Η Αλέκα ήταν οργανωμένη στους «Λαμπράκηδες». Ξέρετε τώρα. Εκείνη την οργάνωση που είχε κατηγορηθεί από τους παρακρατικούς, αλλά και τους δεξιούς, ότι χρησιμοποιεί τα κορίτσια της
προκειμένου να εκμαυλίσει τους «εθνικόφρονες ελληνόπαιδες». Εκείνη τη θρυλική οργάνωση της ΕΔΑ. Δηλαδή του νεολαιΐστικου βραχίονα της νομιμοποιημένης Αριστεράς. Το επίσημο ΚΚΕ -τότε που όλα τα ’σκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά- είχε τεθεί εκτός Νόμου. Η ελίτ της εξουσίας είχε τοποθετήσει τη Δημοκρατία στον γύψο. Πολύ πριν ο Παπαδόπουλος και η συμμορία του είχαν επισήμως αναγγείλει ότι το έκαναν αυτό. Τους είχαν προλάβει ο Παπάγος και ο Καραμανλής. Any way.
Αποφασισμένοι μέχρι θανάτου αμφότεροι οι γονείς της οικογένειας Δρόσου. Εκ Κεφαλληνίας προερχόμενοι. Σε αυτό το «κουνημένο» από τον Εγκέλαδο νησί. Οπου οι μισοί ήταν με τη Δεξιά και οι άλλοι μισοί με την Αριστερά. Φανταστείτε ότι κάθε βράδυ οι αριστεροί εκτοξεύανε φούμο στο άγαλμα του Μεταξά. Και κάθε πρωί οι αντίπαλοι το καθάριζαν και το γυάλιζαν. Τέτοια μούρλια.
Δρόσου το πατρικό όνομα της Αλέκας. Στερημένα και κυνηγημένα όλα τα μέλη της οικογένειας. Με το παραμικρό χτύπημα της πόρτας, η μικρή Αλέκα πεταγόταν πάνω. Το ίδιο έκαναν και οι γονείς της. Παρέα πάντα με τα μπογαλάκια τους. Οι φυλακές και οι εξορίες ο μόνιμος σχεδόν τόπος κατοικίας τους. Η Αλέκα, λοιπόν, μεγάλωσε με δύο αξίες. Που τις τήρησε με θρησκευτική ευλάβεια. Πρώτη στον αγώνα. Πρώτη στα θρανία.
Σύνθημα που αργότερα, μετά τη Μεταπολίτευση, υιοθέτησε ο Γρηγόρης Φαράκος. Ο καθοδηγητής -από την πλευρά του Πολιτικού Γραφείου- της Κομμουνιστικής Νεολαίας (ΚΝΕ) αλλά και του «Ριζοσπάστη». Ο άνθρωπος που στο Συνέδριο της διάσπασης, στις αρχές της δεκαετίας του ’90, βρέθηκε αντιμέτωπος και μονομάχος της Αλέκας. Εκ της μονομαχίας κερδισμένη, με ψήφους, εξήλθε η Αλέκα. Την είχε προτείνει στη θέση του γενικού γραμματέα ο Χαρίλαος Φλωράκης.
Οι«Λαμπράκηδες», οι πορείες και Έρωτας στα αμφιθέατρα
Πρώτη, λοιπόν, στον αγώνα. Και ανάμεσα στους πρώτους στο τμήμα Φιλολογίας του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου.
Αν δεν με απατά η μνήμη μου. Γιατί τότε εγώ ήμουν αρκετά μικρότερος. Ούτε Λαμπράκης, ούτε Αριστερός. Ούτε είχα πάρει μυρουδιά περί ΚΚΕ, εξοριών, φυλακών και άλλα τέτοια. Κάποτε, σε ανύποπτο χρόνο, ο Νίκος Χασαπόπουλος, συνάδελφος στο «Βήμα», μου είχε πει ότι απ’ όλους τους πολιτικούς αρχηγούς που γνώρισε, μόνο η Αλέκα ήξερε τόσο καλά να χειρίζεται την ελληνική γλώσσα.
Αεικίνητη η Αλέκα. Μικροσκοπική σαν την πανέξυπνη και αδύνατη μητέρα της. Μικροσκοπική αλλά ευτραφής η κορούλα. Και πάντα παρούσα σε όλες τις διαδηλώσεις. Από το 1-1-4 μέχρι την κηδεία του Σωτήρη Πέτρουλα. Από την έκρηξη και τον θυμό για τη δολοφονία του Λαμπράκη μέχρι τις καθημερινές διαδηλώσεις εναντίον του Παλατιού και των αποστατών. Εκεί στα πανεπιστημιακά έδρανα έπεσε πάνω στον Θανάση Παπαρήγα. Εκεί στις πορείες άνθησε ο έρωτάς τους. Εκεί ταρακουνήθηκε η ύπαρξή τους. Και οι δύο πίστευαν, όπως όλοι οι ταραγμένοι νέοι, ότι δεν μπορεί, όπου να ’ναι ο κόσμος θα γίνει καλύτερος. Δίκαιος. Οτι θα σταματήσει επιτέλους η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο. Ο κόσμος θα γίνει δικός τους!
Μπορεί κάποτε. Προς το παρόν όχι. Το παρόν της Αλέκας και του Θανάση ήταν ναρκοθετημένο από δύο εχθρούς. Ο πρώτος ήταν εξωτερικός. Φανατικά αντικομματικός. Η επέλαση της χούντας τους έστειλε στις εξορίες και την παρανομία. Οι πληγές αυτού του Γολγοθά δεν επουλώθηκαν ποτέ στις ψυχές τους. Ο δεύτερος ήταν εσωτερικός. Αυτό και η κακοδαιμονία της Κομμουνιστικής Αριστεράς. Προδότης ο Σιάντος -ο γ.γ. του ΚΚΕ επί Κατοχής και ΕΑΜ- από τον Ζαχαριάδη. Προδότης ο Ζαχαριάδης από τον Κολιγιάννη. Σχεδόν προδότης ο Κολιγιάννης από τους διαδόχους του. Ετσι η Αλέκα έπεσε πάνω στον τυφώνα της διάσπασης του 1968. Από τη μια το Γραφείο του «Εσωτερικού». Που καθοδηγούσε την ΕΔΑ. Από την άλλη το Γραφείο του «Εξωτερικού».
Που καθοδηγούσε αυτούς που καθοδηγούσαν την ΕΔΑ. Μύλος. Οι δεύτεροι κατηγόρησαν τους πρώτους για ανεκτικότητα και για παρέκκλιση από την κομματική γραμμή. Κάτι σαν συνοδοιπόρους της Ενωσης Κέντρου και του δημαγωγού Γέρου της Δημοκρατίας. Ετσι έγινε η διάσπαση. Κι έτσι η Αλέκα, ζυμωμένη, εκπαιδευμένη να ακολουθεί πάντα την κομματική γραμμή, πέρασε και συμφώνησε με το Γραφείο «Εξωτερικού». Ενας χαρακτηρισμός που μετά τη Μεταπολίτευση και σχεδόν μέχρι το τέλος της δεκαετίας του ’80 και τη συγκρότηση του Συνασπισμού έμελλε να αποτελέσει το βασικό πεδίο πολέμου. Εμείς δηλαδή του ΚΚΕ με την προσθήκη «Εξωτερικού» ήμασταν κάτι σαν πράκτορες των σοβιετικών. Αν είναι δυνατόν.
Ο Θανάσης ένας αόρατος θησαυρός
Ομως οι πρώτες μνήμες καταφθάνουν μέσα μου πολύ πριν από αυτή την εποχή. Τότε που φορούσα κοντά παντελονάκια. Τότε που γνώρισα τον Θανάση. Από τους ελάχιστους αγγέλους που έτυχε να πέσω πάνω τους. Τέτοιο πλάσμα, ούτε ένας μέσα στα εκατομμύρια. Κάθε φορά που αναφέρομαι σ’ αυτόν με πλημμυρίζουν δάκρυα. Τέλος πάντων. Τυχαία η συνάντηση. Σαν μεταφυσική συνωμοσία. Συγκατοικούσαμε στην ίδια περιοχή. Κάπου στην οδό Στεφάνου Κυπαρίσσου στον Αγιο Λουκά της Πατησίων. Εγώ σε διαμέρισμα. Ο Θανάσης με τη μάνα του και τον ξάδελφό του, τον Δημήτρη, σε μια ξεχαρβαλωμένη μονοκατοικία. Εγώ μικρότερος. Μικρότερος και πολιτικά εντελώς αναλφάβητος. Λογικό. Γιατί προερχόμουν από μικρομεσαία οικογένεια. Κεντρώων πεποιθήσεων. Εκείνος... άσε καλύτερα.
Τότε, λοιπόν, δεν είχα καταλάβει τίποτα. Ο χαρακτήρας του, όμως, εντελώς διαφορετικός από τα παιδιά εκείνης της αλάνας. Ενα πράγμα ερέθισε την περιέργειά μου. Κι έτσι τον πλησίασα. Οτι κυκλοφορούσε πάντα με κάποιο βιβλίο, κάποιο έντυπο που το διάβαζε με αχόρταγη μανία. Από Μίκυ Μάους και Κλασσικά Εικονογραφημένα μέχρι μυθιστορήματα και την Αγία Γραφή. Παμφάγος. Περπατούσε με το βλέμμα κολλημένο σε κάποια σελίδα. Απίστευτος. Αυτό που όλοι εμείς μισούσαμε μέχρι θανάτου, εκείνος το λάτρευε σαν να ήταν ο θησαυρός των ονείρων του. «Πού πας;», τον ρωτούσα. «Να αγοράσω μισή οκά φέτα», έλεγε και αφηρημένος με προσπερνούσε.
Η προσοχή του στοχοπροσηλωμένη στην ανάγνωση κάποιας ιστορίας. Ετσι από μόνος του, βυθισμένος στην αυτομόρφωσή του, κατάφερε και απομνημόνευσε καμιά δεκαριά ξένες γλώσσες. Από Αγγλικά μέχρι Αραβικά. Μπορεί και Κινέζικα. Ποιος ξέρει. Γιατί ποτέ μα ποτέ δεν κοκορεύτηκε για την πολυμάθειά του. Ούτε για την προσωπική εγκυκλοπαίδεια που κουβαλούσε μέσα του. Εξωτερικά «ανώνυμος», συνηθισμένος, σχεδόν απεριποίητος.
Εσωτερικά ένας ζωντανός θησαυρός. Σεμνότητας, ήθους, γνώσης και ευαισθησίας.Δυο τρεις φορές τον επισκέφτηκα στο σπίτι του. Η μητέρα του, ο ζωντανός ορισμός του «μάνα, κουράγιο». Τα βάσανα, ο μόχθος, ο πόνος και η καρτερικότητα είχαν αυλακιάσει κάθε κύτταρο της ύπαρξής της. Για να τα φέρει βόλτα, και ως μάνα και ως πατέρας μαζί, έραβε, επιδιόρθωνε, κένταγε για ένα κομμάτι ψωμί. Αργότερα, πολύ αργότερα, έμαθα -από άλλους και ποτέ μα ποτέ από τον
ίδιο- και ανατρίχιασα με την τραγωδία. Η τραγωδία της οικογένειας Παπαρήγα, η μικρογραφία ολόκληρης της χώρας.
Οτι ο άντρας της και πατέρας του Θανάση ήταν ο Μήτσος Παπαρήγας. Ο γενικός γραμματέας της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδας στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια. Οτι τον συνέλαβαν, τον ανέκριναν αλλά αυτός τσιμουδιά. Οτι τον βασάνισαν και αφού τον πέταξαν από τον τελευταίο όροφο της Ασφάλειας, στη συνέχεια δημοσίως ισχυρίστηκαν ότι ο «άθλιος κομμουνιστοσυμμορίτης» αυτοκτόνησε. Αυτό είναι το τίμημα των αγίων που αγωνίστηκαν για την Ελευθερία.
Ο Θανάσης, λοιπόν, το αντίθετό μου, ήταν που μου αποκάλυψε, χωρίς να το προσπαθήσει, τη μαγεία των κινηματογραφικών εικόνων. Τότε στα κυριακάτικα πρωινά του Radio City. Απολαμβάνοντας τα χάρτινα κατορθώματα του Τζίμι Ριβς, δηλαδή του Σβαρτσενέγκερ εκείνης της εποχής, σε ρόλους Μασίστα. Και ο Θανάσης ήταν που με συμφιλίωσε με την ανάγνωση και τη γνώση. Χωρίς την παραμικρή αναφορά σε μαρξιστική προπαγάνδα. Ομως η στάση του, η χαμηλόφωνη παρουσία του.
Έρωτας ακαριαίος
Τον ξαναβρήκα μετά από πολλά χρόνια στο «Εξωτερικό» τμήμα του «Ριζοσπάστη». Εγώ, ο μικρομπουρζουάς, σε ανώτερη θέση από εκείνον. Τον γιο του Μήτσου Παπαρήγα και σύζυγο της Αλέκας. Καθόλου παράλογο και καθόλου για τον ίδιο ασυνήθιστο. Γιατί ποτέ του δεν διεκδίκησε ούτε μισό πόντο προσωπικού χώρου. Γιατί ποτέ του δεν αράδιασε στο βιογραφικό του τις ατελείωτες γνώσεις του και τα πτυχία του.
Σχεδόν αόρατος. Με τρεις κρυφές αγάπες. Η πρώτη για τη συλλογή του. Με τα στυλό και τις πένες του. Η δεύτερη για τη λογοτεχνία «επιστημονικής φαντασίας». Ο αθεόφοβος, θυμόταν ακόμα και τον τελευταίο χαρακτήρα από οποιοδήποτε μυθιστόρημα του Φίλιπ Ντικ. Και η τρίτη και πιο γαργαλιστική, τα ευτραφή κορίτσια. Πώς το λένε να δεις… με τα ίδια του τα λόγια μετά από ταξίδι στην Κούβα: «Δημήτρη, εκεί να δεις κάτι μπούτια, μα κάτι μπούτια». Το έλεγε και του τρέχανε τα σάλια. Ακούγεται χυδαίο. Το αληθινό είναι αφοπλιστικό και ποτέ χυδαίο.
Με την Αλέκα συναντήθηκε στα πανεπιστημιακά θρανία στο τμήμα Φιλολογίας. Ερωτας ακαριαίος και ορμητικός. Την περίμενε με τις ώρες, ξεροσταλιάζοντας χειμώνα καιρό σε κάποιο παγκάκι. Από χαρακτήρα η Αλέκα ήταν το αντίθετό του. Εκείνη ο αρχηγός. Εκείνος ο καλλιτέχνης. Ο αφηρημένος εφευρέτης.
Η Αλέκα ήταν ο ιμάντας της κομματικής γραμμής. Ο Θανάσης διαφωνούσε, αλλά σαν υποταγμένος στο Κόμμα και υπνωτισμένος από έρωτα ακολουθούσε. Ο Θανάσης με την «τρέλα» του και την αφηρημάδα του ενέπνεε ανασφάλεια. Η Αλέκα με τον ορθολογισμό της και τον προσγειωμένο ρεαλισμό της ενέπνεε εμπιστοσύνη και σιγουριά. Ανάμεσά τους το χάος. Σε όλα. Εκτός από δύο πράγματα. Το Κόμμα και τα αισθήματα. Αυτή και η χημεία τους. Και από τις εκρήξεις αυτού του μίγματος χαμένος ο Θανάσης. Κερδισμένη η Αλέκα. Μην το λαμβάνεις με υποψία. Ο Θανάσης χαμένος από χέρι. Με οποιαδήποτε γυναίκα. Οποιουδήποτε κόμματος.
Οπως ο ινδιάνος της αλησμόνητης καουμπόικης ιστορίας του μαυροπινακισμένου Εϊμπραχαμ Πολόνσκι «Ο δραπέτης», δηλαδή «Tell them Wilie Boy is Here»! Τους είδα και τους δύο μαζί, προς τα τέλη της δεκαετίας του ’70, στο μικρό τους διαμέρισμα κάπου κοντά στη διασταύρωση Πατησίων με Αλεξάνδρας. Ο,τι ακούς και διαβάζεις για πολυτέλειες και άλλες τέτοιες ιστορίες είναι αποκυήματα συκοφαντίας και προπαγάνδας. Ας πούμε. Μέχρι το τέλος της δεκαετίας του ’80, τα πρώτα στελέχη του «Ριζοσπάστη» ελάμβαναν εβδομήντα χιλιάδες δραχμές τον μήνα.
Οταν η Αλέκα ως γραμματέας της Κομματικής Οργάνωσης Αθήνας -της μεγαλύτερης του κόμματος- έπαιρνε εξήντα χιλιάδες. Αυτή η αλήθεια. Για όλα μπορεί κάποιος να τους κατηγορήσει. Εκτός από τρία πράγματα. Αδαμάντινη τιμιότητα. Απίστευτη προσήλωση στις αρχές της ιδεολογίας τους. Και ακατάβλητη αγωνιστικότητα.
Με τη Ρούλα Ζαχαριάδη
Θυμάμαι ένα περιστατικό που μου είχε αφηγηθεί τότε ο Κώστας Καζάκος. Που είχε επισκεφθεί σ’ ένα μικρό διαμέρισμα τη μακαρίτισσα Ρούλα Κουκούλου. Η οποία υπήρξε σύζυγος του Νίκου Ζαχαριάδη και στη συνέχεια, επί ηγεσίας Χαρίλαου Φλωράκη, μέλος του Πολιτικού Γραφείου, υπεύθυνη για ζητήματα πολιτισμού και καλλιτεχνών. Σαν να λέμε -τηρουμένων των αναλογιών της κομματικής ιεραρχίας- ο Βαγγέλης Βενιζέλος ως υπουργός Πολιτισμού. «Μπαίνω στο διαμέρισμα και τη βλέπω σκυμμένη να σφουγγαρίζει το πάτωμα. "Τι κάνεις μωρέ Ρούλα;" της λέω. "Να σου βρω εγώ μια γυναίκα να σου καθαρίζει το σπίτι". Καταλαβαίνετε; Ετσι ήταν όλοι. Ετσι και η Αλέκα.
Στάλιν και ξερό ψωμί
Η μητέρα της, δραστήρια και ακατάβλητη στις μπόρες της ζωής. Για τα στοιχειώδη δούλευε στα καταστήματα του Καλυβιώτη. Χωρίς εκείνο το μεροκάματο, η Αλέκα θα ζητιάνευε από αφαγία. Ενα πράγμα τους βασάνιζε. Και τους τρεις. Η διαρκής ταλάντευση της κομματικής γραμμής. Οτι δηλαδή με την αποσταλινοποίηση το Κόμμα είχε παρεκκλίνει προς τα δεξιά. Ο Θανάσης ευθέως το ομολογούσε. Τυπική περίπτωση διανοούμενου. Επειδή δηλαδή ήταν ευαίσθητος, γι’ αυτό ήταν σκληρός στην πολιτική γραμμή. Ο ίδιος ούτε μύγα ήταν ικανός να σκοτώσει. Ομως Στάλιν και ξερό ψωμί. Η Αλέκα στο βάθος συμφωνούσε. Ομως ακολουθούσε πιστά την ορθόδοξη, αντισταλινική γραμμή εκείνης της εποχής.
Στις κομματικές συνεδριάσεις του «Ριζοσπάστη» σπανίως ο Θανάσης έπαιρνε τον λόγο. Και όταν τον έπαιρνε ήταν για να συμφωνήσει με την κομματική γραμμή. Και να τον διαγράφανε θα σήκωνε το χέρι υπέρ της δικής του διαγραφής! Η Αλέκα, αντιθέτως με τον δικό της χαρακτήρα, σκαρφάλωνε ένα-ένα τα σκαλοπάτια προς την ηγεσία. Οσο εκείνος έμενε «μετεξεταστέος» τόσο εκείνη ανέβαινε στην κομματική ιεραρχία. Ας πούμε ο Μίμης Ανδρουλάκης ως ευνοούμενος του Φλωράκη και αρχιτέκτονας του Συνασπισμού ήταν ο πιο διάσημος ανάμεσα στα νέα στελέχη.
Ομως η Αλέκα ήταν που με την καχυποψία της για τον Συνασπισμό και για τα ανοίγματα προς τον Λεωνίδα Κύρκο και τον Μητσοτάκη, στο τέλος δικαιώθηκε πανηγυρικά. Και το καλύτερο; Οταν στο Συνέδριο της διάσπασης, με τον Φαράκο και τον Ανδρουλάκη να μειοψηφούν και να φεύγουν από το κόμμα, εκείνη ήταν που από τον Φλωράκη πήρε το χρίσμα και όχι ο Μήτσος Κωστόπουλος, ο πλέον προβεβλημένος προλετάριος της ηγεσίας.
Οι αντίπαλοί της τη στολίζουν με τα χειρότερα. Οτι είναι ο θηλυκός Μπρέζνιεφ. Οτι τα κατάφερε κατόπιν σχεδίου, ελέγχοντας δηλαδή τον σκληρό πυρήνα του κομματικού μηχανισμού. Και ότι είναι λάτρης της γραφειοκρατίας και της νομενκλατούρας. Μπορεί. Ομως δύο πράγματα είναι σίγουρα. Δύο εκ διαμέτρου αντίθετα. Το πρώτο, ότι στις πιο αντίξοες συνθήκες, πάνω στην ολοκληρωτική κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού, κατάφερε να οδηγήσει το κόμμα αποφεύγοντας τις ξέρες και τις βραχονησίδες. Το δεύτερο, ότι στις πιο ευνοϊκές συνθήκες, όπως οι σημερινές, με την απροσμέτρητη φτωχοποίηση του απλού λαού, κατάφερε το αδιανόητο. Να συρρικνώσει το κόμμα από το 10%, άντε το 8%, στο 4%!
Με φόντο τραγωδίες
Οπως όλοι μας έτσι και η Αλέκα. Δύο πρόσωπα στη συσκευασία του ενός. Οσο σκληρή και μονολιθική ως πολιτικός, τόσο ανθρώπινη και ευαίσθητη στην ιδιωτική της ζωή. Τη θυμάμαι απαρηγόρητη όταν από μια σπάνια, καλπάζουσα ασθένεια του αναπνευστικού, μέσα σε ελάχιστα λεπτά «χάθηκε» η δεύτερή της κορούλα. Ηταν δεν ήταν έξι χρονών. Τα βάσανα, ο πόνος, οι τραγωδίες και ο θάνατος σαν η μοίρα που την ακολουθεί. Ο πατέρας της. Η κόρη της. Ο άντρας της. Ο Θανάσης. Οταν το έμαθα σχεδόν γκρεμίστηκα. Τον παρέσυρε και τον σκότωσε απρόσεκτος οδηγός. Σαν από φινάλε υπαρξιακού μυθιστορήματος του Αλμπέρ Καμί. Είπαμε. Ο Θανάσης χαμένος εκ γενετής.
Η Αλέκα μακροβιότερος Γενικός Γραμματέας του ΚΚΕ. Οσο για όλους αυτούς, τους παλιούς, αυτούς που τα είδαν και τα έκαναν όλα και δεν υποχώρησαν ούτε μισή ίντσα, όλους αυτούς που μαζί τους συμφωνείς ή κάθετα και εχθρικά διαφωνείς, σ’ ένα πράγμα αξίζει να αναφερθείς. Στη διαθήκη που άφησε πίσω του ο Χαρίλαος Φλωράκης. «Δεν το ονοματίζω τούτο το χαρτί διαθήκη, για τον λόγο ότι δεν έχω τίποτα να διαθέσω. Ο,τι βιος είχα το έχω δώσει στο Κόμμα, στο ΚΚΕ, με τα γνωστά σύμβολά του, τη Μαρξιστική-Λενινιστική ιδεολογία του, το πρόγραμμά του και τις αρχές του. Πολιτικά δεν έχω τίποτα να αφήσω. Ο,τι είχα το έδωσα με τη συγκεκριμένη δράση μου. Να αφήσω πολιτικές ορμήνιες δεν το θεωρώ σοβαρό. Θέλω να επιστρέψω και να ταφώ στον τόπο που γεννήθηκα, στο Παλιοζογλώπι, και συγκεκριμένα στον Αηλιά για να χω αγνάντιο. Ο τάφος να είναι απλός, μόνο να φραχτεί για να μη με ξεχώσουν τα αγρίμια. Δεν θέλω λόγους και στεφάνια. Αυτά να εκφραστούν με βοήθεια στο Κόμμα - Σεπτέμβριος 1994. Γειά σας, Χαρίλαος Φλωράκης».
προκειμένου να εκμαυλίσει τους «εθνικόφρονες ελληνόπαιδες». Εκείνη τη θρυλική οργάνωση της ΕΔΑ. Δηλαδή του νεολαιΐστικου βραχίονα της νομιμοποιημένης Αριστεράς. Το επίσημο ΚΚΕ -τότε που όλα τα ’σκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά- είχε τεθεί εκτός Νόμου. Η ελίτ της εξουσίας είχε τοποθετήσει τη Δημοκρατία στον γύψο. Πολύ πριν ο Παπαδόπουλος και η συμμορία του είχαν επισήμως αναγγείλει ότι το έκαναν αυτό. Τους είχαν προλάβει ο Παπάγος και ο Καραμανλής. Any way.
Αποφασισμένοι μέχρι θανάτου αμφότεροι οι γονείς της οικογένειας Δρόσου. Εκ Κεφαλληνίας προερχόμενοι. Σε αυτό το «κουνημένο» από τον Εγκέλαδο νησί. Οπου οι μισοί ήταν με τη Δεξιά και οι άλλοι μισοί με την Αριστερά. Φανταστείτε ότι κάθε βράδυ οι αριστεροί εκτοξεύανε φούμο στο άγαλμα του Μεταξά. Και κάθε πρωί οι αντίπαλοι το καθάριζαν και το γυάλιζαν. Τέτοια μούρλια.
Δρόσου το πατρικό όνομα της Αλέκας. Στερημένα και κυνηγημένα όλα τα μέλη της οικογένειας. Με το παραμικρό χτύπημα της πόρτας, η μικρή Αλέκα πεταγόταν πάνω. Το ίδιο έκαναν και οι γονείς της. Παρέα πάντα με τα μπογαλάκια τους. Οι φυλακές και οι εξορίες ο μόνιμος σχεδόν τόπος κατοικίας τους. Η Αλέκα, λοιπόν, μεγάλωσε με δύο αξίες. Που τις τήρησε με θρησκευτική ευλάβεια. Πρώτη στον αγώνα. Πρώτη στα θρανία.
Σύνθημα που αργότερα, μετά τη Μεταπολίτευση, υιοθέτησε ο Γρηγόρης Φαράκος. Ο καθοδηγητής -από την πλευρά του Πολιτικού Γραφείου- της Κομμουνιστικής Νεολαίας (ΚΝΕ) αλλά και του «Ριζοσπάστη». Ο άνθρωπος που στο Συνέδριο της διάσπασης, στις αρχές της δεκαετίας του ’90, βρέθηκε αντιμέτωπος και μονομάχος της Αλέκας. Εκ της μονομαχίας κερδισμένη, με ψήφους, εξήλθε η Αλέκα. Την είχε προτείνει στη θέση του γενικού γραμματέα ο Χαρίλαος Φλωράκης.
Οι«Λαμπράκηδες», οι πορείες και Έρωτας στα αμφιθέατρα
Πρώτη, λοιπόν, στον αγώνα. Και ανάμεσα στους πρώτους στο τμήμα Φιλολογίας του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου.
Αν δεν με απατά η μνήμη μου. Γιατί τότε εγώ ήμουν αρκετά μικρότερος. Ούτε Λαμπράκης, ούτε Αριστερός. Ούτε είχα πάρει μυρουδιά περί ΚΚΕ, εξοριών, φυλακών και άλλα τέτοια. Κάποτε, σε ανύποπτο χρόνο, ο Νίκος Χασαπόπουλος, συνάδελφος στο «Βήμα», μου είχε πει ότι απ’ όλους τους πολιτικούς αρχηγούς που γνώρισε, μόνο η Αλέκα ήξερε τόσο καλά να χειρίζεται την ελληνική γλώσσα.
Αεικίνητη η Αλέκα. Μικροσκοπική σαν την πανέξυπνη και αδύνατη μητέρα της. Μικροσκοπική αλλά ευτραφής η κορούλα. Και πάντα παρούσα σε όλες τις διαδηλώσεις. Από το 1-1-4 μέχρι την κηδεία του Σωτήρη Πέτρουλα. Από την έκρηξη και τον θυμό για τη δολοφονία του Λαμπράκη μέχρι τις καθημερινές διαδηλώσεις εναντίον του Παλατιού και των αποστατών. Εκεί στα πανεπιστημιακά έδρανα έπεσε πάνω στον Θανάση Παπαρήγα. Εκεί στις πορείες άνθησε ο έρωτάς τους. Εκεί ταρακουνήθηκε η ύπαρξή τους. Και οι δύο πίστευαν, όπως όλοι οι ταραγμένοι νέοι, ότι δεν μπορεί, όπου να ’ναι ο κόσμος θα γίνει καλύτερος. Δίκαιος. Οτι θα σταματήσει επιτέλους η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο. Ο κόσμος θα γίνει δικός τους!
Μπορεί κάποτε. Προς το παρόν όχι. Το παρόν της Αλέκας και του Θανάση ήταν ναρκοθετημένο από δύο εχθρούς. Ο πρώτος ήταν εξωτερικός. Φανατικά αντικομματικός. Η επέλαση της χούντας τους έστειλε στις εξορίες και την παρανομία. Οι πληγές αυτού του Γολγοθά δεν επουλώθηκαν ποτέ στις ψυχές τους. Ο δεύτερος ήταν εσωτερικός. Αυτό και η κακοδαιμονία της Κομμουνιστικής Αριστεράς. Προδότης ο Σιάντος -ο γ.γ. του ΚΚΕ επί Κατοχής και ΕΑΜ- από τον Ζαχαριάδη. Προδότης ο Ζαχαριάδης από τον Κολιγιάννη. Σχεδόν προδότης ο Κολιγιάννης από τους διαδόχους του. Ετσι η Αλέκα έπεσε πάνω στον τυφώνα της διάσπασης του 1968. Από τη μια το Γραφείο του «Εσωτερικού». Που καθοδηγούσε την ΕΔΑ. Από την άλλη το Γραφείο του «Εξωτερικού».
Που καθοδηγούσε αυτούς που καθοδηγούσαν την ΕΔΑ. Μύλος. Οι δεύτεροι κατηγόρησαν τους πρώτους για ανεκτικότητα και για παρέκκλιση από την κομματική γραμμή. Κάτι σαν συνοδοιπόρους της Ενωσης Κέντρου και του δημαγωγού Γέρου της Δημοκρατίας. Ετσι έγινε η διάσπαση. Κι έτσι η Αλέκα, ζυμωμένη, εκπαιδευμένη να ακολουθεί πάντα την κομματική γραμμή, πέρασε και συμφώνησε με το Γραφείο «Εξωτερικού». Ενας χαρακτηρισμός που μετά τη Μεταπολίτευση και σχεδόν μέχρι το τέλος της δεκαετίας του ’80 και τη συγκρότηση του Συνασπισμού έμελλε να αποτελέσει το βασικό πεδίο πολέμου. Εμείς δηλαδή του ΚΚΕ με την προσθήκη «Εξωτερικού» ήμασταν κάτι σαν πράκτορες των σοβιετικών. Αν είναι δυνατόν.
Ο Θανάσης ένας αόρατος θησαυρός
Ομως οι πρώτες μνήμες καταφθάνουν μέσα μου πολύ πριν από αυτή την εποχή. Τότε που φορούσα κοντά παντελονάκια. Τότε που γνώρισα τον Θανάση. Από τους ελάχιστους αγγέλους που έτυχε να πέσω πάνω τους. Τέτοιο πλάσμα, ούτε ένας μέσα στα εκατομμύρια. Κάθε φορά που αναφέρομαι σ’ αυτόν με πλημμυρίζουν δάκρυα. Τέλος πάντων. Τυχαία η συνάντηση. Σαν μεταφυσική συνωμοσία. Συγκατοικούσαμε στην ίδια περιοχή. Κάπου στην οδό Στεφάνου Κυπαρίσσου στον Αγιο Λουκά της Πατησίων. Εγώ σε διαμέρισμα. Ο Θανάσης με τη μάνα του και τον ξάδελφό του, τον Δημήτρη, σε μια ξεχαρβαλωμένη μονοκατοικία. Εγώ μικρότερος. Μικρότερος και πολιτικά εντελώς αναλφάβητος. Λογικό. Γιατί προερχόμουν από μικρομεσαία οικογένεια. Κεντρώων πεποιθήσεων. Εκείνος... άσε καλύτερα.
Τότε, λοιπόν, δεν είχα καταλάβει τίποτα. Ο χαρακτήρας του, όμως, εντελώς διαφορετικός από τα παιδιά εκείνης της αλάνας. Ενα πράγμα ερέθισε την περιέργειά μου. Κι έτσι τον πλησίασα. Οτι κυκλοφορούσε πάντα με κάποιο βιβλίο, κάποιο έντυπο που το διάβαζε με αχόρταγη μανία. Από Μίκυ Μάους και Κλασσικά Εικονογραφημένα μέχρι μυθιστορήματα και την Αγία Γραφή. Παμφάγος. Περπατούσε με το βλέμμα κολλημένο σε κάποια σελίδα. Απίστευτος. Αυτό που όλοι εμείς μισούσαμε μέχρι θανάτου, εκείνος το λάτρευε σαν να ήταν ο θησαυρός των ονείρων του. «Πού πας;», τον ρωτούσα. «Να αγοράσω μισή οκά φέτα», έλεγε και αφηρημένος με προσπερνούσε.
Η προσοχή του στοχοπροσηλωμένη στην ανάγνωση κάποιας ιστορίας. Ετσι από μόνος του, βυθισμένος στην αυτομόρφωσή του, κατάφερε και απομνημόνευσε καμιά δεκαριά ξένες γλώσσες. Από Αγγλικά μέχρι Αραβικά. Μπορεί και Κινέζικα. Ποιος ξέρει. Γιατί ποτέ μα ποτέ δεν κοκορεύτηκε για την πολυμάθειά του. Ούτε για την προσωπική εγκυκλοπαίδεια που κουβαλούσε μέσα του. Εξωτερικά «ανώνυμος», συνηθισμένος, σχεδόν απεριποίητος.
Εσωτερικά ένας ζωντανός θησαυρός. Σεμνότητας, ήθους, γνώσης και ευαισθησίας.Δυο τρεις φορές τον επισκέφτηκα στο σπίτι του. Η μητέρα του, ο ζωντανός ορισμός του «μάνα, κουράγιο». Τα βάσανα, ο μόχθος, ο πόνος και η καρτερικότητα είχαν αυλακιάσει κάθε κύτταρο της ύπαρξής της. Για να τα φέρει βόλτα, και ως μάνα και ως πατέρας μαζί, έραβε, επιδιόρθωνε, κένταγε για ένα κομμάτι ψωμί. Αργότερα, πολύ αργότερα, έμαθα -από άλλους και ποτέ μα ποτέ από τον
ίδιο- και ανατρίχιασα με την τραγωδία. Η τραγωδία της οικογένειας Παπαρήγα, η μικρογραφία ολόκληρης της χώρας.
Οτι ο άντρας της και πατέρας του Θανάση ήταν ο Μήτσος Παπαρήγας. Ο γενικός γραμματέας της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδας στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια. Οτι τον συνέλαβαν, τον ανέκριναν αλλά αυτός τσιμουδιά. Οτι τον βασάνισαν και αφού τον πέταξαν από τον τελευταίο όροφο της Ασφάλειας, στη συνέχεια δημοσίως ισχυρίστηκαν ότι ο «άθλιος κομμουνιστοσυμμορίτης» αυτοκτόνησε. Αυτό είναι το τίμημα των αγίων που αγωνίστηκαν για την Ελευθερία.
Ο Θανάσης, λοιπόν, το αντίθετό μου, ήταν που μου αποκάλυψε, χωρίς να το προσπαθήσει, τη μαγεία των κινηματογραφικών εικόνων. Τότε στα κυριακάτικα πρωινά του Radio City. Απολαμβάνοντας τα χάρτινα κατορθώματα του Τζίμι Ριβς, δηλαδή του Σβαρτσενέγκερ εκείνης της εποχής, σε ρόλους Μασίστα. Και ο Θανάσης ήταν που με συμφιλίωσε με την ανάγνωση και τη γνώση. Χωρίς την παραμικρή αναφορά σε μαρξιστική προπαγάνδα. Ομως η στάση του, η χαμηλόφωνη παρουσία του.
Έρωτας ακαριαίος
Τον ξαναβρήκα μετά από πολλά χρόνια στο «Εξωτερικό» τμήμα του «Ριζοσπάστη». Εγώ, ο μικρομπουρζουάς, σε ανώτερη θέση από εκείνον. Τον γιο του Μήτσου Παπαρήγα και σύζυγο της Αλέκας. Καθόλου παράλογο και καθόλου για τον ίδιο ασυνήθιστο. Γιατί ποτέ του δεν διεκδίκησε ούτε μισό πόντο προσωπικού χώρου. Γιατί ποτέ του δεν αράδιασε στο βιογραφικό του τις ατελείωτες γνώσεις του και τα πτυχία του.
Σχεδόν αόρατος. Με τρεις κρυφές αγάπες. Η πρώτη για τη συλλογή του. Με τα στυλό και τις πένες του. Η δεύτερη για τη λογοτεχνία «επιστημονικής φαντασίας». Ο αθεόφοβος, θυμόταν ακόμα και τον τελευταίο χαρακτήρα από οποιοδήποτε μυθιστόρημα του Φίλιπ Ντικ. Και η τρίτη και πιο γαργαλιστική, τα ευτραφή κορίτσια. Πώς το λένε να δεις… με τα ίδια του τα λόγια μετά από ταξίδι στην Κούβα: «Δημήτρη, εκεί να δεις κάτι μπούτια, μα κάτι μπούτια». Το έλεγε και του τρέχανε τα σάλια. Ακούγεται χυδαίο. Το αληθινό είναι αφοπλιστικό και ποτέ χυδαίο.
Με την Αλέκα συναντήθηκε στα πανεπιστημιακά θρανία στο τμήμα Φιλολογίας. Ερωτας ακαριαίος και ορμητικός. Την περίμενε με τις ώρες, ξεροσταλιάζοντας χειμώνα καιρό σε κάποιο παγκάκι. Από χαρακτήρα η Αλέκα ήταν το αντίθετό του. Εκείνη ο αρχηγός. Εκείνος ο καλλιτέχνης. Ο αφηρημένος εφευρέτης.
Η Αλέκα ήταν ο ιμάντας της κομματικής γραμμής. Ο Θανάσης διαφωνούσε, αλλά σαν υποταγμένος στο Κόμμα και υπνωτισμένος από έρωτα ακολουθούσε. Ο Θανάσης με την «τρέλα» του και την αφηρημάδα του ενέπνεε ανασφάλεια. Η Αλέκα με τον ορθολογισμό της και τον προσγειωμένο ρεαλισμό της ενέπνεε εμπιστοσύνη και σιγουριά. Ανάμεσά τους το χάος. Σε όλα. Εκτός από δύο πράγματα. Το Κόμμα και τα αισθήματα. Αυτή και η χημεία τους. Και από τις εκρήξεις αυτού του μίγματος χαμένος ο Θανάσης. Κερδισμένη η Αλέκα. Μην το λαμβάνεις με υποψία. Ο Θανάσης χαμένος από χέρι. Με οποιαδήποτε γυναίκα. Οποιουδήποτε κόμματος.
Οπως ο ινδιάνος της αλησμόνητης καουμπόικης ιστορίας του μαυροπινακισμένου Εϊμπραχαμ Πολόνσκι «Ο δραπέτης», δηλαδή «Tell them Wilie Boy is Here»! Τους είδα και τους δύο μαζί, προς τα τέλη της δεκαετίας του ’70, στο μικρό τους διαμέρισμα κάπου κοντά στη διασταύρωση Πατησίων με Αλεξάνδρας. Ο,τι ακούς και διαβάζεις για πολυτέλειες και άλλες τέτοιες ιστορίες είναι αποκυήματα συκοφαντίας και προπαγάνδας. Ας πούμε. Μέχρι το τέλος της δεκαετίας του ’80, τα πρώτα στελέχη του «Ριζοσπάστη» ελάμβαναν εβδομήντα χιλιάδες δραχμές τον μήνα.
Οταν η Αλέκα ως γραμματέας της Κομματικής Οργάνωσης Αθήνας -της μεγαλύτερης του κόμματος- έπαιρνε εξήντα χιλιάδες. Αυτή η αλήθεια. Για όλα μπορεί κάποιος να τους κατηγορήσει. Εκτός από τρία πράγματα. Αδαμάντινη τιμιότητα. Απίστευτη προσήλωση στις αρχές της ιδεολογίας τους. Και ακατάβλητη αγωνιστικότητα.
Με τη Ρούλα Ζαχαριάδη
Θυμάμαι ένα περιστατικό που μου είχε αφηγηθεί τότε ο Κώστας Καζάκος. Που είχε επισκεφθεί σ’ ένα μικρό διαμέρισμα τη μακαρίτισσα Ρούλα Κουκούλου. Η οποία υπήρξε σύζυγος του Νίκου Ζαχαριάδη και στη συνέχεια, επί ηγεσίας Χαρίλαου Φλωράκη, μέλος του Πολιτικού Γραφείου, υπεύθυνη για ζητήματα πολιτισμού και καλλιτεχνών. Σαν να λέμε -τηρουμένων των αναλογιών της κομματικής ιεραρχίας- ο Βαγγέλης Βενιζέλος ως υπουργός Πολιτισμού. «Μπαίνω στο διαμέρισμα και τη βλέπω σκυμμένη να σφουγγαρίζει το πάτωμα. "Τι κάνεις μωρέ Ρούλα;" της λέω. "Να σου βρω εγώ μια γυναίκα να σου καθαρίζει το σπίτι". Καταλαβαίνετε; Ετσι ήταν όλοι. Ετσι και η Αλέκα.
Στάλιν και ξερό ψωμί
Η μητέρα της, δραστήρια και ακατάβλητη στις μπόρες της ζωής. Για τα στοιχειώδη δούλευε στα καταστήματα του Καλυβιώτη. Χωρίς εκείνο το μεροκάματο, η Αλέκα θα ζητιάνευε από αφαγία. Ενα πράγμα τους βασάνιζε. Και τους τρεις. Η διαρκής ταλάντευση της κομματικής γραμμής. Οτι δηλαδή με την αποσταλινοποίηση το Κόμμα είχε παρεκκλίνει προς τα δεξιά. Ο Θανάσης ευθέως το ομολογούσε. Τυπική περίπτωση διανοούμενου. Επειδή δηλαδή ήταν ευαίσθητος, γι’ αυτό ήταν σκληρός στην πολιτική γραμμή. Ο ίδιος ούτε μύγα ήταν ικανός να σκοτώσει. Ομως Στάλιν και ξερό ψωμί. Η Αλέκα στο βάθος συμφωνούσε. Ομως ακολουθούσε πιστά την ορθόδοξη, αντισταλινική γραμμή εκείνης της εποχής.
Στις κομματικές συνεδριάσεις του «Ριζοσπάστη» σπανίως ο Θανάσης έπαιρνε τον λόγο. Και όταν τον έπαιρνε ήταν για να συμφωνήσει με την κομματική γραμμή. Και να τον διαγράφανε θα σήκωνε το χέρι υπέρ της δικής του διαγραφής! Η Αλέκα, αντιθέτως με τον δικό της χαρακτήρα, σκαρφάλωνε ένα-ένα τα σκαλοπάτια προς την ηγεσία. Οσο εκείνος έμενε «μετεξεταστέος» τόσο εκείνη ανέβαινε στην κομματική ιεραρχία. Ας πούμε ο Μίμης Ανδρουλάκης ως ευνοούμενος του Φλωράκη και αρχιτέκτονας του Συνασπισμού ήταν ο πιο διάσημος ανάμεσα στα νέα στελέχη.
Ομως η Αλέκα ήταν που με την καχυποψία της για τον Συνασπισμό και για τα ανοίγματα προς τον Λεωνίδα Κύρκο και τον Μητσοτάκη, στο τέλος δικαιώθηκε πανηγυρικά. Και το καλύτερο; Οταν στο Συνέδριο της διάσπασης, με τον Φαράκο και τον Ανδρουλάκη να μειοψηφούν και να φεύγουν από το κόμμα, εκείνη ήταν που από τον Φλωράκη πήρε το χρίσμα και όχι ο Μήτσος Κωστόπουλος, ο πλέον προβεβλημένος προλετάριος της ηγεσίας.
Οι αντίπαλοί της τη στολίζουν με τα χειρότερα. Οτι είναι ο θηλυκός Μπρέζνιεφ. Οτι τα κατάφερε κατόπιν σχεδίου, ελέγχοντας δηλαδή τον σκληρό πυρήνα του κομματικού μηχανισμού. Και ότι είναι λάτρης της γραφειοκρατίας και της νομενκλατούρας. Μπορεί. Ομως δύο πράγματα είναι σίγουρα. Δύο εκ διαμέτρου αντίθετα. Το πρώτο, ότι στις πιο αντίξοες συνθήκες, πάνω στην ολοκληρωτική κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού, κατάφερε να οδηγήσει το κόμμα αποφεύγοντας τις ξέρες και τις βραχονησίδες. Το δεύτερο, ότι στις πιο ευνοϊκές συνθήκες, όπως οι σημερινές, με την απροσμέτρητη φτωχοποίηση του απλού λαού, κατάφερε το αδιανόητο. Να συρρικνώσει το κόμμα από το 10%, άντε το 8%, στο 4%!
Με φόντο τραγωδίες
Οπως όλοι μας έτσι και η Αλέκα. Δύο πρόσωπα στη συσκευασία του ενός. Οσο σκληρή και μονολιθική ως πολιτικός, τόσο ανθρώπινη και ευαίσθητη στην ιδιωτική της ζωή. Τη θυμάμαι απαρηγόρητη όταν από μια σπάνια, καλπάζουσα ασθένεια του αναπνευστικού, μέσα σε ελάχιστα λεπτά «χάθηκε» η δεύτερή της κορούλα. Ηταν δεν ήταν έξι χρονών. Τα βάσανα, ο πόνος, οι τραγωδίες και ο θάνατος σαν η μοίρα που την ακολουθεί. Ο πατέρας της. Η κόρη της. Ο άντρας της. Ο Θανάσης. Οταν το έμαθα σχεδόν γκρεμίστηκα. Τον παρέσυρε και τον σκότωσε απρόσεκτος οδηγός. Σαν από φινάλε υπαρξιακού μυθιστορήματος του Αλμπέρ Καμί. Είπαμε. Ο Θανάσης χαμένος εκ γενετής.
Η Αλέκα μακροβιότερος Γενικός Γραμματέας του ΚΚΕ. Οσο για όλους αυτούς, τους παλιούς, αυτούς που τα είδαν και τα έκαναν όλα και δεν υποχώρησαν ούτε μισή ίντσα, όλους αυτούς που μαζί τους συμφωνείς ή κάθετα και εχθρικά διαφωνείς, σ’ ένα πράγμα αξίζει να αναφερθείς. Στη διαθήκη που άφησε πίσω του ο Χαρίλαος Φλωράκης. «Δεν το ονοματίζω τούτο το χαρτί διαθήκη, για τον λόγο ότι δεν έχω τίποτα να διαθέσω. Ο,τι βιος είχα το έχω δώσει στο Κόμμα, στο ΚΚΕ, με τα γνωστά σύμβολά του, τη Μαρξιστική-Λενινιστική ιδεολογία του, το πρόγραμμά του και τις αρχές του. Πολιτικά δεν έχω τίποτα να αφήσω. Ο,τι είχα το έδωσα με τη συγκεκριμένη δράση μου. Να αφήσω πολιτικές ορμήνιες δεν το θεωρώ σοβαρό. Θέλω να επιστρέψω και να ταφώ στον τόπο που γεννήθηκα, στο Παλιοζογλώπι, και συγκεκριμένα στον Αηλιά για να χω αγνάντιο. Ο τάφος να είναι απλός, μόνο να φραχτεί για να μη με ξεχώσουν τα αγρίμια. Δεν θέλω λόγους και στεφάνια. Αυτά να εκφραστούν με βοήθεια στο Κόμμα - Σεπτέμβριος 1994. Γειά σας, Χαρίλαος Φλωράκης».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου