Αναζητώντας τα Αρχαία ίχνη στην Αγία Μαρίνα
Η εισήγηση της αρχαιολόγου Β΄ΕΚΠΑ κας Μαρία Μέξη
Μια διαφορετική ξενάγηση στην Αγία Μαρίνα Κρωπίας πραγματοποιήθηκε την Κυριακή 30 Σεπτεμβρίου 2012. Δεκάδες δημότες και επισκέπτες βίωσαν μια μοναδική ξενάγηση που περιλάμβανε και βαρκάδα! Το δ.σ. του ΝΠΔΔ Σφηττός Δήμου Κρωπίας και οι εθελοντές του διοργάνωσαν άλλη μια ξενάγηση-γνωριμία, στο πλαίσιο των «Περιπάτων Πολιτισμού» στους άγνωστους σε πολλούς, αρχαιολογικούς χώρους της Αγίας Μαρίνας Κορωπίου. Στην γνωριμία αυτή συνέβαλλε αποφασιστικά η διακεκριμένη Αρχαιολόγος της Β΄ΕΚΠΑ κα Μαρία Μέξη. Η ξενάγηση στη χερσόνησο της Αγίας Μαρίνας και ιδιαίτερα στους οικισμούς της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού στο Νησί Ντούνη με πλεούμενα ενθουσίασε όσους πήγαν. Η εισήγηση της αρχαιολόγου Β΄ΕΚΠΑ κας Μαρία Μέξη
Όλη η σημαντική εισήγηση της αρχαιολόγου Β΄ΕΚΠΑ κας Μαρία Μέξη
Αναζητώντας αρχαία ίχνη στην παραλία της Αγίας Μαρίνας Κορωπίου και γύρω από αυτήν
Η έναρξη της 3ης χιλιετίας π.Χ ή όπως ονομάζεται συμβατικά η Πρώιμη Εποχή του Χαλκού, σηματοδοτεί μία σημαντική ιστορική ενότητα σε ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο, δεδομένου ότι διαπιστώνεται μία έντονη πολιτιστική άνθηση ήδη από την Πρωτοελλαδική Περίοδο Ι (3200-2800π.Χ).
Η άνθηση αυτή συνεχίζεται έντονη και παίρνει τη μορφή μιας μεγάλης ακμής κατά την επόμενη φάση, στα χρόνια 2800-2300 π.Χ (τη Πρωτοελλαδική ΙΙ περίοδο). Λόγω της έντονης αύξησης του πληθυσμού, οικισμοί ιδρύονται στα Μεσόγεια, τόσο στις πεδινές εκτάσεις, σε λόφους, όσο και σε παράλιες περιοχές. Μία χαρακτηριστική περίπτωση παράκτιου οικισμού κατά την εποχή αυτή αποτελεί και ο Πρωτοελλαδικός οικισμός της Αγίας Μαρίνας Κορωπίου, ο οποίος αποτελείται από την ομώνυμη χερσόνησο στο 34ο χλμ. της παραλιακής λεωφόρου Αθηνών – Σουνίου, καθώς και τη νησίδα «Νησάκι» ή «Ντούνη» στα ανατολικά, η οποία πιθανότατα αποτελούσε τμήμα χερσονήσου.
Όπως μαρτυριέται και στις υπόλοιπες παράκτιες θέσεις των Μεσογείων όπου έχουν ερευνηθεί και μελετηθεί ενδελεχώς τα πρωτοελλαδικά ίχνη κατοίκησης με διαφορετικό βαθμό έκτασης σε κάθε περίπτωση (Ασκηταριό, Ραφήνα, Αγ. Κοσμάς στο Ελληνικό, όπου έχουμε και την ύπαρξη νεκροταφείου, Προβάτσα στη Μακρόνησο, Λούτσα, Βραυώνα, Πούντα Πόρτο Ράφτη), έτσι και στη περίπτωση του οικισμού της Αγίας Μαρίνας έχουμε τη σαφή ένδειξη της επιλογής της θέσης ως σταθμού σε ένα ευρύτερο δίκτυο ανταλλαγών και επιρροών ανάμεσα στον ελλαδικό χώρο και τα νησιά του Αιγαίου μέσω των δρόμων της ναυσιπλοΐας και του εμπορίου. Οι νησιώτικες επιδράσεις γίνονται αντιληπτές σχεδόν σε όλες τις εκφάνσεις του δημόσιου και ιδιωτικού βίου των Πρωτοελλαδιτών από τα σκεύη καθημερινής χρήσης τους έως τα έθιμα ταφής.
Ο οικισμός της χερσονήσου Αγ. Μαρίνας
Στη βραχώδη χερσόνησο της Αγίας Μαρίνας τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα είναι εμφανή ακόμα και σήμερα κυρίως στη ΒΔ μακρά πλευρά της, σε αποσπασματική ωστόσο κατάσταση, ενώ είναι πολύ πιθανόν τμήμα του οικισμού να έχει κατακρημνιστεί στη θάλασσα. Η ανασκαφική έρευνα μικρής κλίμακας υπό τη καθοδήγηση της Αρχ/γου Λιάνας Παρλαμά το u941 έτος 1987 οδήγησε στην αποκάλυψη τμημάτων των θεμελίων 5 τουλάχιστον ενιαίων τετράπλευρων χώρων – δωματίων, καθώς και ενός προστατευτικού τοιχίου γύρω από αυτούς, πιθανόν οχυρωματικού περιβόλου, δεδομένου ότι σε μερικά σημεία φαίνεται ότι σχηματίζει μικρές οδοντωτές επάλξεις και το πλάτος του αυξάνει από 0,60μ. στα 1,10μ. Την προστασία του οικισμού, εκτός από τον οχυρωματικό περίβολο, συμπληρώνουν τμήματα του βράχου τα οποία χρησιμοποιούνται αυτούσια στους τοίχους.
Κατά την ανασκαφέα, οι χώροι αυτοί πιθανών να μην πρόκειται για χώρους κατοικίας αλλά για μικρά εργαστήρια, τα οποία συνδέονται σαφώς με τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα στη νησίδα «Ντούνη». Ανάμεσα στα ευρήματα, εκτός της χαρακτηριστικής ΠΕΙ-ΙΙ κεραμικής, βρίσκεται και ένα τεμάχιο λιθαργύρου, πιθανόν προερχόμενο από το Λαύριο, αρκετές σκωρίες, άφθονα τεμάχια οψιανού (ειργασμένα και απολεπίσματα), ένα θραύσμα μαρμάρινου ειδωλίου, τμήματα μυλολίθων από ηφαιστειακά πετρώματα (ανδεσίτη, τραχύτη).
Φαίνεται ότι η χρήση του χώρου συνεχίζεται και κατά τους ύστερους κλασικούς, πρώιμους ελληνιστικούς χρόνους, όπως μαρτυρά η ένδειξη μεγάλης ποσότητας κεραμικής των χρόνων αυτών στην αντίθετη πλευρά της χερσονήσου, τη Β/ΒΑ.
Νησίδα «Νησάκι» ή «Ντούνη»
Μία πρώτη αναφορά για την ύπαρξη κάποιων σποραδικών αρχιτεκτονικών καταλοίπων και άφθονης κεραμικής της Πρωτοελλαδικής περιόδου στην εν λόγω νησίδα κάνει ο Αδαμάντιος Σάμψων στα Αρχαιολογικά Ανάλεκτα το 1976 κατόπιν επιφανειακής έρευνας. Παρόλο που δεν έχει πραγματοποιηθεί ποτέ ανασκαφική έρευνα στη νησίδα είναι ορατά, ακόμα και σήμερα, κάποια κατάλοιπα λίθινης θεμελίωσης τοίχων κτισμάτων σε σχετικά πυκνή διάταξη και κυρίως στο δυτικό άκρο της νησίδας σε έκταση περίπου ενός στρέμματος. Μεγάλα τμήματα επιχώσεων με αρχαία κατάλοιπα έχουν κατακρημνιστεί. Ωστόσο από τη περισυλλεχθείσα κεραμική, τα τεμάχια οψιανού αλλά και τα λίθινα ευρήματα, φαίνεται ότι ο οικισμός ήκμασε στην αρχή της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού.
Όλα τα παραπάνω και σε συνδυασμό με τις γνώσεις που έχουμε από την έρευνα καλύτερα διατηρημένων αρχαιολογικών θέσεων της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού, μαρτυρούν έντονες σχέσεις των κατοίκωντου οικισμού με τους πληθυσμούς του υπόλοιπου γειτονικού ελλαδικού χώρου (Βοιωτία, Εύβοια) αλλά και των Κυκλάδων μέσω εμπορίου είτε σε ανταλλαγή και μεταφορά πρώτης ύλης για τη κατασκευή εργαλείων (οψιανός, ηφαιστειακά πετρώματα, μέταλλο κ.α), είτε σε εισαγωγή έτοιμωναντικειμένων και αγαθών (ειδώλια, αγγεία). Την ίδια οικονομική διαδικασία μαρτυρά επίσης η ανεύρεση αττικών προϊόντων (κυρίως κεραμικής) στις γειτονικές περιοχές και κυρίως στις Κυκλάδες.
Η χερσόνησος της Αγίας Μαρίνας και της ακτής εκατέρωθεν αυτής, καθώς και της νησίδας «Ντούνη» είναι κηρυγμένος αρχαιολογικός χώρος από το 2010.
Αρχαιότητες πέριξ της ακτής της Αγ. Μαρίνας
Την εικόνα περί συνέχειας χρήσης του χώρου και στα Κλασικά χρόνια έρχονται να συμπληρώσουν οι σποραδικές ενδείξεις αρχαιοτήτων στον χώρο όπου σήμερα βρίσκεται ο Ι.Ν Αγ. Μαρίνας, στο προαύλιο του οποίου σώζεται αρχαίος κίονας.
Την ίδια περίοδο (5ος - 4ος αι. π.Χ), και σε σημεία ιδιαίτερης κομβικής σημασίας, όπως σε εξάρματα του εδάφους που είχαν άμεση οπτική θέαση τόσο στους αρχαίους δρόμους, μεγάλους αλλά και μικρότερους αγροτικούς, όσο και σε φυσικά περάσματα, χτίζονται ορθογώνιοι πύργοι -φυλάκια. Ένα κλασικό παράδειγμα τέτοιου παραλιακού πύργου σώζεται στο λόφο του Αγ. Δημητρίου ή Βορρό. Πρόκειται για μικρό τετραγωνικό πύργο, διαστ. 5,85 x 4,30μ., κτισμένο με μεγάλους κατεργασμένους δόμους από τοπικό κροκαλοπαγή λίθο, ιδιαίτερα ευπαθή. Το πάχος των τοιχωμάτων είναι 0,55μ., και το σωζόμενο ύψος του 1,70μ. Από το σημείο που βρίσκεται είναι ορατή ολόκληρη η θαλάσσια περιοχή από τον όρμο Λουμπάρδας και την Αγ. Μαρίνα έως και την Ανάβυσσο, ενώ νοτίως αυτού διακρίνεται η πεδινή περιοχή που ταυτίζεται με τον μεγάλο αρχαίο δήμο των Παράλιων (Υπένερθεν) Λαμπτρών Κατάλοιπα ορθογώνιου πύργου ιδίας χρήσης διατηρούνται, επίσης, σε χαμηλό λοφίσκο ανατολικά της οδού Θησέως στην Αγ. Μαρίνα.Τέλος, σημαντικά για τη διαβίωση των κατοίκων των αρχαίων δήμων αποτελούσαν τα δημόσια φρέατα (πηγάδια), τα οποία βρίσκονταν σε προσιτά σημεία, διασταυρώσεις δρόμων ή μονοπατιών και εξυπηρετούσαν τόσο τις ανάγκες των κατοίκων των οικισμών, όσο και τις ανάγκες των διερχομένων. Τα περισσότερα από τα νεώτερα (κοινοτικά) πηγάδια αποτελούν συνέχεια των αρχαίων δημοσίων φρεατίων, τα οποία συνήθως τροφοδοτούνται με υπόγειες υδρομαστευτικές σήραγγες. Ένα τέτοιο παράδειγμα αποτελεί και το πηγάδι του Αλυκού επί της οδού Λουμπάδας το οποίο είναι και το μόνο που έχει διατηρήσει την αρχαία του ονομασία«Αλυκός», λόγω αρχαίας επιγραφής που βρέθηκε 20μ. δυτικά από το πηγάδι και χρονολογείται το 440-430 π.Χ. Σε αυτήν αναφέρεται πως απαραίτητη προϋπόθεση για την υδροληψία είναι η καταβολή συγκεκριμένου χρηματικού ποσού στο ιερό των Νυμφών με αυστηρές ποινές για τους παραβάτες.
Όλα τα παραπάνω και σε συνδυασμό με τις γνώσεις που έχουμε από την έρευνα καλύτερα διατηρημένων αρχαιολογικών θέσεων της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού, μαρτυρούν έντονες σχέσεις των κατοίκωντου οικισμού με τους πληθυσμούς του υπόλοιπου γειτονικού ελλαδικού χώρου (Βοιωτία, Εύβοια) αλλά και των Κυκλάδων μέσω εμπορίου είτε σε ανταλλαγή και μεταφορά πρώτης ύλης για τη κατασκευή εργαλείων (οψιανός, ηφαιστειακά πετρώματα, μέταλλο κ.α), είτε σε εισαγωγή έτοιμωναντικειμένων και αγαθών (ειδώλια, αγγεία). Την ίδια οικονομική διαδικασία μαρτυρά επίσης η ανεύρεση αττικών προϊόντων (κυρίως κεραμικής) στις γειτονικές περιοχές και κυρίως στις Κυκλάδες.
Η χερσόνησος της Αγίας Μαρίνας και της ακτής εκατέρωθεν αυτής, καθώς και της νησίδας «Ντούνη» είναι κηρυγμένος αρχαιολογικός χώρος από το 2010.
Αρχαιότητες πέριξ της ακτής της Αγ. Μαρίνας
Την εικόνα περί συνέχειας χρήσης του χώρου και στα Κλασικά χρόνια έρχονται να συμπληρώσουν οι σποραδικές ενδείξεις αρχαιοτήτων στον χώρο όπου σήμερα βρίσκεται ο Ι.Ν Αγ. Μαρίνας, στο προαύλιο του οποίου σώζεται αρχαίος κίονας.
Την ίδια περίοδο (5ος - 4ος αι. π.Χ), και σε σημεία ιδιαίτερης κομβικής σημασίας, όπως σε εξάρματα του εδάφους που είχαν άμεση οπτική θέαση τόσο στους αρχαίους δρόμους, μεγάλους αλλά και μικρότερους αγροτικούς, όσο και σε φυσικά περάσματα, χτίζονται ορθογώνιοι πύργοι -φυλάκια. Ένα κλασικό παράδειγμα τέτοιου παραλιακού πύργου σώζεται στο λόφο του Αγ. Δημητρίου ή Βορρό. Πρόκειται για μικρό τετραγωνικό πύργο, διαστ. 5,85 x 4,30μ., κτισμένο με μεγάλους κατεργασμένους δόμους από τοπικό κροκαλοπαγή λίθο, ιδιαίτερα ευπαθή. Το πάχος των τοιχωμάτων είναι 0,55μ., και το σωζόμενο ύψος του 1,70μ. Από το σημείο που βρίσκεται είναι ορατή ολόκληρη η θαλάσσια περιοχή από τον όρμο Λουμπάρδας και την Αγ. Μαρίνα έως και την Ανάβυσσο, ενώ νοτίως αυτού διακρίνεται η πεδινή περιοχή που ταυτίζεται με τον μεγάλο αρχαίο δήμο των Παράλιων (Υπένερθεν) Λαμπτρών Κατάλοιπα ορθογώνιου πύργου ιδίας χρήσης διατηρούνται, επίσης, σε χαμηλό λοφίσκο ανατολικά της οδού Θησέως στην Αγ. Μαρίνα.Τέλος, σημαντικά για τη διαβίωση των κατοίκων των αρχαίων δήμων αποτελούσαν τα δημόσια φρέατα (πηγάδια), τα οποία βρίσκονταν σε προσιτά σημεία, διασταυρώσεις δρόμων ή μονοπατιών και εξυπηρετούσαν τόσο τις ανάγκες των κατοίκων των οικισμών, όσο και τις ανάγκες των διερχομένων. Τα περισσότερα από τα νεώτερα (κοινοτικά) πηγάδια αποτελούν συνέχεια των αρχαίων δημοσίων φρεατίων, τα οποία συνήθως τροφοδοτούνται με υπόγειες υδρομαστευτικές σήραγγες. Ένα τέτοιο παράδειγμα αποτελεί και το πηγάδι του Αλυκού επί της οδού Λουμπάδας το οποίο είναι και το μόνο που έχει διατηρήσει την αρχαία του ονομασία«Αλυκός», λόγω αρχαίας επιγραφής που βρέθηκε 20μ. δυτικά από το πηγάδι και χρονολογείται το 440-430 π.Χ. Σε αυτήν αναφέρεται πως απαραίτητη προϋπόθεση για την υδροληψία είναι η καταβολή συγκεκριμένου χρηματικού ποσού στο ιερό των Νυμφών με αυστηρές ποινές για τους παραβάτες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου