Τρίτη 13 Αυγούστου 2013

ΜΕΤΑ ΑΠΟ 16 ΧΡΟΝΙΑ Ελεύθερη η Κάτια Γιαννακοπούλου

Αποφυλακίστηκε ύστερα από 16 χρόνια εγκλεισμού η Κάτια Γιαννακοπούλου, η οποία τον Ιούλιο του 1997 σκότωσε εν ψυχρώ τον αρχιμανδρίτη Άνθιμο Ελευθεριάδη, στη Νέα Σμύρνη.
Το συμβούλιο Εφετών Θήβας με βούλευμά του έκανε δεκτή την αίτηση της Κάτιας Γιαννακοπούλου και της χάρισε την ελευθερία της, καθώς, σύμφωνα με το νόμο, αν και
ισοβίτισσα, έχει εκτίσει 16  χρόνια κλειστής φυλακής, έχει επιδείξει καλή διαγωγή και κατόπιν αυτού μπορεί να αποφυλακιστεί.

Η Γιαννακοπούλου είχε συλληφθεί δύο μέρες μετά τη δολοφονία του αρχιμανδρίτη έξω από το μοναστήρι της Παναγίας Γοργοεπηκόου στη Μάνδρα Αττικής, όπου είχε φτάσει με ποδήλατο και μεταμφιεσμένη με ξανθιά περούκα και μαύρα γυαλιά.

Η ίδια ομολόγησε στους αστυνομικούς ότι πυροβόλησε με οκτώ σφαίρες τον ιερέα με τον οποίο τη συνέδεε ένας απαγορευμένος έρωτας. Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της, ο ιερέας ήταν αυτός που έκανε το πρώτο βήμα για να μετατραπεί η σχέση τους από πνευματική σε ερωτική.

ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ ΑΝΘΙΜΟΥ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΔΗ
Η «γυναίκα της διπλανής πόρτας» σκότωσε τον «επίγειο θεό» της
«Τον περίμενα έξω από το σπίτι του. Πήγαινα σαν υπνωτισμένη. Οταν τον είδα, προσπάθησα να του μιλήσω. Μου γύρισε την πλάτη. Τράβηξα τη σκανδάλη και πυροβόλησα ώσπου κατάλαβα πως δεν είχε άλλες σφαίρες...»

Δεκαπέντε χρόνια συμπληρώθηκαν από το πρωινό της 22ας Ιουλίου του 1997, όταν η Κάτια Γιαννακοπούλου, «η γυναίκα της διπλανής πόρτας», όπως την αποκαλούσαν τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων, η απλή νοικοκυρά και μητέρα ενός ανήλικου αγοριού, δολοφόνησε εν ψυχρώ τον αρχιμανδρίτη Ανθιμο Ελευθεριάδη, με τον οποίο διατηρούσε επτάχρονο δεσμό. Η 42χρονη γυναίκα πυροβόλησε και σκότωσε έξω από το σπίτι του στη Νέα Σμύρνη τον 59χρονο αρχιμανδρίτη, μη μπορώντας να αντέξει τη λήξη του παράνομου δεσμού τους.

Ολα ξεκίνησαν στην απαρχή της δεκαετίας του '90, όταν η Κάτια Γιαννακοπούλου, μία γυναίκα 35 ετών, στα πρώτα της συνειδητά βήματα προς την Εκκλησία γνώρισε τον 52χρονο ιερέα του ναού της Παναγίτσας Παλαιού Φαλήρου Ανθιμο Ελευθεριάδη. Εκεί τον ερωτεύτηκε «απόλυτα, ολοκληρωτικά και τρελά», όπως θα δήλωνε αργότερα κατά την απολογία της, παρά το γεγονός ότι η σχέση αυτή άρχισε να ανθίζει όταν 2 μήνες μετά την πρώτη τους γνωριμία την κάλεσε σπίτι του και της ζήτησε να συνάψουν ερωτική σχέση. Ο έρωτάς τους ήταν θυελλώδης και τα αισθήματα τους γίνονταν ολοένα και πιο δυνατά. Γι' αυτήν ήταν όλος της ο κόσμος, ο «επίγειος θεός της», όπως θα έλεγε αργότερα. Ο αρχιμανδρίτης, καταλαβαίνοντας ότι τόσο πάθος δεν θα έχει καλή κατάληξη, φεύγει το 1995 για το Λονδίνο και προσπαθεί να ξεκόψει.

Η Κάτια Γιαννακοπούλου δεν συναινεί και επιμένει σε αυτήν τη σχέση. Τον ακολουθεί, επισκεπτόμενη συνεχώς τη βρετανική πρωτεύουσα, ακόμα και αυθημερόν, για να τον δει έστω για λίγες ώρες και πάντα κρυφά από τον σύζυγό της. Ο ιερωμένος τής ζητάει επίμονα να διακόψουν καθώς διαβλέπει την εξάρτηση της γυναίκας και τρομάζει.

Εκείνη δεν μπορεί να δεχθεί ότι ο αρχιμανδρίτης θα συνεχίσει να ζει χωρίς εκείνη. Αποφασίζει να τον εκβιάσει ώστε να τον κρατήσει κοντά της. Μαγνητοφωνεί τις συναντήσεις τους, ερωτικές ή απλές. Ο ιερωμένος την αγνοεί. Και τότε αποφασίζει να τον δολοφονήσει.

Με την κάλυψη της περούκας που ο ίδιος της είχε πάρει ώστε να μην την αναγνωρίζουν, αγοράζει ένα όπλο. Παρακολουθεί το διαμέρισμά του, στη Νέα Σμύρνη, στο οποίο διέμενε όταν βρισκόταν την Ελλάδα, και τον περιμένει να επιστρέψει από το Λονδίνο. Τον δολοφονεί το πρωί της 22ας Ιουλίου 1997, την ώρα που ο ιερωμένος περνούσε το κατώφλι της πολυκατοικίας. «Τον περίμενα έξω από το σπίτι του. Πήγαινα σαν υπνωτισμένη.

Εβγαζα κι έβαζα τις σφαίρες από το περίστροφο. Οταν τον είδα, προσπάθησα να του μιλήσω. Μου γύρισε την πλάτη. Αυτή η κίνηση μου όπλισε το χέρι. Τράβηξα τη σκανδάλη και πυροβόλησα ώσπου κατάλαβα πως δεν είχε άλλες σφαίρες...». Πέντε σφαίρες στο σώμα, οι τελευταίες δύο σφαίρες στο κεφάλι. Πυροβολεί με μανία, ώσπου να της τελειώσουν τα πυρά. «Αν μπορούσα να τον αναστήσω με πέντε φιλιά ποτισμένα από το αίμα της μετανιωμένης μου καρδιάς θα το έκανα», είχε δηλώσει μετά την πράξη της.

Η σύλληψη
Συλλαμβάνεται δύο μέρες αργότερα έξω από ένα μοναστήρι, στη Μάνδρα Αττικής. Καταδικάζεται πρωτόδικα σε 20ετή κάθειρξη εφόσον της αναγνωρίστηκαν ως ελαφρυντικά ο πρότερος έντιμος βίος και η ανάρμοστη συμπεριφορά του θύματος.

Η κατηγορούμενη, όμως, στις 20 Νοεμβρίου του 2001, χάνει τη δεύτερη ευκαιρία ώστε να μειωθεί η ποινή της. Οι εφέτες την αντιμετωπίζουν με αυστηρότητα κρίνοντας ότι εκτέλεσε «εν ψυχρώ και σε ήρεμη ψυχική κατάσταση» τον αρχιμανδρίτη. Επειτα από ακροαματική διαδικασία επτά ημερών, τα ισόβια προκαλούν σοκ στην Κάτια Γιαννακοπούλου και απορρίπτουν σχεδόν κάθε επιχείρημά της.

Εκπληκτη έμεινε και η υπεράσπισή της για την ομόφωνη λήψη της απόφασης για ισόβια και προσφεύγει στον Αρειο Πάγο προκειμένου να αναιρεθεί η εφετειακή απόφαση, αλλά και αυτή η δικονομική ενέργεια είχε πέσει στο κενό.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αρχειοθήκη ιστολογίου