Σε δραματικούς τόνους απολογήθηκε ο πρώην δήμαρχος Θεσσαλονίκης, ο οποίος κρίθηκε ένοχος για υπεξαίρεση 51,4 εκατ. ευρώ από τα ταμεία του δήμου. Με τη φράση «θα πέσω από τον Λευκό Πύργο
αν βρείτε χρήματά μου στο εξωτερικό» έκανε λόγο για κατασκευασμένα στοιχεία και μεθοδεύσεις σε βάρος του και ισχυρίστηκε ότι η μοναδική μεταβολή των περιουσιακών του στοιχείων είναι ένα σπίτι που αγόρασε. Το σκάνδαλο υπεξαίρεσης Ηταν η στιγμή που ο Παπαγεωργόπουλος κατάλαβε ότι τα πράγματα είχαν αλλάξει. Στο δικαστήριο βρισκόταν κατηγορούμενος για το μεγαλύτερο σκάνδαλο υπεξαίρεσης που γνώρισε ποτέ η πόλη και ακόμη και αν τις επόμενες ημέρες αποδειχτεί η αθωότητά του, το «παραμύθι για μικρά παιδιά» -όπως χαρακτηρίζει την υπόθεση που τον αφορά- θα είναι πάντα γραμμένο στο βιογραφικό του. Ακριβώς δίπλα σ’ αυτό του μεγαλύτερου Ελληνα ρέκορντμαν, του σπουδαιότερου Ελληνα σπρίντερ της δεκαετίας του ’70, του σημαιοφόρου αθλητή της ελληνικής αποστολής στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Μόντρεαλ, αλλά και του «πιο ωραίου» αθλητή της γενιάς του. Λέει σε μια συνέντευξή του ο Πέτρος Γαλακτόπουλος: «Είχα προετοιμαστεί για τους Ολυμπιακούς Αγώνες στο Μόντρεαλ του ’76, αλλά όταν είπα πως ήθελα να κρατήσω τη σημαία στην παρέλαση δεν μου την έδωσαν. Ηθελαν να την πάρει ο Βασίλης Παπαγεωργόπουλος. Τους είπα: “Γιατί; Επειδή είναι πιο ωραίος; Τότε βάλτε τον Κούρκουλο να παλέψει!”».
Ο Γαλακτόπουλος είχε δίκιο για την εμφάνιση του νεαρού σπρίντερ. Ηταν πραγματικά πολύ όμορφος. Δεν είχε δίκιο, όμως, για τις αθλητικές του επιδόσεις.
Ο Παπαγεωργόπουλος ήταν από τους καλύτερους αθλητές της γενιάς του και όσοι ασχολούνται με τον στίβο θυμούνται πολύ καλά την ενδιαφέρουσα κόντρα του με τον μεγάλο Ρώσο Βαλερί Μπορζόφ. «Ο Μπορζόφ και ο Βασίλης ήταν οι δύο πιο γρήγοροι Ευρωπαίοι. Ο Μπορζόφ ήταν το νούμερο 1 και ο Βασίλης ήταν αυτός που τον κυνηγούσε. Στις σημερινές συνθήκες, οι δύο αυτοί αθλητές θα ήταν πιο γρήγοροι από τους μαύρους που βλέπουμε στους αγώνες. Εκείνη την εποχή είχαν ξεπεράσει και τους Αμερικάνους», λέει ο φίλος και παλιός συναθλητής του Παπαγεωργόπουλου, Γιώργος Ραμπότας. «Σε ένα meeting που ο Βασίλης φαινόταν ότι ήταν σε πολύ καλή κατάσταση, ο Μπορζόφ φοβήθηκε, προφασίστηκε μια δικαιολογία και δεν έτρεξε μαζί του», συμπληρώνει.
Η ιστορία του στίβου θα είχε γράψει με ακόμη πιο μεγάλα γράμματα το όνομα του Βασίλη Παπαγεωργόπουλου αν δεν είχε εκείνη την ατυχία στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Μονάχου που του στέρησε ένα ολυμπιακό μετάλλιο. Λίγο πριν τους προκριματικούς, ένας σοβαρός τραυματισμός δεν τον άφησε να αγωνιστεί στους τελικούς. Θα ήταν «ο Ελληνας ενάντια στον Ρώσο», αλλά οι γιατροί ήταν πολύ σαφείς στις προειδοποιήσεις τους. «Αν τυχόν τρέξεις και νιώσεις πόνο, αυτό σημαίνει ότι δεν θα ξανατρέξεις ποτέ. Ισως και να μην ξαναπερπατήσεις ποτέ», του είπαν. Ο Παπαγεωργόπουλος δεν έτρεξε. Και ήταν μόνο 25 ετών. (Για την ιστορία, στην κούρσα του τελικού κέρδισε ο Μπορζόφ.) «Ετσι τελείωσε η παγκόσμια καριέρα του Παπαγεωργόπουλου. Στους επόμενους Ολυμπιακούς συμμετείχε μόνο ως σημαιοφόρος της εθνικής μας ομάδας», θυμάται ο αθλητικογράφος Περικλής Στέλλας.
Ωστόσο ο Παπαγεωργόπουλος ξαναέτρεξε. Είχε αποφασίσει να μην ακούσει τις απειλές των γιατρών. Δειλά και χωρίς να το πει σε κανέναν άρχισε να κάνει χαλαρές προπονήσεις και κρυφά να φορτώνει στο μικρό Φιατάκι του τους κολλητούς του από την ομάδα του Αετού και ξεκινούσε από το σπίτι του στην οδό Παπάφη για την Καβάλα όπου βρισκόταν το πρώτο και μοναδικό γήπεδο με πλαστικό δάπεδο - γι’ αυτό ίσως αργότερα, ως υφυπουργός Αθλητισμού, φρόντισε να φτιαχτούν όλα τα γήπεδα της Θεσσαλονίκης.
Ο αστικός μύθος λέει, λοιπόν, ότι μία απ’ αυτές τις προπονήσεις έγινε γνωστή στους φιλάθλους της Καβάλας που συγκεντρώθηκαν στο στάδιο, τουλάχιστον 200 άτομα, για να δουν από κοντά τον σούπερ σταρ της ταχύτητας με το ρεκόρ των 10 δευτερολέπτων, με χρονόμετρο χειρός (το κράτησε 22 ολόκληρα χρόνια). Γνωρίζοντας για τον σοβαρό τραυματισμό του και τις προειδοποιήσεις των γιατρών, οι Καβαλιώτες φίλαθλοι ήθελαν να δουν από κοντά αν θα κατάφερνε να τρέξει, αν μετά το Μόναχο ήταν ίδιος όπως τον έβλεπαν στην ασπρόμαυρη τηλεόραση. Τη στιγμή, λένε, που έδεσε τα κορδόνια στα παπούτσια του και ετοιμάστηκε να πάει στην εκκίνηση δεν ακουγόταν ούτε ψίθυρος. Ενα ολόκληρο στάδιο είχε μείνει παγωμένο να παρακολουθεί με αγωνία και να καταγράφει τις κινήσεις του. Ηταν σαν να είχε σταματήσει ο χρόνος. Αν κατάφερνε να τρέξει, αυτό σήμαινε ότι ήταν καλά. Αν σταματούσε, αυτό σήμαινε ότι πονούσε. Κι αν πονούσε, κινδύνευε με παραλυσία. Ο Παπαγεωργόπουλος άρχισε να τρέχει, στην αρχή αργά, σαν σε ζέσταμα, και αμέσως μετά γρήγορα με την εκρηκτικότητα που μόνο εκείνος είχε. Δεν πονούσε. Ηταν καλά. Ναι, μπορούσε να ξανατρέξει! Το στάδιο πανηγύρισε. Αλλά δεν ήταν ίδιος μετά το Μόναχο. Κι αν ακόμη δεν το έβλεπαν οι φίλαθλοι που τον λάτρευαν, το έβλεπε εκείνος και μέσα του ήξερε ότι αυτό ήταν το τέλος μιας μεγάλης παγκόσμιας καριέρας. Ας είναι. Οπως και να το κάνεις, ήταν ένα ωραίο όνειρο.
Αγαπημένοι και δεμένοι μέχρι και σήμερα, απέδειξαν ότι η σχέση τους δεν ήταν ένας φοιτητικός έρωτας. Αυτές τις μέρες, κατά τη διάρκεια της δίκης του Βασίλη Παπαγεωργόπουλου και των δύο υπαλλήλων του δήμου με την κατηγορία της υπεξαίρεσης, η Ελένη Παπαγεωργοπούλου είναι πάντα στην πρώτη σειρά των καθισμάτων της δικαστικής αίθουσας, πίσω ακριβώς από τους δικηγόρους του συζύγου της. «Δεν έχει λείψει λεπτό. Παρακολουθεί τα πάντα και στα διαλείμματα μιλάνε πιάνοντας ο ένας το χέρι του άλλου», περιγράφει δημοσιογράφος που παρακολουθεί τη δίκη. Μάλιστα, όταν είχαν ξεκινήσει οι πρώτες αποκαλύψεις για τα σκάνδαλα στον δήμο και ο Παπαγεωργόπουλος χάλασε τις σχέσεις του με τον μέχρι τότε πολύ στενό του συνεργάτη και συγκατηγορούμενό του σήμερα Μιχάλη Λεμούσια, έδωσε στη γυναίκα του τη θέση της γενικής γραμματέως του δήμου. Της είχε απόλυτη εμπιστοσύνη.
