Σάββατο 30 Οκτωβρίου 2021

Επίσκεψη Μέρκελ: Ισχυρές δόσεις αυτοκριτικής στην «Ελλάδα της ωριμότητας»

 Η Γερμανίδα καγκελάριος παραδέχτηκε την επίγνωση των σκληρών απαιτήσεών της την περίοδο της κρίσης και εμφάνισε ένα πιο ανθρώπινο πρόσωπο - Έκανε λόγο για «εξαιρετικά αποτελέσματα» της Ελλάδας όταν δέχθηκε πίεση στα σύνορά της, τη στιγμή που «ο Ερντογάν εκμεταλλεύεται τους ανθρώπους για πολιτικούς στόχους» - Τι ειπώθηκε για ελληνοτουρκικά, μεταναστευτικό και το σύγχρονο πρόσωπο της Ελλάδας Πλούσια σε συμβολισμούς, αλλά και πολιτικό περιεχόμενο υπήρξε η διήμερη επίσκεψη της υπηρεσιακής Καγκελάριου της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, Άνγκελας Μέρκελ στην Αθήνα, λίγο πριν αποσυρθεί από την πολιτική σκηνή της χώρας της, παραδίδοντας τα σκήπτρα στον Όλαφ Σόλτς.
Εμφανώς απελευθερωμένη ενόψει της ολοκλήρωσης μιας έντονης 16ετους θεσμικής της διαδρομής ως επικεφαλής της ισχυρότερης οικονομίας στην Ευρωζώνη, η κ. Μέρκελ «έσπασε» αμφότερα τον πάγο και το πρωτόκολλο αρκετές φορές, αφού διανυκτέρευσε στην ελληνική πρωτεύουσα την παραμονή της επίσκεψής της, για να δειπνήσει με τον Έλληνα Πρωθυπουργό παρότι δεν το συνηθίζει, ενώ δε δίστασε να εμφανίσει ένα πιο προσηνές και ανθρώπινο πρόσωπο, επαναλαμβάνοντας τρεις φορές δημόσια χθες πως ζήτησε «τόσα πολλά από τους Έλληνες», έχοντας πλήρη «επίγνωση» των απαιτήσεών της, με τελικό στόχο της την παραμονή της Ελλάδας στη ζώνη του ευρώ.




Για την τελευταία, η Καγκελάριος Μέρκελ τόνισε πως η ίδια ήταν πάντα «υπέρ της παραμονής», αγνοώντας τις «Σειρήνες» ακόμη και στο ίδιο της το κόμμα, εξηγώντας παράλληλα ότι οι αποφάσεις για τα ελληνικά προγράμματα στήριξης βρήκαν την ευρωπαϊκή ηγεσία αιφνιδιασμένη και «σοκαρισμένη», καθώς διαπίστωνε το πόσο ευάλωτο υπήρξε το ευρώ στις επιθέσεις των αγορών.

Αφήνοντας στην άκρη τα «σκαμπανεβάσματα» των προηγούμενων ετών, η Καγκελάριος εκτίμησε ότι οι διμερείς σχέσεις Ελλάδας – Γερμανίας εδράζονται «σε στέρεες βάσεις» στην κατ’ιδίαν συνάντησή της με την Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Κατερίνα Σακελλαροπούλου, η οποία με τη σειρά της υπενθύμισε προς την Καγκελάριο την «εθνική μοναξιά» της προηγούμενης δεκαετίας.

«Ήταν μια πρωτόγνωρη κατάσταση τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε θεσμικό επίπεδο και αισθανθήκαμε πολλές φορές δικαιολογημένα μόνοι» ανέφερε χαρακτηριστικά η κ. Σακελλαροπούλου, ενώ δεν παρέλειψε να τοποθετηθεί και στο πεδίο των ελληνοτουρκικών σχέσεων, υπενθυμίζοντας ότι ο διάλογος «δεν είναι μονομερής».

Από πλευράς της, η Γερμανίδα Καγκελάριος χαρακτήρισε το διάλογο «κλειδί» για την επίλυση των διαφορών, αναγνωρίζοντας τις πολλές και διαφορετικές προκλήσεις που καλείται να αντιμετωπίσει η Ελλάδα με προεξάρχουσα αυτήν της τουρκικής προκλητικότητας, κατά τις κοινές δηλώσεις με τον Πρωθυπουργό, Κυριάκο Μητσοτάκη μετά το πέρας της συνάντησής τους.

Σηκώνοντας το γάντι, ο Πρωθυπουργός εμφανίστηκε ανοιχτός σε διάλογο με τη γειτονική χώρα, αφήνοντας χώρο ακόμη και για μια διμερή συμφωνία Ελλάδας – Τουρκίας, εφόσον η γειτονική χώρα σταματήσει «αχρείαστες εντάσεις» και εναρμονιστεί με το Διεθνές Δίκαιο και τις αποφάσεις των διεθνών οργανισμών. Σε αντίθετη περίπτωση, στη γωνία την περιμένουν ευρωπαϊκές κυρώσεις, υπονόησε ο κ. Μητσοτάκης, ζητώντας -σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο- να γίνουν «σεβαστές» οι αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, αφού περιέγραψε τη «διαρκή» τουρκική προκλητικότητα ως επίθεση στη Δύση και την Ευρώπη.

«Η Δυτική ψυχραιμία ενθαρρύνει την τουρκική αυθαιρεσία» δήλωσε ο Πρωθυπουργός, ενώ «πρέπει να ισχύουν τα ψηφίσματα των Ηνωμένων Εθνών και το διεθνές δίκαιο και πιστεύουμε ότι είναι σημαντικό αλλά δύσκολο να βρίσκουμε απαντήσεις και λύσεις μέσω του διαλόγου» επισήμανε με τη σειρά της η Γερμανίδα Καγκελάριος. Παρά τις «ασύμμετρες απειλές» της Τουρκίας στον Έβρο και το Αιγαίο, «η δική μου πόρτα είναι πάντα ανοιχτή για εποικοδομητικό διάλογο» υπογράμμισε ο κ. Μητσοτάκης, ζητώντας ενώπιον της κ. Μέρκελ βήματα καλής θέλησης από την άλλη πλευρά, όπως ο ορισμός νέου διαμεσολαβητή για το Κυπριακό.


Ευχαριστώντας ακόμη τη Γερμανίδα Καγκελάριο για τη συμβολή της στην επίλυση ζητημάτων μείζονος ελληνικού ενδιαφέροντος, όπως η παραμονή στο ευρώ, ο κ. Μητσοτάκης την περιέγραψε ως «φωνή λογικής και σταθερότητας» για τα ευρωπαϊκά συμφραζόμενα, επικαλούμενος μάλιστα τη ρήση της ότι «η λιτότητα δεν μπορεί να είναι η απάντηση σε όλα», προκειμένου να ανακινήσει εκ νέου ζήτημα επικαιροποίησης του Συμφώνου Σταθερότητας.

«Η Ελλάδα θα έχει τη δυνατότητα, καλώς εχόντων των πραγμάτων, με τους ρυθμούς ανάπτυξης τους οποίους προβλέπουμε, να μπορεί από το 2023 να παράγει πρωτογενή πλεονάσματα» δήλωσε ο Πρωθυπουργός, διευκρινίζοντας σε κάθε περίπτωση ότι «η συζήτηση αυτή για την αλλαγή του Συμφώνου Σταθερότητας, ως μία «άδεια» να επιστρέψουμε σε κακές συνήθειες του παρελθόντος».

Στο πλαίσιο αυτό, ο κ. Μητσοτάκης ζήτησε τη διάθεση περισσότερων ευρωπαϊκών πόρων για επενδύσεις, με την κ. Μέρκελ να σχολιάζει για το Ταμείο Ανάκαμψης πως «ήταν πολύ σημαντικό για την ανάκαμψη από την πανδημία και κυρίως για εκείνες τις χώρες που ήταν υποχρεωμένες να προβούν σε μεγάλο αριθμό μεταρρυθμίσεων και επλήγησαν στη συνέχεια από την πανδημία, να μπορέσουν χώρες όπως η Ελλάδα, η Πορτογαλία, η Ισπανία, να προβούν σε μακρόπνοες επενδύσεις, για να μπορέσουμε να ξεπεράσουμε προβλήματα το μέλλοντος, όπως κλιματική αλλαγή, βιωσιμότητα, βιοποικιλότητα».

Η κ. Μέρκελ, άλλωστε, είχε την ευκαιρία να βρεθεί «στη σημερινή Ελλάδα που είναι πολύ διαφορετική από αυτή που γνωρίσατε την τελευταία 10ετία. Δεν είναι εστία ελλειμμάτων. Είναι σύγχρονο κράτος», σύμφωνα με τον Πρωθυπουργό, ο οποίος συμπέρανε ότι στα ενδιάμεσα χρόνια «ευτυχώς ούτε η φτηνή λιτότητα, ούτε τα φτηνά εθνικά συνθήματα άντεξαν. Η κοινοτική αλληλεγγύη και ο αληθινός πατριωτισμός βγήκαν στο τέλος νικητής».

Συνοψίζοντας τα πεπραγμένα 10 ετών, ο Κυριάκος Μητσοτάκης σημείωσε πως «Ευρώπη και Ελλάδα δοκιμάστηκαν από λάθος αποφάσεις που επέστρεψαν εναντίον τους μεταμφιεσμένες με λαϊκισμό και δημαγωγία», «δείχνοντας» εμμέσως δυνάμεις της αντιπολίτευσης. Σε παράλληλη τροχιά, η κ. Μέρκελ υποστήριξε κατά την τοποθέτησή της πως «ξέρω ότι απαίτησα πολλά από τους Έλληνες, από την άλλη υπήρξαν και διαφορετικές κυβερνήσεις στην Ελλάδα που θεώρησαν πολλές μεταρρυθμίσεις ως δυνατές», με παράδειγμα τις ιδιωτικοποιήσεις.

Σχολιάζοντας επιπλέον τις εξελίξεις στη διαχείριση του προσφυγικού/μεταναστευτικού, η κ. Μέρκελ μολονότι δέχτηκε έντονη κριτική στο εσωτερικό της χώρας της, τόνισε πως «η Ελλάδα πέτυχε εξαιρετικά αποτελέσματα όταν ασκήθηκε πίεση στα εξωτερικά σύνορα», τη στιγμή που, πρόσθεσε, «ο Ερντογάν εκμεταλλεύεται τους ανθρώπους για να πετύχει πολιτικούς στόχους».

Αναφερόμενος στην εργαλειοποίηση των προσφύγων από «αυταρχικά καθεστώτα», ο Έλληνας Πρωθυπουργός δήλωσε με τη σειρά του πως «ακόμα δεν έχουμε καταφέρει να έχουμε κοινή, αν και «η Γερμανία δεν είναι μέρος του προβλήματος, αλλά μέρος της λύσης». Στο ίδιο μήκος κύματος, ο κ. Μητσοτάκης αιτήθηκε «μεγαλύτερης ευρωπαϊκής στήριξης» για την ενίσχυση των εξωτερικών συνόρων της ΕΕ, επιμένοντας στην ανάγκη για χρηματοδότηση «φυσικών εμποδίων» (φρακτών), ζητούμενο που δεν βρίσκει προσώρας σύμφωνα όλα τα κράτη- μέλη.

Πάντως, στρέφοντας το βλέμμα της στην ελληνική κοινή γνώμη η Γερμανίδα Καγκελάριος, παραδέχτηκε την «επίγνωση» των σκληρών απαιτήσεών της από τον ελληνικό λαό στη διάρκεια της δεκαετούς οικονομικής κρίσης. Αρχής γενομένης στη συνάντησή της με νέες και νέους στο Ινστιτούτο Γκαίτε, «ξέρετε ότι εγώ ως Ομοσπονδιακή Καγκελάριος είμαι εκείνη η οποία ουσιαστικά πίεσε αρκετά αυτήν την κοινωνία εδώ την ελληνική, γιατί απαίτησα πολλά» περιέγραψε με αυτοκριτική διάθεση η κ. Μέρκελ, για να αποσυρθεί έχοντας «κλείσει» τους λογαριασμούς της με την Ελλάδα.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αρχειοθήκη ιστολογίου