Όπως κάναμε τους χειμερινούς μήνες με τον καστανά έτσι και τώρα καλοκαιριάτικα δίνουμε βήμα στα παγωτά και τους παγωτατζήδες!
«Ποιος δεν θυμάται τον χθεσινό παγωτατζή με την άσπρη και λερή μπλούζα του και το τραγούδι πάντοτε στα χείλη.
Γύριζε τους δρόμους και τα σοκκάκια της Αθήνας σέρνοντας ένα άθλιο και σαραβαλιασμένο κασσόνι με τρεις ή τέσσερες ρόδες κι’ άλλα τόσα έγχρωμα και τερατώδη ζωγραφικά εκτρώματα στα πλευρά του, της φαντασίας και της εκτελέσεως προφανώς του ιδίου.
Τα μικρά διαβολάκια των δρόμων έτρεχαν με τις πεντάρες τους στο άκουσμα των μελοδραματικών επικλήσεων του παγωτατζή δια να αγοράσουν τα στερεότυπα χωνάκια του γιάτσου που θα τους δρόσιζαν τα χείλη για να τους φέρουν αργότερα φουρτούνες στην κοιλιά. Το τραγούδι του ακόμα σφυρίζει στ’ αυτιά μας και το στομάχι μας ακόμα διαμαρτύρεται για τα παιδικά μας παραπτώματα!
Με τέτοια έμμετρα επιχειρήματα κατώρθωναν στα παιδικά μας χρόνια να μας πείθουν οι διάφοροι πλανόδιοι δροσισταί ότι η πεντάρα ή δεκάρα που είχαμε στην τσέπη μας ήταν ένα μεγάλο βάρος κ’ έπρεπε οπωσδήποτε να κάνη φτερά!
Αξέχαστα παλιά ωραία χρόνια. Μ’ ένα γιάτσο έλυνες το πρόβλημα της ζέστης που σε βασάνιζε. Σήμερα θέλουμε ανεμιστήρες, μαγιό, ηλεκτρικά ψυγεία και Γλυφάδες, χωρίς να αναφέρουμε και τις θερινές επιθεωρήσεις.
Ο πολιτισμός όμως, η εξέλιξις και κάθε άλλη σύγχρονη πληγή, άπλωσαν τα μαγικά φτερά τους για να μεταμορφώσουν κι’ αυτόν ακόμα τον πατροπαράδοτο παγωτατζή του προπάππου μας.
Τα πράγματα τώρα έχουν αλλάξει. Ο παλιός πλανόδιος ρυπαρός παγωτατζής έχει γίνει νέος, καθαρός, γόης και ολέθριος. Η παλιά κακοφτιαγμένη τροχοφόρα κασσόνα έχει γίνει ωραιότατο και κομψότατο κινητό ψυγείο πάνω σε μια καινούργια μηχανή τριτρόχου ποδηλάτου με κλάξον, κουδούνια κι’ όλα τ’ άλλα μερακλήδικα επακόλουθα. Ο παλιός ρευστός γιάτσος που χυνόταν αν έγερνες λιγάκι το χωνί έχει γίνει τώρα κασσάτο παγωτό πολυτελείας τυλιγμένο μάλιστα σε ωραίο αδιάβροχο χαρτί.
Ο μοντέρνος παγωτατζής με τον κασσάτο γιάτσο του
-Εδώ τα εκλεκτά κασσάτα πσγωτά!
Η πρωτεύουσα έχει γεμίσει από τους νέους αυτούς θερινούς δροσιστάς της ξεραμμένης γλώσσας μας. Και το επιχειρηματικό δαιμόνιο του Έλληνα δεν άφησε ανεκμετάλλευτη την ευκαιρία. Σαν μανιτάρια ξεφύτρωσαν δεκάδες Εταιρίες …
Κάθε μια απ’ αυτές έχει πέντε-δέκα κινητά τροχοφόρα ψυγεία εις τα οποία εργάζονται υπάλληλοι με ποσοστά. Οι επωνυμίες των Εταιριών αυτών είνε όλες κρύες και παγωμένες. Βλέπετε π.χ. την εταιρία «Βόρειος Πόλος», ή την άλλη με απλώς την επωνυμία ο «Πόλος». Και προχωρούμε: η «Ελβετία», η «Σιβηρία», ο «Νότιος Πόλος», ο «Εσκιμώ», το «Ρίγος», το «Πουπέ», το «Σταμάτησέ με και δοκίμασέ με», και συνέχεια χωρίς αρχή και τέλος.
Αλλά δεν άλλαξαν μόνο οι παγωτατζήδες τα καρροτσάκια τους και τα προϊόντα τους. Άλλαξε το κυριώτερο και η πελατεία τους.
Τώρα δεν είνε μόνο οι μικροί γαβριάδες των δρόμων που αποτελούν την πελατεία της νέας αυτής βιομηχανίας. Είνε και οι μεγάλοι, όλοι εμείς που αρχίζουμε σιγά-σιγά να αποκτούμε εμπιστοσύνη στα δροσερά προϊόντα τους.
Βλέπετε στους δρόμους «κυρίους καθώς πρέπει» κατά το κονώς λεγόμενον, να σταματούν το ένα ή το άλλο πρατήριο της μιας ή της άλλης Εταιρίας και να επιπίπτουν ακάθεκτοι κατά του περιεχομένου των. Ο κόσμος άρχισε να μη ντρέπεται σήμερα ν’ αγοράζη και να τρώη στον δρόμο.
Εννοείται ότι η θεομηνία αυτή των μοντέρνων παγωτατζήδων δεν άφησε αδιάφορους και τους μεγαλύτερους ακόμα ζαχαροπλάστες των Αθηνών. Μεταχειρίστηκαν κάθε μέσον κι’ εδοκίμασαν κάθε τρόπο για να τους εξοντώσουν, αλλά εκείνοι αυξάνονται και πληθύνονται ως η άμμος της θαλάσσης χωρίς καμμία δύναμις να είνε ικανή να εμποδίση την τρομερή αναπαραγωγή τους.
Ορίστε λοιπόν και μια περίπτωσις στη ζωή που το μεγάλο ψάρι δεν μπόρεσε να φάη το μικρό».
(«Αθηναϊκή» 1935)
(σ. σ. Η λέξις γιάτσο προέρχεται από την ιταλική λέξι ghiaccio που σημαίνει παγωμένο)
Θωμάς Σιταράς (Αθηναιογράφος)
«Ποιος δεν θυμάται τον χθεσινό παγωτατζή με την άσπρη και λερή μπλούζα του και το τραγούδι πάντοτε στα χείλη.
Γύριζε τους δρόμους και τα σοκκάκια της Αθήνας σέρνοντας ένα άθλιο και σαραβαλιασμένο κασσόνι με τρεις ή τέσσερες ρόδες κι’ άλλα τόσα έγχρωμα και τερατώδη ζωγραφικά εκτρώματα στα πλευρά του, της φαντασίας και της εκτελέσεως προφανώς του ιδίου.
Τα μικρά διαβολάκια των δρόμων έτρεχαν με τις πεντάρες τους στο άκουσμα των μελοδραματικών επικλήσεων του παγωτατζή δια να αγοράσουν τα στερεότυπα χωνάκια του γιάτσου που θα τους δρόσιζαν τα χείλη για να τους φέρουν αργότερα φουρτούνες στην κοιλιά. Το τραγούδι του ακόμα σφυρίζει στ’ αυτιά μας και το στομάχι μας ακόμα διαμαρτύρεται για τα παιδικά μας παραπτώματα!
Μια πεντάρα το χωνάκι
Κρύο σαν το πεπονάκι
Φάτε για να δροσιστήτε
Γιατ’ αλλοιώς αδίκως ζήτε
Πάρτε γιάτσο σαν το χιόνι
Που το τρώνε οι βαρώνοι!
Με τέτοια έμμετρα επιχειρήματα κατώρθωναν στα παιδικά μας χρόνια να μας πείθουν οι διάφοροι πλανόδιοι δροσισταί ότι η πεντάρα ή δεκάρα που είχαμε στην τσέπη μας ήταν ένα μεγάλο βάρος κ’ έπρεπε οπωσδήποτε να κάνη φτερά!
Αξέχαστα παλιά ωραία χρόνια. Μ’ ένα γιάτσο έλυνες το πρόβλημα της ζέστης που σε βασάνιζε. Σήμερα θέλουμε ανεμιστήρες, μαγιό, ηλεκτρικά ψυγεία και Γλυφάδες, χωρίς να αναφέρουμε και τις θερινές επιθεωρήσεις.
Ο πολιτισμός όμως, η εξέλιξις και κάθε άλλη σύγχρονη πληγή, άπλωσαν τα μαγικά φτερά τους για να μεταμορφώσουν κι’ αυτόν ακόμα τον πατροπαράδοτο παγωτατζή του προπάππου μας.
Τα πράγματα τώρα έχουν αλλάξει. Ο παλιός πλανόδιος ρυπαρός παγωτατζής έχει γίνει νέος, καθαρός, γόης και ολέθριος. Η παλιά κακοφτιαγμένη τροχοφόρα κασσόνα έχει γίνει ωραιότατο και κομψότατο κινητό ψυγείο πάνω σε μια καινούργια μηχανή τριτρόχου ποδηλάτου με κλάξον, κουδούνια κι’ όλα τ’ άλλα μερακλήδικα επακόλουθα. Ο παλιός ρευστός γιάτσος που χυνόταν αν έγερνες λιγάκι το χωνί έχει γίνει τώρα κασσάτο παγωτό πολυτελείας τυλιγμένο μάλιστα σε ωραίο αδιάβροχο χαρτί.
Ο μοντέρνος παγωτατζής με τον κασσάτο γιάτσο του
-Εδώ τα εκλεκτά κασσάτα πσγωτά!
Η πρωτεύουσα έχει γεμίσει από τους νέους αυτούς θερινούς δροσιστάς της ξεραμμένης γλώσσας μας. Και το επιχειρηματικό δαιμόνιο του Έλληνα δεν άφησε ανεκμετάλλευτη την ευκαιρία. Σαν μανιτάρια ξεφύτρωσαν δεκάδες Εταιρίες …
Κάθε μια απ’ αυτές έχει πέντε-δέκα κινητά τροχοφόρα ψυγεία εις τα οποία εργάζονται υπάλληλοι με ποσοστά. Οι επωνυμίες των Εταιριών αυτών είνε όλες κρύες και παγωμένες. Βλέπετε π.χ. την εταιρία «Βόρειος Πόλος», ή την άλλη με απλώς την επωνυμία ο «Πόλος». Και προχωρούμε: η «Ελβετία», η «Σιβηρία», ο «Νότιος Πόλος», ο «Εσκιμώ», το «Ρίγος», το «Πουπέ», το «Σταμάτησέ με και δοκίμασέ με», και συνέχεια χωρίς αρχή και τέλος.
Αλλά δεν άλλαξαν μόνο οι παγωτατζήδες τα καρροτσάκια τους και τα προϊόντα τους. Άλλαξε το κυριώτερο και η πελατεία τους.
Τώρα δεν είνε μόνο οι μικροί γαβριάδες των δρόμων που αποτελούν την πελατεία της νέας αυτής βιομηχανίας. Είνε και οι μεγάλοι, όλοι εμείς που αρχίζουμε σιγά-σιγά να αποκτούμε εμπιστοσύνη στα δροσερά προϊόντα τους.
Βλέπετε στους δρόμους «κυρίους καθώς πρέπει» κατά το κονώς λεγόμενον, να σταματούν το ένα ή το άλλο πρατήριο της μιας ή της άλλης Εταιρίας και να επιπίπτουν ακάθεκτοι κατά του περιεχομένου των. Ο κόσμος άρχισε να μη ντρέπεται σήμερα ν’ αγοράζη και να τρώη στον δρόμο.
Εννοείται ότι η θεομηνία αυτή των μοντέρνων παγωτατζήδων δεν άφησε αδιάφορους και τους μεγαλύτερους ακόμα ζαχαροπλάστες των Αθηνών. Μεταχειρίστηκαν κάθε μέσον κι’ εδοκίμασαν κάθε τρόπο για να τους εξοντώσουν, αλλά εκείνοι αυξάνονται και πληθύνονται ως η άμμος της θαλάσσης χωρίς καμμία δύναμις να είνε ικανή να εμποδίση την τρομερή αναπαραγωγή τους.
Ορίστε λοιπόν και μια περίπτωσις στη ζωή που το μεγάλο ψάρι δεν μπόρεσε να φάη το μικρό».
(«Αθηναϊκή» 1935)
(σ. σ. Η λέξις γιάτσο προέρχεται από την ιταλική λέξι ghiaccio που σημαίνει παγωμένο)
Θωμάς Σιταράς (Αθηναιογράφος)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου