Η φωνή της είναι θερμή, γήινη, κάποιες στιγμές επιτακτική, κάποιες
ανέλπιστα ανθρώπινη, με έντονα ψήγματα κρητικής προφοράς. Προφανώς
αδιαφορεί για τις κακές γλώσσες που λένε ότι στην
απρόσκοπτη αναρρίχησή της θα έπρεπε, αν μη τι άλλο, να φροντίσει για κάποια μαθήματα ορθοφωνίας.
Η Γιάννα Αγγελοπούλου λέει ότι δεν έχει αλλάξει με το πέρασμα του χρόνου, εκτός βέβαια, όπως επαναλαμβάνει η ίδια, από την αναπόφευκτη εμπειρία και σοφία που κατακάθεται στους ώμους σου όταν είσαι 56 χρόνων στα 57. Για παράδειγμα, εξακολουθούν να την απωθούν «εκείνοι που χωρίς να μπορούν να πετάξουν πάνω από τα πράγματα, θεωρούν ότι όλοι τούς χρωστάνε. Κανείς δεν σου χρωστάει. Εσύ χρωστάς στον εαυτό σου, στην οικογένειά σου, στη χώρα σου». Ξέρει πως όταν μιλάει οι περισσότεροι ακούνε. Οταν είναι μπροστά. Οταν λείπει, όποιον και να ρωτήσεις για εκείνη θα γελάσει. Από αμηχανία, φθόνο, θαυμασμό, μίσος, λατρεία.
Πού χάθηκε η Mrs Α; Πού είναι, αλήθεια, η γυναίκα που «ελιμπίσθηκε το ανέφικτο;», όπως είχε πει (για τον εαυτό του) ο Δημήτρης Πικιώνης; Και το κυριότερο, τι ετοιμάζει;
«Πώς νίκησα την ασθένεια»
Ενα περιστατικό θα την ταρακουνήσει πραγματικά και θα ανατρέψει τη φιλοσοφία ζωής της. Τέσσερις μήνες μετά τους Ολυμπιακούς και ενώ βρίσκεται με την οικογένειά της στο σπίτι της στο Γκστάαντ, η σιδηρά Γιάννα είναι για πρώτη φορά αντιμέτωπη με τη θνητότητά της. Κάποια δημοσιεύματα της εποχής κάνουν λόγο για «ολυμπιακή υπερκόπωση», η ίδια όμως επιβεβαιώνει (για πρώτη φορά) σήμερα στο ΒΗmagazino τη σοβαρή περιπέτεια υγείας της: «Τότε για πρώτη φορά σκέφτηκα: “Μπόρεσες και τα έβγαλες όλα πέρα και τώρα κινδυνεύεις να φύγεις...». Πάλεψε με την ασθένεια, «όπως παλεύουν κάθε μέρα εκατομμύρια άνθρωποι», τη νίκησε, αλλά δεν την άφησε πίσω της: «Θέλω να το θυμάμαι και με πονάει να το θυμάμαι» λέει, σε μια βαθιά εξομολογητική στιγμή της.
Η Γιάννα Αγγελοπούλου επιμένει ότι, οκτώ χρόνια μετά το τέλος των Ολυμπιακών του 2004, η μεγαλύτερη παρανόηση γύρω από το πρόσωπό της παραμένει ότι δεν είναι κανονικός άνθρωπος. Σπεύδει να δηλώσει πως είναι μια «κανονική μεσογειακή μαμά», που έμαθε έστω όψιμα (αφότου πήγαν στο πανεπιστήμιο) να μαγειρεύει για τα παιδιά της (ανάμεσα στις σπεσιαλιτέ της αναφέρει τα αυτοσχέδια ντρέσινγκ της για σαλάτες, το φιλέτο φλαμπέ με πράσινο πιπέρι, τον χειροποίητο πουρέ, τα ριγκατόνι με τρία αλλαντικά και τέσσερα τυριά στον φούρνο, αλλά και μια κρητική συνταγή, τα σαλιγκάρια με πατάτες, που όμως αρέσουν μόνο στην κόρη της, Καρολίνα). Ακούγοντάς την να μιλάει με τέτοιο πάθος για την «κανονικότητά της», είναι δύσκολο να μη σου έρθει στον νου εκείνη η πριν από κάμποσα χρόνια απέλπιδη προσπάθεια της Μάργκαρετ Θάτσερ (γειτόνισσας της Γιάννας ένα φεγγάρι στο Τσέλσι του Λονδίνου), να αποφορτίσει την εικόνα της και να φανεί κανονική. Ηταν η μοναδική ίσως φορά που πέταξε τη μεσαιωνική πανοπλία και φωτογραφήθηκε σαν καλοκάγαθη νοικοκυρούλα δίπλα στον φούρνο και τον απορροφητήρα της οδού Ντάουνινγκ. Μόνο που η καμπάνια της «κανονικής» Μάγκι δεν «έπιασε». Τουναντίον, όπως συμβαίνει και με τη Γιάννα Αγγελοπούλου, οι περισσότεροι αναρωτήθηκαν τι – ή ποιος! – σιγοψηνόταν στον φούρνο.
Η Γιάννα και ο ΣΥΡΙΖΑ
Η αυτοεξόριστη από τον δημόσιο βίο «πρώτη κυρία» του 2004 επέστρεψε στο προσκήνιο, αρχικά με την εμφάνισή της δίπλα στον Μπιλ Κλίντον σε εκδήλωση του Χάρβαρντ, όπου δήλωσε ότι το «κλειδί» για την κρίση στην Ελλάδα είναι μια νέα γενιά ηγετών. Και στη συνέχεια χάρη στα δημοσιεύματα που την έφεραν να συνδέεται με αμερικανική εταιρεία συμβούλων (πρόεδρος της οποίας τυγχάνει ο Ντάγκλας Μπαντ, στενότερος σύμβουλος του Μπιλ Κλίντον) που ανέλαβε την καμπάνια του ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές της 17ης Ιουνίου. Η θεωρία ταίριαζε, άλλωστε, γάντι με την πρόσφατη αριστερόστροφη αρθρογραφία (στην εφημερίδα «Athens Voice» και στο site REDΝotebook) του πρωτότοκου γιου της, Παναγιώτη, απόφοιτου του Χάρβαρντ. Σε επιστολή της προς την εφημερίδα «Δημοκρατία» η Γιάννα Αγγελοπούλου απέδωσε τα ευφάνταστα σενάρια στις παρενέργειες του καύσωνα.
Την ίδια ώρα, οι φήμες γύρω από την οικονομική κατάσταση του συζύγου της Θεόδωρου Αγγελόπουλου, ο οποίος έχει εκ των πραγμάτων δεχθεί βαριά πλήγματα από τη διεθνή χρηματοπιστωτική κρίση, δίνουν και παίρνουν. Οπως προκύπτει από το ναυτιλιακό ρεπορτάζ, ο κ. Αγγελόπουλος, που τελευταίως επιδιδόταν μετά ζήλου σε… ρευστοποιήσεις πλοίων (για να ισοφαρίσει, όπως λέγεται, τις απώλειες που έχει υποστεί στην ελβετική τράπεζα UBS, της οποίας φέρεται να ελέγχει το 6%-8% των μετοχών), έχει επικεντρώσει το ενδιαφέρον του σε πλωτές πλατφόρμες εξόρυξης πετρελαίου, από τις πιο ακριβές επενδύσεις σήμερα στη ναυτιλία. Κανείς, πάντως, δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα τι «μαγειρεύει» το ζεύγος. Η Γιάννα φροντίζει σταθερά να διασκεδάζει εντυπώσεις και προσδοκίες με δηλώσεις όπως αυτή προς το ΒΗmagazino: «Εγώ θέλω να κάνω πράγματα, αλλά η Ελλάδα δεν μου επιτρέπει να τα κάνω. Γι’ αυτό έχω μπει σε διεθνή τροχιά. Γιατί έχω βρει “κυψέλες” που “ρουφάνε” κυριολεκτικά τους ανθρώπους που θεωρούν ότι έχουν ένα πάθος να κάνουν πράγματα. Αν, όμως, κάτι τύχει και με χρειαστεί η χώρα μου, το λέω έτσι χωρίς να σκεφτώ, θα είμαι εδώ».
Με δύναμη από την Εμπαρο Κρήτης
Η Γιάννα Δασκαλάκη γεννιέται στο Ηράκλειο Κρήτης στις 12 Δεκεμβρίου 1955. Παίρνει το όνομά της από την αδελφή του πατέρα της, Φρίξου (ένας ακόμη αδελφός του, ο Αχιλλέας, διακεκριμένος φιλόλογος, πεθαίνει νέος από τύφο). Η Γιάννα Δασκαλάκη η πρεσβύτερη, ξανθιά καλλονή της εποχής, που δεν απέκτησε ποτέ δικά της παιδιά (ίσως γι΄αυτό έτρεφε αδυναμία στη δυναμική ανιψιά), θα στολίσει τις πρώτες καρτ ποστάλ του νησιού. Ντυμένη με τη στολή του Λυκείου των Ελληνίδων φωτογραφίζεται, με μεστό βλέμμα και τα χέρια περήφανα στη μέση, μπροστά στον τάφο του Νίκου Καζαντζάκη.
Ο πατέρας της Γιάννας Δασκαλάκη, ο Φρίξος, ήταν, όπως λένε άνθρωποι που τον έζησαν από κοντά, ένας ευγενικός και πράος άνθρωπος, οικογενειάρχης, λίγο «σφιχτός» όταν επρόκειτο να ξοδέψει χρήματα, από την Εμπαρο, ένα ηλιόχαρο χωριό του Νομού Ηρακλείου. Διατελεί πρόεδρος της Κιτρένωσης (του συνεταιρισμού των παραγωγών κίτρου), ενώ επί χούντας γίνεται πρόεδρος στη ΓΣΕΕ και φθάνει μέχρι τα έδρανα της «μικρής Βουλής», της επονομαζόμενης και «Συμβουλευτικής» (η φιλία του με τον Στυλιανό Παττακό θα τον στιγματίσει επί μακρόν, εσφαλμένα όπως διατείνονται κάποιοι, καθώς ο Φρίξος Δασκαλάκης είχε επιδείξει αντιστασιακή δράση, ενώ λίγο έλειψε να δοκιμάσει και την εκλεκτή φιλοξενία του Νταχάου). Λέγεται ότι η πολυαγαπημένη του αδελφή, Γιάννα, θα αρνηθεί πεισματικά να φορέσει μαύρα όταν εκείνος πιάνεται αιχμάλωτος στην Αλβανία. Είναι τόσο σίγουρη ότι θα γυρίσει. Ο Φρίξος παντρεύεται την όμορφη και αυστηρών αρχών Μαρίκα και αποκτούν δύο κόρες: τη Γιάννα και την κατά τρία χρόνια μικρότερή της Ελένη.
Η οικογένεια Δασκαλάκη δεν είναι οικονομικά εύρωστη, ζουν από τον μισθό του πατέρα και λίγα στρέμματα γης. H μητέρα (στην οποία ακόμη και σήμερα η Γιάννα απευθύνεται στον πληθυντικό) είναι στοργική, αλλά απαιτητική. Μαθαίνει στις κόρες της να καθαρίζουν το σπίτι και να μαγειρεύουν ενώ είναι «κέρβερος» όσον αφορά τους βαθμούς στο σχολείο. Τα καλοκαίρια ο Φρίξος πηγαίνει τις δύο θυγατέρες του στην Εμπαρο να δουν πώς ζουν οι άνθρωποι του χωριού, να μάθουν πώς μαζεύουν τα καρύδια και τον «έρωντα» (δίκταμο). Ενα από τα θεμελιώδη μαθήματα ζωής που τους δίνει με θέρμη είναι να χαιρετούν ευγενικά όποιον απαντούν στον δρόμο τους. «Μα καθέναν, πατέρα;». «Καθέναν». Η μικρή Γιάννα αγαπάει τον τόπο της. Είναι γύρω στα επτά, όταν ο πατέρας της την παίρνει μαζί του στην Αθήνα για να κάνει εγχείρηση αμυγδαλών, σε έναν φίλο του γιατρό που έχει κλινική στην Κυψέλη. Λίγο προτού απογειωθεί το τετρακινητήριο αεροπλάνο από το φτωχικό αεροδρόμιο του Ηρακλείου εκείνης της εποχής και προς μεγάλη έκπληξη του πατρός, η Γιάννα σκύβει, παίρνει με τη χούφτα της λίγο χώμα, το βάζει μέσα σε ένα μαντίλι και το φυλάει στο τσαντάκι της.
Ο πατέρας ονειρεύεται να την κάνει αρχαιολόγο, εκείνη, όμως, ήδη από τα 12 χρόνια της είναι πεπεισμένη ότι τα ευρήματα θα υποφέρουν στα χέρια της, διότι δεν έχει την υπομονή να κάθεται επί δύο μήνες να ξεσκονίζει έναν αμφορέα με το σκουπάκι. Δηλώνει ευθαρσώς ότι θέλει να γίνει διπλωμάτης, αλλά όλοι την αποθαρρύνουν «γιατί πρέπει να είσαι από οικογένεια “βαρβάτη”». Στο σχολείο που φοιτά, το εξατάξιο Α΄Λύκειο Θηλέων Ηρακλείου, μια παλιά συμμαθήτριά της (στην Α΄ και Β΄Λυκείου) θυμάται την εντυπωσιακή κοπέλα, με την εβένινη αλογοουρά και τα κάπως σκληρά χαρακτηριστικά «που δεν ήταν ακριβώς υπερόπτις. Ηταν, όμως, σε άλλο μήκος κύματος από τις περισσότερες από μας». Φορούσε, όπως όλες, την ανοιχτή μπλε κορδέλα και την ανοιχτή μπλε ποδιά (κάθε σχολείο του Ηρακλείου είχε «καπαρώσει» τη δική του απόχρωση του μπλε), αλλά είχε έναν αέρα που την έκανε να ξεχωρίζει.
Ηταν πρώτη μαθήτρια (παρ’ ότι συχνά ξεχνιόταν με το ραδιόφωνο της αμερικανικής βάσης), έγραφε τις καλύτερες εκθέσεις και είχε δηλώσει ότι όνειρό της ήταν να γίνει «βασίλισσα». Η συμμαθήτρια ακόμη θυμάται μια εκδρομή που είχαν πάει με το Οικοτροφείο της Αρχιεπισκοπής: «Εμείς, τα περισσότερα χωριατόπαιδα, είχαμε κουβαλήσει, στην καλύτερη περίπτωση, ένα άθλιο, πλαστικό τάπερ. Εκείνη, ως Ηρακλειώτισσα, είχε έρθει με ένα μικρό βαλιτσάκι από το οποίο βγαίνουν τα χρειώδη: τραπεζομάντιλο, μαχαιροπίρουνο, ποτηράκι. Την κοιτάζαμε σαν χάνοι». Αξίζει να σημειωθεί ότι η εν λόγω συμμαθήτρια τη συνάντησε τυχαία, πολλά χρόνια αργότερα, σε μια εκδήλωση του Δήμου Αθηναίων. Η Γιάννα Αγγελοπούλου ήταν πιο προσηνής από ποτέ: «Αν με χρειαστείς κάτι, πάρε με τηλέφωνο».
Η φλεγόμενη γούνα
Θα περάσει στη Νομική Σχολή της Θεσσαλονίκης. Και η ίδια και η αδελφή της Ελένη – πολύ πιο «κλειστή» και χαμηλού προφίλ – θα περάσουν άνετα φοιτητικά χρόνια, χάρη στις γενναιόδωρες παροχές των γονέων. Συμφοιτήτριές της τη θυμούνται εξαιρετική φοιτήτρια, κάπως απόμακρη, απροκάλυπτα κοκέτα και «με μια φυσική κλίση προς τη “μεγάλη” ζωή». Στην Εμπαρο δεν θα ξεχάσουν ποτέ εκείνο το Πάσχα που ήρθε η Γιάννα με εκείνο το μακρύ, γούνινο παλτό. Βούιξε ο τόπος, τέτοιο πράγμα δεν είχαν ξαναδεί σε εκείνα τα μέρη, έγινε μεγάλο σούσουρο, από τι να ’ναι άραγε, από βιζόν, από αλεπού; Το βράδυ της Ανάστασης, που στην Εμπαρο καίνε τον Ιούδα, έγινε το μοιραίο. Εκεί που όλο το χωριό είναι μαζεμένο γύρω από τη φωτιά, μια σπίθα εκτινάσσεται στο μεγαλοπρεπές παλτό της Γιάννας. Μια χαοτική τρύπα, κλάματα, φωνές. Την επόμενη ημέρα σε ολάκερο το χωριό δεν υπήρχε άλλο θέμα συζήτησης. Το συμβάν είναι πιθανότατα ο προάγγελος εκείνης της κραυγαλέας μεταολυμπιακής φιέστας της 14ης Αυγούστου 2004 στην έπαυλη της Γιάννας και του Θεόδωρου, όταν βεγγαλικά έκαψαν περί τα 6.500 τετραγωνικά πρασίνου στη Φιλοθέη...
Φημολογείται ότι στη Θεσσαλονίκη συγχρωτίζεται με επιτυχημένο δημοσιογράφο-δικηγόρο που τη μυεί στα κέντρα εξουσίας της πόλης (ανάμεσά τους το ρεστοράν Tiffany’s στην οδό Ικτίνου). Η Γιάννα Δασκαλάκη, όμως, ετοιμάζει επιμελώς την κάθοδό της στην Αθήνα. Το 1979 η νεαρή δικηγόρος, με την αδρή, κρητική ομορφιά και τα εξεζητημένα αξεσουάρ (όπως η αγαπημένη της τσάντα Louis Vuitton), είναι ασκούμενη στο δικηγορικό γραφείο του Νώντα Ζαφειρόπουλου, προέδρου του Δικηγορικού Συλλόγου, ξακουστού μπον-βιβέρ της εποχής. Εκεί η τύχη της Γιάννας θα διασταυρωθεί με εκείνη μιας άσπονδης συναδέλφου, της εκτυφλωτικά ξανθιάς Ελίζας Βόζεμπεργκ. Ενας αστικός μύθος μιλάει για ένα ηχηρό χαστούκι. H εντελώς διαφορετική πορεία τους θα θεωρηθεί ενδεικτική των ικανοτήτων ανέλιξης της καθεμιάς. «Η Γιάννα κοίταζε πάντα μπροστά» αναφέρει «παράγων» τής τότε αθηναϊκής ζωής. «Γι’ αυτό και κατάφερε να υπερβεί τις συνθήκες που την όριζαν». Δεν θα αργήσει να έρθει ο γάμος της με τον επιχειρηματία Γιώργο Παρθένη, ανιψιό του βιομηχάνου Θεόδωρου Σαρρή.
H υποψήφια με το πορφυρό κραγιόν
Στις δημοτικές εκλογές του 1986 η Νέα Δημοκρατία είναι αποφασισμένη να τα «παίξει» όλα για όλα. Ο Μιλτιάδης Εβερτ, ο πληθωρικός «μπουλντόζας» – παρατσούκλι που είχε καθιερώσει ο ίδιος, καθ’ ότι ήταν εκ των ελαχίστων πολιτικών που κατείχαν την πολιτική επικοινωνία και την τέχνη του αυτοσαρκασμού –, θέλει να διατηρήσει ένα ήπιο κλίμα. Ο συνδυασμός του Νέα Εποχή εμφανίζεται πάνω απ’ όλα απελευθερωμένος από κομματικές ντιρεκτίβες και έτοιμος να φέρει έναν φρέσκο αέρα σε έναν τιγκαρισμένο από το νέφος δήμο. Στη μάχη του ενάντια στον «ντεμοντέ» πλέον Δημήτρη Μπέη με το σκούρο ριγέ κοστούμι και τα πρεσβυωπικά γυαλιά, θα επιστρατεύσει δύο «ωραίες των Αθηνών». Η πρώτη ωραία είναι μια αφίσα φιλοτεχνημένη ειδικά για τη Νέα Εποχή από τον Γιώργο Σταθόπουλο, που γεμίζει την Αθήνα (για εβδομάδες ολόκληρες ουδείς γνωρίζει ότι είναι προϊόν πολιτικής διαφήμισης). Η δεύτερη, εξίσου τολμηρή «ωραία», μια νεαρή δικηγόρος με αέρα και τσαγανό, που γεννήθηκε στο Ηράκλειο, αλλά πολιτογραφήθηκε σύντομα «κάτοικος Κολωνακίου» και τοποθετείται στο ψηφοδέλτιο του Εβερτ χάρη στη διαμεσολάβηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη. Τον Μητσοτάκη τον έχει γνωρίσει από τον προσωπικό της φίλο επιχειρηματία Βαρδή Βαρδινογιάννη με τον οποίο λέγεται ότι ο σύζυγός της, Γιώργος Παρθένης, επιδιδόταν σε μαραθώνιες ταβλομαχίες στην Ελούντα της Κρήτης.
Η βασίλισσα και ο βασιλικός
Η Γιάννα Παρθένη-Δασκαλάκη, με το πορφυρό κραγιόν και τα εντυπωσιακά ντεπιές (πολλοί Αθηναίοι τη θυμούνται να μοιράζει φυλλάδιά της στη συμβολή των οδών Τσακάλωφ και Ηρακλείτου, ανεβασμένη πάνω σε μηχανάκι, ακόμη και στη λιτανεία του Αγίου Διονυσίου), εναρμονίζεται πλήρως με τα νέα ήθη της Νέας Εποχής. Η ίδια εξομολογείται στον περιοδικό Τύπο ότι δεν πατρονάρεται από κλαδικές και ότι πάνω από όλα κάνει την προεκλογική εκστρατεία της «λαϊκά και ερασιτεχνικά» – κάποιοι βέβαια επιμένουν ότι έχει ήδη καταφύγει σε αμερικανοτραφείς spin doctors. Στην ερώτηση γιατί αποφάσισε να πολιτευθεί, απαντά: «Η Αθήνα χρειάζεται ανθρώπους με ενδιαφέρον, ανθρώπους που έχουν ελεύθερες ώρες να της χαρίσουν, όπως εγώ». Δεν διστάζει να ξυπνήσει από τα χαράματα και να τρέξει προς άγραν ψηφοφόρων στις λαϊκές συνοικίες της πρωτεύουσας (δωρίζοντας, μάλιστα, φακελάκια με σπόρους βασιλικού). Εχει πλήρη επίγνωση ότι μια θητεία δίπλα στον «απλό κόσμο» θα αποδειχθεί ένας άσος για το αδιαμφισβήτητο πολιτικό μέλλον της.
Διαψεύδει μετ' επιτάσεως ότι ξοδεύει πολλά λεφτά («Λεφτά δεν διαθέτω, έχω πολλούς φίλους που με βοηθούν, από το έντυπο υλικό, που είναι προσφορά, ως τους σπόρους του βασιλικού, που μου τους έστειλαν από την Κρήτη») και ας έδειξε η ιστορία ότι η προεκλογική εκστρατεία της του 1986 θα είναι η πιο πολυδάπανη που έκανε ποτέ υποψήφιος δημοτικός σύμβουλος. Οι ερπύστριες του «μπουλντόζα» θα σαρώσουν τα πάντα. Ο ίδιος ανακηρύσσεται δήμαρχος, τη δεύτερη Κυριακή, με ένα 54,79% και η ντεμπυτάντ Γιάννα Παρθένη-Δασκαλάκη εκλέγεται δημοτική σύμβουλος. «Δεν με “έβγαλε” το Κολωνάκι» αποφαίνεται σήμερα. «Με “έβγαλαν” ο Βοτανικός, τα Σεπόλια...».
Η άλωση της Πόλης
O Δήμος της Αθήνας θα είναι το εφαλτήριό της για την πολιτική παρά τις λοξές ματιές που έχουν ήδη αρχίσει να της ρίχνουν οι γυναίκες των πολιτικών, με προεξάρχουσα τη Μαρίκα Μητσοτάκη (θα τη διαδεχτεί η Δήμητρα Λιάνη), που διαβλέπουν τις «ιμπεριαλιστικές» τάσεις της. Τίποτε, όμως, δεν φαίνεται ικανό να ανακόψει την ξέφρενη πορεία της. Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης τη φωνάζει ένα βράδυ στη Βουλή και της ανακοινώνει ότι θα την τοποθετήσει στο ψηφοδέλτιο της Α΄ Αθηνών: «Οχι ότι θα βγεις βέβαια. Η Α΄ Αθηνών, παιδί μου, είναι δύσκολη...». Η Γιάννα Παρθένη-Δασκαλάκη εκλέγεται και το ελληνικό Κοινοβούλιο εμβαπτίζεται για πρώτη φορά σε μια ανεπαίσθητη, αλλά λιγωτική εσάνς Dior.
Μόλις λίγες εβδομάδες αργότερα, μετά τη δεύτερη εκλογή της στο βουλευτικό αξίωμα (τον Απρίλιο του 1990), καλείται, την τελευταία στιγμή, όπως θα εξομολογηθεί η ίδια, μαζί με άλλους βουλευτές της ΝΔ να συνοδεύσει τον πρόεδρο του κόμματος στο Φανάρι για τα εγκαίνια του ανακαινισθέντος υπό την οικογένεια Αγγελόπουλου Πατριαρχείου. Εκεί θα λάβει χώρα η αιφνίδια, κατά την ίδια, λόγω υπερβολικής ζέστης και χαμηλής πίεσης (παντελώς σκηνοθετημένη, κατά άλλους) λιποθυμία της. Ο Γιάννης Ζίγδης τής δίνει την καρέκλα του. Ενα ποτήρι δροσερό νερό, πολλές φλογερές ματιές (κατά ομολογία της ιδίας) από τον Θεόδωρο Αγγελόπουλο και η «εύθραυστη» βουλευτής συνέρχεται πλήρως – θα διαψεύσει επανειλημμένως τον διανθισμένο αστικό μύθο που τη φέρει να προσγειώνεται στην αγκαλιά του Αγγελόπουλου. Το ίδιο βράδυ θα λάβει χώρα το έτερο χαριτωμένο συμβάν σε ρεστοράν του Βοσπόρου. Ο Θεόδωρος Αγγελόπουλος ρίχνει κατά λάθος πάνω της, «γούρι, γούρι!», ένα μπουκάλι κρασί. Ενας συνδαιτυμόνας, ο Μητροπολίτης Μελίτων, προβαίνει σε μια προφητική ρήση: «Να δείτε που θα γίνετε υπουργός, εφέτος».
Το διαζύγιό της με τον επιχειρηματία Γιώργο Παρθένη (με τον οποίο έχει αποκτήσει μία κόρη, την Καρολίνα), βγαίνει σε 23 ημέρες, χρόνο ρεκόρ για τα δικαστικά χρονικά. Ο γάμος της με τον Αγγελόπουλο – τον οποίο θα επισπεύσει μια εγκυμοσύνη – θα γίνει την ίδια χρονιά στην Κωνσταντινούπολη σε ήπιους τόνους. Η νύφη φοράει ένα σεμνό μεταξωτό τρουά πιες, οι εκλεκτοί προσκεκλημένοι καταφθάνουν με ειδικά ναυλωμένα αεροσκάφη, ενώ κουμπάρος είναι ο real estate developer Νίκος Κεφαλίδης (το 1998 ήταν εκ των 229 επιβατών της μοιραίας πτήσης 111 της Swissair που χάθηκαν στον παγωμένο Ατλαντικό). «Ο Θεόδωρος με επέλεξε για την τόλμη και για το θάρρος μου» λέει σήμερα η ίδια. «Και εγώ, ενώ στην αρχή φανταζόμουν πως είχε το μυαλό του μόνο στους αριθμούς, τον είδα μπροστά μου δοτικό και ανθρώπινο».
Η Γιάννα Αγγελοπούλου έχει πλήρη επίγνωση ότι έχει μπει σε μια «βαριά οικογένεια» και κάνει ό,τι της περνάει από το χέρι για να κατευνάσει τους έξωθεν, αλλά και οικόσιτους ψιθύρους που βλέπουν σε αυτόν τον γάμο μια «mésalliance» (αταίριαστη ένωση). Εν αγνοία της, ακολουθεί κατά πόδας τη συμβουλή που έδινε ο «μποέμ» Τζον Μπουβιέ ΙΙΙ στην ντεμπυτάντ ακόμη Τζάκι λίγο προτού εξυφάνει τον ιστό της γύρω από τον πιο περιζήτητο εργένη των πολιτικών και κοσμικών κύκλων, Τζον Κένεντι: «Να καρφώνεις το βλέμμα σου πάνω του σαν να κοιτάς τον ήλιο». Η Γιάννα καρφώνει ευλαβικά το βλέμμα της πάνω στον Θεόδωρο και υπακούει στην εντολή του πατριάρχη της οικογένειας, Παναγιώτη Αγγελόπουλου, να εγκαταλείψει τη βουλευτική έδρα της (σημειωτέον ότι την καταλαμβάνει το παλιό αφεντικό της, ο Νώντας Ζαφειρόπουλος) και να περιοριστεί στα συζυγικά και μητρικά καθήκοντά της (σε λίγους μήνες έρχεται ο πρώτος της γιος, Παναγιώτης, και ακολουθεί αμέσως ο Δημήτρης, που θα πάρει το όνομα του δολοφονηθέντος από τη «17 Νοέμβρη» προέδρου της Χαλυβουργικής).
Θα απολαύσει στο έπακρο τον ρόλο της πυργοδέσποινας με τα δωδεκάποντα Romeo & Juliet, επιμελούμενη και την παραμικρή λεπτομέρεια στις βασιλικές βαφτίσεις των υιών τους (για αυτή του Δημήτρη, με νονό τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, οι τουρκικές εφημερίδες θα γράψουν ότι επρόκειτο για τη σημαντικότερη γιορτή που έγινε τις τελευταίες δεκαετίες στην Πόλη». Ομως, όσοι τη γνωρίζουν, είναι πεπεισμένοι ότι η Γιάννα δεν θα αντέξει επί μακρόν έστω και έναν τόσο προνομιακό «κατ’ οίκον περιορισμόν». Επρεπε να εφευρεθεί ένα πρότζεκτ στο οποίο θα εκτονώσει τη φιλοδοξία της (που, σύμφωνα με τον αδικοχαμένο εσχάτως σκηνοθέτη Θεόδωρο Αγγελόπουλο, άγγιζε τη «μεγαλομανία»). Κάπως έτσι βρέθηκαν στον δρόμο της οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 2004. Η έτερη grande dame της διεκδίκησης, Μαριάννα Λάτση, παραιτείται γρήγορα. Η Γιάννα μένει μόνη. Και δείχνει τα νύχια της.
Η καταιγιδοφόρος Γιάννα του 2004
Ισως εκείνος ο μοναχικός χορός της στις κερκίδες των επισήμων το βράδυ της τελετής λήξης των Ολυμπιακών του 2004 να είναι η πιο αληθινή δημόσια στιγμή της. Η μόνη ίσως φορά που εγκατέλειψε την ατσαλάκωτη περσόνα, που άφησε να φανεί κάτω από το γρανιτένιο υπόστρωμα μια ρωγμή.
Στο εξωτερικό το όνομά της συνοδεύεται σχεδόν μόνιμα από προσδιορισμούς που παραπέμπουν σε ταινία καταστροφής: «ladykiller» (φόνισσα) την αποκαλεί χαμηλόφωνα κάποιος από την αντιπροσωπεία του Μπουένος Αϊρες λίγο μετά την ανακοίνωση της ελληνικής υποψηφιότητας τον Σεπτέμβριο του 1997 στη Λωζάννη, «a hurricane of a personality» (μια καταιγιδοφόρος προσωπικότητα) γράφει για αυτήν στις 9 Αυγούστου 2004 το «Time», «Οnly a whirlwind could keep Angelopoulos- Daskalaki company» (Μόνο ένας ανεμοστρόβιλος θα μπορούσε να κρατήσει συντροφιά στην Αγγελοπούλου-Δασκαλάκη), θα προσθέσει μόλις δύο ημέρες αργότερα η «Chicago Tribune». Η ίδια αποδέχεται και τους πιο σκληρούς χαρακτηρισμούς που της έχουν αποδοθεί: «Δεν απορρίπτω κανέναν, και bitch με έχουν πει και killer. Εξαρτάται για ποιο πρότζεκτ μιλάμε. Αν είναι ένα πρότζεκτ που πρέπει να τα σαρώσεις όλα και να διεκδικήσεις, τότε όλα χρειάζονται, ακόμη και η σύγκρουση. Ποτέ δεν την επιδίωξα, αλλά πολλές φορές χρειάζεται για να φέρεις τον άλλον “to their senses” (στα συγκαλά του)».
Για όλα όσα στην Ελλάδα τη μέμφονται, έξω είναι τα διαπιστευτήριά της. Δεν είναι τυχαίο ότι στη συνεδρίαση της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΔΟΕ στην Πράγα, οι βρετανοί δημοσιογράφοι (με το ασίγαστο ανθελληνικό μένος) ομολογούν σε μέλη της ελληνικής αποστολής ότι η τότε πρόεδρός τους στην Επιτροπή Διεκδίκησης, Μπάρμπαρα Κασάνις, «δεν πιάνει μία! Η δική σας είναι θεά».
«Απαλλάξτε με από αυτή την κυρία»
Δεν είναι, όμως, μόνο ο «τσαμπουκάς». Η Γιάννα έχει κάτι παραπάνω. Η Γιάννα δεν μένει προσκολλημένη στην, κατά τον Στέλιο Ράμφο, «παθητική μνήμη». Δεν θα πραγματοποιούσε, επί παραδείγματι, ποτέ το ατόπημα της Μελίνας, που ως υπουργός Πολιτισμού χαρακτήρισε τους Αγώνες της Ατλάντα «Αγώνες της κόκα-κόλα» όταν η Ελλάδα έχασε τους Ολυμπιακούς της εκατονταετίας (1996). Στο βιβλίο του «21 χρόνια στην προεδρία της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής» (εκδ. Καστανιώτη), ο Χουάν Αντόνιο Σάμαρανκ γράφει λεπτομερώς το ελληνικό «λάθος τακτικής» στη διεκδίκηση των Αγώνων: «Η φράση που είχαν πει ήταν ότι “η ΔΟΕ οφείλει στην Ελλάδα αυτούς τους Ολυμπιακούς Αγώνες για τον εορτασμό των εκατό χρόνων από την αναβίωση των σύγχρονων Αγώνων”. Αυτή η φράση ήταν το μεγάλο λάθος».
Το 1997 η Γιάννα είχε τη σύνεση να διεκδικήσει ως «τσαμπουκαλεμένη» Ρωμιά, αλλά και με μια δυτικοθρεμμένη διπλωματική δεινότητα (που εξάντλησε στο αχανές δίκτυο δημοσίων σχέσεων που είχε ανά τον κόσμο) και βέβαια με την ικανότητά της να αποσοβεί κρίσεις και να απαλείφει πολιτικές κακοτεχνίες. Ο ίδιος ο Κώστας Σημίτης θα μετανιώσει πικρά για εκείνο το «Απαλλάξτε με από αυτή την κυρία», που λέγεται ότι ξεστόμισε μετά την ανάληψη των Ολυμπιακών το 1997. Τέσσερα χρόνια αργότερα, όταν η χώρα απειλείται με κόκκινη κάρτα από τη ΔΟΕ, η ελληνική κυβέρνηση επαναφέρει αστραπηδόν την εξοστρακισμένη Αγγελοπούλου – φημολογείται ότι είχε περιπέσει σε κατάθλιψη – και τη στέφει πρόεδρο της ΟΕ «Αθήνα 2004».
Κανείς, μέχρι σήμερα, δεν μπορεί να της αρνηθεί την επιτυχία των Αγώνων. H παρουσία της για την «ασφάλεια» του «Αθήνα 2004» ήταν αναμφισβήτητα περισσότερο απαραίτητη και από το Ζέπελιν που «περιπολούσε» τον αττικό ουρανό. H Γιάννα Αγγελοπούλου θα είναι αυτή που θα τρέξει στον Ασπρόπυργο με το σορτσάκι του εθελοντή, αυτή που θα αφρίσει όταν κάποιος υπουργίσκος υψώνει μπροστά της μικροκομματικά τείχη, η ίδια που θα θέλξει τους Αθανάτους με μοναδικής ευρηματικότητας χειρονομίες καλής θέλησης (στο αποχαιρετιστήριο δείπνο, στο σπίτι των Αγγελόπουλων στο Ψυχικό, κάθε Αθάνατος ελάμβανε ως δώρο τους «Times» της ημερομηνίας της γέννησής του, αν ήταν αγγλόφωνος, και τη «Monde», αν ήταν γαλλόφωνος). Ο σύζυγός της, Θεόδωρος Αγγελόπουλος, επιχειρηματίας με διεθνή επιφάνεια, στέκεται διακριτικά στο πλευρό της: «Ηταν απίστευτη η αίσθηση του διεθνούς momentum που διέθεταν» καταθέτει την εμπειρία του πρώην υπουργός. «Η Γιάννα ήταν ο CEO, ο Θεόδωρος, όμως, ήταν το κλειδί για τη διεκδίκηση, διότι κινούσε τους αφανείς μηχανισμούς (τους χορηγούς, τα media κ.ο.κ.)».
«Δεν με ενδιαφέρει πόσο μιλούν οι υπουργοί μου, αρκεί να κάνουν αυτό που τους λέω εγώ» διακήρυττε η Μάργκαρετ Θάτσερ. Το αυτό υιοθετεί και η ίδια η «σιδηρά κυρία» της Νέας Ιωνίας (όπου βρίσκεται η έδρα της ΟΕ), απέναντι σε όποιο πολιτικό πρόσωπο τολμά να μπλεχτεί στα εξόχως καλλίγραμμα πόδια της. Αρκετοί κονταροχτυπιούνται μαζί της για το ονόρε των Αγώνων (ανάμεσά τους τα έτερα Χρυσά Κορίτσια της Αθήνας, όπως η τότε δήμαρχος Ντόρα Μπακογιάννη και η αναπληρωτής υπουργός Πολιτισμού Φάνη Πάλλη-Πετραλιά), καθώς η Γιάννα δεν αφήνει σε κανέναν τον απαραίτητο βιοτικό χώρο για το κρίσιμο μερίδιο προσωπικού ρόλου. Ούτε το
ΠαΣοΚ ούτε η ΝΔ θα την αποδεχτούν ποτέ (το κοινό τους άλλοθι είναι η χλιδή που την ακολουθεί, με την οποία ουδείς θέλει να ταυτιστεί), ενώ δεν είναι λίγοι – συμπεριλαμβανομένων και πρωθυπουργών –, που αντιπαθούν αυτό το εκρηκτικό κοκτέιλ αλαζονείας και πολυπραγμοσύνης και αρνούνται πεισματικά να γίνουν valets de chambre της «Κυρίας» του 2004.
Και του αλωνιού και του σαλονιού
Οι «απλοί άνθρωποι» θα είναι οι πιο ένθερμοι υποστηρικτές της. «Η Γιάννα δεν ήταν μόστρα, έμπαινε μέσα στο πρόβλημα» λέει δημοσιογράφος που έζησε από κοντά τη φρενήρη κούρσα της στους Ολυμπιακούς. «Τη θυμάμαι να παρακολουθεί τις βραδινές πρόβες δίπλα στον Δημήτρη Παπαϊωάννου. Του παρείχε, χωρίς αντιρρήσεις, ό,τι της ζητούσε» σχολιάζει εις εκ των συντελεστών της τελετής έναρξης. «Ηταν πολύ φιλική με εθελοντές, δημιουργική ομάδα, καλλιτέχνες. Σχολιάζαμε συχνά την ικανότητά της να συνυπάρχει το ίδιο εύκολα με υψηλά στελέχη και εθελοντές, το ότι δηλαδή ήταν και του αλωνιού και του σαλονιού. Γενικά είχε respect από τους νέους ανθρώπους».
Η δημοτικότητά της φθάνει σε δυσθεώρητα ύψη (η εμπιστοσύνη και η θετική προσέγγιση στο έργο της για τους Αγώνες φτάνει το 90%). Και όμως το μοναδικό πολιτικό πρόσωπο που συντόνισε το σύνολο του πολιτικού συστήματος για την επίτευξη ενός ανώτερου, «εθνικού» στόχου δεν κατάφερε εν συνεχεία να αποκτήσει το status μιας προσωπικότητας-συμβόλου, κάτι σαν τον «Μίκη» ή τη «Μελίνα». «Ηταν έτοιμη να τη λατρέψει όλη η Ελλάδα, αλλά με τον χαρακτήρα της έχασε την ευκαιρία» λέει πρώην υπουργός που συνεργάστηκε μαζί της. «Κανείς δεν θυμάται τι έκανε η Γιάννα, το πρόβλημα είναι ποια είναι η Γιάννα» συμπληρώνει έτερος πρώην υπουργός, επίσης συνεργάτης της στους Ολυμπιακούς. «Η “πρώτη κυρία” του 2004 πλήρωσε το ίματζ της, τον εγγενή ναρκισσισμό της, που την εμπόδισε να αναδείξει ίσως την πιο σημαντική διάστασή της. Ο κόσμος θα τη λάτρευε, αν γνώριζε ότι επί επτά συναπτά έτη αυτή η γυναίκα στην ουσία έφερε εις πέρας μια μεγαλοπρεπή λάντζα. Η Γιάννα Αγγελοπούλου δεν ήταν η κυρία με το πούρο, αλλά η κυρία με τη σφουγγαρίστρα!».
Προτού ακόμη λήξουν ο Παραολυμπιακοί, εγκαινιάζεται ο πόλεμος, κυρίως από επιχειρηματικά συμφέροντα μέσω μερίδας του Τύπου, που εμπλέκει την ίδια και τον σύζυγό της σε οικονομικά σκάνδαλα με όχημα την ΟΕ «Αθήνα 2004». Χαοτική και ερεβώδης θα είναι και η εκκαθάριση του «Αθήνα 2004». Η παγκόσμια πρωτοτυπία ήταν ότι αυτή πραγματοποιήθηκε από τον ίδιο τον «Αθήνα 2004» (ήτοι ελεγκτής και ελεγχόμενος ήταν το αυτό πρόσωπο!). Υποστηρίχθηκε ότι υπήρχε μεγάλο άνοιγμα πολλών εκατομμυρίων χωρίς παραστατικά. Οπως αναφέρει ανώτερη πηγή της κυβέρνησης Καραμανλή, για την εκκαθάριση έπρεπε να υπογράψει, ως αναπληρώτρια υπουργός Πολιτισμού, η Φάνη Πάλλη-Πετραλιά, η οποία όμως αρνείται. Καθώς η εκκαθάριση είναι προβληματική χωρίς την υπογραφή της, o Γιώργος Αλογοσκούφης φέρνει νόμο στη Βουλή, τον οποίο υπογράφει μόνο ο ίδιος!
Για πολλούς η τελετή λήξης, εκεί που η Γιάννα για πρώτη φορά «αφήνεται» και χορεύει μπροστά σε όλον τον κόσμο, θα σημάνει το τέλος του μεγάλου μεταπολιτευτικού πάρτι. Το όραμα της ανάτασης και παντοδυναμίας, που τόσο επιμελώς έχτισε η κυρία Αγγελοπούλου, θα μείνει να ρημάζει παρέα με τις ολυμπιακές εγκαταστάσεις.
Ειρωνεία της τύχης; Η Κατερίνα Θάνου, η γυναίκα που παρ ολίγον να τραυματίσει θανάσιμα το ολυμπιακό όραμα της Γιάννας (με εκείνο το ομιχλώδες «τροχαίο» της 12ης Αυγούστου του 2004 σε μια απαστράπτουσα Αθήνα που ετοιμαζόταν για την τελετή έναρξης), νυμφεύθηκε τον περασμένο Φεβρουάριο τον Αλέξανδρο Παρθένη (υιό του Γιώργου Παρθένη από τον πρώτο του γάμο), μοντέλο και ηθοποιό στο επάγγελμα. Ολα είναι κύκλος...
Η Γιάννα της υπερβολής
Tο «2004 της χλιδής» θα ταυτιστεί απόλυτα με τη Γιάννα της χλιδής που θα κάνει επανειλημμένως τον γύρο του διεθνούς, σκανδαλοθηρικού Τύπου. Οι προσκλήσεις με τη «χρυσή διακόσμηση», τα ιδιωτικά τζετ, οι τσάντες Hermès σε λουσάτες τελετές καθέλκυσης πλοίων, η φημολογούμενη αγωνία της να εισβάλει στην αυλή της λαίδης Ντι, το εκθαμβωτικό κότερο «Αlfa Nero», οι πλαστικές επεμβάσεις, η εμμονή με την εικόνα της (φημολογείται ότι δίπλα από το σπίτι της στο Ψυχικό είχε ένα «μαυσωλειακού» τύπου κτίριο, στο οποίο επιθυμούσε να στεγάσει το προσωπικό της αρχείο, ακολουθώντας πιστά την παράδοση του προσωπολατρικού καθεστώτος του Κιμ Ιλ Σουνγκ της Βόρειας Κορέας), εκείνο το θρυλικό πάρτι σε στυλ ροκοκό που διαδίδεται ότι έλαβε χώρα λίγο πριν από τους Ολυμπιακούς (οι υπηρέτες με περούκες και λιβρέες σέρβιραν ελληνοπρεπή ορ ντ’ εβρ), την εποχή που λεγόταν πως φλέρταρε απροκάλυπτα με την Προεδρία της Δημοκρατίας.
Ο γνωστός μεσίτης του Λονδίνου Νόελ Φλιντ, όταν τον ρωτούν ποια θεωρεί την πιο επιτυχημένη «ψαριά» της καριέρας του, απαντά: «Η πιο συναρπαστική ήταν όταν “έδωσα” το Παλαιό Πρεσβυτέριο στο Τσέλσι. Ηταν το 1990, είχε έρθει στο Λονδίνο ένας έλληνας μεγιστάνας της ναυτιλίας. Επικοινώνησε μαζί μου η σύζυγός του και μου είπε ότι ήθελε ένα μεγάλο σπίτι στο Κεντρικό Λονδίνο. Ηταν, όμως, ιδιαιτέρως απαιτητική και γρήγορα εξάντλησε ό,τι υπήρχε και δεν υπήρχε. Επαιξα με την τύχη και της έδειξα το Παλαιό Πρεσβυτέριο. Εχει τους μεγαλύτερους κήπους μετά το Μπάκιγχαμ. Εκανε μια προσφορά και το αγόρασε».
Δεν είναι τυχαίο ότι η Γιάννα φέρεται να συμβάλει τα μάλα στη σκληρή ενδοοικογενειακή διένεξη στους κόλπους της δυναστείας Αγγελοπούλου το 1998. Σε εξώδικό του δήλωση (που είχε δει το φως της δημοσιότητας), ο χαμηλών τόνων Κωνσταντίνος Αγγελόπουλος (αδελφός του Θεόδωρου) είναι καταπέλτης: «Εσύ και το περιβάλλον σου επί καθημερινής βάσεως βομβαρδίζετε κυριολεκτικώς την κοινή γνώμη με τα “κατορθώματα” επιφανειακής και κενοδόξου σημασίας και δεν φοβηθήκατε μήπως έχετε ήδη καταστεί “καταγέλαστοι”». Παρ’ ότι παραδέχεται ότι ζει σε ένα προνομιακό, αποστειρωμένο περιβάλλον (πιο πρόσφατη η εμφάνισή της με υπερμέγεθες καπέλο Philip Treacy στον γάμο του πρίγκιπα Γουίλιαμ και της Κέιτ Μίντλετον), η Γιάννα Αγγελοπούλου δηλώνει σήμερα ότι δεν έχει χάσει ποτέ το μέτρο και την επαφή της με τη «real life».
Η Mrs A «παίζει» και χάνει
Το καλοκαίρι του 2006 η «μεγάλη κυρία των Ολυμπιακών Αγώνων» είναι έτοιμη για το επόμενο μεγαλεπήβολο εγχείρημά της. Το ανέκδοτο που κυκλοφορεί τότε είναι ενδεικτικό του κλίματος με το οποίο θα γίνει δεκτό από την κοινή γνώμη: «Η Γιάννα είπε ένα πρωί στον σύζυγό της: “Θόδωρε, γυρνώντας, φέρε μου μια εφημερίδα” και εκείνος της πήρε τον “Ελεύθερο Τύπο”». Οι όποιες ενστάσεις προβλήθηκαν στην αρχή, παρακάμφθηκαν όταν άρχισε να φαίνεται το μέγεθος της επένδυσης που διατίθενται να κάνουν οι Αγγελόπουλοι. To πρώτο φύλλο κυκλοφορεί την Τετάρτη 23 Μαΐου 2007. Η παραδοσιακή «ναυαρχίδα της Δεξιάς», την οποία η Γιάννα θέλει να αλλάξει εκ βάθρων, δημιουργώντας τη δική της σχολή, θα στελεχωθεί με ένα ετερόκλητο πλήθος: τη στρατιά των golden boys-συμβούλων της από το «2004», που ουδέποτε ομογενοποιούνται, τα παλιά στελέχη, τους ανθρώπους της ισπανικής Innovation που έχουν έρθει να μεταλαμπαδεύσουν τα φώτα τους και αρκετές ηχηρές μεταγραφές δημοσιογράφων.
Το μαξιμαλιστικό εκδοτικό όραμα της Mrs A ή σκέτο «Κυρίας», όπως την αποκαλούν με σεβασμό αρκετοί εργαζόμενοι, ακόμη και όταν εκείνη δεν είναι παρούσα, έχει ανάγκη να μεταστεγαστεί σε κάτι πιο φαντασμαγορικό, πιο πομπώδες. Αποφασίζεται η μετακόμιση από τους ταπεινούς Τράχωνες του Αλίμου στο υπερπολυτελές Blue Land Center του Αμαρουσίου. Ανοίγουν τέρμα οι κρουνοί του χρήματος, το λειτουργικό κόστος εκτοξεύεται στα ύψη, τον πρώτο καιρό ο ενθουσιασμός είναι διάχυτος, η υπερκομματική Γιάννα, που πραγματοποιεί αρκετές «αυτοκρατορικές» επισκέψεις στα καινούργια γραφεία, κηρύττει: «Δεν χρωστάμε, μας χρωστάνε». Παλιοί και καινούργιοι είναι πεπεισμένοι ότι δουλεύουν για την «κότα με τα χρυσά αβγά», ξέρεις τι είναι να πηγαίνεις στο γραφείο να γράψεις αστυνομικό ρεπορτάζ και να αναβοσβήνουν τα πλακάκια;
Δεν θα αργήσουν οι «ενδοοικογενειακές» έριδες (π.χ. οι νεωτεριστές Ισπανοί με τα «παλαιοκομματικά» στελέχη), αλλά και η ανατροφοδοτούμενη «καχυποψία» απέναντι σε μια μικρόσωμη γυναίκα με ένα ευμέγεθες πούρο που έχει έρθει να κάνει κουμάντο σε μια εφημερίδα χωρίς καλά καλά να γνωρίζει τι σημαίνει υλατζής (σ.σ.: υπεύθυνος ύλης). «Δεν υπήρχε φόβος, αλλά φθόνος για αυτήν» λέει χαρακτηριστικά εργαζόμενος της πρώιμης περιόδου του «Ελεύθερου Τύπου». «Ηταν και όλη αυτή η διάχυτη υπεροψία από πλευράς της, η σούπερ διαφημιστική καμπάνια, η σιγουριά ότι θα τους “τσακίσουμε” όλους. Θυμάμαι χαρακτηριστικά την ημέρα που περιμέναμε τις πωλήσεις του δεύτερου φύλλου. Ερχονται τα νούμερα, απογοητευτικά. Σηκώνονται οι μισοί σχεδόν δημοσιογράφοι και αρχίζουν να χτυπάνε ειρωνικά παλαμάκια, του τύπου “σας τα λέγαμε εμείς ότι αυτό το πράγμα δεν θα τσουλήσει”». «Ηταν ο καλύτερος εργοδότης που είχα ποτέ» λέει εν πλήρει ειλικρινεία έτερος εργαζόμενος. «Τα πράγματα ήταν απλά. Είχε στήσει ένα μαγαζί, σου έδινε έναν σούπερ μισθό και όλα τα εφόδια για να κάνεις καλά τη δουλειά σου και σου ζητούσε το 150% των δυνατοτήτων σου. Αρκεί να είχες επιχειρηματολογία και να ήξερες τι σου γίνεται. Με τη Γιάννα δεν είχε “Δεν ξέρω” και “Ισως”. Αν της τα έλεγες αυτά, είχες “τελειώσει”».
Οι εντυπωσιακές προσφορές, τα πανάκριβα ένθετα, η εναλλαγή προσώπων (μέσα σε δύο χρόνια θα περάσουν τέσσερις διευθυντές) και πολιτικής «γραμμής» (σχεδόν με εβδομαδιαίο ρυθμό) αποβαίνουν καταστροφικά καθώς απομακρύνουν κεφάλαια και αναγνώστες. Κάποιοι επιμένουν ότι το (όποιο) όραμα ήταν υπονομευμένο εξαρχής. «O κόσμος που δεν τη γνώριζε τη θεωρούσε ικανό άτομο» λέει πρώην συνεργάτης της από τα ανώτατα κλιμάκια. «Στην πράξη, όμως, αποδείχτηκε ότι δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στην καθημερινή διαχείριση μιας εφημερίδας, ούτε να χειριστεί αποτελεσματικά ανθρώπινες σχέσεις. Το πρόβλημα ήταν ότι δεν είχε δική της βούληση με αποτέλεσμα αυτός ο συνασπισμός μικροσυμφερόντων που υπήρχε γύρω της (οι διάφοροι σύμβουλοι) να την καθοδηγεί και να την ποδηγετεί εκεί που θέλει. Η ίδια, από την άλλη, υποδαύλιζε συχνά τις αντιθέσεις στο περιβάλλον της για να μπορεί στη συνέχεια να ικανοποιεί τον ναρκισσισμό της επιλύοντάς τες. Μιλάμε δηλαδή για ένα καθεστώς “διαίρει και βασίλευε”».
Ο Μr A δεν εμφανίζεται σχεδόν ποτέ στα γραφεία της εφημερίδας. Εχει, όμως, αρχίσει ήδη να μετράει ζημίες (λέγεται ότι συνολικά θα μπει «μέσα» σχεδόν 60 εκατομμύρια ευρώ) και καθώς η διεθνής χρηματοπιστωτική κρίση ροκανίζει αστραπηδόν τις έτερες, «υγιείς» επιχειρηματικές δραστηριότητές του, αποφασίζει να πατήσει το κουμπί: Game Over. Οι κρουνοί θα κλείσουν μια μέρα απότομα, σχεδόν όπως άνοιξαν. Οι Κυριακές μας δεν θα κρατάνε περισσότερο, όπως υποσχόταν δύο χρόνια νωρίτερα η διαφημιστική καμπάνια του κυριακάτικου φύλλου. Οι 450 εργαζόμενοι δηλώνουν σοκαρισμένοι από τον «κυνισμό» με τον οποίο το ζεύγος Αγγελόπουλου κλείνει μια εφημερίδα καθώς «η προσπάθεια δεν ευοδώθηκε». Ο «Ελεύθερος Τύπος» και η ίδια η Γιάννα Αγγελοπούλου (στην πρώτη της πανηγυρική ήττα) αποδεικνύονται τα πρώτα ελληνικά θύματα της παγκόσμιας κρίσης.
Οι άλλοι δρόμοι της φωτιάς
Η Γιάννα Αγγελοπούλου δεν είναι σήμερα ακριβώς η ίδια. Μετά την περιπέτεια της υγείας της δηλώνει ότι έχει γίνει πιο συγκαταβατική («γιατί μια εποχή δεν ήμουν»), ότι δείχνει μεγαλύτερη κατανόηση, ότι προσπαθεί να είναι ενθουσιασμένη με τα πιο απλά πράγματα, ακόμη και όταν είναι μόνη: («Πολλές φορές επιδιώκω τη μοναχικότητα χωρίς να επηρεάζομαι από τη μοναξιά»). Εξακολουθεί πάντα να πιστεύει ότι «το σημαντικό είναι να πάρεις από κάθε άνθρωπο αυτό που μπορείς να πάρεις. Αυτό ισχύει για όλες τις σχέσεις. Και για τον γάμο. Μη θεωρείς ότι ο άλλος θα αλλάξει για σένα. Θα υποκύψει μόνο, θα συμβιβαστεί, που είναι ό,τι χειρότερο. Κάπως έτσι έρχονται οι εκρήξεις ηφαιστείων!».
Ποια περίοδος της ζωής της διανύει σήμερα; «Είμαι σε μια κατάσταση, ας πούμε, μελαγχολίας με αυτά που συμβαίνουν στην Ελλάδα. Με ματώνει που βλέπω τη διαχείριση αυτού του ανθρώπινου δυναμικού. Σαν κάποιος να νάρκωσε τον κόσμο και αντί να του βάλει τον ορό της αλήθειας, να του έχει βάλει τον ορό της λήθης, για να μη θυμάται τα μεγάλα και τα ωραία, την προσπάθεια με την οποία επιτυγχάνεται το καλό...». Ανεξάρτητα από τα μελλοντικά της βήματα, η Γιάννα Αγγελοπούλου, και του τότε και του τώρα, μοιάζει να ενσαρκώνει πλήρως τους στίχους από το «Survival», το επίσημο τραγούδι των Ολυμπιακών Αγώνων του Λονδίνου: «Life is a race. And I’ m gonna win» (Η ζωή είναι ένας αγώνας δρόμου. Και θα νικήσω).
ΤΟ ΒΗΜΑ - Αγγελοπούλου: «Μελαγχολώ με αυτά που συμβαίνουν στην Ελλάδα» - BHMagazino - Βλέμματα
απρόσκοπτη αναρρίχησή της θα έπρεπε, αν μη τι άλλο, να φροντίσει για κάποια μαθήματα ορθοφωνίας.
Η Γιάννα Αγγελοπούλου λέει ότι δεν έχει αλλάξει με το πέρασμα του χρόνου, εκτός βέβαια, όπως επαναλαμβάνει η ίδια, από την αναπόφευκτη εμπειρία και σοφία που κατακάθεται στους ώμους σου όταν είσαι 56 χρόνων στα 57. Για παράδειγμα, εξακολουθούν να την απωθούν «εκείνοι που χωρίς να μπορούν να πετάξουν πάνω από τα πράγματα, θεωρούν ότι όλοι τούς χρωστάνε. Κανείς δεν σου χρωστάει. Εσύ χρωστάς στον εαυτό σου, στην οικογένειά σου, στη χώρα σου». Ξέρει πως όταν μιλάει οι περισσότεροι ακούνε. Οταν είναι μπροστά. Οταν λείπει, όποιον και να ρωτήσεις για εκείνη θα γελάσει. Από αμηχανία, φθόνο, θαυμασμό, μίσος, λατρεία.
Πού χάθηκε η Mrs Α; Πού είναι, αλήθεια, η γυναίκα που «ελιμπίσθηκε το ανέφικτο;», όπως είχε πει (για τον εαυτό του) ο Δημήτρης Πικιώνης; Και το κυριότερο, τι ετοιμάζει;
«Πώς νίκησα την ασθένεια»
Ενα περιστατικό θα την ταρακουνήσει πραγματικά και θα ανατρέψει τη φιλοσοφία ζωής της. Τέσσερις μήνες μετά τους Ολυμπιακούς και ενώ βρίσκεται με την οικογένειά της στο σπίτι της στο Γκστάαντ, η σιδηρά Γιάννα είναι για πρώτη φορά αντιμέτωπη με τη θνητότητά της. Κάποια δημοσιεύματα της εποχής κάνουν λόγο για «ολυμπιακή υπερκόπωση», η ίδια όμως επιβεβαιώνει (για πρώτη φορά) σήμερα στο ΒΗmagazino τη σοβαρή περιπέτεια υγείας της: «Τότε για πρώτη φορά σκέφτηκα: “Μπόρεσες και τα έβγαλες όλα πέρα και τώρα κινδυνεύεις να φύγεις...». Πάλεψε με την ασθένεια, «όπως παλεύουν κάθε μέρα εκατομμύρια άνθρωποι», τη νίκησε, αλλά δεν την άφησε πίσω της: «Θέλω να το θυμάμαι και με πονάει να το θυμάμαι» λέει, σε μια βαθιά εξομολογητική στιγμή της.
Η Γιάννα Αγγελοπούλου επιμένει ότι, οκτώ χρόνια μετά το τέλος των Ολυμπιακών του 2004, η μεγαλύτερη παρανόηση γύρω από το πρόσωπό της παραμένει ότι δεν είναι κανονικός άνθρωπος. Σπεύδει να δηλώσει πως είναι μια «κανονική μεσογειακή μαμά», που έμαθε έστω όψιμα (αφότου πήγαν στο πανεπιστήμιο) να μαγειρεύει για τα παιδιά της (ανάμεσα στις σπεσιαλιτέ της αναφέρει τα αυτοσχέδια ντρέσινγκ της για σαλάτες, το φιλέτο φλαμπέ με πράσινο πιπέρι, τον χειροποίητο πουρέ, τα ριγκατόνι με τρία αλλαντικά και τέσσερα τυριά στον φούρνο, αλλά και μια κρητική συνταγή, τα σαλιγκάρια με πατάτες, που όμως αρέσουν μόνο στην κόρη της, Καρολίνα). Ακούγοντάς την να μιλάει με τέτοιο πάθος για την «κανονικότητά της», είναι δύσκολο να μη σου έρθει στον νου εκείνη η πριν από κάμποσα χρόνια απέλπιδη προσπάθεια της Μάργκαρετ Θάτσερ (γειτόνισσας της Γιάννας ένα φεγγάρι στο Τσέλσι του Λονδίνου), να αποφορτίσει την εικόνα της και να φανεί κανονική. Ηταν η μοναδική ίσως φορά που πέταξε τη μεσαιωνική πανοπλία και φωτογραφήθηκε σαν καλοκάγαθη νοικοκυρούλα δίπλα στον φούρνο και τον απορροφητήρα της οδού Ντάουνινγκ. Μόνο που η καμπάνια της «κανονικής» Μάγκι δεν «έπιασε». Τουναντίον, όπως συμβαίνει και με τη Γιάννα Αγγελοπούλου, οι περισσότεροι αναρωτήθηκαν τι – ή ποιος! – σιγοψηνόταν στον φούρνο.
Η Γιάννα και ο ΣΥΡΙΖΑ
Η αυτοεξόριστη από τον δημόσιο βίο «πρώτη κυρία» του 2004 επέστρεψε στο προσκήνιο, αρχικά με την εμφάνισή της δίπλα στον Μπιλ Κλίντον σε εκδήλωση του Χάρβαρντ, όπου δήλωσε ότι το «κλειδί» για την κρίση στην Ελλάδα είναι μια νέα γενιά ηγετών. Και στη συνέχεια χάρη στα δημοσιεύματα που την έφεραν να συνδέεται με αμερικανική εταιρεία συμβούλων (πρόεδρος της οποίας τυγχάνει ο Ντάγκλας Μπαντ, στενότερος σύμβουλος του Μπιλ Κλίντον) που ανέλαβε την καμπάνια του ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές της 17ης Ιουνίου. Η θεωρία ταίριαζε, άλλωστε, γάντι με την πρόσφατη αριστερόστροφη αρθρογραφία (στην εφημερίδα «Athens Voice» και στο site REDΝotebook) του πρωτότοκου γιου της, Παναγιώτη, απόφοιτου του Χάρβαρντ. Σε επιστολή της προς την εφημερίδα «Δημοκρατία» η Γιάννα Αγγελοπούλου απέδωσε τα ευφάνταστα σενάρια στις παρενέργειες του καύσωνα.
Την ίδια ώρα, οι φήμες γύρω από την οικονομική κατάσταση του συζύγου της Θεόδωρου Αγγελόπουλου, ο οποίος έχει εκ των πραγμάτων δεχθεί βαριά πλήγματα από τη διεθνή χρηματοπιστωτική κρίση, δίνουν και παίρνουν. Οπως προκύπτει από το ναυτιλιακό ρεπορτάζ, ο κ. Αγγελόπουλος, που τελευταίως επιδιδόταν μετά ζήλου σε… ρευστοποιήσεις πλοίων (για να ισοφαρίσει, όπως λέγεται, τις απώλειες που έχει υποστεί στην ελβετική τράπεζα UBS, της οποίας φέρεται να ελέγχει το 6%-8% των μετοχών), έχει επικεντρώσει το ενδιαφέρον του σε πλωτές πλατφόρμες εξόρυξης πετρελαίου, από τις πιο ακριβές επενδύσεις σήμερα στη ναυτιλία. Κανείς, πάντως, δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα τι «μαγειρεύει» το ζεύγος. Η Γιάννα φροντίζει σταθερά να διασκεδάζει εντυπώσεις και προσδοκίες με δηλώσεις όπως αυτή προς το ΒΗmagazino: «Εγώ θέλω να κάνω πράγματα, αλλά η Ελλάδα δεν μου επιτρέπει να τα κάνω. Γι’ αυτό έχω μπει σε διεθνή τροχιά. Γιατί έχω βρει “κυψέλες” που “ρουφάνε” κυριολεκτικά τους ανθρώπους που θεωρούν ότι έχουν ένα πάθος να κάνουν πράγματα. Αν, όμως, κάτι τύχει και με χρειαστεί η χώρα μου, το λέω έτσι χωρίς να σκεφτώ, θα είμαι εδώ».
Με δύναμη από την Εμπαρο Κρήτης
Η Γιάννα Δασκαλάκη γεννιέται στο Ηράκλειο Κρήτης στις 12 Δεκεμβρίου 1955. Παίρνει το όνομά της από την αδελφή του πατέρα της, Φρίξου (ένας ακόμη αδελφός του, ο Αχιλλέας, διακεκριμένος φιλόλογος, πεθαίνει νέος από τύφο). Η Γιάννα Δασκαλάκη η πρεσβύτερη, ξανθιά καλλονή της εποχής, που δεν απέκτησε ποτέ δικά της παιδιά (ίσως γι΄αυτό έτρεφε αδυναμία στη δυναμική ανιψιά), θα στολίσει τις πρώτες καρτ ποστάλ του νησιού. Ντυμένη με τη στολή του Λυκείου των Ελληνίδων φωτογραφίζεται, με μεστό βλέμμα και τα χέρια περήφανα στη μέση, μπροστά στον τάφο του Νίκου Καζαντζάκη.
Ο πατέρας της Γιάννας Δασκαλάκη, ο Φρίξος, ήταν, όπως λένε άνθρωποι που τον έζησαν από κοντά, ένας ευγενικός και πράος άνθρωπος, οικογενειάρχης, λίγο «σφιχτός» όταν επρόκειτο να ξοδέψει χρήματα, από την Εμπαρο, ένα ηλιόχαρο χωριό του Νομού Ηρακλείου. Διατελεί πρόεδρος της Κιτρένωσης (του συνεταιρισμού των παραγωγών κίτρου), ενώ επί χούντας γίνεται πρόεδρος στη ΓΣΕΕ και φθάνει μέχρι τα έδρανα της «μικρής Βουλής», της επονομαζόμενης και «Συμβουλευτικής» (η φιλία του με τον Στυλιανό Παττακό θα τον στιγματίσει επί μακρόν, εσφαλμένα όπως διατείνονται κάποιοι, καθώς ο Φρίξος Δασκαλάκης είχε επιδείξει αντιστασιακή δράση, ενώ λίγο έλειψε να δοκιμάσει και την εκλεκτή φιλοξενία του Νταχάου). Λέγεται ότι η πολυαγαπημένη του αδελφή, Γιάννα, θα αρνηθεί πεισματικά να φορέσει μαύρα όταν εκείνος πιάνεται αιχμάλωτος στην Αλβανία. Είναι τόσο σίγουρη ότι θα γυρίσει. Ο Φρίξος παντρεύεται την όμορφη και αυστηρών αρχών Μαρίκα και αποκτούν δύο κόρες: τη Γιάννα και την κατά τρία χρόνια μικρότερή της Ελένη.
Η οικογένεια Δασκαλάκη δεν είναι οικονομικά εύρωστη, ζουν από τον μισθό του πατέρα και λίγα στρέμματα γης. H μητέρα (στην οποία ακόμη και σήμερα η Γιάννα απευθύνεται στον πληθυντικό) είναι στοργική, αλλά απαιτητική. Μαθαίνει στις κόρες της να καθαρίζουν το σπίτι και να μαγειρεύουν ενώ είναι «κέρβερος» όσον αφορά τους βαθμούς στο σχολείο. Τα καλοκαίρια ο Φρίξος πηγαίνει τις δύο θυγατέρες του στην Εμπαρο να δουν πώς ζουν οι άνθρωποι του χωριού, να μάθουν πώς μαζεύουν τα καρύδια και τον «έρωντα» (δίκταμο). Ενα από τα θεμελιώδη μαθήματα ζωής που τους δίνει με θέρμη είναι να χαιρετούν ευγενικά όποιον απαντούν στον δρόμο τους. «Μα καθέναν, πατέρα;». «Καθέναν». Η μικρή Γιάννα αγαπάει τον τόπο της. Είναι γύρω στα επτά, όταν ο πατέρας της την παίρνει μαζί του στην Αθήνα για να κάνει εγχείρηση αμυγδαλών, σε έναν φίλο του γιατρό που έχει κλινική στην Κυψέλη. Λίγο προτού απογειωθεί το τετρακινητήριο αεροπλάνο από το φτωχικό αεροδρόμιο του Ηρακλείου εκείνης της εποχής και προς μεγάλη έκπληξη του πατρός, η Γιάννα σκύβει, παίρνει με τη χούφτα της λίγο χώμα, το βάζει μέσα σε ένα μαντίλι και το φυλάει στο τσαντάκι της.
Ο πατέρας ονειρεύεται να την κάνει αρχαιολόγο, εκείνη, όμως, ήδη από τα 12 χρόνια της είναι πεπεισμένη ότι τα ευρήματα θα υποφέρουν στα χέρια της, διότι δεν έχει την υπομονή να κάθεται επί δύο μήνες να ξεσκονίζει έναν αμφορέα με το σκουπάκι. Δηλώνει ευθαρσώς ότι θέλει να γίνει διπλωμάτης, αλλά όλοι την αποθαρρύνουν «γιατί πρέπει να είσαι από οικογένεια “βαρβάτη”». Στο σχολείο που φοιτά, το εξατάξιο Α΄Λύκειο Θηλέων Ηρακλείου, μια παλιά συμμαθήτριά της (στην Α΄ και Β΄Λυκείου) θυμάται την εντυπωσιακή κοπέλα, με την εβένινη αλογοουρά και τα κάπως σκληρά χαρακτηριστικά «που δεν ήταν ακριβώς υπερόπτις. Ηταν, όμως, σε άλλο μήκος κύματος από τις περισσότερες από μας». Φορούσε, όπως όλες, την ανοιχτή μπλε κορδέλα και την ανοιχτή μπλε ποδιά (κάθε σχολείο του Ηρακλείου είχε «καπαρώσει» τη δική του απόχρωση του μπλε), αλλά είχε έναν αέρα που την έκανε να ξεχωρίζει.
Ηταν πρώτη μαθήτρια (παρ’ ότι συχνά ξεχνιόταν με το ραδιόφωνο της αμερικανικής βάσης), έγραφε τις καλύτερες εκθέσεις και είχε δηλώσει ότι όνειρό της ήταν να γίνει «βασίλισσα». Η συμμαθήτρια ακόμη θυμάται μια εκδρομή που είχαν πάει με το Οικοτροφείο της Αρχιεπισκοπής: «Εμείς, τα περισσότερα χωριατόπαιδα, είχαμε κουβαλήσει, στην καλύτερη περίπτωση, ένα άθλιο, πλαστικό τάπερ. Εκείνη, ως Ηρακλειώτισσα, είχε έρθει με ένα μικρό βαλιτσάκι από το οποίο βγαίνουν τα χρειώδη: τραπεζομάντιλο, μαχαιροπίρουνο, ποτηράκι. Την κοιτάζαμε σαν χάνοι». Αξίζει να σημειωθεί ότι η εν λόγω συμμαθήτρια τη συνάντησε τυχαία, πολλά χρόνια αργότερα, σε μια εκδήλωση του Δήμου Αθηναίων. Η Γιάννα Αγγελοπούλου ήταν πιο προσηνής από ποτέ: «Αν με χρειαστείς κάτι, πάρε με τηλέφωνο».
Η φλεγόμενη γούνα
Θα περάσει στη Νομική Σχολή της Θεσσαλονίκης. Και η ίδια και η αδελφή της Ελένη – πολύ πιο «κλειστή» και χαμηλού προφίλ – θα περάσουν άνετα φοιτητικά χρόνια, χάρη στις γενναιόδωρες παροχές των γονέων. Συμφοιτήτριές της τη θυμούνται εξαιρετική φοιτήτρια, κάπως απόμακρη, απροκάλυπτα κοκέτα και «με μια φυσική κλίση προς τη “μεγάλη” ζωή». Στην Εμπαρο δεν θα ξεχάσουν ποτέ εκείνο το Πάσχα που ήρθε η Γιάννα με εκείνο το μακρύ, γούνινο παλτό. Βούιξε ο τόπος, τέτοιο πράγμα δεν είχαν ξαναδεί σε εκείνα τα μέρη, έγινε μεγάλο σούσουρο, από τι να ’ναι άραγε, από βιζόν, από αλεπού; Το βράδυ της Ανάστασης, που στην Εμπαρο καίνε τον Ιούδα, έγινε το μοιραίο. Εκεί που όλο το χωριό είναι μαζεμένο γύρω από τη φωτιά, μια σπίθα εκτινάσσεται στο μεγαλοπρεπές παλτό της Γιάννας. Μια χαοτική τρύπα, κλάματα, φωνές. Την επόμενη ημέρα σε ολάκερο το χωριό δεν υπήρχε άλλο θέμα συζήτησης. Το συμβάν είναι πιθανότατα ο προάγγελος εκείνης της κραυγαλέας μεταολυμπιακής φιέστας της 14ης Αυγούστου 2004 στην έπαυλη της Γιάννας και του Θεόδωρου, όταν βεγγαλικά έκαψαν περί τα 6.500 τετραγωνικά πρασίνου στη Φιλοθέη...
Φημολογείται ότι στη Θεσσαλονίκη συγχρωτίζεται με επιτυχημένο δημοσιογράφο-δικηγόρο που τη μυεί στα κέντρα εξουσίας της πόλης (ανάμεσά τους το ρεστοράν Tiffany’s στην οδό Ικτίνου). Η Γιάννα Δασκαλάκη, όμως, ετοιμάζει επιμελώς την κάθοδό της στην Αθήνα. Το 1979 η νεαρή δικηγόρος, με την αδρή, κρητική ομορφιά και τα εξεζητημένα αξεσουάρ (όπως η αγαπημένη της τσάντα Louis Vuitton), είναι ασκούμενη στο δικηγορικό γραφείο του Νώντα Ζαφειρόπουλου, προέδρου του Δικηγορικού Συλλόγου, ξακουστού μπον-βιβέρ της εποχής. Εκεί η τύχη της Γιάννας θα διασταυρωθεί με εκείνη μιας άσπονδης συναδέλφου, της εκτυφλωτικά ξανθιάς Ελίζας Βόζεμπεργκ. Ενας αστικός μύθος μιλάει για ένα ηχηρό χαστούκι. H εντελώς διαφορετική πορεία τους θα θεωρηθεί ενδεικτική των ικανοτήτων ανέλιξης της καθεμιάς. «Η Γιάννα κοίταζε πάντα μπροστά» αναφέρει «παράγων» τής τότε αθηναϊκής ζωής. «Γι’ αυτό και κατάφερε να υπερβεί τις συνθήκες που την όριζαν». Δεν θα αργήσει να έρθει ο γάμος της με τον επιχειρηματία Γιώργο Παρθένη, ανιψιό του βιομηχάνου Θεόδωρου Σαρρή.
H υποψήφια με το πορφυρό κραγιόν
Στις δημοτικές εκλογές του 1986 η Νέα Δημοκρατία είναι αποφασισμένη να τα «παίξει» όλα για όλα. Ο Μιλτιάδης Εβερτ, ο πληθωρικός «μπουλντόζας» – παρατσούκλι που είχε καθιερώσει ο ίδιος, καθ’ ότι ήταν εκ των ελαχίστων πολιτικών που κατείχαν την πολιτική επικοινωνία και την τέχνη του αυτοσαρκασμού –, θέλει να διατηρήσει ένα ήπιο κλίμα. Ο συνδυασμός του Νέα Εποχή εμφανίζεται πάνω απ’ όλα απελευθερωμένος από κομματικές ντιρεκτίβες και έτοιμος να φέρει έναν φρέσκο αέρα σε έναν τιγκαρισμένο από το νέφος δήμο. Στη μάχη του ενάντια στον «ντεμοντέ» πλέον Δημήτρη Μπέη με το σκούρο ριγέ κοστούμι και τα πρεσβυωπικά γυαλιά, θα επιστρατεύσει δύο «ωραίες των Αθηνών». Η πρώτη ωραία είναι μια αφίσα φιλοτεχνημένη ειδικά για τη Νέα Εποχή από τον Γιώργο Σταθόπουλο, που γεμίζει την Αθήνα (για εβδομάδες ολόκληρες ουδείς γνωρίζει ότι είναι προϊόν πολιτικής διαφήμισης). Η δεύτερη, εξίσου τολμηρή «ωραία», μια νεαρή δικηγόρος με αέρα και τσαγανό, που γεννήθηκε στο Ηράκλειο, αλλά πολιτογραφήθηκε σύντομα «κάτοικος Κολωνακίου» και τοποθετείται στο ψηφοδέλτιο του Εβερτ χάρη στη διαμεσολάβηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη. Τον Μητσοτάκη τον έχει γνωρίσει από τον προσωπικό της φίλο επιχειρηματία Βαρδή Βαρδινογιάννη με τον οποίο λέγεται ότι ο σύζυγός της, Γιώργος Παρθένης, επιδιδόταν σε μαραθώνιες ταβλομαχίες στην Ελούντα της Κρήτης.
Η βασίλισσα και ο βασιλικός
Η Γιάννα Παρθένη-Δασκαλάκη, με το πορφυρό κραγιόν και τα εντυπωσιακά ντεπιές (πολλοί Αθηναίοι τη θυμούνται να μοιράζει φυλλάδιά της στη συμβολή των οδών Τσακάλωφ και Ηρακλείτου, ανεβασμένη πάνω σε μηχανάκι, ακόμη και στη λιτανεία του Αγίου Διονυσίου), εναρμονίζεται πλήρως με τα νέα ήθη της Νέας Εποχής. Η ίδια εξομολογείται στον περιοδικό Τύπο ότι δεν πατρονάρεται από κλαδικές και ότι πάνω από όλα κάνει την προεκλογική εκστρατεία της «λαϊκά και ερασιτεχνικά» – κάποιοι βέβαια επιμένουν ότι έχει ήδη καταφύγει σε αμερικανοτραφείς spin doctors. Στην ερώτηση γιατί αποφάσισε να πολιτευθεί, απαντά: «Η Αθήνα χρειάζεται ανθρώπους με ενδιαφέρον, ανθρώπους που έχουν ελεύθερες ώρες να της χαρίσουν, όπως εγώ». Δεν διστάζει να ξυπνήσει από τα χαράματα και να τρέξει προς άγραν ψηφοφόρων στις λαϊκές συνοικίες της πρωτεύουσας (δωρίζοντας, μάλιστα, φακελάκια με σπόρους βασιλικού). Εχει πλήρη επίγνωση ότι μια θητεία δίπλα στον «απλό κόσμο» θα αποδειχθεί ένας άσος για το αδιαμφισβήτητο πολιτικό μέλλον της.
Διαψεύδει μετ' επιτάσεως ότι ξοδεύει πολλά λεφτά («Λεφτά δεν διαθέτω, έχω πολλούς φίλους που με βοηθούν, από το έντυπο υλικό, που είναι προσφορά, ως τους σπόρους του βασιλικού, που μου τους έστειλαν από την Κρήτη») και ας έδειξε η ιστορία ότι η προεκλογική εκστρατεία της του 1986 θα είναι η πιο πολυδάπανη που έκανε ποτέ υποψήφιος δημοτικός σύμβουλος. Οι ερπύστριες του «μπουλντόζα» θα σαρώσουν τα πάντα. Ο ίδιος ανακηρύσσεται δήμαρχος, τη δεύτερη Κυριακή, με ένα 54,79% και η ντεμπυτάντ Γιάννα Παρθένη-Δασκαλάκη εκλέγεται δημοτική σύμβουλος. «Δεν με “έβγαλε” το Κολωνάκι» αποφαίνεται σήμερα. «Με “έβγαλαν” ο Βοτανικός, τα Σεπόλια...».
Η άλωση της Πόλης
O Δήμος της Αθήνας θα είναι το εφαλτήριό της για την πολιτική παρά τις λοξές ματιές που έχουν ήδη αρχίσει να της ρίχνουν οι γυναίκες των πολιτικών, με προεξάρχουσα τη Μαρίκα Μητσοτάκη (θα τη διαδεχτεί η Δήμητρα Λιάνη), που διαβλέπουν τις «ιμπεριαλιστικές» τάσεις της. Τίποτε, όμως, δεν φαίνεται ικανό να ανακόψει την ξέφρενη πορεία της. Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης τη φωνάζει ένα βράδυ στη Βουλή και της ανακοινώνει ότι θα την τοποθετήσει στο ψηφοδέλτιο της Α΄ Αθηνών: «Οχι ότι θα βγεις βέβαια. Η Α΄ Αθηνών, παιδί μου, είναι δύσκολη...». Η Γιάννα Παρθένη-Δασκαλάκη εκλέγεται και το ελληνικό Κοινοβούλιο εμβαπτίζεται για πρώτη φορά σε μια ανεπαίσθητη, αλλά λιγωτική εσάνς Dior.
Μόλις λίγες εβδομάδες αργότερα, μετά τη δεύτερη εκλογή της στο βουλευτικό αξίωμα (τον Απρίλιο του 1990), καλείται, την τελευταία στιγμή, όπως θα εξομολογηθεί η ίδια, μαζί με άλλους βουλευτές της ΝΔ να συνοδεύσει τον πρόεδρο του κόμματος στο Φανάρι για τα εγκαίνια του ανακαινισθέντος υπό την οικογένεια Αγγελόπουλου Πατριαρχείου. Εκεί θα λάβει χώρα η αιφνίδια, κατά την ίδια, λόγω υπερβολικής ζέστης και χαμηλής πίεσης (παντελώς σκηνοθετημένη, κατά άλλους) λιποθυμία της. Ο Γιάννης Ζίγδης τής δίνει την καρέκλα του. Ενα ποτήρι δροσερό νερό, πολλές φλογερές ματιές (κατά ομολογία της ιδίας) από τον Θεόδωρο Αγγελόπουλο και η «εύθραυστη» βουλευτής συνέρχεται πλήρως – θα διαψεύσει επανειλημμένως τον διανθισμένο αστικό μύθο που τη φέρει να προσγειώνεται στην αγκαλιά του Αγγελόπουλου. Το ίδιο βράδυ θα λάβει χώρα το έτερο χαριτωμένο συμβάν σε ρεστοράν του Βοσπόρου. Ο Θεόδωρος Αγγελόπουλος ρίχνει κατά λάθος πάνω της, «γούρι, γούρι!», ένα μπουκάλι κρασί. Ενας συνδαιτυμόνας, ο Μητροπολίτης Μελίτων, προβαίνει σε μια προφητική ρήση: «Να δείτε που θα γίνετε υπουργός, εφέτος».
Το διαζύγιό της με τον επιχειρηματία Γιώργο Παρθένη (με τον οποίο έχει αποκτήσει μία κόρη, την Καρολίνα), βγαίνει σε 23 ημέρες, χρόνο ρεκόρ για τα δικαστικά χρονικά. Ο γάμος της με τον Αγγελόπουλο – τον οποίο θα επισπεύσει μια εγκυμοσύνη – θα γίνει την ίδια χρονιά στην Κωνσταντινούπολη σε ήπιους τόνους. Η νύφη φοράει ένα σεμνό μεταξωτό τρουά πιες, οι εκλεκτοί προσκεκλημένοι καταφθάνουν με ειδικά ναυλωμένα αεροσκάφη, ενώ κουμπάρος είναι ο real estate developer Νίκος Κεφαλίδης (το 1998 ήταν εκ των 229 επιβατών της μοιραίας πτήσης 111 της Swissair που χάθηκαν στον παγωμένο Ατλαντικό). «Ο Θεόδωρος με επέλεξε για την τόλμη και για το θάρρος μου» λέει σήμερα η ίδια. «Και εγώ, ενώ στην αρχή φανταζόμουν πως είχε το μυαλό του μόνο στους αριθμούς, τον είδα μπροστά μου δοτικό και ανθρώπινο».
Η Γιάννα Αγγελοπούλου έχει πλήρη επίγνωση ότι έχει μπει σε μια «βαριά οικογένεια» και κάνει ό,τι της περνάει από το χέρι για να κατευνάσει τους έξωθεν, αλλά και οικόσιτους ψιθύρους που βλέπουν σε αυτόν τον γάμο μια «mésalliance» (αταίριαστη ένωση). Εν αγνοία της, ακολουθεί κατά πόδας τη συμβουλή που έδινε ο «μποέμ» Τζον Μπουβιέ ΙΙΙ στην ντεμπυτάντ ακόμη Τζάκι λίγο προτού εξυφάνει τον ιστό της γύρω από τον πιο περιζήτητο εργένη των πολιτικών και κοσμικών κύκλων, Τζον Κένεντι: «Να καρφώνεις το βλέμμα σου πάνω του σαν να κοιτάς τον ήλιο». Η Γιάννα καρφώνει ευλαβικά το βλέμμα της πάνω στον Θεόδωρο και υπακούει στην εντολή του πατριάρχη της οικογένειας, Παναγιώτη Αγγελόπουλου, να εγκαταλείψει τη βουλευτική έδρα της (σημειωτέον ότι την καταλαμβάνει το παλιό αφεντικό της, ο Νώντας Ζαφειρόπουλος) και να περιοριστεί στα συζυγικά και μητρικά καθήκοντά της (σε λίγους μήνες έρχεται ο πρώτος της γιος, Παναγιώτης, και ακολουθεί αμέσως ο Δημήτρης, που θα πάρει το όνομα του δολοφονηθέντος από τη «17 Νοέμβρη» προέδρου της Χαλυβουργικής).
Θα απολαύσει στο έπακρο τον ρόλο της πυργοδέσποινας με τα δωδεκάποντα Romeo & Juliet, επιμελούμενη και την παραμικρή λεπτομέρεια στις βασιλικές βαφτίσεις των υιών τους (για αυτή του Δημήτρη, με νονό τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, οι τουρκικές εφημερίδες θα γράψουν ότι επρόκειτο για τη σημαντικότερη γιορτή που έγινε τις τελευταίες δεκαετίες στην Πόλη». Ομως, όσοι τη γνωρίζουν, είναι πεπεισμένοι ότι η Γιάννα δεν θα αντέξει επί μακρόν έστω και έναν τόσο προνομιακό «κατ’ οίκον περιορισμόν». Επρεπε να εφευρεθεί ένα πρότζεκτ στο οποίο θα εκτονώσει τη φιλοδοξία της (που, σύμφωνα με τον αδικοχαμένο εσχάτως σκηνοθέτη Θεόδωρο Αγγελόπουλο, άγγιζε τη «μεγαλομανία»). Κάπως έτσι βρέθηκαν στον δρόμο της οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 2004. Η έτερη grande dame της διεκδίκησης, Μαριάννα Λάτση, παραιτείται γρήγορα. Η Γιάννα μένει μόνη. Και δείχνει τα νύχια της.
Η καταιγιδοφόρος Γιάννα του 2004
Ισως εκείνος ο μοναχικός χορός της στις κερκίδες των επισήμων το βράδυ της τελετής λήξης των Ολυμπιακών του 2004 να είναι η πιο αληθινή δημόσια στιγμή της. Η μόνη ίσως φορά που εγκατέλειψε την ατσαλάκωτη περσόνα, που άφησε να φανεί κάτω από το γρανιτένιο υπόστρωμα μια ρωγμή.
Στο εξωτερικό το όνομά της συνοδεύεται σχεδόν μόνιμα από προσδιορισμούς που παραπέμπουν σε ταινία καταστροφής: «ladykiller» (φόνισσα) την αποκαλεί χαμηλόφωνα κάποιος από την αντιπροσωπεία του Μπουένος Αϊρες λίγο μετά την ανακοίνωση της ελληνικής υποψηφιότητας τον Σεπτέμβριο του 1997 στη Λωζάννη, «a hurricane of a personality» (μια καταιγιδοφόρος προσωπικότητα) γράφει για αυτήν στις 9 Αυγούστου 2004 το «Time», «Οnly a whirlwind could keep Angelopoulos- Daskalaki company» (Μόνο ένας ανεμοστρόβιλος θα μπορούσε να κρατήσει συντροφιά στην Αγγελοπούλου-Δασκαλάκη), θα προσθέσει μόλις δύο ημέρες αργότερα η «Chicago Tribune». Η ίδια αποδέχεται και τους πιο σκληρούς χαρακτηρισμούς που της έχουν αποδοθεί: «Δεν απορρίπτω κανέναν, και bitch με έχουν πει και killer. Εξαρτάται για ποιο πρότζεκτ μιλάμε. Αν είναι ένα πρότζεκτ που πρέπει να τα σαρώσεις όλα και να διεκδικήσεις, τότε όλα χρειάζονται, ακόμη και η σύγκρουση. Ποτέ δεν την επιδίωξα, αλλά πολλές φορές χρειάζεται για να φέρεις τον άλλον “to their senses” (στα συγκαλά του)».
Για όλα όσα στην Ελλάδα τη μέμφονται, έξω είναι τα διαπιστευτήριά της. Δεν είναι τυχαίο ότι στη συνεδρίαση της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΔΟΕ στην Πράγα, οι βρετανοί δημοσιογράφοι (με το ασίγαστο ανθελληνικό μένος) ομολογούν σε μέλη της ελληνικής αποστολής ότι η τότε πρόεδρός τους στην Επιτροπή Διεκδίκησης, Μπάρμπαρα Κασάνις, «δεν πιάνει μία! Η δική σας είναι θεά».
«Απαλλάξτε με από αυτή την κυρία»
Δεν είναι, όμως, μόνο ο «τσαμπουκάς». Η Γιάννα έχει κάτι παραπάνω. Η Γιάννα δεν μένει προσκολλημένη στην, κατά τον Στέλιο Ράμφο, «παθητική μνήμη». Δεν θα πραγματοποιούσε, επί παραδείγματι, ποτέ το ατόπημα της Μελίνας, που ως υπουργός Πολιτισμού χαρακτήρισε τους Αγώνες της Ατλάντα «Αγώνες της κόκα-κόλα» όταν η Ελλάδα έχασε τους Ολυμπιακούς της εκατονταετίας (1996). Στο βιβλίο του «21 χρόνια στην προεδρία της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής» (εκδ. Καστανιώτη), ο Χουάν Αντόνιο Σάμαρανκ γράφει λεπτομερώς το ελληνικό «λάθος τακτικής» στη διεκδίκηση των Αγώνων: «Η φράση που είχαν πει ήταν ότι “η ΔΟΕ οφείλει στην Ελλάδα αυτούς τους Ολυμπιακούς Αγώνες για τον εορτασμό των εκατό χρόνων από την αναβίωση των σύγχρονων Αγώνων”. Αυτή η φράση ήταν το μεγάλο λάθος».
Το 1997 η Γιάννα είχε τη σύνεση να διεκδικήσει ως «τσαμπουκαλεμένη» Ρωμιά, αλλά και με μια δυτικοθρεμμένη διπλωματική δεινότητα (που εξάντλησε στο αχανές δίκτυο δημοσίων σχέσεων που είχε ανά τον κόσμο) και βέβαια με την ικανότητά της να αποσοβεί κρίσεις και να απαλείφει πολιτικές κακοτεχνίες. Ο ίδιος ο Κώστας Σημίτης θα μετανιώσει πικρά για εκείνο το «Απαλλάξτε με από αυτή την κυρία», που λέγεται ότι ξεστόμισε μετά την ανάληψη των Ολυμπιακών το 1997. Τέσσερα χρόνια αργότερα, όταν η χώρα απειλείται με κόκκινη κάρτα από τη ΔΟΕ, η ελληνική κυβέρνηση επαναφέρει αστραπηδόν την εξοστρακισμένη Αγγελοπούλου – φημολογείται ότι είχε περιπέσει σε κατάθλιψη – και τη στέφει πρόεδρο της ΟΕ «Αθήνα 2004».
Κανείς, μέχρι σήμερα, δεν μπορεί να της αρνηθεί την επιτυχία των Αγώνων. H παρουσία της για την «ασφάλεια» του «Αθήνα 2004» ήταν αναμφισβήτητα περισσότερο απαραίτητη και από το Ζέπελιν που «περιπολούσε» τον αττικό ουρανό. H Γιάννα Αγγελοπούλου θα είναι αυτή που θα τρέξει στον Ασπρόπυργο με το σορτσάκι του εθελοντή, αυτή που θα αφρίσει όταν κάποιος υπουργίσκος υψώνει μπροστά της μικροκομματικά τείχη, η ίδια που θα θέλξει τους Αθανάτους με μοναδικής ευρηματικότητας χειρονομίες καλής θέλησης (στο αποχαιρετιστήριο δείπνο, στο σπίτι των Αγγελόπουλων στο Ψυχικό, κάθε Αθάνατος ελάμβανε ως δώρο τους «Times» της ημερομηνίας της γέννησής του, αν ήταν αγγλόφωνος, και τη «Monde», αν ήταν γαλλόφωνος). Ο σύζυγός της, Θεόδωρος Αγγελόπουλος, επιχειρηματίας με διεθνή επιφάνεια, στέκεται διακριτικά στο πλευρό της: «Ηταν απίστευτη η αίσθηση του διεθνούς momentum που διέθεταν» καταθέτει την εμπειρία του πρώην υπουργός. «Η Γιάννα ήταν ο CEO, ο Θεόδωρος, όμως, ήταν το κλειδί για τη διεκδίκηση, διότι κινούσε τους αφανείς μηχανισμούς (τους χορηγούς, τα media κ.ο.κ.)».
«Δεν με ενδιαφέρει πόσο μιλούν οι υπουργοί μου, αρκεί να κάνουν αυτό που τους λέω εγώ» διακήρυττε η Μάργκαρετ Θάτσερ. Το αυτό υιοθετεί και η ίδια η «σιδηρά κυρία» της Νέας Ιωνίας (όπου βρίσκεται η έδρα της ΟΕ), απέναντι σε όποιο πολιτικό πρόσωπο τολμά να μπλεχτεί στα εξόχως καλλίγραμμα πόδια της. Αρκετοί κονταροχτυπιούνται μαζί της για το ονόρε των Αγώνων (ανάμεσά τους τα έτερα Χρυσά Κορίτσια της Αθήνας, όπως η τότε δήμαρχος Ντόρα Μπακογιάννη και η αναπληρωτής υπουργός Πολιτισμού Φάνη Πάλλη-Πετραλιά), καθώς η Γιάννα δεν αφήνει σε κανέναν τον απαραίτητο βιοτικό χώρο για το κρίσιμο μερίδιο προσωπικού ρόλου. Ούτε το
ΠαΣοΚ ούτε η ΝΔ θα την αποδεχτούν ποτέ (το κοινό τους άλλοθι είναι η χλιδή που την ακολουθεί, με την οποία ουδείς θέλει να ταυτιστεί), ενώ δεν είναι λίγοι – συμπεριλαμβανομένων και πρωθυπουργών –, που αντιπαθούν αυτό το εκρηκτικό κοκτέιλ αλαζονείας και πολυπραγμοσύνης και αρνούνται πεισματικά να γίνουν valets de chambre της «Κυρίας» του 2004.
Και του αλωνιού και του σαλονιού
Οι «απλοί άνθρωποι» θα είναι οι πιο ένθερμοι υποστηρικτές της. «Η Γιάννα δεν ήταν μόστρα, έμπαινε μέσα στο πρόβλημα» λέει δημοσιογράφος που έζησε από κοντά τη φρενήρη κούρσα της στους Ολυμπιακούς. «Τη θυμάμαι να παρακολουθεί τις βραδινές πρόβες δίπλα στον Δημήτρη Παπαϊωάννου. Του παρείχε, χωρίς αντιρρήσεις, ό,τι της ζητούσε» σχολιάζει εις εκ των συντελεστών της τελετής έναρξης. «Ηταν πολύ φιλική με εθελοντές, δημιουργική ομάδα, καλλιτέχνες. Σχολιάζαμε συχνά την ικανότητά της να συνυπάρχει το ίδιο εύκολα με υψηλά στελέχη και εθελοντές, το ότι δηλαδή ήταν και του αλωνιού και του σαλονιού. Γενικά είχε respect από τους νέους ανθρώπους».
Η δημοτικότητά της φθάνει σε δυσθεώρητα ύψη (η εμπιστοσύνη και η θετική προσέγγιση στο έργο της για τους Αγώνες φτάνει το 90%). Και όμως το μοναδικό πολιτικό πρόσωπο που συντόνισε το σύνολο του πολιτικού συστήματος για την επίτευξη ενός ανώτερου, «εθνικού» στόχου δεν κατάφερε εν συνεχεία να αποκτήσει το status μιας προσωπικότητας-συμβόλου, κάτι σαν τον «Μίκη» ή τη «Μελίνα». «Ηταν έτοιμη να τη λατρέψει όλη η Ελλάδα, αλλά με τον χαρακτήρα της έχασε την ευκαιρία» λέει πρώην υπουργός που συνεργάστηκε μαζί της. «Κανείς δεν θυμάται τι έκανε η Γιάννα, το πρόβλημα είναι ποια είναι η Γιάννα» συμπληρώνει έτερος πρώην υπουργός, επίσης συνεργάτης της στους Ολυμπιακούς. «Η “πρώτη κυρία” του 2004 πλήρωσε το ίματζ της, τον εγγενή ναρκισσισμό της, που την εμπόδισε να αναδείξει ίσως την πιο σημαντική διάστασή της. Ο κόσμος θα τη λάτρευε, αν γνώριζε ότι επί επτά συναπτά έτη αυτή η γυναίκα στην ουσία έφερε εις πέρας μια μεγαλοπρεπή λάντζα. Η Γιάννα Αγγελοπούλου δεν ήταν η κυρία με το πούρο, αλλά η κυρία με τη σφουγγαρίστρα!».
Προτού ακόμη λήξουν ο Παραολυμπιακοί, εγκαινιάζεται ο πόλεμος, κυρίως από επιχειρηματικά συμφέροντα μέσω μερίδας του Τύπου, που εμπλέκει την ίδια και τον σύζυγό της σε οικονομικά σκάνδαλα με όχημα την ΟΕ «Αθήνα 2004». Χαοτική και ερεβώδης θα είναι και η εκκαθάριση του «Αθήνα 2004». Η παγκόσμια πρωτοτυπία ήταν ότι αυτή πραγματοποιήθηκε από τον ίδιο τον «Αθήνα 2004» (ήτοι ελεγκτής και ελεγχόμενος ήταν το αυτό πρόσωπο!). Υποστηρίχθηκε ότι υπήρχε μεγάλο άνοιγμα πολλών εκατομμυρίων χωρίς παραστατικά. Οπως αναφέρει ανώτερη πηγή της κυβέρνησης Καραμανλή, για την εκκαθάριση έπρεπε να υπογράψει, ως αναπληρώτρια υπουργός Πολιτισμού, η Φάνη Πάλλη-Πετραλιά, η οποία όμως αρνείται. Καθώς η εκκαθάριση είναι προβληματική χωρίς την υπογραφή της, o Γιώργος Αλογοσκούφης φέρνει νόμο στη Βουλή, τον οποίο υπογράφει μόνο ο ίδιος!
Για πολλούς η τελετή λήξης, εκεί που η Γιάννα για πρώτη φορά «αφήνεται» και χορεύει μπροστά σε όλον τον κόσμο, θα σημάνει το τέλος του μεγάλου μεταπολιτευτικού πάρτι. Το όραμα της ανάτασης και παντοδυναμίας, που τόσο επιμελώς έχτισε η κυρία Αγγελοπούλου, θα μείνει να ρημάζει παρέα με τις ολυμπιακές εγκαταστάσεις.
Ειρωνεία της τύχης; Η Κατερίνα Θάνου, η γυναίκα που παρ ολίγον να τραυματίσει θανάσιμα το ολυμπιακό όραμα της Γιάννας (με εκείνο το ομιχλώδες «τροχαίο» της 12ης Αυγούστου του 2004 σε μια απαστράπτουσα Αθήνα που ετοιμαζόταν για την τελετή έναρξης), νυμφεύθηκε τον περασμένο Φεβρουάριο τον Αλέξανδρο Παρθένη (υιό του Γιώργου Παρθένη από τον πρώτο του γάμο), μοντέλο και ηθοποιό στο επάγγελμα. Ολα είναι κύκλος...
Η Γιάννα της υπερβολής
Tο «2004 της χλιδής» θα ταυτιστεί απόλυτα με τη Γιάννα της χλιδής που θα κάνει επανειλημμένως τον γύρο του διεθνούς, σκανδαλοθηρικού Τύπου. Οι προσκλήσεις με τη «χρυσή διακόσμηση», τα ιδιωτικά τζετ, οι τσάντες Hermès σε λουσάτες τελετές καθέλκυσης πλοίων, η φημολογούμενη αγωνία της να εισβάλει στην αυλή της λαίδης Ντι, το εκθαμβωτικό κότερο «Αlfa Nero», οι πλαστικές επεμβάσεις, η εμμονή με την εικόνα της (φημολογείται ότι δίπλα από το σπίτι της στο Ψυχικό είχε ένα «μαυσωλειακού» τύπου κτίριο, στο οποίο επιθυμούσε να στεγάσει το προσωπικό της αρχείο, ακολουθώντας πιστά την παράδοση του προσωπολατρικού καθεστώτος του Κιμ Ιλ Σουνγκ της Βόρειας Κορέας), εκείνο το θρυλικό πάρτι σε στυλ ροκοκό που διαδίδεται ότι έλαβε χώρα λίγο πριν από τους Ολυμπιακούς (οι υπηρέτες με περούκες και λιβρέες σέρβιραν ελληνοπρεπή ορ ντ’ εβρ), την εποχή που λεγόταν πως φλέρταρε απροκάλυπτα με την Προεδρία της Δημοκρατίας.
Ο γνωστός μεσίτης του Λονδίνου Νόελ Φλιντ, όταν τον ρωτούν ποια θεωρεί την πιο επιτυχημένη «ψαριά» της καριέρας του, απαντά: «Η πιο συναρπαστική ήταν όταν “έδωσα” το Παλαιό Πρεσβυτέριο στο Τσέλσι. Ηταν το 1990, είχε έρθει στο Λονδίνο ένας έλληνας μεγιστάνας της ναυτιλίας. Επικοινώνησε μαζί μου η σύζυγός του και μου είπε ότι ήθελε ένα μεγάλο σπίτι στο Κεντρικό Λονδίνο. Ηταν, όμως, ιδιαιτέρως απαιτητική και γρήγορα εξάντλησε ό,τι υπήρχε και δεν υπήρχε. Επαιξα με την τύχη και της έδειξα το Παλαιό Πρεσβυτέριο. Εχει τους μεγαλύτερους κήπους μετά το Μπάκιγχαμ. Εκανε μια προσφορά και το αγόρασε».
Δεν είναι τυχαίο ότι η Γιάννα φέρεται να συμβάλει τα μάλα στη σκληρή ενδοοικογενειακή διένεξη στους κόλπους της δυναστείας Αγγελοπούλου το 1998. Σε εξώδικό του δήλωση (που είχε δει το φως της δημοσιότητας), ο χαμηλών τόνων Κωνσταντίνος Αγγελόπουλος (αδελφός του Θεόδωρου) είναι καταπέλτης: «Εσύ και το περιβάλλον σου επί καθημερινής βάσεως βομβαρδίζετε κυριολεκτικώς την κοινή γνώμη με τα “κατορθώματα” επιφανειακής και κενοδόξου σημασίας και δεν φοβηθήκατε μήπως έχετε ήδη καταστεί “καταγέλαστοι”». Παρ’ ότι παραδέχεται ότι ζει σε ένα προνομιακό, αποστειρωμένο περιβάλλον (πιο πρόσφατη η εμφάνισή της με υπερμέγεθες καπέλο Philip Treacy στον γάμο του πρίγκιπα Γουίλιαμ και της Κέιτ Μίντλετον), η Γιάννα Αγγελοπούλου δηλώνει σήμερα ότι δεν έχει χάσει ποτέ το μέτρο και την επαφή της με τη «real life».
Η Mrs A «παίζει» και χάνει
Το καλοκαίρι του 2006 η «μεγάλη κυρία των Ολυμπιακών Αγώνων» είναι έτοιμη για το επόμενο μεγαλεπήβολο εγχείρημά της. Το ανέκδοτο που κυκλοφορεί τότε είναι ενδεικτικό του κλίματος με το οποίο θα γίνει δεκτό από την κοινή γνώμη: «Η Γιάννα είπε ένα πρωί στον σύζυγό της: “Θόδωρε, γυρνώντας, φέρε μου μια εφημερίδα” και εκείνος της πήρε τον “Ελεύθερο Τύπο”». Οι όποιες ενστάσεις προβλήθηκαν στην αρχή, παρακάμφθηκαν όταν άρχισε να φαίνεται το μέγεθος της επένδυσης που διατίθενται να κάνουν οι Αγγελόπουλοι. To πρώτο φύλλο κυκλοφορεί την Τετάρτη 23 Μαΐου 2007. Η παραδοσιακή «ναυαρχίδα της Δεξιάς», την οποία η Γιάννα θέλει να αλλάξει εκ βάθρων, δημιουργώντας τη δική της σχολή, θα στελεχωθεί με ένα ετερόκλητο πλήθος: τη στρατιά των golden boys-συμβούλων της από το «2004», που ουδέποτε ομογενοποιούνται, τα παλιά στελέχη, τους ανθρώπους της ισπανικής Innovation που έχουν έρθει να μεταλαμπαδεύσουν τα φώτα τους και αρκετές ηχηρές μεταγραφές δημοσιογράφων.
Το μαξιμαλιστικό εκδοτικό όραμα της Mrs A ή σκέτο «Κυρίας», όπως την αποκαλούν με σεβασμό αρκετοί εργαζόμενοι, ακόμη και όταν εκείνη δεν είναι παρούσα, έχει ανάγκη να μεταστεγαστεί σε κάτι πιο φαντασμαγορικό, πιο πομπώδες. Αποφασίζεται η μετακόμιση από τους ταπεινούς Τράχωνες του Αλίμου στο υπερπολυτελές Blue Land Center του Αμαρουσίου. Ανοίγουν τέρμα οι κρουνοί του χρήματος, το λειτουργικό κόστος εκτοξεύεται στα ύψη, τον πρώτο καιρό ο ενθουσιασμός είναι διάχυτος, η υπερκομματική Γιάννα, που πραγματοποιεί αρκετές «αυτοκρατορικές» επισκέψεις στα καινούργια γραφεία, κηρύττει: «Δεν χρωστάμε, μας χρωστάνε». Παλιοί και καινούργιοι είναι πεπεισμένοι ότι δουλεύουν για την «κότα με τα χρυσά αβγά», ξέρεις τι είναι να πηγαίνεις στο γραφείο να γράψεις αστυνομικό ρεπορτάζ και να αναβοσβήνουν τα πλακάκια;
Δεν θα αργήσουν οι «ενδοοικογενειακές» έριδες (π.χ. οι νεωτεριστές Ισπανοί με τα «παλαιοκομματικά» στελέχη), αλλά και η ανατροφοδοτούμενη «καχυποψία» απέναντι σε μια μικρόσωμη γυναίκα με ένα ευμέγεθες πούρο που έχει έρθει να κάνει κουμάντο σε μια εφημερίδα χωρίς καλά καλά να γνωρίζει τι σημαίνει υλατζής (σ.σ.: υπεύθυνος ύλης). «Δεν υπήρχε φόβος, αλλά φθόνος για αυτήν» λέει χαρακτηριστικά εργαζόμενος της πρώιμης περιόδου του «Ελεύθερου Τύπου». «Ηταν και όλη αυτή η διάχυτη υπεροψία από πλευράς της, η σούπερ διαφημιστική καμπάνια, η σιγουριά ότι θα τους “τσακίσουμε” όλους. Θυμάμαι χαρακτηριστικά την ημέρα που περιμέναμε τις πωλήσεις του δεύτερου φύλλου. Ερχονται τα νούμερα, απογοητευτικά. Σηκώνονται οι μισοί σχεδόν δημοσιογράφοι και αρχίζουν να χτυπάνε ειρωνικά παλαμάκια, του τύπου “σας τα λέγαμε εμείς ότι αυτό το πράγμα δεν θα τσουλήσει”». «Ηταν ο καλύτερος εργοδότης που είχα ποτέ» λέει εν πλήρει ειλικρινεία έτερος εργαζόμενος. «Τα πράγματα ήταν απλά. Είχε στήσει ένα μαγαζί, σου έδινε έναν σούπερ μισθό και όλα τα εφόδια για να κάνεις καλά τη δουλειά σου και σου ζητούσε το 150% των δυνατοτήτων σου. Αρκεί να είχες επιχειρηματολογία και να ήξερες τι σου γίνεται. Με τη Γιάννα δεν είχε “Δεν ξέρω” και “Ισως”. Αν της τα έλεγες αυτά, είχες “τελειώσει”».
Οι εντυπωσιακές προσφορές, τα πανάκριβα ένθετα, η εναλλαγή προσώπων (μέσα σε δύο χρόνια θα περάσουν τέσσερις διευθυντές) και πολιτικής «γραμμής» (σχεδόν με εβδομαδιαίο ρυθμό) αποβαίνουν καταστροφικά καθώς απομακρύνουν κεφάλαια και αναγνώστες. Κάποιοι επιμένουν ότι το (όποιο) όραμα ήταν υπονομευμένο εξαρχής. «O κόσμος που δεν τη γνώριζε τη θεωρούσε ικανό άτομο» λέει πρώην συνεργάτης της από τα ανώτατα κλιμάκια. «Στην πράξη, όμως, αποδείχτηκε ότι δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στην καθημερινή διαχείριση μιας εφημερίδας, ούτε να χειριστεί αποτελεσματικά ανθρώπινες σχέσεις. Το πρόβλημα ήταν ότι δεν είχε δική της βούληση με αποτέλεσμα αυτός ο συνασπισμός μικροσυμφερόντων που υπήρχε γύρω της (οι διάφοροι σύμβουλοι) να την καθοδηγεί και να την ποδηγετεί εκεί που θέλει. Η ίδια, από την άλλη, υποδαύλιζε συχνά τις αντιθέσεις στο περιβάλλον της για να μπορεί στη συνέχεια να ικανοποιεί τον ναρκισσισμό της επιλύοντάς τες. Μιλάμε δηλαδή για ένα καθεστώς “διαίρει και βασίλευε”».
Ο Μr A δεν εμφανίζεται σχεδόν ποτέ στα γραφεία της εφημερίδας. Εχει, όμως, αρχίσει ήδη να μετράει ζημίες (λέγεται ότι συνολικά θα μπει «μέσα» σχεδόν 60 εκατομμύρια ευρώ) και καθώς η διεθνής χρηματοπιστωτική κρίση ροκανίζει αστραπηδόν τις έτερες, «υγιείς» επιχειρηματικές δραστηριότητές του, αποφασίζει να πατήσει το κουμπί: Game Over. Οι κρουνοί θα κλείσουν μια μέρα απότομα, σχεδόν όπως άνοιξαν. Οι Κυριακές μας δεν θα κρατάνε περισσότερο, όπως υποσχόταν δύο χρόνια νωρίτερα η διαφημιστική καμπάνια του κυριακάτικου φύλλου. Οι 450 εργαζόμενοι δηλώνουν σοκαρισμένοι από τον «κυνισμό» με τον οποίο το ζεύγος Αγγελόπουλου κλείνει μια εφημερίδα καθώς «η προσπάθεια δεν ευοδώθηκε». Ο «Ελεύθερος Τύπος» και η ίδια η Γιάννα Αγγελοπούλου (στην πρώτη της πανηγυρική ήττα) αποδεικνύονται τα πρώτα ελληνικά θύματα της παγκόσμιας κρίσης.
Οι άλλοι δρόμοι της φωτιάς
Η Γιάννα Αγγελοπούλου δεν είναι σήμερα ακριβώς η ίδια. Μετά την περιπέτεια της υγείας της δηλώνει ότι έχει γίνει πιο συγκαταβατική («γιατί μια εποχή δεν ήμουν»), ότι δείχνει μεγαλύτερη κατανόηση, ότι προσπαθεί να είναι ενθουσιασμένη με τα πιο απλά πράγματα, ακόμη και όταν είναι μόνη: («Πολλές φορές επιδιώκω τη μοναχικότητα χωρίς να επηρεάζομαι από τη μοναξιά»). Εξακολουθεί πάντα να πιστεύει ότι «το σημαντικό είναι να πάρεις από κάθε άνθρωπο αυτό που μπορείς να πάρεις. Αυτό ισχύει για όλες τις σχέσεις. Και για τον γάμο. Μη θεωρείς ότι ο άλλος θα αλλάξει για σένα. Θα υποκύψει μόνο, θα συμβιβαστεί, που είναι ό,τι χειρότερο. Κάπως έτσι έρχονται οι εκρήξεις ηφαιστείων!».
Ποια περίοδος της ζωής της διανύει σήμερα; «Είμαι σε μια κατάσταση, ας πούμε, μελαγχολίας με αυτά που συμβαίνουν στην Ελλάδα. Με ματώνει που βλέπω τη διαχείριση αυτού του ανθρώπινου δυναμικού. Σαν κάποιος να νάρκωσε τον κόσμο και αντί να του βάλει τον ορό της αλήθειας, να του έχει βάλει τον ορό της λήθης, για να μη θυμάται τα μεγάλα και τα ωραία, την προσπάθεια με την οποία επιτυγχάνεται το καλό...». Ανεξάρτητα από τα μελλοντικά της βήματα, η Γιάννα Αγγελοπούλου, και του τότε και του τώρα, μοιάζει να ενσαρκώνει πλήρως τους στίχους από το «Survival», το επίσημο τραγούδι των Ολυμπιακών Αγώνων του Λονδίνου: «Life is a race. And I’ m gonna win» (Η ζωή είναι ένας αγώνας δρόμου. Και θα νικήσω).
ΤΟ ΒΗΜΑ - Αγγελοπούλου: «Μελαγχολώ με αυτά που συμβαίνουν στην Ελλάδα» - BHMagazino - Βλέμματα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου