Σάββατο 18 Μαΐου 2024

Ο φοβερός λιμός του 1941-1942 στην κατεχόμενη Ελλάδα


Μία από τις μεγαλύτερες συμφορές του ελληνικού λαού στα χρόνια της Κατοχής ήταν ο φοβερός λιμός του 1941-1942 ο οποίος στοίχισε τη ζωή σε τουλάχιστον 300.000 άτομα και προκάλεσε σοβαρές ασθένειες σε περίπου 1.500.000.Πώς φτάσαμε στον λιμό;

Από τις πρώτες μέρες της Κατοχής, τον Μάιο του 1941 άρχισε να παρουσιάζεται έλλειψη των απαραίτητων ειδών για τη διατροφή και τη συντήρηση του ελληνικού λαού. Με τις επιτάξεις, τις δεσμεύσεις και τα διάφορα περιοριστικά μέτρα, αλλά και τη σπάταλη έκδοση από τους επιδρομείς χαρτονομίσματος για την ευχέρεια αγοράς και αποστολής στο εξωτερικό μεγάλων ποσών των υπαρχόντων αποθεμάτων τροφίμων και διάφορων εμπορευμάτων, αυτά κυριολεκτικά αρπάχτηκαν. Έτσι, ο πληθυσμός στερήθηκε σχεδόν τα πάντα.

Τα είδη πρώτης ανάγκης (κρέας, γάλα, βούτυρο, λάδι κ.λπ.) παραλαμβάνονταν κατευθείαν από τους τόπους παραγωγής από τους κατακτητές και μεταφέρονταν στις αποθήκες. Τα εστιατόρια έπαψαν να μαγειρεύουν, ενώ οι αποθήκες έκλεισαν. Η εξεύρεση σιταριού, φασολιών ή ψωμιού ήταν εξαιρετικά δύσκολη. Μόνο στην επαρχία μπορούσε να προμηθευτεί κάποιος μεγαλύτερες ποσότητες τροφίμων. Έπρεπε όμως να κάνει επικίνδυνα ταξίδια σε μακρινά μέρη…

Παιδιά σε άθλια κατάσταση κατά την Κατοχή


Το χρήμα δεν είχε πλέον καμία αξία. Όσοι είχαν να διαθέσουν τρόφιμα για πώληση ζητούσαν να πληρωθούν είτε σε χρήμα είτε σε είδος. Σταδιακά, ταξίδια στην επαρχία ήταν σχεδόν αδύνατο να γίνουν. Όσα αποθέματα υπήρχαν εξαντλήθηκαν. Μεγάλο μέρος του πληθυσμού στην Αθήνα και τα μεγάλα αστικά κέντρα τρέφονταν μόνο με φρούτα και λαχανικά, καθώς τα εισοδήματα, από μισθούς, ημερομίσθια, συντάξεις και ενοίκια είχαν εξανεμισθεί.



Τα περισσότερα λαϊκά συσσίτια είχαν διακοπεί. Σταδιακά άρχισε να διαγράφεται το φάσμα της πείνας. Τα παιδιά ήταν από τα πρώτα θύματά της. Περιφέρονταν πεινασμένα, ρακένδυτα και ξυπόλυτα ψάχνοντας στα σκουπίδια για να βρουν κάτι να φάνε. Κόκαλα, φλούδες οπωρικών και υπολείμματα φαγητών ήταν η μοναδική τροφή πολλών. Στα πεζοδρόμια άρχισαν να πέφτουν πολλοί λιπόθυμοι από την πείνα, ενώ οι πλέον αδύνατοι οργανισμοί υπέκυπταν στο μοιραίο…

Στους δρόμους άρχισε να εμφανίζεται το ανατριχιαστικό και μακάβριο θέαμα των νεκρών που μεταφέρονταν για ταφή με δίτροχα ξύλινα καρότσια και με κάρα της καθαριότητας. Οι νεκροί στοιβάζονταν, αρχικά κατά δεκάδες και αργότερα κατά εκατοντάδες σε νεκροταφεία άταφοι, καθώς δεν υπήρχαν αρκετοί νεκροθάφτες για να τους θάψουν!

Ελληνόπουλα της Κατοχής Μοιραία, ο κόσμος άρχισε να τρώει ό,τι πίστευε ότι θα χορτάσει την πείνα του. Χόρτα, λαχανίδες, βαλανίδια (!), λούπινα, ακόμα και ρίζες φυτών. Η πείνα γινόταν όλο και πιο εφιαλτική. Ο δριμύς χειμώνας του 1941-1942 ανάγκασε ακόμα και τους πλέον εύπορους να ξεπουλήσουν τα πάντα. Καθώς δεν γινόταν τακτική διανομή ψωμιού και υπήρχε έλλειψη λαδιού (το δέσμευαν οι κατακτητές) και λιπαρών ουσιών, πολλοί έπαθαν αβιταμίνωση και πέθαναν.







Όταν ο ανθρώπινος οργανισμός χρειάζεται καθημερινά 2.500-3.000 θερμίδες, οι περισσότεροι, με τη χορτοφαγία έφταναν οριακά τις 1.000 θερμίδες. Στα ελάχιστα κέντρα συσσιτίων το … καθημερινό μενού ήταν το εξής: κολοκύθια 100 δράμια, ντομάτα 3 δράμια και κρεμμύδια 8 δράμια (χωρίς λάδι). Να σημειώσουμε ότι η οκά είχε 400 δράμια και ισοδυναμούσε με 1.282 γραμμάρια.

Οι συνολικές θερμίδες από το συσσίτιο αυτό ήταν 290, από τις οποίες μόνο οι 200 ήταν αξιοποιήσιμες από τον ανθρώπινο οργανισμό. Έτσι τρέφονταν για μήνες 500.000 βρέφη, 500.000 νήπια, 1.200.000 παιδιά και πολλοί έφηβοι που χρειάζονταν τα λευκώματα. Οι συνέπειες του υποσιτισμού από τον λιμό επέδρασαν δυσμενέστατα στην υγεία των Ελλήνων. Αυξήθηκαν κατά πολύ τα έλκη του στομαχιού και του δωδεκαδάκτυλου, καθώς και διατρήσεις του.

Επίσης, αθρόες διατρήσεις εντέρων, αποστήματα, φλεγμονές, ψευδάνθρακες, μαστίτιδες, κρυοπαγήματα, εντερίτιδες, οιδήματα, αναζωπύρωση της ελονοσίας και επέκταση της φυματίωσης. Υπολογίζεται ότι τουλάχιστον 200.000 έπαθαν φυματίωση κατά την Κατοχή. 300.000 πέθαναν από πείνα και 1.500.000 αρρώστησαν λόγω υποσιτισμού. Ευτυχώς η αποστολή τροφίμων και φαρμάκων από τον Διεθνή Ερυθρό Σταυρό από τον Μάρτιο του 1942 βελτίωσε σημαντικά την κατάσταση.

Συσσίτιο στα κατοχικά χρόνια Φοβερές σκηνές από τον μαρτυρικό χειμώνα 1941-1942

Η αβάσταχτη πείνα, ανάγκασε πολλούς να τρώνε τα πάντα, αγνοώντας ή αψηφώντας τους κινδύνους. Έτσι, παρουσιάστηκαν δηλητηριάσεις, όπως π.χ. λαθυρισμός από το λαθούρι, με παράλυση των κάτω άκρων, ατροπισμός από το φυτό ευθάλεια (άτροπος ή μπελαντόνα κ.ά.). Τα περιστατικά που περιγράφονται από πολλούς που έζησαν εκείνη την εποχή είναι απίστευτα.

Στα σκουπίδια οι άνθρωποι αναζητούσαν φλούδες από πατάτες και πορτοκάλια, σάπιες ελιές, κόκαλα ή το κοτσάνι της λαχανίδας. Στο βιβλίο του «Το λιθάρι του Σισύφου» ο Επίτιμος Εισαγγελέας Εφετών Παύλος Δελαπόρτας περιγράφει ένα περιστατικό στην οδό Νικηταρά, όπου ένας σκύλος, ξαπλωμένος στον δρόμο κρατούσε στο στόμα του ένα μακρύ κόκαλο από κατωσάγονο αλόγου και προσπαθούσε να μασουλήσει τα τραγανά μέρη του που είχαν απομείνει. «Ένας άνθρωπος ρίχτηκε στον σκύλο, κατάφερε και του πήρε το κατωσάγονο… για να φάει εκείνος τα τραγανούλια».

Άλλη μία συγκλονιστική μαρτυρία είναι αυτή του γιατρού και μετέπειτα βουλευτή Ιάκωβου Διαμαντόπουλου. Στη γωνία των οδών Χάριτος και Λουκιανού στο Κολωνάκι, ένας ηλικιωμένος «κρατούσε» με το μπαστούνι του μια φλούδα πορτοκαλιού την οποία… διεκδικούσε κι ένας σκύλος…

Αθηναίοι ψάχνουν για τρόφιμα στα σκουπίδια Εκτός από τις μάχες στα σκουπίδια, συνέβησαν κι άλλα τραγικά γεγονότα τον χειμώνα του 1941-1942, ιδιαίτερα από τον Γενάρη του 1942 και μετά. Ο Γιάννης Καιροφύλακας γράφει ότι πολλοί Αθηναίοι έτρωγαν, χωρίς να το αντιλαμβάνονται, κρέας αλόγου, βρίσκοντάς το νοστιμότατο. Επιτήδειοι μαυραγορίτες έπαιρναν και σκότωναν ετοιμοθάνατα γέρικα άλογα και το κρέας τους το μοσχοπουλούσαν για μοσχάρι.

Κάποια στιγμή, τα άλογα τελείωσαν. Φαίνεται ότι άρχισαν ορισμένοι να πουλάνε σκυλίσιο κρέας! Από δικές στο Αισχροδικείο, που λειτούργησε τα σκοτεινά χρόνια της Κατοχής, επιβεβαιώθηκε η κατανάλωση αλογίσιου και σκυλίσιου κρέατος! Τον Ιανουάριο του 1942, ένας μαυραγορίτης δικάστηκε επειδή πουλούσε σκυλίσιο κρέας, ως κρέας αρνιού! Ένας αστυφύλακας μάρτυρας κατέθεσε ότι τον έπιασε επ’ αυτοφώρω να σφάζει σκύλους! Τελικά, αποδείχθηκε ότι τους σκύλους τους έτρωγε ο ίδιος και γι’ αυτό τους έκρυβε!

Συγκλονιστικά είναι όσα γράφει στα βιβλία της η Ρίτα Μπούμη-Παπά: «Χωσμένοι στα δοχεία των σκουπιδιών, περιτριγυρισμένοι απ’ τα σκυλιά που απόμειναν, γλείφουνε κόκαλα και μασουλάνε τσόφλια. Διαλέγουν, ξεδιαλέγουν σάπιες ουσίες, γεμίζουν κάτι σακουλάκια βρόμικα, τις τσέπες τους, με τσόφλια και καμιά τσάντα χόρτα. Κανένα φύλλο λαχανίδας. Αν βρουν ένα λιγδιασμένο χαρτί, το πιπιλάνε με μανία. Τους βρίζουνε οι περαστικοί. Πολλοί φτύνουν κατάχαμα με σιχασιά, καθώς τους βλέπουνε…».

Και ένα άλλο χαρακτηριστικό απόσπασμα της Ρίτας Μπούμη-Παπά: «Αν έχεις κότσια κι όρεξη να κάνεις μια δυο βόλτες στην Αθήνα θα δεις με τα μάτια σου πόσο φρικτό κακούργημα είναι ο πόλεμος. Λιτανείες από σκέλεθρα και βρικολάκους. Λάζαροι(αποσκελετωμένοι άνθρωποι) πλήθος, πιάνονται αγκαλιά για στήριγμα, πλανιούνται στους κεντρικούς δρόμους και κλαίνε με παράπονο που σφάζει. Και λες: από μουστακαλήδες άντρες βγαίνει ένα τέτοιο κλάμα ή από μικρά παιδάκια;».

Ένα σκελετωμένο παιδί στην Κατοχή Η ταφή των νεκρών

Ένα ακόμα σοβαρότατο πρόβλημα που έπρεπε να αντιμετωπιστεί ήταν οι άταφοι νεκροί από την πείνα. Σε δρόμους, πλατείες και αυλές σπιτιών ακόμα, άνθρωποι ξεψυχούσαν καθημερινά. Πτώματα παρέμεναν εκεί, μέχρι να περάσει κάρο της Δημαρχίας για τα μαζέψει και να τα μεταφέρει στα νεκροταφεία. Κι εκεί υπήρχε πρόβλημα όμως: οι νεκροθάφτες ήταν λίγοι, εξαντλημένοι κι αυτοί από την πείνα και οι νεκροί πολλοί. Άλλοι άφηναν νεκρούς συγγενείς τους έξω από νοσοκομεία και άλλοι έξω από τα νεκροταφεία εξαφανίζοντας τις ταυτότητές τους για να οικειοποιηθούν το συσσίτιο που δικαιούνταν.

Πολλοί πνευματικοί άνθρωποι πέθαναν στην Κατοχή από την πείνα: Ηλίας Βουτιερίδης (1941), Ιωάννης Γρυπάρης, Ρώμος Φιλύρας, Μιχάλης Αργυρόπουλος και Αναστάσιος Δρίβας (1942), Μιλτιάδης Μαλακάσης, Αντώνης Τραυλαντώνης και Κωστής Παλαμάς (1943). Αναφέρουμε τέλος ότι υπήρχαν περιοχές, όπως το Περιστέρι, όπου οι νεκροί θάβονταν κατά μήκος των δρόμων.

Το κάρο του Δήμου μεταφέρει νεκρούς Η απίστευτη σκληρότητα των Γερμανών

Είναι γνωστή η βαρβαρότητα των Γερμανών κατακτητών. Παραθέτουμε μερικά περιστατικά που δείχνουν το μέγεθός της. Όπως αναφέρει ο αντιστασιακός Α. Κοτρώσης, ένα κρύο και βροχερό χειμωνιάτικο πρωινό, δύο παιδιά, ένας 16χρονος και ένας 12χρονος ο Μιχαλάκης, έσπευσαν νωρίς-νωρίς να φάνε ό,τι βρουν στα σκουπίδια. Όμως δεν μπόρεσαν να χορτάσουν και έκαναν κάτι τολμηρό.

Σκαρφάλωσαν σε ένα γερμανικό όχημα που μετέφερε κουραμάνες και προσπάθησαν να πάρουν μερικές. Στάθηκαν όμως άτυχοι. Τους είδαν οι Γερμανοί και τους κυνήγησαν. Ένας Ναζί έπιασε τον Μιχαλάκη, του άρπαξε το χέρι, το έφερε στο γόνατό του και το έσπασε! Ο μικρός ούρλιαξε και έπεσε κάτω λιπόθυμος. Ο Γερμανός απτόητος ανέβηκε στο αυτοκίνητο και συνέχισε τον δρόμο του… Την ίδια ώρα, στο εστιατόριο «Αβέρωφ» στην οδό Σταδίου που είχε μετονομαστεί σε «Σολντενχάιμ», έτρωγαν μόνο στρατιωτικοί του Ράιχ.

Παιδιά περιμένουν να εργαστούν στη διάρκεια της Κατοχής Αθηναίοι περνούσαν έξω απ’ αυτό και ζαλίζονταν από τις μυρωδιές. Τα παιδιά ικέτευαν για μια κουραμάνα ή μια κονσέρβα. Οι Γερμανοί τα έδιωχναν με τις άγριες φωνές τους. Μόνο κάποιοι Αυστριακοί πετούσαν ένα κομμάτι κουραμάνας στα παιδιά… Ανάλογη κατάσταση επικρατούσε και στα άλλα εστιατόρια όπου έτρωγαν οι Γερμανοί. Κάποιοι Ναζί αξιωματικοί πέταγαν αποφάγια από τα μπαλκόνια στα παιδιά και διασκέδαζαν βλέποντάς τα να τσακώνονται. Ο Μαρκ Μαζάουερ που αναφέρει το παραπάνω συμβάν γράφει και κάτι ακόμα: οι στρατιώτες που έτρωγαν ελιές στον δρόμο ακολουθούνταν από πολλά παιδιά.

Μόλις ο στρατιώτης έφτυνε ένα κουκούτσι ελιάς, τα παιδιά έτρεχαν να το πιάσουν· το πιο γρήγορο το έβαζε στο στόμα του και το έγλειφε μέχρι να μείνει μόνο το ξύλο, ο πυρήνας της ελιάς. Τέλος, ο Ιάκωβος Διαμαντόπουλος αναφέρεται στον πυροβολισμό που δέχτηκε από έναν αδίστακτο Ναζί έξω από το εστιατόριο «Αβέρωφ» ένα παιδί που έγλειφε ένα πεταμένο κόκαλο που μόλις είχε βγάλει από έναν κάδο σκουπιδιών.

Οι Ναζί υψώνουν τη σβάστικα στην Ακρόπολη Η έλλειψη θέρμανσης, ένδυσης και υπόδησης τον φοβερό χειμώνα του 1941-1942

Εκτός από την έλλειψη τροφίμων, οι Αθηναίοι τον χειμώνα του 1941-1942 είχαν ν’ αντιμετωπίσουν και το δριμύ ψύχος. Ως μέσα θέρμανσης χρησιμοποιούνταν τότε τα μαγκάλια και τα καυσόξυλα ήταν δυσεύρετα. Κάποιοι αφαιρούσαν με τσεκούρια τον φλοιό δέντρων και θάμνους από το πάρκο του Ψυχικού. Άλλοι κλάδευαν δέντρα μέσα στην Αθήνα, παριστάνοντας τους υπαλλήλους του Δήμου, αλλά φυσικά τα κλαδιά που έκοβαν κατέληγαν στα μαγκάλια τους! Γι’ αυτό η Δημοτική Αρχή εξέδωσε ανακοίνωση με την οποία ανέφερε ότι πρέπει να ζητείται η ταυτότητα των «κλαδευτών».

Ένα άλλο τραγικό φαινόμενο περιγράφει η Ρίτα Μπούμη-Παπά στο διήγημά της: «Στις σκάρες της Ομόνοιας». Δεκάδες άνθρωποι τυλιγμένοι με κουρέλια αναζητούσαν λίγη ζεστασιά στις σκάρες της Ομόνοιας. Όταν πέθαινε κάποιος, ένας αστυνομικός τον απομάκρυνε και τη θέση του έπαιρνε ο επόμενος. Οι νεότεροι παραχωρούσαν τη σειρά τους σε ηλικιωμένους.

«Σαν πέθαινε ο ένας, τα (ενν. ρούχα) μοιράζονταν οι πιο τσίτσιδοι. Στον πεθαμένο άφηναν το σώβρακο. Ή ένα τύλιγμα μονάχα στα σκέλια του. Τίποτ’ άλλο», γράφει η Ρίτα Μπούμη-Παπά. Προβλήματα υπήρχαν όμως στην ένδυση και την υπόδηση. Οι γυναίκες έραβαν παλτά από παλιές κουβέρτες. «Γυρίζονταν» από την άλλη πλευρά κουστούμια, ενώ τα άσπρα σακιά της ζάχαρης γίνονταν εξαιρετικά καλοκαιρινά κουστούμια! Οι νεαροί πήγαιναν προσκοπικά καπέλα σε καπελάδες που τα έβαφαν μπλε και τα μετέτρεπαν σε καβουράκια, που έγιναν πολύ της μόδας επίσης.

Κι επειδή τα δέρματα είχαν αρπαχτεί από τους κατακτητές, φτιάχνονταν παπούτσια από άχρηστα λάστιχα αυτοκινήτων, ενώ πολλές και πολλοί φορούσαν ξύλινα τσόκαρα ή τσουβάλια και κουρέλια δεμένα με σπάγκο, αντί για παπούτσια.

Η ώρα του φαγητού... Επίλογος

Αυτή ήταν μια αδρή περιγραφή του εφιαλτικού χειμώνα 1941-1942, που είχε σαν αποτέλεσμα 300.000 Έλληνες και Ελληνίδες να χάσουν τη ζωή τους. Όσα διαβάσατε είναι ανατριχιαστικά, αλλά η αλήθεια, όσο σκληρή κι αν είναι, πρέπει να λέγεται ή να γράφεται. Η συμπεριφορά των Γερμανών αποδεικνύεται ότι ήταν ακόμα πιο βάρβαρη απ’ ότι νόμιζαν πολλοί. Ας θεωρήσουμε τους εαυτούς μας τυχερούς που καταστάσεις σαν αυτές που αναφέραμε θεωρούνται και είναι αδιανόητες για την εποχή μας και ας ευχηθούμε να μην επαναληφθούν ποτέ και για κανένα, στο άμεσο ή στο μακρινό μέλλον.

Βασική πηγή του άρθρου μας ήταν το βιβλίο του Θεόδωρου Ι. Βαϊνά «Εγκλήματα ΤΗΣ ΤΕΤΡΑΠΛΗΣ ΣΥΜΦΟΡΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ 1941-1949», ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΕΛΑΣΓΟΣ, 2023
Ευχαριστούμε θερμά τον εκδότη κύριο Ιωάννη Χρ. Γιαννάκενα για την πολύτιμη βοήθειά του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αρχειοθήκη ιστολογίου