Δευτέρα 31 Ιανουαρίου 2022

Το παιχνίδι της «γάτας με το ποντίκι» που έπαιζε η Γκισλέιν Μάξουελ με το FBI

 Πώς τελικά το FBI κατάφερε να εντοπίσει και να συλλάβει μια από τις πιο καταζητούμενες γυναίκες στον κόσμο... Κρυβόταν σε διάφορα κρησφύγετα σε όλη την Αμερική και είχε προσλάβει μια ομάδα εκπαιδευμένων ειδικών φρουρών, πρώην στρατιωτικών, για να την προσέχουν και να την κρατούν «αόρατη»
Ένα δραματικό παιχνίδι γάτας και ποντικιού αποκαλύπτει το νέο βιβλίο του Νάιγκελ Κόθορν με τίτλο «Ghislaine Maxwell», , που μόλις κυκλοφόρησε.

Ένας στρατός στην ήσυχη επαρχιακή πόλη
Στο Μπάντφορντ της Νέας Αγγλίας στις ΗΠΑ, ανάμεσα σε βοσκοτόπια και ρυάκια στις όχθες μιας λίμνης δεν συμβαίνει ποτέ τίποτα το αξιοσημείωτο. Με πληθυσμό 1.662 άτομα, η μικρή πόλη έχει μόνον ένα φανάρι για να ρυθμίζει την κίνηση των οχημάτων και ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά εγκληματικότητας στην Αμερική. Έτσι, όταν ο θόρυβος δύο μικρών αεροπλάνων που πετούσαν ψηλά έσπασε την ησυχία ένα καλοκαιρινό πρωινό του Ιουλίου του 2020, μπερδεμένοι οι κάτοικοι σύντομα συνειδητοποίησαν ότι κάτι συνέβαινε. Ο Ντικ Μόρις, ένας ξυλουργός, άκουσε για πρώτη φορά έναν θόρυβο στις 5 το πρωί. «Στην αρχή νόμιζα ότι ήταν ένα αλεξίπτωτο — βασικά ένας κινητήρας με κάθισμα και αλεξίπτωτο, κάτι που συνηθίζεται εδώ. Ακούς ένα για δέκα λεπτά και μετά φεύγει. Αλλά αυτός ο θόρυβος συνεχιζόταν. Βγήκα έξω για να φορτώσω το φορτηγό μου στις 7 το πρωί και ο θόρυβος συνεχιζόταν. Σκέφτηκα “ Τι στο καλό κάνει αυτός ο τύπος;” Στη συνέχεια παρατήρησα ένα άλλο αεροπλάνο σε μεγάλο υψόμετρο, οπότε υπήρχαν δύο βουίσματα γύρω-γύρω».




Ένας άλλος ντόπιος συνάντησε μια πομπή από 15 οχήματα σταματημένα στον κεντρικό δρόμο και ζήτησε να μάθει ποιοι ήταν οι οδηγοί και τί έκαναν. Του είπαν ότι ήταν από την «Εταιρεία Εναέριων Χαρτών της Νέας Αγγλίας». Δυστυχώς για εκείνους που προσπαθούσαν να κρύψουν την ταυτότητά τους εκείνο το πρωί του Ιουλίου, ο άνδρας που τους ρώτησε ήταν ειδικός στη γεωλογία και τους χάρτες - και ήξερε ότι «Εταιρεία Εναέριων Χαρτών της Νέας Αγγλίας» δεν υπήρχε. Έχοντας γίνει πολύ καχύποπτος, ζήτησε να κοιτάξει μέσα σε ένα από τα φορτηγά, αλλά του είπαν κοφτά ότι ξεπερνούσε τα όρια. Τότε θορυβημένος ζήτησε από τη σύζυγό του να καλέσει την αστυνομία.



Μέχρι εκείνη την ώρα, οι περισσότεροι κάτοικοι της μικρής πόλης είχαν ήδη ξυπνήσει και ήταν ανάστατοι, ανταλλάσσοντας κάθε είδους θεωρίες για την ξαφνική «εισβολή» αγνώστων. Κανείς, ωστόσο, δεν μάντεψε την αλήθεια: ότι όλος αυτός ο «στρατός» ετοιμαζόταν να κάνει επιδρομή στην καλά κρυμμένη φωλιά της Γκισλέιν Μάξγουελ, πρώην φίλης και έμπιστης του δισεκατομμυριούχου παιδόφιλου Τζέφρι Επστάιν, ενώ αεροπλάνα του FBI πετούσαν πάνω από την περιοχή, για να την εντοπίσουν σε περίπτωση που προσπαθούσε να δραπετεύσει.




Κρυσφύγετο στην κορυφή του βουνού

Η Μάξγουελ είχε μετακομίσει στο Μπράντφορντ επτά μήνες πριν. Πλήρωσε 1 εκατομμύριο δολάρια σε μετρητά για ένα ακίνητο τεσσάρων υπνοδωματίων στην κορυφή του βουνού τριγυρισμένο από 156 στρέμματα δασικής έκτασης. Η πληρωμή έγινε μέσω εταιρείας, για να κρύψει την ταυτότητά της. Ο μεσίτης που έκανε την πώληση ισχυρίστηκε ότι ένας Βρετανός είδε το ακίνητο και είχε βάλει την επωνυμία της εταιρείας «Granite Reality LLC» στα έγγραφα της αγοράς. Η εταιρεία ήταν εγγεγραμμένη σε μια διεύθυνση στη Βοστώνη την οποία μοιράζονταν πολλές εταιρείες, συμπεριλαμβανομένης μιας δικηγορικής εταιρείας που είχε ενεργήσει στο παρελθόν για λογαριασμό της Μάξγουελ. «Είπαν ότι δεν ήθελαν να γίνει γνωστό το όνομα του αγοραστή, οπότε σκέφτηκα ότι πρέπει να είναι κάποιο αστέρι του κινηματογράφου», είπε ο μεσίτης. Το ακίνητο ήταν η τέλεια κρυψώνα, με εκπληκτική θέα από κάθε δωμάτιο προς τους πρόποδες του βουνού στα δυτικά, και περιγράφεται από το κτηματομεσιτικό πρακτορείο «Sotheby's» ως «ένα εκπληκτικό σπίτι με ξύλινο σκελετό και ένα καταπληκτικό καταφύγιο για τους λάτρεις της φύσης που επίσης θέλουν απόλυτη ιδιωτικότητα». Ο κτηματομεσίτης είπε στον πράκτορα του FBI ότι οι αγοραστές του σπιτιού παρουσιάστηκαν ως Σκοτ και Τζεν Μάρσαλ. Και οι δύο είχαν βρετανική προφορά», είπε η Μο. «Ο Σκοτ Μάρσαλ εξήγησε ότι είχε αποσυρθεί από τον βρετανικό στρατό και αυτή τη στιγμή δούλευε πάνω σε ένα βιβλίο. Η Τζεν Μάρσαλ περιέγραψε τον εαυτό της ως δημοσιογράφο».




Και εκεί η Γκισλέιν Μάξγουελ, ως Τζεν Μάρσαλ, έζησε ήσυχα για επτά μήνες, ασχολούμενη με τις δουλειές της και στέλνοντας τους Βρετανούς σωματοφύλακές της να κάνουν τα ψώνια της. Αργότερα, η Λόις Κίλναπ, υπεύθυνη ανακύκλωσης του Μπράντφορντ, θυμήθηκε ότι ένας μακρυμάλλης Βρετανός, ηλικίας περίπου 40 ετών, ερχόταν εκεί για να πετάξει υλικά ανακύκλωσης από τον προηγούμενο Δεκέμβριο. «Έγινα πολύ φιλική μαζί του», είπε. «Συνήθιζα να του κάνω πλάκα πως ήταν ο δούκας του Σάσεξ γιατί με έκανε να πιστέψω ότι ήταν ιδιοκτήτης του σπιτιού [της Γκισλέιν]». Τον Μάρτιο του 2020, ο άνδρας είπε στην κυρία Κίλναπ ότι επέστρεφε στο Ηνωμένο Βασίλειο και της παρουσίασε έναν δεύτερο Βρετανό, ο οποίος ανέλαβε τα καθήκοντα ανακύκλωσης. «Όπως και ο πρώτος, ήταν σωματώδης και τραχύς, υποθέτω ότι και οι δύο ήταν πρώην στρατιωτικοί», ανέφερε η κυρία Κίλναπ.

Η Μάξγουελ προφανώς δεν ήθελε να το διακινδυνεύσει: προσλάμβανε άνδρες ασφαλείας με εμπειρία στις Ειδικές Δυνάμεις, με εκτιμώμενο κόστος περίπου 250.000 δολάρια. Μέχρι τις 2 Ιουλίου 2020, την ημέρα της επιδρομής του FBI, κρυβόταν για ένα χρόνο ενώ καταζητούνταν για τον ρόλο της στο κύκλωμα σωματεμπορίας ανηλίκων του Τζέφρι Επστάιν.


Η επιδρομή στην κρυψώνα

Εκείνο το πρωί, στις 8.20 π.μ., η συνοδεία πρακτόρων του FBI ξεκίνησε για το δάσος του Νιού Χάμσαϊρ. Μετά από μισό χιλιόμετρο περίπου σ΄ έναν απότομο χωματόδρομο, πέρασαν μπροστά από μια πλάκα γρανίτη με το όνομα «Tuckedaway» χαραγμένο και τελικά σταμάτησαν μπροστά σε κάτι ολοκαίνουργιες μεταλλικές πύλες ασφαλείας. Ένας πράκτορας του FBI έκοψε το λουκέτο. Στη συνέχεια, 24 πράκτορες εφόρμησαν. Δύο αξιωματικοί από την ειδική ομάδα του Διαδικτυακού Παιδικού Εγκλήματος ήταν επίσης σε ετοιμότητα.




Μέσα από ένα παράθυρο, οι πράκτορες που πλησίαζαν είδαν μια γυναίκα που φορούσε ένα μπλουζάκι και έκανε τζόκινγκ. Εκείνη αγνόησε τις οδηγίες τους να ανοίξει την πόρτα και έφυγε προς το εσωτερικό του σπιτιού, χτυπώντας την πόρτα πίσω της. Μετά από αυτό και το FBI δεν χτύπησε ευγενικά την εξώπορτα. Αντίθετα, χρησιμοποίησαν ένα λοστό για να διαλύσουν την πόρτα μαζί με τον μισό μπροστινό τοίχο, χωρίς να συναντήσουν αντίσταση από τους φρουρούς ασφαλείας της Μάξγουελ. Μπαίνοντας στο δωμάτιο όπου είχε αναζητήσει καταφύγιο, το FBI της πέρασε γρήγορα χειροπέδες. «Περιέργως, δεν είχε κάποια ιδιαίτερη αντίδραση. Ήταν σαν να μην αντιλαμβανόταν τι της συνέβαινε», είπε ένας αξιωματικός που την συνέλαβε.

Στις 8.38 π.μ.,η Μάξγουελ βρισκόταν επιτέλους υπό κράτηση από το FBI.



Για σχεδόν 12 μήνες, τους είχε ξεφύγει. Υπήρχαν φήμες ότι βρισκόταν σε ένα καταφύγιο στη Βραζιλία, σε ένα ασφαλές σπίτι στο Ισραήλ ή στη Ρωσία. Είχε επίσης αναφερθεί ότι ζούσε στην ήσυχη παραθαλάσσια πόλη της Μασαχουσέτης, Manchester-by-the-Sea, στην έπαυλη του συζύγου της Σκοτ Μπόργκενσον, ο οποίος αρνήθηκε οποιαδήποτε επαφή μαζί της. Στη συνέχεια, κυκλοφόρησε μια φωτογραφία της να τρώει ένα μπέργκερ και τηγανητές πατάτες σε εστιατόριο του Λος Άντζελες, αλλά η φωτογραφία ήταν προφανώς φωτομοντάζ.

Εν τω μεταξύ, ένας Ολλανδός ερευνητής, ο Χανκ Βαν Εs, είχε υποστηρίξει στο Twitter ότι είχε χαρτογραφήσει τις κινήσεις της Μάξγουελ στις ΗΠΑ για 50 ημέρες από το Doylestown της Πενσυλβένια, όπου είχε επισκεφθεί διάσημη αλυσίδα donuts, έως το Μπέντφορντ του Νιου Χαμσάιρ , κοντά στο σημείο όπου βρισκόταν όταν συνελήφθη. Περιέγραψε πώς κατάφερε αρχικά να αναγνωρίσει τη διεύθυνση του υπολογιστή της, αποδεικνύοντας ότι τα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προς την μη κερδοσκοπική περιβαλλοντική της οργάνωση, το TerraMar Project, και τα μηνύματα που στάλθηκαν σε άλλες ηλεκτρονικές της διευθύνσεις άνοιγαν από το ίδιο κινητό τηλέφωνο. Αυτό του επέτρεψε να ανιχνεύσει ποια κεραία κινητής τηλεφωνίας βρισκόταν κοντά και να σχεδιάσει τις πιθανές τοποθεσίες, όπου μπορεί να βρισκόταν, σε έναν χάρτη.

Κατά τη διάρκεια έρευνας στο σπίτι της, οι πράκτορες του FBI βρήκαν ένα κινητό τηλέφωνο τυλιγμένο σε αλουμινόχαρτο - ίσως με την εσφαλμένη πεποίθηση ότι το αλουμίνιο θα το προστατεύσει από την ανίχνευση. Στο κομοδίνο της βρήκαν ένα αντίγραφο του βιβλίου «Αμείλικτη καταδίωξη: Ο αγώνας μου για τα θύματα του Τζεφρι Επστάιν» του Μπράντλεϊ ΄Εντουαρντς, ενός δικηγόρου που εκπροσωπούσε 56 από τα φερόμενα θύματα του Επστάιν.




Ως κάτοχος γαλλικού διαβατηρίου, η Μάξγουελ θα μπορούσε εύκολα να είχε καταφύγει στη Γαλλία - τη χώρα της γέννησής της - η οποία δεν έχει συνθήκη έκδοσης με τις ΗΠΑ, Αντιθέτως, αν και μετακόμισε έως και 20 φορές κατά τη διάρκεια του χρόνου που κρυβόταν, δεν άφησε ούτε για μια φορά την Αμερική.

«Θα έλεγα ότι μετακόμιζε τρεις φορές το μήνα. Ταξίδευε επίσης με αεροπλάνο», είπε ένας φίλος της. « Η Γκισλέιν ήταν συνεχώς σε κίνηση τον τελευταίο χρόνο». Ο ίδιος φίλος ισχυρίστηκε, μη πειστικά πάντως: «Οι σεκιούριτι ήταν στο πλευρό της λόγω απειλών για τη ζωή της. Δεν έτρεχε ποτέ για να ξεφύγει από τους ομοσπονδιακούς. Έτρεχε για να ξεφύγει από δημοσιογράφους και τρελούς που ήθελαν να τη σκοτώσουν. Ήταν ένα σοβαρό πρόβλημα. Η τοποθεσία της ήταν γνωστή μόνον σε αυτούς που έπρεπε να γνωρίζουν.»

Έχοντας εγκατασταθεί τελικά στο καταφύγιό της στο Νιου Χάμσαϊρ, μαζί με μια γάτα και δύο σκύλους, περνούσε τις μέρες της μαγειρεύοντας, κάνοντας γυμναστική και διαβάζοντας βιβλία —συμπεριλαμβανομένου ενός του Μπόρις Τζόνσον, με τον οποίο σπούδαζαν την ίδια εποχή στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. «Έβγαινε έξω, αλλά όχι συχνά», συνέχισε ο φίλος της. «Προφανώς, με τον κορωνοϊό, οι άνθρωποι φορούσαν μάσκες – αυτό έκανε τα πράγματα πιο εύκολα γι΄αυτήν.»




Πανάκριβη καταδίωξη

Μια πηγή, που γνωρίζει τα της καταδίωξης της Μάξγουελ είπε: «Αυτή η καταδίωξη κόστισε εκατομμύρια δολάρια και εκατοντάδες εργατοώρες. Τουλάχιστον πέντε εκατομμύρια δολάρια, ίσως και περισσότερα. Το FBI την παρακολουθούσε εδώ και ένα χρόνο. Στην αρχή την είχαν, μετά την έχασαν. Ήταν στο Κολοράντο και στο Ουαϊόμινγκ, μετά την έχασαν μέχρι που εμφανίστηκε στο Νιου Χάμσαϊρ. Ήταν ένα παιχνίδι της γάτας με το ποντίκι. Έπρεπε να δέσουν την υπόθεση και να την θέσουν ενώπιον ενός σώματος ενόρκων. Αυτά τα πράγματα χρειάζονται χρόνο. Γλίστρησε από τα χέρια τους μια φορά, αλλά μόλις το σώμα των ενόρκων έκρινε πως μπορεί να ασκηθεί κατηγορία, το κυνήγι άρχισε».

Εν τω μεταξύ, η γάτα της Μάξγουελ το έβαλε στα πόδια μόλις το FBI έσπασε την πόρτα και μπήκε στο σπίτι και υπήρχαν ανησυχίες ότι μπορεί να είχε χτυπηθεί από αρκούδα ή ακανθόχοιρο. «΄Ηταν ένα απίστευτο θέαμα, σεκιουριτάδες, αστυνομικοί και ακριβοπληρωμένοι δικηγόροι έψαχναν στο δάσος να βρουν τη γάτα», είπε μια πηγή κοντά στην έρευνα, που συνεχίστηκε για τέσσερις ημέρες μέχρι να βρεθεί η γάτα.

Από την πλευρά της, η Μάξγουελ είχε μεταφερθεί από την άνεση του καταφυγίου της στη φυλακή της κομητείας Merrimack, 20 μίλια μακριά.Η υποδοχή εκεί ήταν άγρια. ΄Ένα άτομο μέσα από τη φυλακή είπε: «Η γενική γνώμη για εκείνη στο Merrimack ήταν ότι πρόκειται για μια μοχθηρή πλούσια σκύλα. Κανείς δεν ήθελε να κάνει τίποτα μαζί της ».Μετά από τέσσερις ημέρες στη φυλακή, μεταφέρθηκε με χειροπέδες και δεσμά στο «Metropolitan Detention Centre» στο Μπρούκλιν, όπου βρίσκεται έκτοτε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αρχειοθήκη ιστολογίου