Αμέσως μετά τον γάμο τους άνοιξαν μαζί ιατρείο, νοίκιασαν σπίτι στο μεγαλοαστικό Πανόραμα, εκείνος πέταξε τις φόρμες και τα παπούτσια με τις τάπες (οι εταιρείες αθλητικών ειδών της εποχής έδιναν μάχη για να φορέσει τα προϊόντα τους και μάλιστα εκείνος φρόντιζε να εφοδιάζει όλη την ομάδα) και τα αντικατέστησε με καλοραμμένα κοστούμια. Εκείνη, από την άλλη, ασχολήθηκε με τη φιλανθρωπία και την κοσμική ζωή της Θεσσαλονίκης. Τα βράδια μαζεύονταν σε κοντινά σπίτια με φίλους και τα πρωινά δούλευαν στο ιατρείο τους. Η αστική τάξη της Θεσσαλονίκης είχε υποδεχτεί με ενθουσιασμό τα καινούρια μέλη της. Αλλωστε αυτή η τάξη ήταν που θα στήριζε τον Βασίλη Παπαγεωργόπουλο στη νέα του ιδιότητα ως πολιτικού από το 1978, που ζήτησε για πρώτη φορά την ψήφο των συμπολιτών του ως δημοτικός σύμβουλος, μέχρι και τις τελευταίες εκλογές του 2006 για την τρίτη και τελευταία τετραετία του ως δήμαρχος. Κάτι λιγότερο από 30 χρόνια.
«Αν γκουγκλάρεις τη λέξη “ατσαλάκωτος”, θα σου βγάλει το όνομα του Παπαγεωργόπουλου. Νομίζεις ότι και τσουνάμι να γίνει και η πόλη να πέσει στο κεφάλι του, το σακάκι του θα είναι πάντα ίσιο και το μαλλί του καλογυαλισμένο.
Σαν να έχει καταπιεί μπαστούνι είναι», λέει παλιός δημοσιογράφος της Θεσσαλονίκης. «Νόμιζε ότι το να είσαι δήμαρχος Θεσσαλονίκης ήταν τόσο μεγάλο αξίωμα που έπρεπε να συμπεριφέρεται με έναν συγκεκριμένο τρόπο. Καταρχάς μιλούσε για τον εαυτό του λέγοντας “ο δήμαρχος”, δεν έλεγε “εγώ”. Και πίστευε ότι έπρεπε να είναι πριγκιπική η συμπεριφορά του λες και ήταν κανένας ηγεμόνας», συμπληρώνει ένας άλλος. «Πήγαινε παντού με τον οδηγό του και καθόταν πάντα στο πίσω κάθισμα. Δεν είχε οδηγήσει ποτέ. Μου φαίνεται και ποδήλατο να είχε θα έβαζε άλλον να κάνει πετάλι», λέει τρίτος.
Λέγεται ότι πριν φτάσει από το σπίτι του στο Πανόραμα μέχρι το γραφείο του στο δημαρχείο έκανε πάντα μια στάση στο αγαπημένο του μπαρμπέρικο για να του φτιάξουν τα μαλλιά και ότι όταν δεν προλάβανε πήγαινε ο μπαρμπέρης στο δημαρχείο για ένα γρήγορο grooming σε μαλλιά και γένια, ενώ σε πολλές εκδηλώσεις έστελνε υπάλληλο του δήμου να του κρατάει τη θέση και θεωρούσε ότι ανήκε σε μια ανώτερη τάξη. «Πώς ήταν ο Ψωμιάδης το παιδί του λαού που πήγαινε παντού με το μηχανάκι; Ε, ο Παπαγεωργόπουλος ήταν το ακριβώς αντίθετο. Δεν νομίζω ότι περπάτησε ποτέ στους δρόμους της Θεσσαλονίκης. Λες και φοβόταν μη λερώσει τα παπούτσια του», σημειώνει παράγοντας του αθλητισμού στη Θεσσαλονίκη.
Λένε επίσης ότι η δημοτική τηλεόραση TV 100 λειτουργούσε και ως το προσωπικό του τηλεοπτικό συνεργείο, καταγράφοντας όλες τις δραστηριότητές του και όλες τις λαμπερές κοσμικές εκδηλώσεις που διοργάνωνε ο δήμος επί των ημερών του. Τα αθλητικά βραβεία που δίνονταν στο Βελλίδειο Συνεδριακό Κέντρο, για παράδειγμα, ήταν περίπου τα Οσκαρ της Θεσσαλονίκης. Μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για να φορέσουν οι κοσμικές Θεσσαλονικιές μακριά φορέματα από τις διάσημες μοδίστρες της πόλης, να κατέβουν τα τζιπ από το Πανόραμα και το Ωραιόκαστρο και φυσικά να φωτογραφηθεί ο λαμπερός πρώτος πολίτης της Θεσσαλονίκης. Το ίδιο και η περίφημη «Γιορτή των Αγγέλων», το άναμμα δηλαδή του χριστουγεννιάτικου δέντρου της πλατείας Αριστοτέλους. Επί δημαρχίας Παπαγεωργόπουλου τα Χριστούγεννα στην πλατεία δεν είχαν να ζηλέψουν σε τίποτα την Πρωτοχρονιά στην Times Square της Νέας Υόρκης.
Καλεσμένοι του Βασίλη Παπαγεωργόπουλου ήταν ο Σάκης Ρουβάς, που πέταξε πάνω από το κοινό δεμένος από ένα σκοινί, η Δέσποινα Βανδή, που τραγούδησε φορώντας το διάσημο κόκκινο φουστάνι της, ενώ τους παγωμένους Θεσσαλονικείς διασκέδασε και η Λετονή νικήτρια της Eurovision το 2002, μετάκληση για την οποία ο δήμαρχος κατηγορήθηκε ιδιαίτερα από την αντιπολίτευση. «Ζούσε για τη γιορτή των Χριστουγέννων. Εκεί τα έδινε όλα. Το έδειχναν και τα μεγάλα κανάλια και όχι μόνο η TV 100, και εκείνος φαινόταν ο σούπερ αγαπητός και πετυχημένος δήμαρχος», σχολιάζει δημοτικός σύμβουλος της αντιπολίτευσης. Ο ίδιος υποστηρίζει ότι ο Βασίλης Παπαγεωργόπουλος είχε δώσει οδηγίες ωστε τα δελτία ειδήσεων της δημοτικής τηλεόρασης να ξεκινούν πάντα με μια είδηση που αφορούσε «τον δήμαρχο και το έργο» του, ενώ κάθε Παρασκευή προβαλλόταν μια ειδική εκπομπή όπου υποτίθεται ότι απαντούσε ζωντανά σε ερωτήματα των δημοτών. «Του έλεγαν τις ερωτήσεις από πριν, τρέχανε οι υπηρεσίες να τον ενημερώσουν και έβγαινε εκείνος στην εκπομπή τάχα ότι ήξερε το θέμα και θα το έλυνε προσωπικά. Και μιλάμε για θέματα όπως μια λακκούβα σε ένα στενό», συμπληρώνει. Κάτι τέτοια, όπως η απόφασή του να στείλει με καράβι τη δημαρχιακή λιμουζίνα και τον οδηγό του στη Ρόδο στο συνέδριο της ΚΕΔΚΕ ώστε να έχει όλα του τα κομφόρ κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο νησί, το τζάκι που κοσμούσε το 300 τ.μ. γραφείο του στο καινούριο δημαρχιακό μέγαρο, η ψυχρή του στάση απέναντι στους ψηφοφόρους του, το σνομπ ύφος του, ακόμη και η εμμονή του στην υγιεινή ζωή (σήμερα στα 66 του έχει τα ίδια κιλά που είχε στα 25 του) ήταν που του έδωσαν τους ειρωνικούς χαρακτηρισμούς «πρίγκιπας» και «άρχοντας».
Προεκλογική συγκέντρωση. Θεωρείται καλός ομιλητής και πειστικός στον λόγο του
αν βρείτε χρήματά μου στο εξωτερικό» έκανε λόγο για κατασκευασμένα στοιχεία και μεθοδεύσεις σε βάρος του και ισχυρίστηκε ότι η μοναδική μεταβολή των περιουσιακών του στοιχείων είναι ένα σπίτι που αγόρασε. Το σκάνδαλο υπεξαίρεσης Ηταν η στιγμή που ο Παπαγεωργόπουλος κατάλαβε ότι τα πράγματα είχαν αλλάξει. Στο δικαστήριο βρισκόταν κατηγορούμενος για το μεγαλύτερο σκάνδαλο υπεξαίρεσης που γνώρισε ποτέ η πόλη και ακόμη και αν τις επόμενες ημέρες αποδειχτεί η αθωότητά του, το «παραμύθι για μικρά παιδιά» -όπως χαρακτηρίζει την υπόθεση που τον αφορά- θα είναι πάντα γραμμένο στο βιογραφικό του. Ακριβώς δίπλα σ’ αυτό του μεγαλύτερου Ελληνα ρέκορντμαν, του σπουδαιότερου Ελληνα σπρίντερ της δεκαετίας του ’70, του σημαιοφόρου αθλητή της ελληνικής αποστολής στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Μόντρεαλ, αλλά και του «πιο ωραίου» αθλητή της γενιάς του. Λέει σε μια συνέντευξή του ο Πέτρος Γαλακτόπουλος: «Είχα προετοιμαστεί για τους Ολυμπιακούς Αγώνες στο Μόντρεαλ του ’76, αλλά όταν είπα πως ήθελα να κρατήσω τη σημαία στην παρέλαση δεν μου την έδωσαν. Ηθελαν να την πάρει ο Βασίλης Παπαγεωργόπουλος. Τους είπα: “Γιατί; Επειδή είναι πιο ωραίος; Τότε βάλτε τον Κούρκουλο να παλέψει!”».
Ο Γαλακτόπουλος είχε δίκιο για την εμφάνιση του νεαρού σπρίντερ. Ηταν πραγματικά πολύ όμορφος. Δεν είχε δίκιο, όμως, για τις αθλητικές του επιδόσεις.
Ο Παπαγεωργόπουλος ήταν από τους καλύτερους αθλητές της γενιάς του και όσοι ασχολούνται με τον στίβο θυμούνται πολύ καλά την ενδιαφέρουσα κόντρα του με τον μεγάλο Ρώσο Βαλερί Μπορζόφ. «Ο Μπορζόφ και ο Βασίλης ήταν οι δύο πιο γρήγοροι Ευρωπαίοι. Ο Μπορζόφ ήταν το νούμερο 1 και ο Βασίλης ήταν αυτός που τον κυνηγούσε. Στις σημερινές συνθήκες, οι δύο αυτοί αθλητές θα ήταν πιο γρήγοροι από τους μαύρους που βλέπουμε στους αγώνες. Εκείνη την εποχή είχαν ξεπεράσει και τους Αμερικάνους», λέει ο φίλος και παλιός συναθλητής του Παπαγεωργόπουλου, Γιώργος Ραμπότας. «Σε ένα meeting που ο Βασίλης φαινόταν ότι ήταν σε πολύ καλή κατάσταση, ο Μπορζόφ φοβήθηκε, προφασίστηκε μια δικαιολογία και δεν έτρεξε μαζί του», συμπληρώνει.
Στη Βίλα Μπιάνκα λίγο προτού υποδεχτεί τον πρωθυπουργό της Αυστραλίας για να του παραδώσει το χρυσό κλειδί της πόλης
Κορίτσια, ο... Παπαγεωργόπουλος
Ο Ραμπότας και ο Παπαγεωργόπουλος μαζί με τον παλιό αντιδήμαρχο Θεσσαλονίκης Σταμάτη Καραμανλή και τον Θανάση Μήλιο ήταν η τετράδα που έκανε τα κορίτσια να σχηματίζουν ουρές έξω από το Καυτανζόγλειο Στάδιο για να τους δουν να τρέχουν με την ιστορική ομάδα του Αετού. «Σταματούσαν τα τρένα. Ο κόσμος έτρεχε να τον χαιρετήσει. Και βέβαια όλες ήμασταν ερωτευμένες μαζί του», λέει Θεσσαλονικιά γιατρός που τον έβλεπε αργότερα και στο πανεπιστήμιο. «Την εποχή εκείνη ο στίβος είχε μεγάλη ανταπόκριση από το κοινό. Τρέχαμε σε γήπεδα που είχαν 30-40 χιλιάδες κόσμο. Το αγώνισμα του Βασίλη, τα 100 μέτρα, ήταν από τότε το πιο δημοφιλές. Σκέψου ότι είχαμε κι έναν παγκόσμιο αθλητή και καταλαβαίνεις πώς έκαναν οι Θεσσαλονικείς τότε για τον Παπαγεωργόπουλο», συμπληρώνει ο Ραμπότας.Η ιστορία του στίβου θα είχε γράψει με ακόμη πιο μεγάλα γράμματα το όνομα του Βασίλη Παπαγεωργόπουλου αν δεν είχε εκείνη την ατυχία στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Μονάχου που του στέρησε ένα ολυμπιακό μετάλλιο. Λίγο πριν τους προκριματικούς, ένας σοβαρός τραυματισμός δεν τον άφησε να αγωνιστεί στους τελικούς. Θα ήταν «ο Ελληνας ενάντια στον Ρώσο», αλλά οι γιατροί ήταν πολύ σαφείς στις προειδοποιήσεις τους. «Αν τυχόν τρέξεις και νιώσεις πόνο, αυτό σημαίνει ότι δεν θα ξανατρέξεις ποτέ. Ισως και να μην ξαναπερπατήσεις ποτέ», του είπαν. Ο Παπαγεωργόπουλος δεν έτρεξε. Και ήταν μόνο 25 ετών. (Για την ιστορία, στην κούρσα του τελικού κέρδισε ο Μπορζόφ.) «Ετσι τελείωσε η παγκόσμια καριέρα του Παπαγεωργόπουλου. Στους επόμενους Ολυμπιακούς συμμετείχε μόνο ως σημαιοφόρος της εθνικής μας ομάδας», θυμάται ο αθλητικογράφος Περικλής Στέλλας.
Οι τέσσερις κολλητοί της ομάδας του Αετού: Βασίλης Παπαγεωργόπουλος, Θανάσης Μήλιος, Γιώργος Ραμπότας, Σταμάτης Καραμανλής
Ωστόσο ο Παπαγεωργόπουλος ξαναέτρεξε. Είχε αποφασίσει να μην ακούσει τις απειλές των γιατρών. Δειλά και χωρίς να το πει σε κανέναν άρχισε να κάνει χαλαρές προπονήσεις και κρυφά να φορτώνει στο μικρό Φιατάκι του τους κολλητούς του από την ομάδα του Αετού και ξεκινούσε από το σπίτι του στην οδό Παπάφη για την Καβάλα όπου βρισκόταν το πρώτο και μοναδικό γήπεδο με πλαστικό δάπεδο - γι’ αυτό ίσως αργότερα, ως υφυπουργός Αθλητισμού, φρόντισε να φτιαχτούν όλα τα γήπεδα της Θεσσαλονίκης.
Ο αστικός μύθος λέει, λοιπόν, ότι μία απ’ αυτές τις προπονήσεις έγινε γνωστή στους φιλάθλους της Καβάλας που συγκεντρώθηκαν στο στάδιο, τουλάχιστον 200 άτομα, για να δουν από κοντά τον σούπερ σταρ της ταχύτητας με το ρεκόρ των 10 δευτερολέπτων, με χρονόμετρο χειρός (το κράτησε 22 ολόκληρα χρόνια). Γνωρίζοντας για τον σοβαρό τραυματισμό του και τις προειδοποιήσεις των γιατρών, οι Καβαλιώτες φίλαθλοι ήθελαν να δουν από κοντά αν θα κατάφερνε να τρέξει, αν μετά το Μόναχο ήταν ίδιος όπως τον έβλεπαν στην ασπρόμαυρη τηλεόραση. Τη στιγμή, λένε, που έδεσε τα κορδόνια στα παπούτσια του και ετοιμάστηκε να πάει στην εκκίνηση δεν ακουγόταν ούτε ψίθυρος. Ενα ολόκληρο στάδιο είχε μείνει παγωμένο να παρακολουθεί με αγωνία και να καταγράφει τις κινήσεις του. Ηταν σαν να είχε σταματήσει ο χρόνος. Αν κατάφερνε να τρέξει, αυτό σήμαινε ότι ήταν καλά. Αν σταματούσε, αυτό σήμαινε ότι πονούσε. Κι αν πονούσε, κινδύνευε με παραλυσία. Ο Παπαγεωργόπουλος άρχισε να τρέχει, στην αρχή αργά, σαν σε ζέσταμα, και αμέσως μετά γρήγορα με την εκρηκτικότητα που μόνο εκείνος είχε. Δεν πονούσε. Ηταν καλά. Ναι, μπορούσε να ξανατρέξει! Το στάδιο πανηγύρισε. Αλλά δεν ήταν ίδιος μετά το Μόναχο. Κι αν ακόμη δεν το έβλεπαν οι φίλαθλοι που τον λάτρευαν, το έβλεπε εκείνος και μέσα του ήξερε ότι αυτό ήταν το τέλος μιας μεγάλης παγκόσμιας καριέρας. Ας είναι. Οπως και να το κάνεις, ήταν ένα ωραίο όνειρο.
Ο Βασίλης Παπαγεωργόπουλος έτρεχε στα ίσια με τα ιερά τέρατα του παγκόσμιου στίβου
Η Οδοντιατρική και ο έρωτας
Στο μεταξύ ο Παπαγεωργόπουλος ήταν φοιτητής στην Οδοντιατρική Θεσσαλονίκης. Γιος ενός αυστηρού συνταγματάρχη που του είχε μάθει την πειθαρχία και το μέτρο, ήξερε πως όποιο κι αν ήταν το παρόν του στον αθλητισμό έπρεπε να εξασφαλίσει το μέλλον του. Μπήκε με εξετάσεις -δεν υπήρχαν τότε προνόμια για τους πρωταθλητές-, και βγήκε με ένα πτυχίο και έναν αρραβώνα. Με την Ελένη Σωτηριάδου, συμφοιτήτριά του, από ποντιακή οικογένεια της Θεσσαλονίκης, «ένα καλό και όμορφο κορίτσι και πολύ καλή φοιτήτρια», λένε άνθρωποι που τους θυμούνται από τη σχολή. Με την Ελένη έκαναν στην αρχή παρέα σαν φίλοι, για να αποφασίσουν λίγο πριν την αποφοίτησή τους ότι είναι φτιαγμένοι ο ένας για τον άλλον. Δεν έκαναν λάθος.Αγαπημένοι και δεμένοι μέχρι και σήμερα, απέδειξαν ότι η σχέση τους δεν ήταν ένας φοιτητικός έρωτας. Αυτές τις μέρες, κατά τη διάρκεια της δίκης του Βασίλη Παπαγεωργόπουλου και των δύο υπαλλήλων του δήμου με την κατηγορία της υπεξαίρεσης, η Ελένη Παπαγεωργοπούλου είναι πάντα στην πρώτη σειρά των καθισμάτων της δικαστικής αίθουσας, πίσω ακριβώς από τους δικηγόρους του συζύγου της. «Δεν έχει λείψει λεπτό. Παρακολουθεί τα πάντα και στα διαλείμματα μιλάνε πιάνοντας ο ένας το χέρι του άλλου», περιγράφει δημοσιογράφος που παρακολουθεί τη δίκη. Μάλιστα, όταν είχαν ξεκινήσει οι πρώτες αποκαλύψεις για τα σκάνδαλα στον δήμο και ο Παπαγεωργόπουλος χάλασε τις σχέσεις του με τον μέχρι τότε πολύ στενό του συνεργάτη και συγκατηγορούμενό του σήμερα Μιχάλη Λεμούσια, έδωσε στη γυναίκα του τη θέση της γενικής γραμματέως του δήμου. Της είχε απόλυτη εμπιστοσύνη.
Η ομάδα του Αετού στο Καυτανζόγλειο Στάδιο της Θεσσαλονίκης
Αμέσως μετά τον γάμο τους άνοιξαν μαζί ιατρείο, νοίκιασαν σπίτι στο μεγαλοαστικό Πανόραμα, εκείνος πέταξε τις φόρμες και τα παπούτσια με τις τάπες (οι εταιρείες αθλητικών ειδών της εποχής έδιναν μάχη για να φορέσει τα προϊόντα τους και μάλιστα εκείνος φρόντιζε να εφοδιάζει όλη την ομάδα) και τα αντικατέστησε με καλοραμμένα κοστούμια. Εκείνη, από την άλλη, ασχολήθηκε με τη φιλανθρωπία και την κοσμική ζωή της Θεσσαλονίκης. Τα βράδια μαζεύονταν σε κοντινά σπίτια με φίλους και τα πρωινά δούλευαν στο ιατρείο τους. Η αστική τάξη της Θεσσαλονίκης είχε υποδεχτεί με ενθουσιασμό τα καινούρια μέλη της. Αλλωστε αυτή η τάξη ήταν που θα στήριζε τον Βασίλη Παπαγεωργόπουλο στη νέα του ιδιότητα ως πολιτικού από το 1978, που ζήτησε για πρώτη φορά την ψήφο των συμπολιτών του ως δημοτικός σύμβουλος, μέχρι και τις τελευταίες εκλογές του 2006 για την τρίτη και τελευταία τετραετία του ως δήμαρχος. Κάτι λιγότερο από 30 χρόνια.
Ο «ατσαλάκωτος»
Τόσα χρειάστηκαν για να αλλάξει το παρατσούκλι του Βασίλη Παπαγεωργόπουλου. Από το «φτερωτός γιατρός» που τον συνόδευε στην αρχή της καριέρας του και έκανε τις κυρίες της Θεσσαλονίκης να καρδιοχτυπούν και να κοκκινίζουν κάθε φορά που τους έλεγε εγκάρδια «τι μου κάνετε;» (ήταν ο τυπικός χαιρετισμός του), ο Παπαγεωργόπουλος έφτασε να αποκαλείται ειρωνικά «Λουδοβίκος» και «ατσαλάκωτος».«Αν γκουγκλάρεις τη λέξη “ατσαλάκωτος”, θα σου βγάλει το όνομα του Παπαγεωργόπουλου. Νομίζεις ότι και τσουνάμι να γίνει και η πόλη να πέσει στο κεφάλι του, το σακάκι του θα είναι πάντα ίσιο και το μαλλί του καλογυαλισμένο.
Με τη σύζυγό του Ελένη Σωτηριάδου είναι μαζί από τα χρόνια της Οδοντιατρικής
Σαν να έχει καταπιεί μπαστούνι είναι», λέει παλιός δημοσιογράφος της Θεσσαλονίκης. «Νόμιζε ότι το να είσαι δήμαρχος Θεσσαλονίκης ήταν τόσο μεγάλο αξίωμα που έπρεπε να συμπεριφέρεται με έναν συγκεκριμένο τρόπο. Καταρχάς μιλούσε για τον εαυτό του λέγοντας “ο δήμαρχος”, δεν έλεγε “εγώ”. Και πίστευε ότι έπρεπε να είναι πριγκιπική η συμπεριφορά του λες και ήταν κανένας ηγεμόνας», συμπληρώνει ένας άλλος. «Πήγαινε παντού με τον οδηγό του και καθόταν πάντα στο πίσω κάθισμα. Δεν είχε οδηγήσει ποτέ. Μου φαίνεται και ποδήλατο να είχε θα έβαζε άλλον να κάνει πετάλι», λέει τρίτος.
Λέγεται ότι πριν φτάσει από το σπίτι του στο Πανόραμα μέχρι το γραφείο του στο δημαρχείο έκανε πάντα μια στάση στο αγαπημένο του μπαρμπέρικο για να του φτιάξουν τα μαλλιά και ότι όταν δεν προλάβανε πήγαινε ο μπαρμπέρης στο δημαρχείο για ένα γρήγορο grooming σε μαλλιά και γένια, ενώ σε πολλές εκδηλώσεις έστελνε υπάλληλο του δήμου να του κρατάει τη θέση και θεωρούσε ότι ανήκε σε μια ανώτερη τάξη. «Πώς ήταν ο Ψωμιάδης το παιδί του λαού που πήγαινε παντού με το μηχανάκι; Ε, ο Παπαγεωργόπουλος ήταν το ακριβώς αντίθετο. Δεν νομίζω ότι περπάτησε ποτέ στους δρόμους της Θεσσαλονίκης. Λες και φοβόταν μη λερώσει τα παπούτσια του», σημειώνει παράγοντας του αθλητισμού στη Θεσσαλονίκη.
Με τη Φέι Ντάναγουεϊ στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης
Λένε επίσης ότι η δημοτική τηλεόραση TV 100 λειτουργούσε και ως το προσωπικό του τηλεοπτικό συνεργείο, καταγράφοντας όλες τις δραστηριότητές του και όλες τις λαμπερές κοσμικές εκδηλώσεις που διοργάνωνε ο δήμος επί των ημερών του. Τα αθλητικά βραβεία που δίνονταν στο Βελλίδειο Συνεδριακό Κέντρο, για παράδειγμα, ήταν περίπου τα Οσκαρ της Θεσσαλονίκης. Μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για να φορέσουν οι κοσμικές Θεσσαλονικιές μακριά φορέματα από τις διάσημες μοδίστρες της πόλης, να κατέβουν τα τζιπ από το Πανόραμα και το Ωραιόκαστρο και φυσικά να φωτογραφηθεί ο λαμπερός πρώτος πολίτης της Θεσσαλονίκης. Το ίδιο και η περίφημη «Γιορτή των Αγγέλων», το άναμμα δηλαδή του χριστουγεννιάτικου δέντρου της πλατείας Αριστοτέλους. Επί δημαρχίας Παπαγεωργόπουλου τα Χριστούγεννα στην πλατεία δεν είχαν να ζηλέψουν σε τίποτα την Πρωτοχρονιά στην Times Square της Νέας Υόρκης.
Καλεσμένοι του Βασίλη Παπαγεωργόπουλου ήταν ο Σάκης Ρουβάς, που πέταξε πάνω από το κοινό δεμένος από ένα σκοινί, η Δέσποινα Βανδή, που τραγούδησε φορώντας το διάσημο κόκκινο φουστάνι της, ενώ τους παγωμένους Θεσσαλονικείς διασκέδασε και η Λετονή νικήτρια της Eurovision το 2002, μετάκληση για την οποία ο δήμαρχος κατηγορήθηκε ιδιαίτερα από την αντιπολίτευση. «Ζούσε για τη γιορτή των Χριστουγέννων. Εκεί τα έδινε όλα. Το έδειχναν και τα μεγάλα κανάλια και όχι μόνο η TV 100, και εκείνος φαινόταν ο σούπερ αγαπητός και πετυχημένος δήμαρχος», σχολιάζει δημοτικός σύμβουλος της αντιπολίτευσης. Ο ίδιος υποστηρίζει ότι ο Βασίλης Παπαγεωργόπουλος είχε δώσει οδηγίες ωστε τα δελτία ειδήσεων της δημοτικής τηλεόρασης να ξεκινούν πάντα με μια είδηση που αφορούσε «τον δήμαρχο και το έργο» του, ενώ κάθε Παρασκευή προβαλλόταν μια ειδική εκπομπή όπου υποτίθεται ότι απαντούσε ζωντανά σε ερωτήματα των δημοτών. «Του έλεγαν τις ερωτήσεις από πριν, τρέχανε οι υπηρεσίες να τον ενημερώσουν και έβγαινε εκείνος στην εκπομπή τάχα ότι ήξερε το θέμα και θα το έλυνε προσωπικά. Και μιλάμε για θέματα όπως μια λακκούβα σε ένα στενό», συμπληρώνει. Κάτι τέτοια, όπως η απόφασή του να στείλει με καράβι τη δημαρχιακή λιμουζίνα και τον οδηγό του στη Ρόδο στο συνέδριο της ΚΕΔΚΕ ώστε να έχει όλα του τα κομφόρ κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο νησί, το τζάκι που κοσμούσε το 300 τ.μ. γραφείο του στο καινούριο δημαρχιακό μέγαρο, η ψυχρή του στάση απέναντι στους ψηφοφόρους του, το σνομπ ύφος του, ακόμη και η εμμονή του στην υγιεινή ζωή (σήμερα στα 66 του έχει τα ίδια κιλά που είχε στα 25 του) ήταν που του έδωσαν τους ειρωνικούς χαρακτηρισμούς «πρίγκιπας» και «άρχοντας».
Με τη βασίλισσα Σοφία της Ισπανίας, τον Μάιο του 1998. Δίπλα του ο Παναγιώτης Ψωμιάδης με τον οποίο οι σχέσεις του ήταν ψυχρές
Προεκλογική συγκέντρωση. Θεωρείται καλός ομιλητής και πειστικός στον λόγο του
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου