Υπήρξε μια από τις πλέον σεβαστές προσωπικότητες στην πολιτιστική ζωή της μεταπολεμικής Γερμανίας
Ο Μαρσέλ Ράιχ - Ρανίτσκι, εξέχουσα μορφή της γερμανικής λογοτεχνικής κριτικής ,
απεβίωσε την Τετάρτη 18 Σεπτεμβρίου στη Φραγκφούρτη. Ήταν 93 ετών - νωρίτερα μέσα στη χρονιά είχε διαγνωσθεί ότι έπασχε από καρκίνο του προστάτη.
Εθεωρείτο ο «Πάπας της λογοτεχνίας» (Literaturpapst) και μια από τις πλέον σεβαστές προσωπικότητες στην πολιτιστική ζωή της μεταπολεμικής Γερμανίας. H εφημερίδα «Süddeutsche Zeitung» έγραψε ότι ήταν «ο άνδρας που μας δίδαξε πώς να διαβάζουμε» (der Mann, der uns das Lesen Lehrte).
Η καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ δήλωσε ότι «χάσαμε έναν απαράμιλλο φίλο της λογοτεχνίας, αλλά και της ελευθερίας και της δημοκρατίας. Θα μας λείψει αυτός ο παθιασμένος και υπέροχος άνθρωπος».
Ο ίδιος γεννήθηκε το 1920 στο Βουότσουαβεκ της Πολωνίας από Γερμανούς εβραϊκής καταγωγής και μεγάλωσε από οκτώ ετών στο Βερολίνο. Λάτρευε τους μεγάλους κλασικούς, τον Γκαίτε και τον Χάινε. Σε αυτούς βρήκε παρηγοριά ακόμη και όταν είδε μέλη των SS να μεταφέρουν τους γονείς του στο στρατόπεδο εξόντωσης της Τρεμπλίνκα.
«Ο μεγαλύτερος αντισημίτης στην ιστορία της γερμανικής κουλτούρας ήταν ο Ριχάρδος Βάγκνερ» είπε κάποτε σε μια συνέντευξή του. «Και η πιο σημαντική όπερα που γνωρίζω είναι δική του, το έργο "Τριστάνος και Ιζόλδη"».
Ο νομπελίστας συγγραφέας Γκίντερ Γκρας τον ρώτησε κάποτε «τι είστε στην πραγματικότητα - Πολωνός, Γερμανός, τι;» και ο Ράιχ - Ρανίτσκι, επιζών του Γκέτο της Βαρσοβίας και της ναζιστικής βαρβαρότητας, απάντησε «είμαι μισός Πολωνός, μισός Γερμανός και εντελώς Εβραίος».
Αργότερα ανασκεύασε αυτή τη δήλωση επισημαίνοντας ότι ένιωθε παντού ξένος αλλά ότι αυτή η ένταση, που προέκυπτε από την ρευστή του ταυτότητα, δυνάμωνε περισσότερο το έργο του.
Τιμήθηκε με πολλά βραβεία αλλά και ακαδημαϊκούς τίτλους. Έγραψε πληθώρα μελετών και μονογραφιών, κατάρτισε ανθολογίες, συνεργάστηκε με τις εγκυρότερες γερμανικές εφημερίδες (από τη δεκαετία του 1970 διαμόρφωσε τις λογοτεχνικές σελίδες της «Frankfurter Allgemeine Zeitung») ενώ από το 1988 ως το 2001 διατηρούσε μια δημοφιλή εκπομπή στο ZDF, το «Λογοτεχνικό Κουαρτέτο».
Το 1999 εξέδωσε τα απομνημονεύματά του με τον τίτλο «Η ζωή μου» (εκδ. Ίνδικτος) μια συγκλονιστική μαρτυρία για την ευρωπαϊκή ιστορία του προηγούμενου αιώνα αλλά και μια ξεχωριστή αφήγηση για την ίδια τη γερμανική λογοτεχνία που κατέκτησε τις λίστες των ευπωλήτων για πολλές εβδομάδες.
Ήταν, βεβαίως, μια εκρηκτική προσωπικότητα και είχε στήσει μυθικές διαμάχες. Οι λογοτεχνικοί κύκλοι του απέδωσαν τον χαρακτηρισμό «εκτελεστής».
Δεν δίσταζε να απομυθοποιήσει εγνωσμένης αξίας συγγραφείς όταν δεν ικανοποιούσαν τα κριτήριά του ενώ όταν κάποιος νεότερος και άγνωστος δημιουργός έγραφε ένα αξιόλογο βιβλίο το αναδείκνυε χωρίς δισταγμό, ο Ντάνιελ Κέλμαν ένα από τα πιο πρόσφατα παραδείγματα.
Όταν ο Γκίντερ Γκρας εξέδωσε το 1995 το μυθιστόρημα «Ένα ευρύ πεδίο» (εκδ. Οδυσσέας) το κατέκρινε πάρα πολύ άσχημα και εμφανίστηκε μάλιστα στο εξώφυλλο του γνωστού περιοδικού «Der Spiegel» να σκίζει στα δυο το βιβλίο.
Το 2012 όταν ο νομπελίστας δημοσίευσε ένα ποίημα με το οποίο ασκούσε κριτική στο Ισραήλ ο Ράιχ - Ρανίτσκι το χαρακτήρισε «αηδιαστικό». Ο Μάρτιν Βάλζερ, ένα άλλο «ιερό τέρας» της σύγχρονης γερμανικής λογοτεχνίας, στο μυθιστόρημά του «Ο θάνατος ενός κριτικού» (εκδ. Εστία) μετέτρεψε ούτε λίγο ούτε πολύ τον Μαρσέλ Ράιχ - Ρανίτσκι σε έναν απεχθή λογοτεχνικό ήρωα.
Στο βιβλίο, το οποίο όταν κυκλοφόρησε στη Γερμανία προκάλεσε σάλο, είναι ο πανίσχυρος λογοτεχνικός κριτικός Ερλ Κένιγκ τον οποίο δολοφονεί ο αδικημένος συγγραφέας Χανς Λαχ μετά από μια εξευτελιστική, δημόσια ακύρωση του έργου του. O Βάλζερ τότε κατηγορήθηκε για αντισημιτισμό. Τα πυρά του Ράιχ - Ρανίτσκι βρήκαν, μεταξύ άλλων, και τον αυστριακό συγγραφέα Πέτερ Χάντκε.
Το 2012, ενδεικτό αυτό της τεράστιας εκτίμησης που έχαιρε, έκανε μια δημόσια ομιλία στην Ομοσπονδιακή Βουλή της Γερμανίας στη μνήμη των θυμάτων του Ολοκαυτώματος. Έβαλε και αυτός το δικό του λιθαράκι μέσα από το έργο του για να συμφλιωθεί η χώρα με το παρελθόν της.
απεβίωσε την Τετάρτη 18 Σεπτεμβρίου στη Φραγκφούρτη. Ήταν 93 ετών - νωρίτερα μέσα στη χρονιά είχε διαγνωσθεί ότι έπασχε από καρκίνο του προστάτη.
Εθεωρείτο ο «Πάπας της λογοτεχνίας» (Literaturpapst) και μια από τις πλέον σεβαστές προσωπικότητες στην πολιτιστική ζωή της μεταπολεμικής Γερμανίας. H εφημερίδα «Süddeutsche Zeitung» έγραψε ότι ήταν «ο άνδρας που μας δίδαξε πώς να διαβάζουμε» (der Mann, der uns das Lesen Lehrte).
Η καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ δήλωσε ότι «χάσαμε έναν απαράμιλλο φίλο της λογοτεχνίας, αλλά και της ελευθερίας και της δημοκρατίας. Θα μας λείψει αυτός ο παθιασμένος και υπέροχος άνθρωπος».
Ο ίδιος γεννήθηκε το 1920 στο Βουότσουαβεκ της Πολωνίας από Γερμανούς εβραϊκής καταγωγής και μεγάλωσε από οκτώ ετών στο Βερολίνο. Λάτρευε τους μεγάλους κλασικούς, τον Γκαίτε και τον Χάινε. Σε αυτούς βρήκε παρηγοριά ακόμη και όταν είδε μέλη των SS να μεταφέρουν τους γονείς του στο στρατόπεδο εξόντωσης της Τρεμπλίνκα.
«Ο μεγαλύτερος αντισημίτης στην ιστορία της γερμανικής κουλτούρας ήταν ο Ριχάρδος Βάγκνερ» είπε κάποτε σε μια συνέντευξή του. «Και η πιο σημαντική όπερα που γνωρίζω είναι δική του, το έργο "Τριστάνος και Ιζόλδη"».
Ο νομπελίστας συγγραφέας Γκίντερ Γκρας τον ρώτησε κάποτε «τι είστε στην πραγματικότητα - Πολωνός, Γερμανός, τι;» και ο Ράιχ - Ρανίτσκι, επιζών του Γκέτο της Βαρσοβίας και της ναζιστικής βαρβαρότητας, απάντησε «είμαι μισός Πολωνός, μισός Γερμανός και εντελώς Εβραίος».
Αργότερα ανασκεύασε αυτή τη δήλωση επισημαίνοντας ότι ένιωθε παντού ξένος αλλά ότι αυτή η ένταση, που προέκυπτε από την ρευστή του ταυτότητα, δυνάμωνε περισσότερο το έργο του.
Τιμήθηκε με πολλά βραβεία αλλά και ακαδημαϊκούς τίτλους. Έγραψε πληθώρα μελετών και μονογραφιών, κατάρτισε ανθολογίες, συνεργάστηκε με τις εγκυρότερες γερμανικές εφημερίδες (από τη δεκαετία του 1970 διαμόρφωσε τις λογοτεχνικές σελίδες της «Frankfurter Allgemeine Zeitung») ενώ από το 1988 ως το 2001 διατηρούσε μια δημοφιλή εκπομπή στο ZDF, το «Λογοτεχνικό Κουαρτέτο».
Το 1999 εξέδωσε τα απομνημονεύματά του με τον τίτλο «Η ζωή μου» (εκδ. Ίνδικτος) μια συγκλονιστική μαρτυρία για την ευρωπαϊκή ιστορία του προηγούμενου αιώνα αλλά και μια ξεχωριστή αφήγηση για την ίδια τη γερμανική λογοτεχνία που κατέκτησε τις λίστες των ευπωλήτων για πολλές εβδομάδες.
Ήταν, βεβαίως, μια εκρηκτική προσωπικότητα και είχε στήσει μυθικές διαμάχες. Οι λογοτεχνικοί κύκλοι του απέδωσαν τον χαρακτηρισμό «εκτελεστής».
Δεν δίσταζε να απομυθοποιήσει εγνωσμένης αξίας συγγραφείς όταν δεν ικανοποιούσαν τα κριτήριά του ενώ όταν κάποιος νεότερος και άγνωστος δημιουργός έγραφε ένα αξιόλογο βιβλίο το αναδείκνυε χωρίς δισταγμό, ο Ντάνιελ Κέλμαν ένα από τα πιο πρόσφατα παραδείγματα.
Όταν ο Γκίντερ Γκρας εξέδωσε το 1995 το μυθιστόρημα «Ένα ευρύ πεδίο» (εκδ. Οδυσσέας) το κατέκρινε πάρα πολύ άσχημα και εμφανίστηκε μάλιστα στο εξώφυλλο του γνωστού περιοδικού «Der Spiegel» να σκίζει στα δυο το βιβλίο.
Το 2012 όταν ο νομπελίστας δημοσίευσε ένα ποίημα με το οποίο ασκούσε κριτική στο Ισραήλ ο Ράιχ - Ρανίτσκι το χαρακτήρισε «αηδιαστικό». Ο Μάρτιν Βάλζερ, ένα άλλο «ιερό τέρας» της σύγχρονης γερμανικής λογοτεχνίας, στο μυθιστόρημά του «Ο θάνατος ενός κριτικού» (εκδ. Εστία) μετέτρεψε ούτε λίγο ούτε πολύ τον Μαρσέλ Ράιχ - Ρανίτσκι σε έναν απεχθή λογοτεχνικό ήρωα.
Στο βιβλίο, το οποίο όταν κυκλοφόρησε στη Γερμανία προκάλεσε σάλο, είναι ο πανίσχυρος λογοτεχνικός κριτικός Ερλ Κένιγκ τον οποίο δολοφονεί ο αδικημένος συγγραφέας Χανς Λαχ μετά από μια εξευτελιστική, δημόσια ακύρωση του έργου του. O Βάλζερ τότε κατηγορήθηκε για αντισημιτισμό. Τα πυρά του Ράιχ - Ρανίτσκι βρήκαν, μεταξύ άλλων, και τον αυστριακό συγγραφέα Πέτερ Χάντκε.
Το 2012, ενδεικτό αυτό της τεράστιας εκτίμησης που έχαιρε, έκανε μια δημόσια ομιλία στην Ομοσπονδιακή Βουλή της Γερμανίας στη μνήμη των θυμάτων του Ολοκαυτώματος. Έβαλε και αυτός το δικό του λιθαράκι μέσα από το έργο του για να συμφλιωθεί η χώρα με το παρελθόν της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου