Λευτέρης Παπανικολάου-Γκιωνάκης.Γιος της Πολύνας Γκιωνάκη και εγγονός του θρυλικού ηθοποιού, δεν θα μπορούσε παρά να ακολουθήσει την οικογενειακή παράδοση παρασυρόμενος στα δαιδαλώδη μονοπάτια της τέχνης. Η παράσταση που σκηνοθέτησε πέρυσι βραβεύτηκε ως η καλύτερη bar-theater, ενώ ήδη ετοιμάζει τη δεύτερη μικρού μήκους ταινία του.Η ενασχόλησή του με την τέχνη ήταν μάλλον αναμενόμενη. Με πατέρα τον Μιχάλη Παπανικολάου, σκηνοθέτη και ποιητή, μητέρα την ηθοποιό Πολύνα Γκιωνάκη και παππού έναν από τους μεγαλύτερους κωμικούς της ιστορίας του ελληνικού κινηματογράφου, ο νεαρός σκηνοθέτης δεν μπήκε ποτέ σε διλήμματα για τον επαγγελματικό δρόμο που θα ακολουθούσε. Ισως μόνο για το είδος της τέχνης που θα υπηρετούσε, αφού μεταξύ υποκριτικής και σκηνοθεσίας προτίμησε τη δεύτερη.
«Μεγάλωσα σε ένα σπίτι όπου όλη τη μέρα μιλούσαν για έργα, σκηνοθεσία και τέχνη. Μέναμε στην ίδια πολυκατοικία με τον παππού και οι επιρροές ήταν τεράστιες. Οταν πήγαινα στο Γυμνάσιο θέλησα να ακολουθήσω τον οικογενειακό δρόμο και να γίνω καλλιτέχνης, έχοντας προβληματισμό μέχρι την τελευταία στιγμή για το αν τελικά επιθυμώ να πάρω το χρίσμα του ηθοποιού ή του σκηνοθέτη. Οταν αποφάσισα ότι η σκηνοθεσία μού πάει καλύτερα, νομίζω ότι εκείνος που στενοχωρήθηκε περισσότερο ήταν ο παππούς μου, ο οποίος ήθελε και η τρίτη γενιά να ακολουθήσει τα χνάρια του», σημειώνει σήμερα. Οπως θυμάται, τα παιδικά του χρόνια τα πέρασε στο θέατρο: «Υπήρχαν παραστάσεις στις οποίες πήγαινα σχεδόν καθημερινά, αφού η μητέρα μου και ο παππούς μου έπαιζαν μαζί. Γνώριζα τόσο καλά το έργο ώστε αν έλειπε κάποιος από το καστ θα μπορούσα άνετα να παίξω στη θέση του. Θυμάμαι να τριγυρνώ με τις ώρες στα καμαρίνια, να μιλώ με τους ηθοποιούς και να παρακολουθώ τις αντιδράσεις του κόσμου στις κερκίδες. Ημουν τόσο ταυτισμένος με το επάγγελμα της οικογένειάς μου ώστε κάθε άλλη δουλειά μού φαινόταν βαρετή και συνηθισμένη».
Οι μνήμες του από τη συγκατοίκηση με τον θρυλικό ηθοποιό Γιάννη Γκιωνάκη είναι γεμάτες από αστεία περιστατικά, άφθονο χιούμορ και τρυφερές εκδηλώσεις αγάπης και στοργής: «Αυτό που βλέπετε στις ταινίες αυτό ήταν και στη ζωή του. Ενας άνθρωπος με πηγαίο χιούμορ, έξω καρδιά, γνήσιος διασκεδαστής. Ως άνθρωπος ήταν πολύ στοργικός. Ιδιαίτερα με εμένα που ήμουν το εγγόνι του».
Τελειώνοντας το σχολείο, ο Λευτέρης Παπανικολάου-Γκιωνάκης πηγαίνει στη Σχολή Σταυράκου για να σπουδάσει σκηνοθεσία. Εκείνος που χάρηκε περισσότερο απ’ όλους για την επιλογή του ήταν ο πατέρας του, αφού θα ακολουθούσε τα δικά του επαγγελματικά χνάρια. Προκειμένου να αποκτήσει μια πιο ολοκληρωμένη σκηνοθετική παιδεία, αποφασίζει ταυτόχρονα να παρακολουθήσει μαθήματα υποκριτικής στη σχολή της Μαίρης Βογιατζή-Τράγκα, ενώ τα πρώτα του χρήματα ως ηθοποιός τα κερδίζει συμμετέχοντας σε διαφημιστικά σποτ της Wind, της Heineken, της Amita Motion και της OTENET. «Ηταν ο πιο εύκολος τρόπος για να κερδίζω κάποια χρήματα και να είμαι οικονομικά ανεξάρτητος. Συνεχίζω ακόμα και σήμερα να συμμετέχω σε διαφημίσεις, με τη μόνη διαφορά ότι κάποτε πήγαινα σε όλα όσα με καλούσαν ενώ τώρα έχω γίνει περισσότερο επιλεκτικός. Η τελευταία διαφήμιση πάντως στην οποία πρωταγωνίστησα ήταν αυτή της Wind, όπου ανεβασμένος σε μια σκάλα βιδώνω μια λάμπα».
Πριν ακόμη τελειώσει τη σχολή εργάστηκε ως script σε δύο σειρές του ΑΝΤ1, στο «Ελλάς το Μεγαλείο σου» και τα «Φιλαράκια». «Είναι η χαμηλότερη θέση που μπορεί να έχει κάποιος στο σκηνοθετικό team μιας δουλειάς», αποκαλύπτει και συνεχίζει: «Εκανα από καφέδες μέχρι διεκπεραίωση. Ετσι όμως μυήθηκα σιγά-σιγά στη σκηνοθεσία, αποκτώντας την αίσθηση του χώρου».
Λίγο καιρό μετά υπογράφει εξ ολοκλήρου την πρώτη του σκηνοθετική δουλειά. Πρόκειται για τη μικρού μήκους ταινία «4/9», με νέους και άγνωστους στο ευρύ κοινό πρωταγωνιστές, που κερδίζει τις εντυπώσεις στο Φεστιβάλ Δράμας και κάνει το όνομά του να ακουστεί για πρώτη φορά ως δημιουργός. Το θέατρο όμως είναι εκείνο που τελικά κερδίζει την απόλυτη προσήλωσή του, σκηνοθετώντας παραστάσεις σε bar-theater, όπως στον χώρο «Προσωρινός»: «Το bar-theaters είναι μια νέα τάση στον χώρο του θεάματος. Τα δρώμενα δεν γίνονται στη σκηνή αλλά ανάμεσα στο κοινό, ενώ ο θεατής μπορεί ταυτόχρονα με την παράσταση να απολαμβάνει το ποτό του. Η παράσταση “Δωμάτιο 32”, που ανέβηκε επί δύο συνεχόμενες χρονιές στο μπαρ “Chandelier”, είχε τόσο θετική ανταπόκριση ώστε κατάφερε να αποσπάσει το βραβείο καλύτερης παράστασης στο Αthens Bar Theater Festival».
Το βαρύ επώνυμο και τα σχέδια για μία ακόμη ταινία
Για τον Λευτέρη Παπανικολάου-Γκιωνάκη το αναγνωρίσιμο επώνυμό του δεν αποτέλεσε ποτέ τροχοπέδη στην καριέρα του: «Το αντίθετο μάλιστα. Αν έχεις την τύχη το επώνυμό σου να ταυτίζεται με πρόσωπα αγαπητά στο ευρύ κοινό, τα πράγματα γίνονται πιο εύκολα. Ποτέ όμως δεν έβαλα τον πατέρα μου ή κάποιον άλλο συγγενή μου να μεσολαβήσει για να κλείσω μια δουλειά. Κάτι τέτοιο είναι εντελώς έξω από την ιδιοσυγκρασία μου. Δεν σας κρύβω ότι ντρέπομαι!», λέει με ειλικρίνεια.
Για διαφορετικούς λόγους, παραδέχεται ότι σε αυτή τουλάχιστον τη φάση της καριέρας του δεν θα συνεργαζόταν εύκολα με τη μητέρα του. «Σε περιπτώσεις συγγενικών σχέσεων είναι δύσκολο να κρατηθούν ισορροπίες. Δεν μπορείς να επιβληθείς ως σκηνοθέτης σε έναν άνθρωπο με τον οποίο υπάρχει άνεση και οικειότητα. Παρόλο που δεν το αποκλείω να συμβεί μελλοντικά, προς στιγμήν δεν είναι το ζητούμενο. Αυτή τη στιγμή διανύω τη δική μου ανεξάρτητη πορεία».
Σε λίγους μήνες αρχίζει τα γυρίσματα της δεύτερης μικρού μήκους ταινίας του, ενώ ετοιμάζεται να πρωταγωνιστήσει ξανά σε διαφημιστικό σποτ. Οσο για τη ματαιοδοξία της σύγχρονης σόουμπιζ, φαίνεται να απέχει χιλιόμετρα από τη δική του κοσμοθεωρία: «Ο Γιάννης Γκιωνάκης ήταν από τους καλύτερους ηθοποιούς της γενιάς του. Τότε μπορεί να μην υπήρχαν πολλά μέσα, υπήρχε όμως μεράκι και πηγαίο ταλέντο. Τώρα η μισή Ελλάδα θέλει να ασχοληθεί με το τραγούδι και η άλλη μισή με την υποκριτική μόνο για το χρήμα, τη δόξα και το lifestyle». Οσο για τον ελεύθερο χρόνο του, προτιμά να τον αξιοποιεί εκπαιδεύοντας σκύλους. Αυτό είναι και το plan B που έχει βάλει στη ζωή του σε περίπτωση που η κρίση τον αναγκάσει να κάνει δύο επαγγέλματα. Αλλωστε δεν ξεχνά ποτέ τη συμβουλή του παππού του: «Κάνε ό,τι θες στη ζωή σου, αλλά σε ό,τι κάνεις να είσαι ο καλύτερος!».
«Μεγάλωσα σε ένα σπίτι όπου όλη τη μέρα μιλούσαν για έργα, σκηνοθεσία και τέχνη. Μέναμε στην ίδια πολυκατοικία με τον παππού και οι επιρροές ήταν τεράστιες. Οταν πήγαινα στο Γυμνάσιο θέλησα να ακολουθήσω τον οικογενειακό δρόμο και να γίνω καλλιτέχνης, έχοντας προβληματισμό μέχρι την τελευταία στιγμή για το αν τελικά επιθυμώ να πάρω το χρίσμα του ηθοποιού ή του σκηνοθέτη. Οταν αποφάσισα ότι η σκηνοθεσία μού πάει καλύτερα, νομίζω ότι εκείνος που στενοχωρήθηκε περισσότερο ήταν ο παππούς μου, ο οποίος ήθελε και η τρίτη γενιά να ακολουθήσει τα χνάρια του», σημειώνει σήμερα. Οπως θυμάται, τα παιδικά του χρόνια τα πέρασε στο θέατρο: «Υπήρχαν παραστάσεις στις οποίες πήγαινα σχεδόν καθημερινά, αφού η μητέρα μου και ο παππούς μου έπαιζαν μαζί. Γνώριζα τόσο καλά το έργο ώστε αν έλειπε κάποιος από το καστ θα μπορούσα άνετα να παίξω στη θέση του. Θυμάμαι να τριγυρνώ με τις ώρες στα καμαρίνια, να μιλώ με τους ηθοποιούς και να παρακολουθώ τις αντιδράσεις του κόσμου στις κερκίδες. Ημουν τόσο ταυτισμένος με το επάγγελμα της οικογένειάς μου ώστε κάθε άλλη δουλειά μού φαινόταν βαρετή και συνηθισμένη».
Οι μνήμες του από τη συγκατοίκηση με τον θρυλικό ηθοποιό Γιάννη Γκιωνάκη είναι γεμάτες από αστεία περιστατικά, άφθονο χιούμορ και τρυφερές εκδηλώσεις αγάπης και στοργής: «Αυτό που βλέπετε στις ταινίες αυτό ήταν και στη ζωή του. Ενας άνθρωπος με πηγαίο χιούμορ, έξω καρδιά, γνήσιος διασκεδαστής. Ως άνθρωπος ήταν πολύ στοργικός. Ιδιαίτερα με εμένα που ήμουν το εγγόνι του».
Τελειώνοντας το σχολείο, ο Λευτέρης Παπανικολάου-Γκιωνάκης πηγαίνει στη Σχολή Σταυράκου για να σπουδάσει σκηνοθεσία. Εκείνος που χάρηκε περισσότερο απ’ όλους για την επιλογή του ήταν ο πατέρας του, αφού θα ακολουθούσε τα δικά του επαγγελματικά χνάρια. Προκειμένου να αποκτήσει μια πιο ολοκληρωμένη σκηνοθετική παιδεία, αποφασίζει ταυτόχρονα να παρακολουθήσει μαθήματα υποκριτικής στη σχολή της Μαίρης Βογιατζή-Τράγκα, ενώ τα πρώτα του χρήματα ως ηθοποιός τα κερδίζει συμμετέχοντας σε διαφημιστικά σποτ της Wind, της Heineken, της Amita Motion και της OTENET. «Ηταν ο πιο εύκολος τρόπος για να κερδίζω κάποια χρήματα και να είμαι οικονομικά ανεξάρτητος. Συνεχίζω ακόμα και σήμερα να συμμετέχω σε διαφημίσεις, με τη μόνη διαφορά ότι κάποτε πήγαινα σε όλα όσα με καλούσαν ενώ τώρα έχω γίνει περισσότερο επιλεκτικός. Η τελευταία διαφήμιση πάντως στην οποία πρωταγωνίστησα ήταν αυτή της Wind, όπου ανεβασμένος σε μια σκάλα βιδώνω μια λάμπα».
Πριν ακόμη τελειώσει τη σχολή εργάστηκε ως script σε δύο σειρές του ΑΝΤ1, στο «Ελλάς το Μεγαλείο σου» και τα «Φιλαράκια». «Είναι η χαμηλότερη θέση που μπορεί να έχει κάποιος στο σκηνοθετικό team μιας δουλειάς», αποκαλύπτει και συνεχίζει: «Εκανα από καφέδες μέχρι διεκπεραίωση. Ετσι όμως μυήθηκα σιγά-σιγά στη σκηνοθεσία, αποκτώντας την αίσθηση του χώρου».
Λίγο καιρό μετά υπογράφει εξ ολοκλήρου την πρώτη του σκηνοθετική δουλειά. Πρόκειται για τη μικρού μήκους ταινία «4/9», με νέους και άγνωστους στο ευρύ κοινό πρωταγωνιστές, που κερδίζει τις εντυπώσεις στο Φεστιβάλ Δράμας και κάνει το όνομά του να ακουστεί για πρώτη φορά ως δημιουργός. Το θέατρο όμως είναι εκείνο που τελικά κερδίζει την απόλυτη προσήλωσή του, σκηνοθετώντας παραστάσεις σε bar-theater, όπως στον χώρο «Προσωρινός»: «Το bar-theaters είναι μια νέα τάση στον χώρο του θεάματος. Τα δρώμενα δεν γίνονται στη σκηνή αλλά ανάμεσα στο κοινό, ενώ ο θεατής μπορεί ταυτόχρονα με την παράσταση να απολαμβάνει το ποτό του. Η παράσταση “Δωμάτιο 32”, που ανέβηκε επί δύο συνεχόμενες χρονιές στο μπαρ “Chandelier”, είχε τόσο θετική ανταπόκριση ώστε κατάφερε να αποσπάσει το βραβείο καλύτερης παράστασης στο Αthens Bar Theater Festival».
Το βαρύ επώνυμο και τα σχέδια για μία ακόμη ταινία
Για τον Λευτέρη Παπανικολάου-Γκιωνάκη το αναγνωρίσιμο επώνυμό του δεν αποτέλεσε ποτέ τροχοπέδη στην καριέρα του: «Το αντίθετο μάλιστα. Αν έχεις την τύχη το επώνυμό σου να ταυτίζεται με πρόσωπα αγαπητά στο ευρύ κοινό, τα πράγματα γίνονται πιο εύκολα. Ποτέ όμως δεν έβαλα τον πατέρα μου ή κάποιον άλλο συγγενή μου να μεσολαβήσει για να κλείσω μια δουλειά. Κάτι τέτοιο είναι εντελώς έξω από την ιδιοσυγκρασία μου. Δεν σας κρύβω ότι ντρέπομαι!», λέει με ειλικρίνεια.
Για διαφορετικούς λόγους, παραδέχεται ότι σε αυτή τουλάχιστον τη φάση της καριέρας του δεν θα συνεργαζόταν εύκολα με τη μητέρα του. «Σε περιπτώσεις συγγενικών σχέσεων είναι δύσκολο να κρατηθούν ισορροπίες. Δεν μπορείς να επιβληθείς ως σκηνοθέτης σε έναν άνθρωπο με τον οποίο υπάρχει άνεση και οικειότητα. Παρόλο που δεν το αποκλείω να συμβεί μελλοντικά, προς στιγμήν δεν είναι το ζητούμενο. Αυτή τη στιγμή διανύω τη δική μου ανεξάρτητη πορεία».
Σε λίγους μήνες αρχίζει τα γυρίσματα της δεύτερης μικρού μήκους ταινίας του, ενώ ετοιμάζεται να πρωταγωνιστήσει ξανά σε διαφημιστικό σποτ. Οσο για τη ματαιοδοξία της σύγχρονης σόουμπιζ, φαίνεται να απέχει χιλιόμετρα από τη δική του κοσμοθεωρία: «Ο Γιάννης Γκιωνάκης ήταν από τους καλύτερους ηθοποιούς της γενιάς του. Τότε μπορεί να μην υπήρχαν πολλά μέσα, υπήρχε όμως μεράκι και πηγαίο ταλέντο. Τώρα η μισή Ελλάδα θέλει να ασχοληθεί με το τραγούδι και η άλλη μισή με την υποκριτική μόνο για το χρήμα, τη δόξα και το lifestyle». Οσο για τον ελεύθερο χρόνο του, προτιμά να τον αξιοποιεί εκπαιδεύοντας σκύλους. Αυτό είναι και το plan B που έχει βάλει στη ζωή του σε περίπτωση που η κρίση τον αναγκάσει να κάνει δύο επαγγέλματα. Αλλωστε δεν ξεχνά ποτέ τη συμβουλή του παππού του: «Κάνε ό,τι θες στη ζωή σου, αλλά σε ό,τι κάνεις να είσαι ο καλύτερος!».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου