Τρίτη 24 Φεβρουαρίου 2015

Ο χαλβάς ως πρότυπο συλλογικής αποτυχίας

Του ΔΗΜΗΤΡΗ ΡΟΜΠΟΤΗ*
Όπως σας έλεγα χτες, για τις ανάγκες της τρόπος του λέγειν νηστείας αγοράζω λιβανέζικο χαλβά επειδή εν αντιθέσει με τον ελληνικό και τον τουρκικό δεν έχει γλυκόζη. Προτιμώ με φυστίκια Αιγίνης, τα οποία οι κατασκευαστές του εν λόγω προϊόντος φροντίζουν να βάζουν με τα τσόφλια ώστε να παίρνη κανείς όλες τις βιταμίνες του καρπού (και να σπάη κανένα δόντι)! Παρεπιπτόντως η μάρκα του χαλβά είναι «Alkanater» την οποία μην με ρωτήσετε για ποιόν λόγο, προφέρω …βουλκανιζατέρ! Συν τοις άλλοις, έχει και λιγότερη ζάχαρη οπότε μπορείς να φας μια λογική ποσότητα χωρίς να σε λιγώση.

Κατά τα περελθόντα έτη έχων απασχοληθεί εις τον τομέα των τροφίμων, είχα κατ’επανάληψη συστήσει σε εταιρείες κατασκευής ελληνικού ή μακεδονικού χαλβά να μειώσουν τη ζάχαρη (και τη γλυκόζη) για να μπορούν να τον φάνε και μη ελληνικής καταγωγής Αμερικανοί. Εις μάτην! Αυτό ξέρουν, αυτό κάνουν, καμμία προσπάθεια να προσαρμοστή το προϊόν στα δεδομένα της αγοράς που πάει κι’όχι αυτής από την οποία έρχεται! Η πλάκα είναι που ο χαλβάς θα μπορούσε να γίνη «τρέντυ» στις ΗΠΑ επειδή το σουσαμόλαδο, κύριο συστατικό του, καταπολεμά τη χοληστερίνη – από την οποία λίγο ως πολύ υποφέρουμε όλοι εδώθε του Ατλαντικού. Οι δικοί μας όμως το μόνο που ξέρανε να κάνουνε είναι να βάλουνε ελληνικές σημαίες στη συσκευασία μην τυχόν και παρεξηγηθή το «Macedonian» από καταναλωτές που ιδέα δεν έχουν τί είναι η Μακεδονία κι’αν είναι ελληνική ή κάποιου άλλου.

Το ίδιο «άτιτιουντ» ισχύει και για τα άλλα ελληνικά προϊόντα. Πήρε χρόνια και σκληρή προσπάθεια να βάλουν το λάδι σε γυάλινα μπουκάλια αντί για πλαστικά ή τους τεράστειους τενεκέδες (αναφέρομαι στα δοχεία και όχι σε σωματώδεις Ελλαδίτες). Κανένας προγραμματισμός, κανένα όραμα, μόνο εξυπναδακισμός και άγρια χαρά μικροπωλητή μόλις έκαναν καμμιά αρπαχτή. Οπως μου είχε πει ένας εμπορικός ακόλουθος της Ελλάδος σε διεθνή έκθεση τροφίμων που έβλεπε τα χάλια τους, «στέλνουνε ένα κοντέινερ λάδι και νομίζουνε ότι κάνουνε εξαγωγές στην Αμερική». Είκοσι χρόνια αργότερα, στο ίδιο χάλι βρισκόμαστε με επιμέρους βελτιώσεις δεν λέω, αλλά η νοοτροπία παραμένει η ίδια, η προσαρμογή είναι πάντα για τους άλλους, ποτέ για μας, επειδή εμείς ξέρουμε και οι άλλοι είναι όλοι μαλάκες!

Μήπως στον τουρισμό, «τη βαριά μας βιομηχανία» υποτίθεται, δεν κάνουμε τα ίδια; Πενήντα χρόνια οι όποιες «καμπάνιες» και άλλου είδους υλικό διαφημίζουν πρασινογάλαζες παραλίες και τις ίδιες αρχαιότητες! Καλή η συνταγή, δούλεψε για πολύ καιρό, αλλά ό,τι δεν ανανεώνεται πεθαίνει. Τα ελληνικά εστιατόρια ξαναγεννήθηκαν στις ΗΠΑ όταν ξέφυγαν από τα κατεξοχήν ελληνικά πιάτα … του παστίτσιου και του μουσακά κι’αποφάσισαν να προβάλουν μια απλούστερη και συνάμα δημιουργικότερη κουζίνα. Πόσο νόημα έχει να δίνης το βάρος της τουριστικής σου προβολής στις παραλίες ακόμα, τη στιγμή που ο Αμερικανός μπορεί να βρη παρόμοιες ή και καλύτερες δυο ώρες μακρυά αντί για δέκα που παίρνει να πάη στην Ελλάδα και με εισιτήριο κατά πολύ φτηνότερο;

Τώρα θα μου πείτε τί με έπιασε πρωί πρωί και σας τα λέω αυτά και τί σημασία έχουν, είμαι άραγε ο πρώτος που κάνω παρόμοιες επισημάνσεις; Οχι βέβαια, αλλά δεν βλάπτει να υπενθυμίζουμε εις εαυτούς ότι για τα χάλια του ελλαδικού ελληνισμού το μεγαλύτερο μέρος της ευθύνης το έχει ο εξυπνότερος λαός του κόσμου και όχι οι άλλοι, επειδή δεν λέει να αφιππεύσει του καλάμου που από άλογο νομίζει ότι έγινε διαστημόπλοιο. Μόνον όταν συνειδητοποιήσουμε σε συλλογικό επίπεδο τί ρεντίκολα πρώτου μεγέθους έχουμε γίνει, υπάρχει περίπτωση να προκύψη κάποια αχτίδα έστω ρεαλιστικής ελπίδας κι’όχι φούμαρα υπό μορφήν αναμασημένων ευχολογίων από χαιρέκακα αυτάρεσκους βολεμένους που αισθάνονται την ανάγκη να δώσουν μαθήματα σ’αυτούς που είναι, κατά τη γνώμη τους, μεγαλύτερα κορόιδα από τους ίδιους. Ούτε αποτελεί λογική ότι οι «ξένοι» δεν είναι ενδεχομένως καλύτεροι. Οποιος έχει το μαχαίρι και το πεπόνι δικαιούται, ως ένα σημείο, να είναι αλαζόνας, επηρμένος, κακός, ζηλόφθων, δεν είναι όμως ελεεινός και τρισάθλιος όπως αυτός ο οποίος περιμένει να ζήση από την πεπoνόφλουδα που αν δεήση θα του πετάξη εκείνος που τρώει το πεπόνι.
 
*Ο Δημήτρης Ρομποτής είναι δημοσιογράφος με έδρα τη Νέα Υόρκη.
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αρχειοθήκη ιστολογίου