται τη διαφορά μεταξύ των φθόγγων /r/ και /I/. Τα νήπια, όμως, μπορούν να διακρίνουν τους φθόγγους αυτούς, αλλά χάνουν την ικανότητα αυτή καθώς μεγαλώνουν. Επίσης, τα περισσότερα άτομα που μιλούν την αγγλική ως μητρική γλώσσα δεν αντιλαμβάνονται τη διαφορά μεταξύ του ονομαζόμενου σκληρού IV και του μαλακού III της ρωσικής. Η νευρική βάση της μείωσης της ικανότητας διάκρισης αντιθέσεων μη μητρικής γλώσσας είναι άγνωστη. Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι το γεγονός αυτό είναι ίσως όμοιο με τις συναπτικές αποσύρσεις που απο-τελούν τη βάση της απώλειας της οπτικής οξύτητας σε γατάκια τα οποία μεγαλώνουν σε περιορισμένο οπτικό περιβάλλον.
Τέλος, υπάρχουν καθολικοί κανόνες στην εκμάθηση γλώσσας. Τα παιδιά προχωρούν από το μωρολόγημα σε ομιλία μίας λέξης, σε ομιλία δύο λέξεων με σύνταξη, σε πλήρη ομιλία (παρακάτω πίνακας). Μερικά παιδιά περνούν τα στάδια αυτά ταχύτερα από άλλα, ο μέσος όρος, όμως, για κάθε στάδιο είναι ο ίδιος σε όλα τα πολιτισμικά σύνολα. Επί πλέον, υπάρχει μια κρίσιμη περίοδος για την ανάπτυξη της γλώσσας, είτε είναι φωνητική είτε διά σημάτων, όπως ακριβώς υπάρχει για την αντίληψη. Η περίοδος αυτή διαρκεί από την ηλικία των δύο ετών μέχρι την εφηβεία. Μετά την εφηβεία, η γλωσσική ικανότητα (όπως εκτιμάται από την ικανότητα εκμάθησης μιας νέας γλώσσας) μειώνεται εντυπωσιακά. «Άγρια» παιδιά, που μεγάλωσαν χωρίς ανθρώπινη επαφή, δεν μπορούν να μάθουν να μιλούν μετά την εφηβεία, αλλά και πριν από την εφηβεία έχουν μειωμένη επίδοση στην εκμάθηση γλώσσας. Στα παιδιά που μετα-νάστευσαν στις ΗΠΑ από την Κίνα και από την Κορέα παρατηρείται, μέχρι την εφηβεία, μια αναλογική σχέση μεταξύ της ηλικίας άφιξης και της επάρκειας στην αγγλική. Μετά την εφηβεία, η επάρκεια στην αγγλική δεν εξαρτάται από την ηλικία. Άτομα ηλικίας 30 ετών μαθαίνουν εξ ίσου καλά με άτομα ηλικίας 18-19 ετών. Μολονότι, σαφώς, μπορούμε να μάθουμε μια δεύτερη γλώσσα μετά την εφηβεία, όχι μόνο είναι πιο δύσκολο αλλά είναι σχεδόν αδύνατο να αποκτήσουμε σωστή προφορά.
Ίσως η κρίσιμη αυτή περίοδος της ανάπτυξης να αντιστοιχεί στην ωρίμαση του ανθρώπινου εγκεφάλου, μολονότι δεν έχουν γίνει μέχρι σήμερα προσπάθειες να συσχετισθεί η εκμάθηση της γλώσσας με την ωρίμαση συγκεκριμένων περιοχών που έχουν σχέση με τη γλώσσα. Κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής, τα παιδιά μαθαίνουν τους κανόνες της μητρικής τους γλώσσας ακούοντας τα άτομα γύρω τους. Ωστόσο, οι περισσότεροι από τους κανόνες αυτούς, δηλαδή η γραμματική της γλώσσας, γίνονται κατανοητοί όταν το παιδί αρχίζει να σχηματίζει προτάσεις.
Πίνακας - Αναπτυξιακά στάδια στην απόκτηση γλώσσας
Μέση ηλικία | Γλωσσικά ορόσημα | Κινητικά ορόσημα |
6 μήνες | Μουρμουρητό, αλλαγή σε σαφές μωρολόγημα με την εισαγωγή συμφώνων | Κάθεται χρησιμοποιώντας τα χέρια για στήριξη· χρησιμοποιεί το ένα χέρι για να πιάσει |
1 χρόνος. | Έναρξη κατανόησης της γλώσσας* προφορά μίας λέξης | Στέκεται* περπατά όταν το κρατούν από το ένα χέρι |
12-18 μήνες | Χρησιμοποίηση μεμονωμένων λέξεων λεξιλόγιο 30-50 λέξεων (απλά ουσιαστικά, επίθετα και λέξεις δράσης) οι οποίες δεν είναι δυνατόν ακόμη να ενωθούν σε φράσεις αλλά χρησιμοποιούνται μία κάθε φορά* δεν χρησιμοποιούνται συναρτητές (άρθρα, και, μπορεί, είναι) αναγκαίοι για τη σύνταξη αλλά υπάρχει ικανοποιητική πρόοδος στην κατανόηση | Έχει πλήρως ανεπτυγμένη την ικανότητα να πιάνει και να αφήνει αντικείμενα*, περπατά* κατεβαίνει τις σκάλες αρκουδίζοντας ανάποδα |
18-24 μήνες | Οι φράσεις με δύο λέξεις’(τηλεγραφικές) οι οποί ες διατάσσονται σύμφωνα με τους συντακτικούς κανόνες· λεξιλόγιο 50 έως αρκετών εκατοντάδων λέξεων κατανόηση των κανόνων της πρότασης | Τρέχει (και πέφτει)* ανεβοκατεβαίνει τις σκάλες προτάσσοντας το ένα πόδι |
2-5 χρόνια | Χρησιμοποίηση νέων λέξεων κάθε μέρα* 3 ή περισσότερες λέξεις σε πολλούς συνδυασμούς’ αρχίζουν να εμφανίζονται συναρτητές· πολλά γραμματικά λάθη και ιδιοσυγκρασιακές εκφράσεις· καλή κατανόηση της γλώσσας | Πηδά με τα δύο πόδια* σχηματίζει πύργους με έξι κύβους |
3 χρόνια | πλήρεις προτάσεις· λίγα λάθη· λεξιλόγιο 1000 περίπου λέξεων | Περπατά στα δάκτυλα* ανεβοκατεβαίνει σκάλες εναλλάσσοντας τα πόδια |
4 χρόνια | Η γλωσσική ικανότητα πλησιάζει εκείνην του ενηλίκου | Πηδά σχοινάκι* πηδά με το ένα πόδι* περπατά σε ευθεία γραμμή |
Βασισμένος σε Ε. Η. Lenneberg, 1967.
Είναι σαφές ότι τη γλώσσα πρέπει να τη μάθει κανείς. Είδαμε, όμως, επίσης ότι η γλώσσα δεν διδάσκεται με την κοινή έννοια της διδασκαλίας. Ο Noam Chomsky υποστηρίζει ότι ο άνθρωπος έχει μια έμφυτη συσκευή απόκτησης γλώσσας, δηλαδή ένα νευρικό πρόγραμμα που τον προετοιμάζει για την εκμάθηση της γλώσσας. Σύμφωνα με τον Chomsky, ένα νήπιο μαθαίνει μια γλώσσα ελέγχοντας ό,τι ακούει καθημερινά με ένα γενετικά καθορισμένο σύστημα κανόνων, δηλαδή με μια καθολική γραμματική. Με άλλα λόγια, τα παιδιά έχουν μια έμφυτη ικανότητα να αναγνωρίζουν τη γλώσσα στο περιβάλλον και, όταν ακούν μια γλώσσα, να τη μαθαίνουν με μεγάλη όρεξη. Επειδή η καθολική γραμματική περιορίζει τα πιθανά χαρακτηριστικά μιας φυσικής γλώσσας, φθόγγοι που δεν συμφωνούν με την καθολική γραμματική δεν αναγνωρίζονται και δεν μαθαίνονται ενστικτωδώς.
Έτσι, οι γλωσσολόγοι και οι ψυχολόγοι πιστεύουν σήμερα ότι ορισμένες καθολικές όψεις της εκμάθησης γλώσσας καθορίζονται από την έμφυτη δομή του ανθρώπινου εγκεφάλου. Ο εγκέφαλος του ανθρώπου είναι έτοιμος να μάθει και να χρησιμοποιήσει γλώσσα. Η συγκεκριμένη γλώσσα που μιλούμε καθώς και η διάλεκτος και η προφορά καθορίζονται από το κοινωνικό περιβάλλον μας.
Υπάρχουν δύο ερωτήματα τα οποία συζητούν σήμερα οι γλωσσολόγοι. Πρώτον, υπάρχει συγκεκριμένο γνωστικό όργανο, μοναδικό για τον άνθρωπο, το οποίο είναι εξ ειδικευμένο για τη γλώσσα; Δεύτερον, οι κανόνες της γλώσσας, που έχουν νευρική βάση, είναι ειδικοί για τη γλώσσα ή μήπως πρόκειται για γενικότερους γνωστικούς κανόνες; Οι νευρικοί μηχανισμοί για την αντιπροσώπευση της γλώσσας είναι τελείως διαφορετικοί από όλες τις άλλες γνωστικές διεργασίες; Ο Chomsky υποστηρίζει ότι υπάρχει στον εγκέφαλο ένα συγκεκριμένο όργανο για τη γλώσσα και ότι έχουμε συγκεκριμένους νευρικούς μηχανισμούς για την εκμάθηση γλώσσας. Πολλοί, όμως, ψυχολόγοι διαφωνούν. Τα παιδιά είναι ικανά να κατανοήσουν μερικούς από τους ίδιους αφηρημένους κανόνες που απαιτούνται για τη γλώσσα, προτού μάθουν να μιλούν. Μπορούν, παραδείγματος χάριν, να διακρίνουν τις αιτιολογικές από τις μη αιτιολογικές ενέργειες.
Noam Chomsky.To 1957, σε ηλικία 27 ετών, ο Noam Chomsky δημοσίευσε το βιβλίο Syntactic structures, που έφερε επανάσταση στη γλωσσολογία. Ο Chomsky πήρε διδακτορικό δίπλωμα από το Πανεπιστήμιο της Πενσυλβανίας, έγινε λέκτορας στο Πανεπιστήμιο Harvard και, στη συνέχεια, πήγε στο Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Μασαχουσέτης, όπου είναι σήμερα καθηγητής. Πριν από τον Chomsky, η γλωσσολογία περιοριζόταν βασικά στην ανθρωπολογική μελέτη διαφόρων γλωσσών και κειμένων. Ο Chomsky έκανε τη γραμματική κέντρο της προσέγγισής του, διατυπώνοντας σαφείς κανόνες για τη δημιουργία προτάσεων με νόημα. Δεδομένου ότι ο τρόπος που μαθαίνουμε και χρησιμοποιούμε τη γλώσσα βρίσκεται στο κέντρο της προσέγγισης του Chomsky, οι γνωσεοψυχολόγοι ενδιαφέρθηκαν πάρα πολύ για τη γλωσσολογία του Chomsky. Ο Chomsky υποστήριξε ότι η γλώσσα και άλλες γνωστικές λειτουργίες δεν είναι δυνατόν να ερμηνευθούν σύμφωνα με τους νόμους ερεθίσματος και απόκρισης, που είχαν διατυπώσει ο Β. F. Skinner και άλλοι συμπεριφοριστές. Αντιθέτως, η ομιλία είναι μια δημιουργική διεργασία: κάθε φορά που μιλούμε, οργανώνουμε ενεργητικά τις σκέψεις μας σε λέξεις και δεν επαναλαμβάνουμε αποθηκευμένες προτάσεις. Ο Chomsky υποθέτει ότι ο εγκέφαλος πρέπει να έχει ένα όργανο για τη γλώσσα, μοναδικό για το ανθρώπινο είδος, το οποίο μπο-ρεί να συνδυάζει μια περιορισμένη ομάδα λέξεων σε έναν απεριόριστο αριθμό προτάσεων. Η ικανότητα αυτή, υποστηρίζει, πρέπει να είναι έμφυτη και όχι επίκτητη, αφού τα παιδιά μιλούν και κατανοούν νέους συνδυασμούς λέξεων που δεν είχαν ακούσει προηγουμένως. Γι αυτό, τα παιδιά πρέπει να έχουν ενσωματωμένη στον εγκέφαλό τους μια καθολική γραμματική, ένα σχέδιο που χρησιμοποιούν οι γραμματικές όλων των φυσικών γλωσσών.
Τα προβλήματα αυτά αποτελούν μεγάλη πρόκληση για τη νευροβιολογική προσέγγιση της γνωστικής λειτουργίας και της γλώσσας. Ένα πεδίο έρευνας εμφανίσθηκε έπειτα από τη μελέτη της αφασίας, δηλαδή των διαταραχών γλώσσας που οφείλονται σε αγγειακή βλάβη, σε τραύμα ή σε όγκο σε συγκεκριμένα τμήματα του εγκεφάλου -συνήθως, όχι όμως πάντοτε, σε περιοχές του φλοιού των εγκεφαλικών ημισφαιρίων. Οι ερευνητές που μελετούν ασθενείς με αφασία θέτουν δύο είδη ερωτημάτων. Πρώτον, οι διαταραχές της γλώσσας είναι μεμονωμένες γνωστικές διαταραχές ή έχουν σχέση με γενικότερες διαταραχές των γνωστικών διεργασιών; Δεύτερον, ποιες είναι οι νευρικές δομές που αποτελούν τη βάση της έμφυτης «καθολικής γραμματικής»;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου