Με
την αλματώδη άνοδο της αγοραπωλησίας ακινήτων να έχει δημιουργήσει μια
παγκόσμια στεγαστική κρίση και με τους ενοίκους στις περισσότερες χώρες
να δυσκολεύονται στην εύρεση ενός σπιτιού, η Βιέννη κάνει τη διαφορά με
την στεγαστική πολιτική της
«Η Βιέννη είναι μια πόλη όπου μπορείτε να επιλέξετε σε ποιον αιώνα θέλετε να ζήσετε», σχολιάζει η πολιτική επιστήμονας Ivan Krastev. Τα σπίτια διαφέρουν αισθητικά από την Art Nouveau του 19ου αιώνα και τον Βιεννέζικο μοντερνισμό, μέχρι και τις νεόχτιστες οικολογικές κατοικίες του 21ου αιώνα, όλα συνδεδεμένα μέσω του εξαιρετικά λειτουργικού και φθηνού δικτύου δημόσιων μεταφορών. Όμως το δίκτυο μεταφορών δεν είναι το μοναδικό πράγμα που βρίσκει κανείς φθηνό στην Βιέννη. Στην πραγματικότητα η πιο σημαντική σχέση τιμής-ποιότητας που αξίζει να αναφερθεί, είναι αυτή των σπιτιών και των ενοικίων.
Εν μέσω μιας παγκόσμιας στεγαστικής κρίσης, που έχει οδηγήσει στην υπερεκτίμηση των κατοικιών, κάνοντας τους ιδιοκτήτες ακινήτων πλούσιους και τους ενοικιαστές απελπιστικά φτωχούς, η Βιέννη έρχεται στο επίκεντρο των λύσεων των στεγαστικών προβλημάτων.
Χαμηλά ενοίκια που διαρκούν για έναν αιώνα
Ο λόγος που η Βιέννη παρεκκλίνει τόσο αισθητά από τις ισχύουσες συνθήκες της αγοράς ακινήτων, οφείλεται στην γενναιόδωρη προσφορά της με κοινωνικές κατοικίες, γεγονός που συμβάλλει στη διατήρηση του κόστους σε χαμηλά επίπεδα για όλους. Ωστόσο αυτό δεν ίσχυε πάντοτε.
Όλα ξεκινούν χρόνια πριν τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τότε που η Βιέννη είχει τις χειρότερες συνθήκες στέγασης στην Ευρώπη και ήταν μια πόλη που πέθαινε. Πολλές οικογένειες της εργατικής τάξης αναγκάζονται να έχουν υπενοικιαστές, ή ενοικιαστές κρεβατιών (εργάτες ημέρας και νύχτας που κοιμόντουσαν στο ίδιο κρεβάτι σε διαφορετικές ώρες) προκειμένου να μπορούν μηνιαία να αποπληρώνουν το ενοίκιό τους. Από το 1919 και έπειτα και ιδιαίτερα την περίοδο 1923 έως 1934, το σοσιολδημοκρατικό κυβερνών κόμμα ξεκινά να σχεδιάζει τις παγκοσμίου φήμης πλέον δημοτικές κατοικίες της Βιέννης, γνωστές ως Gemeindebauten. 64.000 νέες μονάδες σε 400 οικοδομικά τετράγωνα, εκτινάσσουν την προσφορά κατοικιών στην πόλη κατά 10%. Αποτέλεσμα, 200.000 άνθρωποι, δηλαδή το ένα δέκατο του συνολικού πληθυσμού, να βρουν νέα στέγη σε κτίρια με αρκετά χαμηλό ενοίκιο.
Η ιδέα ήταν να χτιστούν κατοικίες που να είναι οικονομικά προσιτές, υγιεινές και όμορφες. Πίστευαν ότι το δικαίωμα στην ομορφιά δεν έπρεπε να ανήκει μόνο στους πλούσιους, όπως σχολιάζει η ιστορικός και επιμελήτρια Julia Schranz. Για το σκοπό αυτό, η πόλη προσέλαβε τους μεγαλύτερους αρχιτέκτονες της εποχής και εγκατέστησε άφθονη δημόσια τέχνη. Το κόμμα αναφερόταν στην Βιέννη, ως οι Βερσαλλίες για τους Εργαζόμενους.
Το Karl Marx-Hof χτισμένο από το 1927-1933 στη 19η συνοικία από τα πιο γνωστά Gemeindebauten (δημοτικά συγκροτήματα κατοικιών)
Το σχέδιο Gemeindebauten – η αυστριακή λέξη για το κτήριο του δήμου- καλωσορίζει ωστόσο, εκτός από τους φτωχούς και τη μεσαία τάξη. Σήμερα στη Βιέννη, το 80 τοις εκατό των κατοίκων της, πληροί τις προϋποθέσεις για δημόσια στέγαση, με συμβόλαιο που δεν λήγει ποτέ, ακόμη και αν αυτοί γίνουν πλουσιότεροι. Αυτή η ριζοσπαστική πολιτική κοινωνικής στέγασης του Δημοτικού Συμβουλίου της Βιέννης, το οποίο είναι και ο μεγαλύτερος ιδιοκτήτης ακινήτων στην Ευρώπη, εξασφαλίζει στους κατοίκους υψηλής ποιότητας κατοικίες με χαμηλά κόστη. Συγκεκριμένα περίπου το 60% του πληθυσμού ζει σε υψηλής ποιότητας επιδοτούμενες κατοικίες, συμπεριλαμβανομένων οικογενειών της μεσαίας τάξης και νέων επαγγελματιών.
Το 2022 οι περισσότεροι Βιεννέζοι δαπανούσαν περίπου, μόνο το 26% από τον μισθό τους σε ενοίκιο και ενεργειακά κόστη. Αυτή η λύση των προγραμμάτων κοινωνικής στέγασης, που φαίνεται να αγκαλιάζει την οικονομική ποικιλομορφία είναι άκρως σημαντική για την αποταμίευση και την επιβίωση ενός νοικοκυριού και έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την ισχύουσα παγκόσμια κατάσταση.
Η στεγαστική κρίση
Η Ευρώπη και η Αμερική πιέζονται σημαντικά από την άνοδο των τιμών με τους ενοικιαστές να επωμίζονται το μεγαλύτερο βάρος της στεγαστικής κρίσης. Από το Παρίσι έως τη Βαρσοβία, από το Δουβλίνο έως την Αθήνα, όλο και περισσότεροι άνθρωποι στην Ε.Ε. αγωνίζονται να αντέξουν οικονομικά το αυξανόμενο κόστος στέγασης. Ακόμη και πριν από την έναρξη της πανδημίας, ένας στους δέκα Ευρωπαίους ξόδευε, σύμφωνα με τον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης, πάνω από το 40% του εισοδήματός του για στέγαση. Ιδιαίτερα στις αστικές περιοχές, πολλοί άνθρωποι βρίσκονται σε δεινή κατάσταση και οδηγούνται εκτός πόλης. Ταυτόχρονα η σχέση τιμής-ποιότητας είναι ιδιαίτερα κακή με τις περισσότερες κατοικίες να βρίσκονται σε άθλια κατάσταση. Σύμφωνα με τα στοιχεία του οργανισμού πάρα πολλοί άνθρωποι στην Ευρώπη ζουν συνωστισμένοι, σε υγρά, ή ανεπαρκώς μονωμένα σπίτια, με δυσβάσταχτους λογαριασμούς κοινής ωφέλειας.
Τι φταίει; Η στεγαστική πολιτική που υιοθετούν οι περισσότερες χώρες και πόλεις τους. Εκτός από την μείωση των εισοδημάτων, σύμφωνα με έρευνα της διαΝΕΟσις, πλέον μία στις τέσσερις πωλήσεις κατοικιών γίνεται σε κάποιον που δεν έχει καμία πρόθεση να ζήσει σε αυτήν και την χρησιμοποιεί κυρίως με μεθόδους βραχυχρόνιας μίσθωσης. Και ενώ επενδυτικά αυτό αποδίδει, είναι μια άκρως παρασιτική μορφή με τις διογκωμένες τιμές των ενοικίων να γεμίζουν τις τσέπες των ιδιοκτητών, αλλά να εμποδίζουν τους ενοικιαστές να ανταπεξέλθουν, να αποταμιεύσουν και να ξεφύγουν από τον φαύλο κύκλο του προβλήματος αυτού.
Στο Βερολίνο, τα ενοίκια έχουν εκτοξευθεί στα ύψη εξαιτίας των μεγάλων εταιρειών ακινήτων, πολλές από τις οποίες έχουν στην ιδιοκτησία τους πάνω από 8000 κατοικίες. Το 2021 η Deutsche Wohnen ήταν ο μεγαλύτερος ιδιοκτήτης κατοικιών στο Βερολίνο με 114.000 κατοικίες. Με την απογοήτευση να είναι ιδιαιτέρως εμφανής, οι οργανώσεις ενοικιαστών πρότειναν ένα μέτρο “απαλλοτρίωσης”, το οποίο καλούσε τις εταιρείες με περισσότερες από 3.000 κατοικίες να πουλήσουν τις ιδιοκτησίες τους πίσω στην κυβέρνηση σε τιμές χαμηλότερες της αγοράς. Στο δημοψήφισμα του 2021, το 59% των Βερολινέζων ψήφισε υπέρ, χωρίς ωστόσο να είναι σαφές αν θα εφαρμοστεί ποτέ. Αντίστοιχα στο Λονδίνο, οι νοσοκόμες, οι δάσκαλοι και οι δημόσιοι υπάλληλοι, μετακομίζουν μακριά από το κέντρο, καθώς δεν μπορούν να αντέξουν οικονομικά να ζουν εκεί.
Στην Ελλάδα τα κόστη στέγασης έχουν επίσης εκτοξευτεί, σύμφωνα με τη Eurostat, ενώ πρόσφατη έρευνα του Ινστιτούτου για την Έρευνα και την Κοινωνική Αλλαγή, Eteron, δείχνει ότι το 47,8% των Ελλήνων, από ένα δείγμα ερωτηθέντων 1.000 ενοικιαστών, αδυνατεί να αποπληρώσει το ενοίκιο του, ενώ 7 στους 10 αφού πληρώσουν το ενοίκιο τους δεν μπορούν να ανταπεξέλθουν στις υπόλοιπες δαπάνες.
Υπάρχει λύση;
Είναι εφικτό να ακολουθήσουν όλο και περισσότερες χώρες το μοντέλο της Βιέννης. Να υιοθετήσουν δηλαδή οι δημόσιες αρχές προγράμματα διαμόρφωσης, ή ανοικοδόμησης κτιρίων και μετατροπής τους σε κατοικίες, ενοικιάζοντάς τα με χαμηλό ενοίκιο σε δικαιούχους. Γίνεται άραγε να δημιουργηθεί εκ του μηδενός, ένα νέο μοντέλο στεγαστικής πολιτικής που θα είναι αυτοχρηματοδοτούμενο και βιώσιμο, ώστε να μην εξαρτάται από τη διάθεση αναπτυξιακών πόρων, ή από τον δημοσιονομικό χώρο κάθε χρονιάς; Ακριβώς ότι γίνεται στην Βιέννη δηλαδή.
Με πολλές κυβερνήσεις ήδη να βάζουν στο επίκεντρο της πολιτικής τους ατζέντας τα παραπάνω ερωτήματα, το παράδειγμα της Βιέννης μας καλεί να οραματιστούμε έναν κόσμο, όπου η κατοικία μας, δεν θα αποτελεί πια την βασική μας ανάγκη και το κύριο λόγο άγχους μας.
Πώς θα μπορούσε άραγε να μοιάζει η ζωή μας μετά από αυτό; Μάλλον αν η ζωή μας γίνει πιο ασφαλής, τουλάχιστον σε σχέση με τις κοινωνικές συνθήκες, θα μπορούμε να χρησιμοποιούμε την ενέργειά μας για τα πράγματα που είναι πραγματικά σημαντικά στη ζωή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου