Οργανοπαίκτης. Το χειροποίητο κλαρίνο του είναι 120 ετών και ήταν το μοναδικό του όπλο επιβίωσης. Η μόνη του επιλογή για να ζήσει, αυτός και η οικογένειά του. Ξεκίνησε ξυπόλυτος, ένα περιπλανώμενο παιδί με κλαρίνο, να αλωνίζει τους δρόμους για ένα μικρό μεροκάματο. Χρόνια μετά, έχοντας ζήσει μια μυθιστορηματική ζωή, έφτασε να παίζει σε συναυλία της Björk, να κάνει δίσκο με τον Βαγγέλη Παπαθανασίου και να συντροφεύει τους μεγαλύτερους Ελληνες τραγουδιστές στις πίστες.Σε λίγες ώρες θα ταξιδέψει στην Αμερική και τον Καναδά. Οι Ελληνες του εξωτερικού τον περιμένουν με ανυπομονησία. Συμμετέχει στην περιοδεία του Αντώνη Ρέμου στην «ξενιτιά». Ο Θανάσης Βασιλόπουλος θα βγάλει το κλαρίνο από τη θήκη του, θα πάρει μια δυνατή αναπνοή, θα παίξει ένα λυπητερό ηπειρώτικο μοιρολόι και η γεμάτη μετανάστες αίθουσα θα γεμίσει υγρά μάτια.
Στην οικογένεια Βασιλόπουλου οι άντρες είναι προικισμένοι με ταλέντο. Ο παππούς του έπαιζε λαούτο, ο μπαμπάς και ο θείος του κλαρίνο. Ο περίφημος Γιάννης Βασιλόπουλος υπήρξε ο άρχοντας του κλαρίνου. Καθόλου περίεργα, άρχισε να καταπιάνεται με το κλαρίνο από την ηλικία των τεσσάρων ετών. «Δάσκαλοι ήταν για μένα ο πατέρας και ο θείος μου. Δεν έχω παίξει παιχνίδια. Δεν ήξερα τι σημαίνει να παίζω μπάλα με φίλους μου. Επαιζα όλη μέρα και το βράδυ για να βελτιωθώ. Ηταν η δουλειά μου και χτυπούσα δωδεκάωρα. Μάτωναν τα χείλη μου από το παίξιμο. Πρήζονταν από την εξάσκηση. Αν παρατηρήσεις τα δάχτυλά μου, θα δεις ότι άλλαξαν σχήμα. Εχουν πάρει το σχήμα του οργάνου», θυμάται. Νιώθει περηφάνια που έζησε την εμπειρία των πανηγυριών. «Είναι το πιο ακομπλεξάριστο είδος διασκέδασης. Αγνό. Ημουν τυχερός που έπαιξα μικρός και το έζησα. Εμαθα τη δημοτική μας παράδοση, όχι τα παρακμιακά σκυλοδημοτικά. Εβλεπες τους εφοπλιστές να κάθονται στο ίδιο τραπέζι με τον λαϊκό άνθρωπο και να γλεντούν». Από τα πανηγύρια βρέθηκε να παίζει σε ένα από τα καλύτερα φεστιβάλ τζαζ μουσικής, αυτό του Μοντρέ, μαζί με τον Τζο Μποναμάσα. «Καθόμουν στο ίδιο τραπέζι μαζί με τον Μπάντι Γκάι κι ένιωθα δέος. Εβλεπα τις πρόβες τους. Ακόμα θυμάμαι πως ονόματα μύθοι περπατούσαν από το ξενοδοχείο στον χώρο του φεστιβάλ με τα πόδια κρατώντας τα όργανά τους. Ο δίσκος του Μποναμάσα, “Black Rock”, ηχογραφήθηκε στη Σαντορίνη, τζαμάραμε στο στούντιο μαζί με τον Μανώλη Καραντίνη και το μπουζούκι του -συγκινούμαι πολύ όταν τον ακούω να παίζει- κι αυτό ακριβώς ηχογραφήθηκε και μπήκε στον δίσκο. Ξέρεις ότι συμμετέχει και ο B. B. King;». Η συνεργασία με τον Βαγγέλη Παπαθανασίου πώς προέκυψε; «Δική μου ανάγκη ήταν. Ενας κοινός γνωστός μεσολάβησε για την αρχική συνάντηση. Δεν μπορώ να εξηγήσω με λόγια πόσο άγχος με κατέλαβε όταν πήγα σπίτι του πρώτη φορά. Τον είδα να κατεβαίνει τις σκάλες και από το δέος μού φάνηκε σαν το Δία. Μέσα σε δευτερόλεπτα με έκανε να αισθανθώ άνετα. Ηξερε περισσότερα πράγματα για το κλαρίνο από μένα. Του έπαιξα ηπειρώτικα μοιρολόγια. Του άρεσαν».
Εξιστορεί, ντροπαλά, περιστατικά από τις συνεργασίες του. Λέει ότι στη Σερβία οι συναυλίες του Αντώνη Ρέμου γεμίζουν από Σέρβους, ότι τον αγαπά ο κόσμος στο εξωτερικό. Περιγράφει τον Γιώργο Νταλάρα ως εργάτη της μουσικής, λέει πως η Χαρούλα Αλεξίου είναι μια παγκόσμια φωνή και ότι ο Γιάννης Πάριος, εκτός από μεγάλος τραγουδιστής, είναι κι ένας υπέροχος άνθρωπος. Αποκαλύπτει τότε ότι μιλάει πολύ από άγχος γιατί δεν ξέρει πώς γίνονται οι συνεντεύξεις. «Είμαι καλός ακροατής», θα πει. Ισως, αλλά για την επόμενη ώρα αυτός δεν θα είναι ο δικός του ρόλος. Γίνεται εξομολογητικός ομιλητής.
«Ρωτάς πώς έμαθα να παίζω. Ούτε εννιά χρονών δεν ήμουν όταν ο πατέρας μου φόρτωσε όλο το βιος του στο φορτηγό ενός θείου που πούλαγε καρπούζια και πατάτες. Ηρθαμε από το Αγρίνιο στην Αθήνα. Δεν είχαμε πού να πάμε. Εκλαιγα επί τρία χρόνια. Δυσκολίες; Δεν ξέραμε τι θα φάμε, κι αν θα φάμε. Επρεπε να κάνω κάτι για την οικογένειά μου. Επρεπε. Σκέφτηκα ότι έχω ταλέντο, ότι παίζω κλαρίνο. Εδωσα μια κατσαρόλα σε έναν ξάδελφό μου, αυτοσχέδιο μουσικό όργανο, και το αριστερό μου παπούτσι. Σχεδόν ξυπόλυτοι παίζαμε σε ταβέρνες, σε ουζερί. Μάζεψα χρήματα, νοικιάσαμε σπίτι. Ξέρεις πώς πήγα σχολείο; Ενα πρωί με τον ξάδελφο τον Βασίλη, τον μουσικό μου (ξεσπάει σε γέλια), πήγαμε να παίξουμε σε ένα πατσατζίδικο. Αναγνώρισα έναν κύριο που έβλεπα κάθε μέρα. Τον θυμόμουν γιατί πήγαινε τις κόρες του στο σχολείο. Τον πλησίασα και του είπα: “Μπορείτε να πάτε κι εμένα στο σχολείο;”. Μου είπε να πάω τη Δευτέρα στις 7.30 έξω από το σπίτι του. Πήγα και κοιμήθηκα έξω από την πόρτα του. Από τις τρεις τα ξημερώματα. Μια άλλη μέρα κάναμε βόλτες με τα όργανα στα Εξάρχεια. Είδα τις αφίσες του “Αχ Μαρία”. Μπήκαμε ενώ είχαν πρόγραμμα. Πήγα στα καμαρίνια και βρήκα τον Γιάννη Ζουγανέλη. Με βοήθησε. Με έβαλε να παίζω στο πρόγραμμα. Ετσι σταμάτησα να πηγαίνω στις ταβέρνες. Δεκατεσσάρων ήμουν. Κάπου τότε γνώρισα και τον Λάκη Λαζόπουλο. Πάλι ξυπόλυτοι βγήκαμε στην Πλάκα. Τέσσερις μουσικοί. (γελάει ξανά) Εγώ, ο αδελφός, ο ξάδελφος Βασίλης και ένας άλλος ξάδελφος με ακορντεόν. Θυμόμουν έντονα το πρόσωπο του Λάκη Λαζόπουλου. Τον πλησίασα και του είπα: “Γεια σας”. Επαιξα. Με ρώτησε πώς με λένε. “Με λένε Θανάση Βασιλόπουλο”, αποκρίθηκα. Με κάλεσε στο θέατρο, στο “Ημερολόγιο ενός τρελού” όπου έπαιζε τότε. Μου άνοιξε μια πόρτα στη ζωή».
Οσοι τον έχουν απολαύσει ζωντανά λένε ότι τους προκαλεί συγκίνηση ο ήχος του. Καταλαβαίνω πλέον γιατί. Το κλαρίνο του είναι ένας τρόπος επικοινωνίας. Η ελπίδα του για μια καλύτερη ζωή. «Η ζωή μού χαμογελά τώρα. Πρέπει να παλεύεις όμως. Είναι δώρο Θεού ότι ζω και αναπνέω», καταλήγει.
Ο «Θανασάκης», το παιδί που πήγαινε με τη γραβάτα από τις εμφανίσεις στα πανηγύρια στο σχολικό θρανίο χωρίς ύπνο, το παιδί που φρόντισε τα δέκα αδέλφια του, μεγάλωσε. Εγινε ο Θανάσης Βασιλόπουλος, ο καλλιτέχνης που στάζει μέλι μιλώντας για τον Γιώργο Νταλάρα, τη Χαρούλα Αλεξίου, τον Γιάννη Πάριο, τον Δημήτρη Μητροπάνο, τη Μαρινέλλα, την Πίτσα Παπαδοπούλου, την Αλκηστη Πρωτοψάλτη, τη Γλυκερία, τον Πασχάλη Τερζή, τον Μιχάλη Χατζηγιάννη, τον Ορφέα Περίδη, τον Σταμάτη Σπανουδάκη, την Αννα Βίσση και τον Αντώνη Ρέμο (συνεργάστηκαν στο «Ενα ή Κανένα»). Αποκαλεί «φύλακες άγγελους» τη Χαρά Σαφαρίκα και τον Γιάννη Κουτράκη. Θέλει να κάνει δίσκο διασκευάζοντας Χατζιδάκι και Θεοδωράκη. Θέλει να συνεργαστεί με τον Μίμη Πλέσσα. Του αρέσει να παντρεύει τον ήχο του κλαρίνου με την ποπ και τη λαϊκή μουσική. Το παραδοσιακό κομμάτι που διασκεύασε με τη βοήθεια του Χρήστου Μάστορα από τις Μέλισσες «Καίγομαι και σιγολιώνω» έχει πλησιάσει τα 100.000 views στο ΥouΤube μέσα σε έναν μήνα.
«Εγώ απλώς ξέρω να παίζω κλαρίνο», λέει με πλατύ χαμόγελο. Κι αυτό αρκεί.
Στην οικογένεια Βασιλόπουλου οι άντρες είναι προικισμένοι με ταλέντο. Ο παππούς του έπαιζε λαούτο, ο μπαμπάς και ο θείος του κλαρίνο. Ο περίφημος Γιάννης Βασιλόπουλος υπήρξε ο άρχοντας του κλαρίνου. Καθόλου περίεργα, άρχισε να καταπιάνεται με το κλαρίνο από την ηλικία των τεσσάρων ετών. «Δάσκαλοι ήταν για μένα ο πατέρας και ο θείος μου. Δεν έχω παίξει παιχνίδια. Δεν ήξερα τι σημαίνει να παίζω μπάλα με φίλους μου. Επαιζα όλη μέρα και το βράδυ για να βελτιωθώ. Ηταν η δουλειά μου και χτυπούσα δωδεκάωρα. Μάτωναν τα χείλη μου από το παίξιμο. Πρήζονταν από την εξάσκηση. Αν παρατηρήσεις τα δάχτυλά μου, θα δεις ότι άλλαξαν σχήμα. Εχουν πάρει το σχήμα του οργάνου», θυμάται. Νιώθει περηφάνια που έζησε την εμπειρία των πανηγυριών. «Είναι το πιο ακομπλεξάριστο είδος διασκέδασης. Αγνό. Ημουν τυχερός που έπαιξα μικρός και το έζησα. Εμαθα τη δημοτική μας παράδοση, όχι τα παρακμιακά σκυλοδημοτικά. Εβλεπες τους εφοπλιστές να κάθονται στο ίδιο τραπέζι με τον λαϊκό άνθρωπο και να γλεντούν». Από τα πανηγύρια βρέθηκε να παίζει σε ένα από τα καλύτερα φεστιβάλ τζαζ μουσικής, αυτό του Μοντρέ, μαζί με τον Τζο Μποναμάσα. «Καθόμουν στο ίδιο τραπέζι μαζί με τον Μπάντι Γκάι κι ένιωθα δέος. Εβλεπα τις πρόβες τους. Ακόμα θυμάμαι πως ονόματα μύθοι περπατούσαν από το ξενοδοχείο στον χώρο του φεστιβάλ με τα πόδια κρατώντας τα όργανά τους. Ο δίσκος του Μποναμάσα, “Black Rock”, ηχογραφήθηκε στη Σαντορίνη, τζαμάραμε στο στούντιο μαζί με τον Μανώλη Καραντίνη και το μπουζούκι του -συγκινούμαι πολύ όταν τον ακούω να παίζει- κι αυτό ακριβώς ηχογραφήθηκε και μπήκε στον δίσκο. Ξέρεις ότι συμμετέχει και ο B. B. King;». Η συνεργασία με τον Βαγγέλη Παπαθανασίου πώς προέκυψε; «Δική μου ανάγκη ήταν. Ενας κοινός γνωστός μεσολάβησε για την αρχική συνάντηση. Δεν μπορώ να εξηγήσω με λόγια πόσο άγχος με κατέλαβε όταν πήγα σπίτι του πρώτη φορά. Τον είδα να κατεβαίνει τις σκάλες και από το δέος μού φάνηκε σαν το Δία. Μέσα σε δευτερόλεπτα με έκανε να αισθανθώ άνετα. Ηξερε περισσότερα πράγματα για το κλαρίνο από μένα. Του έπαιξα ηπειρώτικα μοιρολόγια. Του άρεσαν».
Εξιστορεί, ντροπαλά, περιστατικά από τις συνεργασίες του. Λέει ότι στη Σερβία οι συναυλίες του Αντώνη Ρέμου γεμίζουν από Σέρβους, ότι τον αγαπά ο κόσμος στο εξωτερικό. Περιγράφει τον Γιώργο Νταλάρα ως εργάτη της μουσικής, λέει πως η Χαρούλα Αλεξίου είναι μια παγκόσμια φωνή και ότι ο Γιάννης Πάριος, εκτός από μεγάλος τραγουδιστής, είναι κι ένας υπέροχος άνθρωπος. Αποκαλύπτει τότε ότι μιλάει πολύ από άγχος γιατί δεν ξέρει πώς γίνονται οι συνεντεύξεις. «Είμαι καλός ακροατής», θα πει. Ισως, αλλά για την επόμενη ώρα αυτός δεν θα είναι ο δικός του ρόλος. Γίνεται εξομολογητικός ομιλητής.
«Ρωτάς πώς έμαθα να παίζω. Ούτε εννιά χρονών δεν ήμουν όταν ο πατέρας μου φόρτωσε όλο το βιος του στο φορτηγό ενός θείου που πούλαγε καρπούζια και πατάτες. Ηρθαμε από το Αγρίνιο στην Αθήνα. Δεν είχαμε πού να πάμε. Εκλαιγα επί τρία χρόνια. Δυσκολίες; Δεν ξέραμε τι θα φάμε, κι αν θα φάμε. Επρεπε να κάνω κάτι για την οικογένειά μου. Επρεπε. Σκέφτηκα ότι έχω ταλέντο, ότι παίζω κλαρίνο. Εδωσα μια κατσαρόλα σε έναν ξάδελφό μου, αυτοσχέδιο μουσικό όργανο, και το αριστερό μου παπούτσι. Σχεδόν ξυπόλυτοι παίζαμε σε ταβέρνες, σε ουζερί. Μάζεψα χρήματα, νοικιάσαμε σπίτι. Ξέρεις πώς πήγα σχολείο; Ενα πρωί με τον ξάδελφο τον Βασίλη, τον μουσικό μου (ξεσπάει σε γέλια), πήγαμε να παίξουμε σε ένα πατσατζίδικο. Αναγνώρισα έναν κύριο που έβλεπα κάθε μέρα. Τον θυμόμουν γιατί πήγαινε τις κόρες του στο σχολείο. Τον πλησίασα και του είπα: “Μπορείτε να πάτε κι εμένα στο σχολείο;”. Μου είπε να πάω τη Δευτέρα στις 7.30 έξω από το σπίτι του. Πήγα και κοιμήθηκα έξω από την πόρτα του. Από τις τρεις τα ξημερώματα. Μια άλλη μέρα κάναμε βόλτες με τα όργανα στα Εξάρχεια. Είδα τις αφίσες του “Αχ Μαρία”. Μπήκαμε ενώ είχαν πρόγραμμα. Πήγα στα καμαρίνια και βρήκα τον Γιάννη Ζουγανέλη. Με βοήθησε. Με έβαλε να παίζω στο πρόγραμμα. Ετσι σταμάτησα να πηγαίνω στις ταβέρνες. Δεκατεσσάρων ήμουν. Κάπου τότε γνώρισα και τον Λάκη Λαζόπουλο. Πάλι ξυπόλυτοι βγήκαμε στην Πλάκα. Τέσσερις μουσικοί. (γελάει ξανά) Εγώ, ο αδελφός, ο ξάδελφος Βασίλης και ένας άλλος ξάδελφος με ακορντεόν. Θυμόμουν έντονα το πρόσωπο του Λάκη Λαζόπουλου. Τον πλησίασα και του είπα: “Γεια σας”. Επαιξα. Με ρώτησε πώς με λένε. “Με λένε Θανάση Βασιλόπουλο”, αποκρίθηκα. Με κάλεσε στο θέατρο, στο “Ημερολόγιο ενός τρελού” όπου έπαιζε τότε. Μου άνοιξε μια πόρτα στη ζωή».
Οσοι τον έχουν απολαύσει ζωντανά λένε ότι τους προκαλεί συγκίνηση ο ήχος του. Καταλαβαίνω πλέον γιατί. Το κλαρίνο του είναι ένας τρόπος επικοινωνίας. Η ελπίδα του για μια καλύτερη ζωή. «Η ζωή μού χαμογελά τώρα. Πρέπει να παλεύεις όμως. Είναι δώρο Θεού ότι ζω και αναπνέω», καταλήγει.
Ο «Θανασάκης», το παιδί που πήγαινε με τη γραβάτα από τις εμφανίσεις στα πανηγύρια στο σχολικό θρανίο χωρίς ύπνο, το παιδί που φρόντισε τα δέκα αδέλφια του, μεγάλωσε. Εγινε ο Θανάσης Βασιλόπουλος, ο καλλιτέχνης που στάζει μέλι μιλώντας για τον Γιώργο Νταλάρα, τη Χαρούλα Αλεξίου, τον Γιάννη Πάριο, τον Δημήτρη Μητροπάνο, τη Μαρινέλλα, την Πίτσα Παπαδοπούλου, την Αλκηστη Πρωτοψάλτη, τη Γλυκερία, τον Πασχάλη Τερζή, τον Μιχάλη Χατζηγιάννη, τον Ορφέα Περίδη, τον Σταμάτη Σπανουδάκη, την Αννα Βίσση και τον Αντώνη Ρέμο (συνεργάστηκαν στο «Ενα ή Κανένα»). Αποκαλεί «φύλακες άγγελους» τη Χαρά Σαφαρίκα και τον Γιάννη Κουτράκη. Θέλει να κάνει δίσκο διασκευάζοντας Χατζιδάκι και Θεοδωράκη. Θέλει να συνεργαστεί με τον Μίμη Πλέσσα. Του αρέσει να παντρεύει τον ήχο του κλαρίνου με την ποπ και τη λαϊκή μουσική. Το παραδοσιακό κομμάτι που διασκεύασε με τη βοήθεια του Χρήστου Μάστορα από τις Μέλισσες «Καίγομαι και σιγολιώνω» έχει πλησιάσει τα 100.000 views στο ΥouΤube μέσα σε έναν μήνα.
«Εγώ απλώς ξέρω να παίζω κλαρίνο», λέει με πλατύ χαμόγελο. Κι αυτό αρκεί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου