Το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ έκρινε
ότι ομάδες ενδιαφερομένων δεν μπορούν να προσφύγουν κατά ομοσπονδιακού
νόμου που επιτρέπει την παρακολούθηση επικοινωνιών ειδικά για υποθέσεις
οι οποίες σχετίζονται με την εθνική ασφάλεια και ειδικότερα την
τρομοκρατία.Κατά το Δικαστήριο, οι ομάδες (όπως είναι οι δημοσιογράφοι, οι
ακτιβιστές της Διεθνούς Αμνηστίας και της Human Rights Watch που
προσέφυγαν σε αυτό) δεν έχουν νομικό έρεισμα να προσφύγουν στα
δικαστήρια γιατί δεν μπορούν να αποδείξουν ότι υπέστησαν ζημιά από τις
παρακολουθήσεις.
Είναι πάντως χαρακτηριστικό ότι η απόφαση ελήφθη με την ελάχιστη δυνατή πλειοψηφία (5-4) με τους πιο συντηρητικούς δικαστές να συντάσσονται με την κυβερνητική θέση και τους θεωρούμενους σαν πιο φιλελεύθερους να μειοψηφούν.
Η προσφυγή έγινε κατά τροπολογίας του 2008 στο νόμο FISA (Foreign Intelligence Surveillance Act) ο οποίος επί της ουσίας επέτρεπε την μαζική παρακολούθηση επικοινωνιών από την αμερικανική κυβέρνηση με σκοπό τη συλλογή πληροφοριών, χωρίς να γίνεται σαφής αναφορά σε συγκεκριμένους στόχους.
Οι προσφεύγοντες υποστήριζαν ότι ο νόμος τους επιβαρύνει υπέρμετρα γιατί δεν θα μπορούν να επικοινωνούν τηλεφωνικά με πηγές σε χώρες το Αφγανιστάν λόγω του ενδεχόμενου παρακολούθησης και άρα αναγκάζονται να ταξιδεύουν επί τόπου.
Προσέθεταν ότι εκατομμύρια πολίτες θα μπορούσαν να παρακολουθούνται χωρίς ένταλμα, σε παραβίαση του Συντάγματος και συγκεκριμένα της Τέταρτης Τροποποίησης.
Αντιθέτως, η πλειοψηφία των δικαστών έκρινε ότι ο φόβος τους για παρακολουθήσεις ήταν «προϊόν εικασίας» και ότι οι προσφεύγοντες δεν προσκόμισαν αποδείξεις ότι όντως παρακολουθήθηκαν. Η μειοψηφία για το ίδιο ζήτημα εκτίμησε ότι κάτι που δεν συνέβη ως σήμερα δεν είναι απίθανο να συμβεί στο μέλλον.
Οι παρακολουθήσεις άρχισαν μετά την 11η Σεπτεμβρίου, από την κυβέρνηση του Τζορτζ Μπους και συνεχίστηκε ως το 2007 αλλά το επόμενο έτος το Κογκρέσο ψήφισε για την μερική επαναφορά του.
Όπως σημειώνει το Reuters, το Ανώτατο Δικαστήριο ήταν αρκετά διστακτικό στο να επέμβει σε θέματα πολιτικής εθνικής ασφάλειας, την ώρα που και ο Λευκός Οίκος ζητούσε ευελιξία. Αυτά προς απογοήτευση των ακτιβιστών για τα ανθρώπινα δικαιώματα που έβλεπαν να διαβρώνονται βασικά δικαιώματα και ελευθερίες υπό το πρόσχημα της εθνικής ασφάλειας.
Είναι πάντως χαρακτηριστικό ότι η απόφαση ελήφθη με την ελάχιστη δυνατή πλειοψηφία (5-4) με τους πιο συντηρητικούς δικαστές να συντάσσονται με την κυβερνητική θέση και τους θεωρούμενους σαν πιο φιλελεύθερους να μειοψηφούν.
Η προσφυγή έγινε κατά τροπολογίας του 2008 στο νόμο FISA (Foreign Intelligence Surveillance Act) ο οποίος επί της ουσίας επέτρεπε την μαζική παρακολούθηση επικοινωνιών από την αμερικανική κυβέρνηση με σκοπό τη συλλογή πληροφοριών, χωρίς να γίνεται σαφής αναφορά σε συγκεκριμένους στόχους.
Οι προσφεύγοντες υποστήριζαν ότι ο νόμος τους επιβαρύνει υπέρμετρα γιατί δεν θα μπορούν να επικοινωνούν τηλεφωνικά με πηγές σε χώρες το Αφγανιστάν λόγω του ενδεχόμενου παρακολούθησης και άρα αναγκάζονται να ταξιδεύουν επί τόπου.
Προσέθεταν ότι εκατομμύρια πολίτες θα μπορούσαν να παρακολουθούνται χωρίς ένταλμα, σε παραβίαση του Συντάγματος και συγκεκριμένα της Τέταρτης Τροποποίησης.
Αντιθέτως, η πλειοψηφία των δικαστών έκρινε ότι ο φόβος τους για παρακολουθήσεις ήταν «προϊόν εικασίας» και ότι οι προσφεύγοντες δεν προσκόμισαν αποδείξεις ότι όντως παρακολουθήθηκαν. Η μειοψηφία για το ίδιο ζήτημα εκτίμησε ότι κάτι που δεν συνέβη ως σήμερα δεν είναι απίθανο να συμβεί στο μέλλον.
Οι παρακολουθήσεις άρχισαν μετά την 11η Σεπτεμβρίου, από την κυβέρνηση του Τζορτζ Μπους και συνεχίστηκε ως το 2007 αλλά το επόμενο έτος το Κογκρέσο ψήφισε για την μερική επαναφορά του.
Όπως σημειώνει το Reuters, το Ανώτατο Δικαστήριο ήταν αρκετά διστακτικό στο να επέμβει σε θέματα πολιτικής εθνικής ασφάλειας, την ώρα που και ο Λευκός Οίκος ζητούσε ευελιξία. Αυτά προς απογοήτευση των ακτιβιστών για τα ανθρώπινα δικαιώματα που έβλεπαν να διαβρώνονται βασικά δικαιώματα και ελευθερίες υπό το πρόσχημα της εθνικής ασφάλειας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου