- Πώς έστηνε από ναυτάκι τις χρυσές δουλειές
- Πώς άνοιξε ανταγωνιστικό μαγαζί απέναντι από τον θείο του που τον είχε «μπακαλόγατο»
- Πώς γνώρισε τη Νατάσα, το 10 το καλό, στην Ψαρού.
υπέρογκος δανεισμός, απλήρωτοι συνεργάτες, δραματική μείωση ρευστότητας και αυξανόμενα
χρέη προς το Δημόσιο ήταν μέχρι πρότινος οι καθημερινές σπαζοκεφαλιές του γνωστού και ως «εθνικού προμηθευτή των Ενόπλων Δυνάμεων», Θωμά Λιακουνάκου, ο οποίος λίγες μέρες πριν από τα Χριστούγεννα έκανε διακοπές στη Νέα Υόρκη. Μετά την απολογία Αντώνη Κάντα και τις αποκαλύψεις για τον χορό του μαύρου χρημάτος που στηνόταν με φόντο τα εξοπλιστικά, ο «Κάπτεν Τόμας» βρίσκεται πια σε δεινή κατάσταση. Η σέσουλα που για 40 χρόνια επιχειρηματικής πορείας γέμιζε με λεφτά και δύναμη την αυτοκρατορία «Λιακουνάκος» τώρα επιστρέφει άδεια - και απειλητική. Ο πρώην «μπακαλόγατος», το ανήλικο αγόρι που πουλούσε σύνεργα για σκάφη στο μαγαζί του θείου του στο Πασαλιμάνι και έστησε το δικό του μετερίζι ακριβώς απέναντι με την επιγραφή «Κάπτεν Τόμας», διέσχισε μια ομολογουμένως εντυπωσιακή διαδρομή. Δημιουργώντας έναν όμιλο επιχειρήσεων με πολλαπλές δραστηριότητες σε διάφορους νευραλγικούς τομείς της οικονομίας -media, κατασκευές, τουρισμός, υγεία, άμυνα κ.τ.λ.-, η θέση του στην κορυφή φαινόταν μονόδρομος. Μόνο που τώρα στα 65 του, μονόδρομος φαίνεται ο κατήφορος. Τα ταμεία είναι άδεια, οι σύμμαχοι απόντες, ενώ οι ανακριτές παρόντες και όλο αφτιά για να ακούσουν τη δική του εκδοχή της αλήθειας για τις βαριές βαλίτσες με το μαύρο χρήμα. Το ταξίδι μέχρι τη Νέα Υόρκη όπου βρέθηκε οικογενειακώς για τις γιορτές των Χριστουγέννων ο πρώην πανίσχυρος επιχειρηματίας δεν ήταν γουρλίδικο. Τα βεγγαλικά που θα φωτίσουν τον ουρανό για το καλωσόρισμα του νέου έτους σε κάποιους γεννούν ελπίδες για το καλύτερο και σε κάποιους άλλους ξυπνούν μνήμες για τα καλύτερα που έφυγαν. Και ο Θ. Λιακουνάκος έχει πολλά και τρανά να θυμάται.
Από τα σύνεργα ψαρικής στα μεγάλα σαλόνια Το 1949, μια φορτισμένη χρονιά για τη μεταπολεμική Ελλάδα που μόλις έβγαινε και από έναν αιματηρό εμφύλιο, γεννήθηκε ο Θ. Λιακουνάκος, το μόνο αγόρι σε μια οικογένεια με τρία κορίτσια που προσπαθούσε να επιβιώσει σε μια ρημαγμένη χώρα. Γιος σιδηροδρομικού υπαλλήλου, θα μεγαλώσει με φόντο τις φτωχογειτονιές του Πειραιά και τους δακρύβρεχτους αποχαιρετισμούς όσων μπάρκαραν προς εύρεση προοπτικής για μια καλύτερη ζωή.
Χρόνια δύσκολα, πέτρινα και φτωχικά για όλους - και η οικογένεια Λιακουνάκου δεν αποτελεί εξαίρεση. Αν και κουτσά στραβά καταφέρνει να επιβιώσει, ένα απροσδόκητο γεγονός θα δυσκολέψει ακόμα περισσότερο τη ζωή των μελών της - και κυρίως του Θωμά. Ο πατέρας του Νικόλας Λιακουνάκος θα φύγει ξαφνικά από τη ζωή και πλέον το ζήτημα της επιβίωσης τίθεται αμείλικτο μη αφήνοντας καθόλου περιθώρια «πένθους λόγω απώλειας».
Ο Θωμάς, ως ο μόνος πια αρσενικός της οικογένειας, πρέπει να δουλέψει κι ας είναι μόλις 12 ετών. Οι τρεις ανήλικες αδελφές του και η μητέρα του στηρίζονται αποκλειστικά στις παιδικές πλάτες του 12χρονου μικρόσωμου αγοριού, που θα βγει στο μεροκάματο. Ενας θείος του, που έχει ένα μικρό μαγαζί με σύνεργα ψαρικής και εξοπλισμού σκαφών στο Πασαλιμάνι, θα τον πάρει στη δούλεψή του και ο μικρός Θωμάς, ως άλλος «μπακαλόγατος», θα είναι το παιδί για τα θελήματα που θα μυηθεί πρόωρα στα μυστικά του μικροεμπορίου. Παράλληλα γράφεται στο Οικονομικό Νυχτερινό Γυμνάσιο του Πειραιά προκειμένου να ολοκληρώσει έστω τη γυμνασιακή του εκπαίδευση. Για πέντε χρόνια θα ζει σε εξοντωτικούς ρυθμούς μεταξύ μαγαζιού και νυχτερινού. Είναι έξυπνος, εργατικός, φιλόδοξος, μαθαίνει γρήγορα και έχει τις κεραίες του όρθιες, εκμεταλλευόμενος κάθε ευκαιρία που τυχαίνει στον δρόμο του. Το 1966, και ενώ ο ίδιος είναι πια 17 χρόνων, η ευκαιρία θα έρθει, έστω με περίεργο τρόπο: ο θείος του, ο άνθρωπος που του έδωσε την ευκαιρία για δουλειά και τον βοήθησε να επιβιώσει, θα αρρωστήσει και θα χρειαστεί να νοσηλευτεί για κάποιους μήνες στο νοσοκομείο. Θα αφήσει στο πόδι του τον Θωμά, που ήδη έχει μάθει όχι μόνο τα μυστικά της δουλειάς και τους προμηθευτές, αλλά και τους πελάτες. Οταν ύστερα από έξι μήνες ο θείος του θα βγει πια από το νοσοκομείο και θα πάει για πρώτη μέρα στη δουλειά, στον δρόμο όπου βρισκόταν το μαγαζί του θα τον περιμένει μια δυσάρεστη έκπληξη. Η ταμπέλα με την ένδειξη «Κάπτεν Τόμας», ακριβώς απέναντι από το δικό του μαγαζί, τον βάζει σε μαύρες σκέψεις αφού πρόκειται για τον καινούριο ανταγωνιστή του που ήρθε και στήθηκε ακριβώς απέναντι. Ακόμα χειρότερα, όταν ενημερώνεται ότι ο νέος του ανταγωνιστής δεν είναι άλλος από τον Θωμά Λιακουνάκο, ο οποίος αξιοποιώντας τις σχέσεις του με τους πελάτες που είχε χτίσει αυτά τα πέντε χρόνια όπου δούλευε στον θείο του τους έχει πλέον δικούς του.
Οι δουλειές φαίνεται να πηγαίνουν καλά μέχρι που έρχεται η στιγμή να καταταχθεί στο Ναυτικό - οπότε και ανοίγονται οι προοπτικές για real business. Η γνωριμία του με τον τότε διοικητή στο Κέντρο Εκπαίδευσης «Παλάσκας» όπου παρουσιάζεται θα τον μυήσει για πρώτη φορά στον χώρο των προμηθειών, που θα είναι και το αντικείμενο με το οποίο θα καταπιαστεί. Οι παραγγελίες, οι προσφορές από προμηθευτές και η επιλογή του κατάλληλου εντέλει αντιπροσώπου είναι ο δικός του τομέας και θα αποδειχθεί εξπέρ. Συγχρόνως γνωρίζει κόσμο, αποκτά άκρες μέσω του Ναυτικού και του τότε διοικητή. Η ιστορία που κυκλοφορεί σαν αστικός μύθος είναι η εξής: όταν κάποια στιγμή χρειάστηκε να γίνει κάποια παραγγελία με βίδες την οποία διεκπεραίωνε ο Θ. Λιακουνάκος, η πραγματική προσφορά ήταν 1,6 δολάρια το κουτί. Μόνο που τελικά όταν η παραγγελία κατέφτασε, από την τιμή είχε σβηστεί η υποδιαστολή και από 1,6 δολάρια το κουτί με τις βίδες ανατιμήθηκε στα 16 δολάρια... Οταν πια απολύεται από το Ναυτικό, η μοίρα του μοιάζει προδιαγεγραμμένη. Η ενασχόλησή του με τις προμήθειες του Στρατού τού έχει ανοίξει έναν ευρύ κύκλο γνωριμιών - και τα μάτια διάπλατα για το κέρδος που αυτές συνεπάγονται. Ξέρει τους προμηθευτές, τους καλούς οίκους οπλικών του εξωτερικού, το πόσο μεγάλο μπορεί να είναι το δικό του κέρδος. Θέλει να γίνει αντιπρόσωπος με τη δική του εταιρεία αλλά έχει ένα πρόβλημα: το babyface, το ιδιαίτερα νεανικό του πρόσωπο δηλαδή, που, αν και πολύ νέος ούτως ή άλλως, τον κάνει να φαίνεται ακόμα μικρότερος. Πώς να πείσει ένας πιτσιρικάς τις ξένες αντιπροσωπίες ότι μπορεί να εξοπλίσει με ραντάρ, άρματα και μαχητικά αεροπλάνα τον Ελληνικό Στρατό; Χρειάζεται επειγόντως ένα σεβαστό πρόσωπο που θα εμπνέει εμπιστοσύνη, πείρα και κύρος, που θα είναι εντέλει το πρόσωπο της νεοσύστατης εταιρείας εμπορίας οπλικών συστημάτων. Τελικά ο Αλέξανδρος Τοπούζης, πλοιοκτήτης και μέτοχος της εταιρείας Τσιμέντα Χαλκίδος, με τα άσπρα του μαλλιά θα είναι το πρόσωπο της εταιρείας ΑΧΟΝ Α.Ε., που ιδρύθηκε το 1974.
Ο πρώτος μεγάλος διαγωνισμός που θα τον απογειώσει στους επιχειρηματικούς αιθέρες θα έρθει το 1980 από τον τότε υπουργό Αμυνας Ευάγγελο Αβέρωφ για τις προμήθειες αρμάτων μάχης. Ο Θ. Λιακουνάκος είχε ήδη προλειάνει το έδαφος έναν χρόνο πριν όταν είχε την πληροφορία ότι η εταιρεία Krauss-Maffei (μεταξύ άλλων, των επίμαχων αρμάτων μάχης Leopard) δεν ήταν ευχαριστημένη από τον αντιπρόσωπό της στην Ελλάδα, αφού είχε καιρό να κλείσει κάποια συμφωνία και η εταιρεία έμενε συνέχεια αποκλεισμένη από τους διαγωνισμούς. Για τον Θ. Λιακουνάκο ήταν η κατάλληλη ευκαιρία να τους πείσει ότι αυτός θα τα καταφέρει. Και τα κατάφερε. Στον διαγωνισμό του Αβέρωφ πλειοδοτεί, η εταιρεία του μπαίνει χοντρά στο παιχνίδι και κάπως έτσι αρχίζει να χτίζεται η «αυτοκρατορία» και ο ίδιος να αποκτά μεγάλη οικονομική επιφάνεια. Οι επιτυχίες τον βρίσκουν ήδη παντρεμένο με τη Μαρία Σωτηριάδου, κόρη ενός εκ των δύο μεγαλομετόχων του άλλοτε κατασκευαστικού κολοσσού ΕΔΟΚ-ΕΤΕΡ που αντιπροσώπευε τον κόσμο στον οποίο ο Θ. Λιακουνάκος ονειρευόταν διακαώς να ενταχθεί. Μεγαλωμένη με οικονομική άνεση, έχοντας αστική κουλτούρα και ευρύ κύκλο γνωριμιών, η Μαρία Σωτηριάδου ήταν το αντικείμενο του πόθου του νεαρού Θωμά που την έστηνε έξω από το αμερικανικό κολέγιο Deree, όπου σπούδαζε εκείνη, επιδιδόμενος σε επίμονο ψηστήρι. Ο «μάγκας» από τον Πειραιά, που τελείωσε νυχτερινό και έβγαζε το μεροκάματο σε μικρομάγαζα ειδών ψαρικής και σκαφών, κάθε άλλο παρά ενθουσίασε τον πατέρα της Μαρίας Σωτηριάδου, ο οποίος έτρεφε μεγαλοαστικά όνειρα για τον μελλοντικό γαμπρό του. Οι αναμενόμενες αντιδράσεις της οικογένειας δεν πτοούν καθόλου τον Θωμά, που με την ορμή της νιότης και του έρωτά του αποφασίζει να την κλέψει. Ο γάμος τους τίθεται προ τετελεσμένου και το ζευγάρι θα ξεκινήσει την κοινή του ζωή σε μεγαλοαστικό διαμέρισμα της Ρηγίλλης. Εκεί όπου θα ανοίξει σαμπάνιες με το κλείσιμο της πρώτης του μεγάλης επιτυχίας με τον διαγωνισμό του Αβέρωφ. Εκεί όπου θα ανοίξει το σαλόνι για να υποδεχτεί όλο τον καλό κόσμο της εποχής και θα μυηθεί στα κοσμικά της καλής ζωής και των status symbols. Εκεί όμως όπου κάποιες φορές θα αισθανθεί μειονεκτικά λόγω της ελλιπούς μόρφωσης. Οταν πια τη δεκαετία του ’80 ο κύκλος των γνωριμιών του περιλαμβάνει από σχεδιαστές όπως ο πρόωρα χαμένος Μπίλι Μπο -συνέταιρος του Μάκη Τσέλιου τότε-, υπουργούς, βουλευτές, στρατιωτικούς, επιχειρηματίες, εκδότες και κατασκευαστές, ο Θ. Λιακουνάκος είναι σαν ρουκέτα σε πύραυλο, έτοιμη να εκτοξευθεί στο χάος της επιτυχίας. Κι αν κάποιοι στα καλέσματα της Ρηγίλλης τον κάνουν να αναρωτιέται «μα ποιος είναι ο Ντοστογιέφσκι και ο Τολστόι;», φροντίζει να μάθει από τους ειδήμονες - έστω κι αν τους ζητάει να κάνουν περίληψη του έργου τους, στο πλαίσιο της λογικής «πού να τα διαβάζω όλα αυτά τώρα!». Εχοντας ήδη ιδρύσει το ’85 την κατασκευαστική εταιρεία Axon Development -από όπου και οι βίλες στη Μύκονο και το «Kastalia Village» στην Αράχοβα- και αποκτήσει ισχυρό επιχειρηματικό εκτόπισμα, αποφασίζει να πάρει μέρος στο πρόγραμμα OPM του Harvard Business School, ένα επιχειρηματικό σεμινάριο διάρκειας τριών μηνών, τα λεγόμενα business courses για στελέχη επιχειρήσεων και επιχειρηματίες που ενισχύουν το βιογραφικό τους και ενημερώνονται για τις τάσεις της αγοράς. Το πιστοποιητικό παρακολούθησης των συγκεκριμένων σεμιναρίων μπήκε σε κορνίζα και έπιασε ένα ευδιάκριτο μέρος του τοίχου στο γραφείο του ως απόδειξη εγκεκριμένων σπουδών. Πτυχίο δεν είναι, αλλά η λέξη «Harvard δίπλα στο όνομά του» είναι ένα ακόμα πάσο στον καλό κόσμο εκεί έξω. Σε αυτόν στον οποίο μπήκε και ο ίδιος χωρίς περγαμηνές σπουδών αλλά προσωπικών ικανοτήτων - αν και όχι πάντοτε με την ίδια επιτυχία.
Ο θυελλώδης έρωτας με τη Νατάσα (το «10 το καλό») ΣΤΗΝ ΨΑΡΟΥ Με τη Μαρία Σωτηριάδου θα αποκτήσει τέσσερα παιδιά: τον Νικόλα, τη Βαρβάρα, την Αλεξία και την Αύρα. Οσο ο όμιλος γιγαντώνεται τόσο η συζυγική του ζωή θα αρχίσει να κλυδωνίζεται από την επιτυχία. Ο Θ. Λιακουνάκος, στις αρχές της δεκαετίας του ’90, έχει ήδη γίνει big και όλα δείχνουν ότι θα γίνει τεράστιος. Εχει ισχυρές εκδοτικές πλάτες, ανδρώθηκε επιχειρηματικά με τη Ν.Δ., αλλά και με το ΠΑΣΟΚ οι δουλειές εξακολουθούν να πηγαίνουν περίφημα. Οταν η κατασκευαστική εταιρεία του πεθερού του θα πτωχεύσει και ο ίδιος βρεθεί σε εξαιρετικά αδύναμη θέση, αφού ακόμα και το περίφημο «πράσινο κτίριο» στο Χαλάνδρι που έχτισε ο ίδιος θα βγει σε πλειστηριασμό, ο Θωμάς θα σπεύσει να «σώσει» τους πάνω ορόφους. Για την τιμή των όπλων, ο πεθερός του θα έχει ακόμα γραφείο -έστω και χωρίς αντικείμενο- και πολλοί τον θυμούνται να καταφθάνει μαζί με τον άλλοτε κραταιό κατασκευαστή, σε εμφανώς πεσμένη πια ψυχολογία, στα πάνω πατώματα. Κάποτε τον απέρριπτε ως αποτυχημένη επιλογή της κόρης του, αργότερα έγινε το δεκανίκι του. Εχει ο καιρός γυρίσματα όπως έχει για όλους, και κάπως έτσι θα γυρίσει ανάποδα και η προσωπική του ζωή.
Ο νεανικός έρωτας, η ιλιγγιώδης επιτυχία, τα συχνά ταξίδια, η «άλλη πια ζωή» θα οδηγήσουν το ζευγάρι στη φθορά και στη σταδιακή απομάκρυνση. Ολα αλλάζουν, οι σχέσεις το ίδιο και το διαζύγιο είναι προ των πυλών. Στη Μύκονο το ’93, σε διακοπές με στενό του φίλο και ενώ ήδη βρίσκονται ξαπλωμένοι στις ξαπλώστρες της Ψαρούς, στο πλαίσιο του κλασικού ανδρικού χαβαλέ, οι δύο φίλοι αρχίζουν μεταξύ τους να σπάνε πλάκα βάζοντας βαθμολογία στις ωραίες της παραλίας. Εστιάζοντας σε συγκεκριμένα σωματικά χαρακτηριστικά των διερχόμενων με μαγιό λουόμενων γυναικών, κάποιες έπαιρναν 5, άλλες 2, μερικές 7, αλλά και 10. Η Νατάσα Κατσαρού, 21 ετών τότε, που τύχαινε να περνάει μπροστά τους, ήταν για τον Θ. Λιακουνάκο το «10 το καλό» - και η γυναίκα που θα αλλάξει τη ζωή του με κάθε τρόπο. Και όπως συμβαίνει σε όσα αφελώς ή μη αποκαλούμε καρμικά, λίγες μέρες μετά, η νεαρή, ξώχαρη και καλλίγραμμη κοπέλα θα βρεθεί μπροστά του στο πάρτι γενεθλίων του, από αυτά τα δώρα ζωής που αποδίδονται μόνο σε σατανικές συμπτώσεις - ενίοτε και σε σατανικούς φίλους. «Αισθανθήκαμε και οι δύο ένα πολύ θετικό vibe. Μια έντονη έλξη. Ημουν τότε 21 ετών και η γνωριμία μας είχε στοιχεία ρομαντικής ταινίας», είχε πει η ίδια σε συνέντευξή της, για να προσθέσει: «Δεν τον γνώριζα και όταν έμαθα ότι είχε ήδη οικογένεια αισθάνθηκα ότι δεν ήμουν για τέτοιου είδους περιπέτειες, παρόλο που εκείνη την εποχή ο γάμος του Θωμά βρισκόταν στο τέλος του. Δεν με απασχόλησε τόσο η μεγάλη διαφορά ηλικίας όσο ότι εκείνος ήταν ήδη δημιουργημένος και εγώ δεν είχα καν ξεκινήσει. Φοβήθηκα όλο το πακέτο. Εκανα έξι μήνες να υποκύψω. Τον παίδεψα λίγο. Ημουν πολύ έξω από τον κόσμο του». Εξω από τον κόσμο του τότε, ωστόσο σύντομα μπήκε εντελώς μέσα και τον κατέλαβε. Το κορίτσι από την επαρχία που ήρθε στην Αθήνα με μεγάλα όνειρα και δούλευε τότε ως πωλήτρια θα γίνει η εμμονή του. Και σύντομα η γυναίκα του. Πολλοί τον θυμούνται στον γάμο τους στον «Αστέρα» να τους υποδέχεται με δάκρυα στα μάτια, για κάποιους συγκινημένους και για άλλους φοβισμένος, όπως συμβαίνει σε όλους τους ερωτευμένους που αφήνονται στα πάθη τους και αναμετρώνται με τη λογική.
Οπως και να ’ναι, η ζωή με τη Νατάσα θα τον εντάξει στη μεγάλη κοσμική ζωή, σε αυτή στην οποία εκείνη αποδείχτηκε μετρ, σέρνοντας τον χορό των φλας, με τον Θωμά να βρίσκεται δίπλα της πότε καμαρώνοντας, πότε εμφανώς αμήχανος, αλλά πάντα εκεί. Θα αποκτήσουν έναν γιο, τον Φίλιππο, και στα 20 περίπου χρόνια της κοινής τους ζωής θα τα ζήσουν και θα τα δουν όλα, με την καλή και την κακή έννοια.
Επιχειρηματικές επιτυχίες (ο Θ. Λιακουνάκος λύνει και δένει ως ο εθνικός προμηθευτής οπλικών συστημάτων, είναι ιδιοκτήτης της εφημερίδας «Κέρδος», έχει αποπειραθεί με αποτυχία να γίνει και ο σύγχρονος Ωνάσης ως ιδιοκτήτης αεροπορικής εταιρείας, έχει κάνει ξενοδοχειακές μονάδες, έχει ιδρύσει και κλείσει εταιρεία διοργάνωσης events με τη Νατάσα στο μάνατζμεντ, έχει εμπλακεί στις κατασκευές κ.τ.λ.), γλέντια, πάρτι, ταξίδια, πανάκριβο lifestyle, διάσημοι φίλοι, επώδυνα ξενύχτια για τον εργασιομανή επιχειρηματία και πόζες. Πολλές πόζες κυρίως από τη Νατάσα Λιακουνάκου που από τη μια έκανε σεμινάρια φιλοσοφίας με τον Στέλιο Ράμφο μαζί με άλλες κοσμικές κυρίες για να αναλύσουν το Συμπόσιο του Πλάτωνα και από την άλλη, μόλις χτυπούσε το κουδούνι, με τον Λάκη Γαβαλά στο πλάι της ανέβαινε στα τραπέζια μερακλώνοντας στον Ρέμο ή δοκιμάζοντας σπεσιαλιτέ στα κοσμικά στέκια της Αθήνας και αναλύοντας μόδα και σχέσεις. Η σχέση τους πέρασε από χίλια δύο κύματα. Οι πολιτικοί και επιχειρηματικοί κύκλοι του Θωμά, καλοί και χρυσοί, αλλά ενίοτε και βαρετοί για μια γυναίκα που ήθελε να ρουφά τους χυμούς της ζωής χωρίς να πληρώνει και το τίμημα του χασμουρητού. Υπήρξαν περίοδοι που το ζευγάρι ζούσε συμβατικά κάνοντας παράλληλη ζωή, περίοδοι που η σχέση τους αναθερμαινόταν, με τα διαμάντια να περιμένουν τη Νατάσα στο μαξιλάρι της -αν όχι μια Porsche σε κορδέλα, όπως στις αρχές της γνωριμίας τους-, και περίοδοι δύσκολες που για την αδυναμία του ενός ή του άλλου το ζευγάρι ήταν πάλι -και είναι ακόμη- μαζί. Η Νατάσα Λιακουνάκου με το μότο «I like, I buy, I pay cash (μου αρέσει, αγοράζω, πληρώνω μετρητά)» ίσως ήρθε η ώρα να αναθεωρήσει τη φιλοσοφία της ζωής της. Πολύ πιθανόν να ήρθε η ώρα να αναθεωρήσει και ο Θ. Λιακουνάκος τη δική του. Οι εξελίξεις θα είναι ραγδαίες και η εποχή της αβάσταχτης ελαφρότητάς του είναι πολύ μακρινές. Και, όπως φαίνεται, αγύριστες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου