Παρασκευή 15 Οκτωβρίου 2021

Σκηνές και αντιθέσεις σε νυχτερινό κέντρο της Αθήνας της Μπελ Eπόκ

Στην κορύφωση της ετικέτας και της καλής συμπεριφοράς της Belle Époque, στην Αθήνα επιμέναμε ακόμη ανατολίτικα... Έξω, από ένα από τα μεγάλα νυκτερινά κέντρα, σταμάτησε ένα αμάξι με δύο άλογα. Ένας κύριος κατέβηκε, ψηλός και ευρύστερνος, ξανθός, με ωραία γενειάδα και συμπαθητικό πρόσωπο, που έμοιαζε σαν Ρώσος διπλωμάτης και θύμιζε, με την αριστοκρατικότητα του ύφους του, τον αείμνηστο ποιητή Μαβίλη.
Επειδή καθόμουν προς την πόρτα, άκουσα που μιλούσε Γαλλικά στον αμαξηλάτη. Πού τον είχε πετύχει;

Μπήκε μέσα στο καφενείο σαν ο τέλειος "μπον βιβέρ". Τα βλέμματα όλων στράφηκαν προς τη πλευρά του, και καρφώθηκαν επάνω του. Τα γκαρσόνια –Α, τα ανόητα και κακομαθημένα αυτά γκαρσόνια των Ελληνικών καφενείων- εγκατέλειψαν όλους τους άλλους πελάτες και τον περικύκλωσαν περιδεείς και χάσκοντες.








Ούτε ένας από αυτούς δεν σκάμπαζε Γαλλικά. Ο ξένος, μάταια τους εξηγούσε τί ήθελε να πιεί. Επί τέλους, κάποιος έδειξε ότι τον κατάλαβε και έφυγε να του φέρει το ποτό του. Οι άλλοι στάθηκαν γύρω του και τον περιεργαζόντουσαν σαν χαζοί. Αυτός δεν έδειχνε την παραμικρή στεναχώρια για την αναίδεια και την αγένειά τους. Θα είχε, φαίνεται, αρκετές ημέρες ήδη που ήλθε στην Αθήνα, και είχε πάψει να εκπλήττεται από τέτοια μικροπράγματα...

Επί τέλους, το γκαρσόνι του έφερε ένα ουίσκι. Το κοίταξε με περιέργεια, κοίταζε μετά και το γκαρσόνι σα να ήθελε να του εξηγήσει ότι κάτι άλλο είχε παραγγείλει. Παρόλα αυτά, δεν άργησε να το πάρει και να το πιεί με μια ηγεμονική κίνηση. Έπειτα, με νοήματα πλέον, σα να βρισκόταν σε χώρα κωφαλάλων, έδωσε στο γκαρσόνι να καταλάβει, ότι έπρεπε να δώσει έξω στον αμαξά μια μπύρα και ένα καλό κομμάτι ζαμπόν. Το γκαρσόνι έσπευσε να εκτελέσει τη παραγγελία. Σε λιγάκι του είπε να το επαναλάβει.





Η ιδέα του αυτή, να κεράσει τον αμαξά του, ξάφνιασε γκαρσόνια και πελάτες. "Ένας τέτοιος κύριος, και να σκέπτεται τον αμαξά του!". Πολύ περίεργο!

Σε λίγη ώρα ζήτησε το λογαριασμό του. Ή μάλλον δεν τον εζήτησε, αλλά έδωσε ένα εικοσάφραγκο για να κρατήσουν ό,τι όφειλε. Η θέα του χρυσού, ανακάτεψε τα αίματα των γκαρσονιών, τα οποία μαζεύτηκαν γύρω-γύρω και το περιεργαζόταν ηλιθίως, σα να έβλεπαν για πρώτη φορά εικοσάφραγκο στη ζωή τους. Μνήσθητί μου Κύριε!

Μετά από πολλές διαβουλεύσεις, κατέληξαν ότι έπρεπε να του επιστρέψουν τα ρέστα... Του έδωσαν λοιπόν μερικά αργυρά νομίσματα. Τί κράτησαν; Ο Θεός και η ψυχή τους.

Ο ξένος κύριος τους τα άφησε όλα για πουρμπουάρ, και σηκώθηκε να φύγει.

Ε, λοιπόν, τώρα θα νομίζετε ότι τον ευχαρίστησαν, ότι κατασκοτώθηκαν ποιός πρώτος θα τον περιποιηθεί, ποιός θα τον βοηθήσει να βάλει το παλτό του, ποιός θα σπεύσει πρώτος να του ανοίξει τη πόρτα;

Τίποτα από όλα αυτά. Χάζευαν ή μάλλον περιεργαζόντουσαν τα αργυρά νομίσματα που τους έδωσε για πουρμπουάρ!





Την στιγμή που ο ξένος κύριος έφθασε στη πόρτα, ένα άλλο γκαρσόνι που ερχόταν από έξω, του κράτησε τα θυρόφυλλα ανοικτά και παραμέρισε με σεβασμό για να περάσει.

Ο ξένος κύριος, του έβγαλε έως κάτω το καπέλο του, και του είπε "μερσί".

Οποία αντίθεση!
(βασισμένο σε χρονογράφημα του Σωτήρη Σκίπη στο ΣΚΡΙΠΤ, Μάιος 1914)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αρχειοθήκη ιστολογίου