Η ιστορία του Έλληνα επιχειρηματία
Σκηνή 1: Η «περιπλάνηση»
«Ξεκινήσαμε πριν από ενάμιση χρόνο και αυτή τη στιγμή έχουμε τρία καταστήματα. Έχουμε, επίσης, ένα τμήμα που ασχολείται με το catering. Έχουμε το τμήμα των προϊόντων, όπου έχουμε υπογράψει με την εταιρεία Kroger. Και έχουμε ένα ακόμη τμήμα που ασχολείται με την τοποθέτηση των προϊόντων στα σούπερ μάρκετ της Kroger, ένα πιλοτικό πρόγραμμα που κάνει η συγκεκριμένη εταιρεία, παραχωρώντας ένα “περίπτερο” για εμάς με ελληνικό φαγητό μέσα στα καταστήματα. Αυτή είναι η τελευταία συμφωνία που υπογράψαμε, ένα μήνα πριν» μου λέει ο Ηλίας Παππάς. Γεννημένος στη Λαμία, μεγάλωσε σε ένα χωριό λίγα χιλιόμετρα μακριά, στο Σταυρό. «Εκεί μεγάλωσα, πήγα σχολείο και, όταν τελείωσα το λύκειο, αποφάσισα να φύγω για τις ΗΠΑ για να σπουδάσω στο πανεπιστήμιο του Lexington, το University of Kentucky.
Εκεί ζούσε η αδελφή του πατέρα μου» μου λέει ξετυλίγοντας το κουβάρι της περιήγησής του. «Στη συνέχεια είχα μια πρόταση για να δουλέψω στο Mαϊάμι, όπου και έζησα για δέκα χρόνια. Τα πρώτα πέντε χρόνια εκεί, δούλευα σε ξενοδοχεία και εστιατόρια ως σεφ, αλλά μετά προσπάθησα να κάνω εισαγωγές και εξαγωγές ρούχων στην Ευρώπη.
Έβλεπα, όμως, πως υπήρχε ένα “ταβάνι” σε αυτό. Ήταν επιτυχημένο, αλλά δεν κάλυπτε τις φιλοδοξίες μου. Κατάλαβα πως έπρεπε να ασχοληθώ με το φαγητό, γιατί αυτό ήξερα να κάνω καλύτερα από όλα. Κάποια στιγμή επέστρεψα στην Ελλάδα για ένα χρόνο. Ήθελα να δω αν θα μπορούσα να ξεκινήσω κάτι στην Αθήνα, αλλά συνειδητοποίησα πως στις ΗΠΑ μπορούσα πιο εύκολα να κάνω ένα ξεκίνημα, αισθανόμουν πιο άνετα εκεί. Βέβαια, πάντα μου λείπει η Ελλάδα, πάντα θα την αγαπώ,πάντα θα θέλω να επιστρέψω στην Ελλάδα, στην οικογένειά μου και στους δικούς μου».
Σκηνή 2: «ξεκινωντας από το μηδέν»
Και κάπου εδώ, δύο χρόνια πριν, ξεκινά το δικό του success story. Με απλό, παραδοσιακό τρόπο. Ένα food truck (κάτι σαν μικρή καντίνα που στήνεται σε εξωτερικούς χώρους) με ελληνική κουζίνα, που κυκλοφορεί στους δρόμους του Lexington στο Kεντάκι και βρίσκεται στις μεγάλες εκδηλώσεις της πόλης, αποδεικνύεται τελικά η ιδέα-ματ.
«Όταν ξεκίνησα με το food truck, έγινα αμέσως γνωστός στην περιοχή. Οι ντόπιοι με καλούσαν σε όλες τις υπαίθριες εκδηλώσεις τους. Ήθελα να μπω στην αγορά του φαγητού λανσάροντας την ελληνική κουζίνα και αυτός ήταν ο πιο οικονομικός τρόπος για να δοκιμάσω αν θα τους άρεσε» εξιστορεί και συνεχίζει: «Στο food truck δεν πουλούσαμε απλά ένα hot dog, αλλά διάφορα πιο σύνθετα ελληνικά φαγητά. Όταν ξεκινήσαμε, προσφέραμε γύρο, σουβλάκι, σπανακόπιτα, χτυπητή, τζατζίκι, σκορδαλιά και από γλυκό μπακλαβά. Όλοι οι πελάτες του food truck μάς ζητούσαν να κάνουμε και ένα μόνιμο χώρο, όπου θα μπορούν ανά πάσα στιγμή να έρθουν και να φάνε».
Η υποδοχή ήταν αναπάντεχα ενθουσιώδης από τους κατοίκους της πόλης. Και μόλις έξι μήνες μετά, με μια αλληλουχία συγκυριών, βρέθηκε με ένα ελληνικό εστιατόριο Athenian Grill.
Σκηνή 3: «Το ρίσκο»
«Χρειαζόμουν κεφάλαιο. Δεν θέλω να ακουστεί η ιστορία μου σαν ένα ρομαντικό success story, αλλά νομίζω πως αυτό είναι, κυριολεκτικά» λέει χαμογελώντας και διηγείται βήμα-βήμα την απίθανη ιστορία του χτισίματος της επιχείρησής του: «Όταν είχα το food truck και βρήκα το χώρο, η αλήθεια είναι πως δεν είχα τα χρήματα για να στηρίξω ένα τέτοιο οικονομικό άνοιγμα. Ο ιδιοκτήτης που είχε το ακίνητο, όμως, ήταν ένας από τους καλύτερους πελάτες του food truck. Όταν το συζητήσαμε, μου είπε “πιστεύω σε σένα, θα σε στηρίξω. Πάρε τα κλειδιά και όλα τα άλλα θα τα βρούμε στην πορεία”. Δεν είχαμε υπογράψει καν συμβόλαιο. Στη συνέχεια, ένα γραφείο νεαρών ταλαντούχων αρχιτεκτόνων ανέλαβε να με υποστηρίξει. Ήταν επίσης πελάτες και επειδή ήταν κι εκείνοι στο ξεκίνημά τους, μου είπαν πως θέλουν να αναλάβουν το σχεδιασμό του χώρου χωρίς αμοιβή, αρκεί να αναλάβουν και τα επόμενα μαγαζιά που πίστευαν ότι θα κάνω. Ήξεραν το προϊόν, πίστευαν πως θα έχει επιτυχία και έβλεπαν μπροστά. Εγώ δεν το περίμενα, προσπαθούσα να είμαι πιο προσγειωμένος και εγκρατής» μου λέει μιλώντας έντονα, όπως κάθε εξωστρεφής Έλληνας.
Το project απαιτούσε, όμως, και εξοπλισμό. «Συζητώντας με έναν πελάτη και δημοσιογράφο που εργάζεται στην τοπική εφημερίδα, η οποία ονομάζεται Lexington Herald Leader, μου πρότεινε να κάνω μια καμπάνια στο Kickstarter (site όπου οι χρήστες χρηματοδοτούν τις νέες ιδέες με αντάλλαγμα ένα συμβολικό δώρο). Εγώ έκανα μια καμπάνια εκεί και κατάφερα να συγκεντρώσω 19.000 δολάρια, κάτι που δεν το πίστευα. Ήταν τρελό.
Σκεφτόμουν “ποιος θα ενδιαφερθεί να δώσει χρήματα για να φάει, όταν θα ανοίξω;”. Το δώρο ήταν ένα δωρεάν γεύμα για δύο άτομα και θα έπρεπε να δώσουν 25 δολάρια ή θα έκανα catering για ένα άλλο ποσό. Αυτό ήταν μεγάλη βοήθεια. Επί της ουσίας, με τη στήριξη αυτών των ανθρώπων αγόρασα τα μηχανήματα που χρειαζόμουν. Και η επιτυχία ήρθε αμέσως» μου λέει.
Σκηνή 4: «Η αναγνώριση»
Η αλυσίδα σούπερ μάρκετ Kroger είναι ένας γίγαντας στις ΗΠΑ. Και αυτός ο γίγαντας είδε κάτι στο cozy ελληνικό εστιατόριο, που ξεπηδά ανάμεσα από την πρασινάδα του Lexington.
«Πριν από ένα μήνα η υπεύθυνη του merchandising της εταιρείας μάς προσέγγισε». Με ζήτησε στο εστιατόριο, μου συστήθηκε και μου είπε πως έχουν κάνει έρευνες αγοράς και πως διαθέτουν στοιχεία που τους κάνουν να θέλουν να ξεκινήσουν συνεργασία μαζί μας» λέει με ενθουσιασμό που είναι δικαιολογημένος, αν σκεφτεί κανείς τα μεγέθη του μεν και του δε. «Μάλιστα, το τελευταίο κατάστημά μας έχει ανοίξει πολύ κοντά σε ένα από τα δικά τους σούπερ μάρκετ και μου είπε πως ήθελαν να κάνουν μια δοκιμή: “Θα θέλαμε να βάλουμε τα προϊόντα σας στα ράφια, με σκοπό να μεγαλώσουμε την ελληνική γκάμα, γιατί αυτή τη στιγμή στα καταστήματά μας έχουμε το τζατζίκι, τη σκορδαλιά, τη χτυπητή, την ταραμοσαλάτα και σε δέκα ημέρες θα βάλουμε κάτι σαν χούμους”» συμπληρώνει.
Σκηνή 5: «Η συνταγή της επιτυχίας»
Οι ΗΠΑ είναι η χώρα στην οποία μπορεί να διαπρέψει ο κάθε άξιος. Αυτό τονίζει σε κάθε ευκαιρία ο Ηλίας. «Αν δουλέψεις σκληρά, αν είσαι περιστοιχισμένος από μια ομάδα που είναι άξια, αν σου αρέσει να περιποιείσαι τον κόσμο και το προϊόν σου μιλάει από μόνο του, στις ΗΠΑ πετυχαίνεις χωρίς δεύτερη συζήτηση» αναλύοντάς μου αυτά που του δίδαξε η εμπειρία του στα δεκαεπτά περίπου χρόνια που ζει εκεί.
Αλλά και το timing έπαιξε το δικό του ρόλο. «Τα τελευταία χρόνια παρατήρησα την επιτυχία που είχαν άλλες εθνικές κουζίνες. Τα McDonald’s, για παράδειγμα, χάνουν συνεχώς μερίδιο αγοράς. Είναι η συνήθεια που οδηγεί ακόμη κόσμο στα παράθυρά τους (McDonald’s Drive)» τονίζει στο People. Ποια ήταν όμως η μαγική κίνηση, κατά τη γνώμη του, που εκτίναξε το προϊόν του και το έκανε περιζήτητο; «Αυτό που μας κάνει να ξεχωρίζουμε είναι πως δεν δημιουργήσαμε ένα γυράδικο ή ένα εστιατόριο. Κάναμε τα δύο concepts ένα και “βγάλαμε” την κουζίνα μας μπροστά στον πελάτη. Και αυτό είναι διαφορετικό από αυτό που ήξεραν οι Αμερικανοί. Μέχρι στιγμής, σε κανένα σημείο δεν έβλεπαν να μαγειρεύουν μπροστά τους. Αυτό θεωρώ ότι αποτελεί μέρος της επιτυχίας μας, η “ανοιχτή κουζίνα”. Αυτό κάνει τον κόσμο να αισθάνεται άνετα. Στο καινούριο μαγαζί έχουμε φούρνους με ξύλα και βλέπουν να ψήνουμε το αρνί, για παράδειγμα» λέει και στη συνέχεια αναφέρεται και σε άλλους παράγοντες της επιτυχίας:
«Δεν χρησιμοποιούμε τίποτε κατεψυγμένο. Υπάρχει η σπανακόπιτα που την κάνουμε εμείς, αν και μπορείς να την αγοράσεις κατεψυγμένη. Φτιάχνουμε το δικό μας μπακλαβά, το μουσακά, το παστίτσιο. Και ενώ στην Ελλάδα αυτό θεωρείται δεδομένο, στις ΗΠΑ δεν είναι. Οι Αμερικανοί δεν είχαν ποτέ τέτοια εμπειρία. Επίσης, έχουμε ξεφύγει από όλο αυτό το “ελληνικό”, που μπαίνεις στο μαγαζί και έχει παντού ελληνικές σημαίες, είναι το ταβάνι μπλε και άλλα παρόμοια. Θέλουμε να δείξουμε ότι διαθέτουμε στιλ, ταμπεραμέντο, προσωπικότητα. Από το καλωσόρισμα στα ελληνικά, μέχρι το “ευχαριστούμε”. Στους πελάτες μας αρέσει να μαθαίνουν μια νέα λέξη, να μοιράζονται τις εμπειρίες τους από τα ελληνικά νησιά. Και δεν είναι λίγες οι φορές που κάθομαι σε τραπέζια και τους προτείνω μερικά πιο ψαγμένα μέρη στην Ελλάδα που θα μπορούσαν να επισκεφθούν. Δημιουργούμε φίλους. Δεν είναι ότι πουλάμε γύρο και έρχονται οι Αμερικανοί και αγοράζουν και έτσι τα “κονομήσαμε”. Δεν είναι καθόλου έτσι».
«Ξεκινήσαμε πριν από ενάμιση χρόνο και αυτή τη στιγμή έχουμε τρία καταστήματα. Έχουμε, επίσης, ένα τμήμα που ασχολείται με το catering. Έχουμε το τμήμα των προϊόντων, όπου έχουμε υπογράψει με την εταιρεία Kroger. Και έχουμε ένα ακόμη τμήμα που ασχολείται με την τοποθέτηση των προϊόντων στα σούπερ μάρκετ της Kroger, ένα πιλοτικό πρόγραμμα που κάνει η συγκεκριμένη εταιρεία, παραχωρώντας ένα “περίπτερο” για εμάς με ελληνικό φαγητό μέσα στα καταστήματα. Αυτή είναι η τελευταία συμφωνία που υπογράψαμε, ένα μήνα πριν» μου λέει ο Ηλίας Παππάς. Γεννημένος στη Λαμία, μεγάλωσε σε ένα χωριό λίγα χιλιόμετρα μακριά, στο Σταυρό. «Εκεί μεγάλωσα, πήγα σχολείο και, όταν τελείωσα το λύκειο, αποφάσισα να φύγω για τις ΗΠΑ για να σπουδάσω στο πανεπιστήμιο του Lexington, το University of Kentucky.
Εκεί ζούσε η αδελφή του πατέρα μου» μου λέει ξετυλίγοντας το κουβάρι της περιήγησής του. «Στη συνέχεια είχα μια πρόταση για να δουλέψω στο Mαϊάμι, όπου και έζησα για δέκα χρόνια. Τα πρώτα πέντε χρόνια εκεί, δούλευα σε ξενοδοχεία και εστιατόρια ως σεφ, αλλά μετά προσπάθησα να κάνω εισαγωγές και εξαγωγές ρούχων στην Ευρώπη.
Έβλεπα, όμως, πως υπήρχε ένα “ταβάνι” σε αυτό. Ήταν επιτυχημένο, αλλά δεν κάλυπτε τις φιλοδοξίες μου. Κατάλαβα πως έπρεπε να ασχοληθώ με το φαγητό, γιατί αυτό ήξερα να κάνω καλύτερα από όλα. Κάποια στιγμή επέστρεψα στην Ελλάδα για ένα χρόνο. Ήθελα να δω αν θα μπορούσα να ξεκινήσω κάτι στην Αθήνα, αλλά συνειδητοποίησα πως στις ΗΠΑ μπορούσα πιο εύκολα να κάνω ένα ξεκίνημα, αισθανόμουν πιο άνετα εκεί. Βέβαια, πάντα μου λείπει η Ελλάδα, πάντα θα την αγαπώ,πάντα θα θέλω να επιστρέψω στην Ελλάδα, στην οικογένειά μου και στους δικούς μου».
Σκηνή 2: «ξεκινωντας από το μηδέν»
Και κάπου εδώ, δύο χρόνια πριν, ξεκινά το δικό του success story. Με απλό, παραδοσιακό τρόπο. Ένα food truck (κάτι σαν μικρή καντίνα που στήνεται σε εξωτερικούς χώρους) με ελληνική κουζίνα, που κυκλοφορεί στους δρόμους του Lexington στο Kεντάκι και βρίσκεται στις μεγάλες εκδηλώσεις της πόλης, αποδεικνύεται τελικά η ιδέα-ματ.
«Όταν ξεκίνησα με το food truck, έγινα αμέσως γνωστός στην περιοχή. Οι ντόπιοι με καλούσαν σε όλες τις υπαίθριες εκδηλώσεις τους. Ήθελα να μπω στην αγορά του φαγητού λανσάροντας την ελληνική κουζίνα και αυτός ήταν ο πιο οικονομικός τρόπος για να δοκιμάσω αν θα τους άρεσε» εξιστορεί και συνεχίζει: «Στο food truck δεν πουλούσαμε απλά ένα hot dog, αλλά διάφορα πιο σύνθετα ελληνικά φαγητά. Όταν ξεκινήσαμε, προσφέραμε γύρο, σουβλάκι, σπανακόπιτα, χτυπητή, τζατζίκι, σκορδαλιά και από γλυκό μπακλαβά. Όλοι οι πελάτες του food truck μάς ζητούσαν να κάνουμε και ένα μόνιμο χώρο, όπου θα μπορούν ανά πάσα στιγμή να έρθουν και να φάνε».
Η υποδοχή ήταν αναπάντεχα ενθουσιώδης από τους κατοίκους της πόλης. Και μόλις έξι μήνες μετά, με μια αλληλουχία συγκυριών, βρέθηκε με ένα ελληνικό εστιατόριο Athenian Grill.
Σκηνή 3: «Το ρίσκο»
«Χρειαζόμουν κεφάλαιο. Δεν θέλω να ακουστεί η ιστορία μου σαν ένα ρομαντικό success story, αλλά νομίζω πως αυτό είναι, κυριολεκτικά» λέει χαμογελώντας και διηγείται βήμα-βήμα την απίθανη ιστορία του χτισίματος της επιχείρησής του: «Όταν είχα το food truck και βρήκα το χώρο, η αλήθεια είναι πως δεν είχα τα χρήματα για να στηρίξω ένα τέτοιο οικονομικό άνοιγμα. Ο ιδιοκτήτης που είχε το ακίνητο, όμως, ήταν ένας από τους καλύτερους πελάτες του food truck. Όταν το συζητήσαμε, μου είπε “πιστεύω σε σένα, θα σε στηρίξω. Πάρε τα κλειδιά και όλα τα άλλα θα τα βρούμε στην πορεία”. Δεν είχαμε υπογράψει καν συμβόλαιο. Στη συνέχεια, ένα γραφείο νεαρών ταλαντούχων αρχιτεκτόνων ανέλαβε να με υποστηρίξει. Ήταν επίσης πελάτες και επειδή ήταν κι εκείνοι στο ξεκίνημά τους, μου είπαν πως θέλουν να αναλάβουν το σχεδιασμό του χώρου χωρίς αμοιβή, αρκεί να αναλάβουν και τα επόμενα μαγαζιά που πίστευαν ότι θα κάνω. Ήξεραν το προϊόν, πίστευαν πως θα έχει επιτυχία και έβλεπαν μπροστά. Εγώ δεν το περίμενα, προσπαθούσα να είμαι πιο προσγειωμένος και εγκρατής» μου λέει μιλώντας έντονα, όπως κάθε εξωστρεφής Έλληνας.
Το project απαιτούσε, όμως, και εξοπλισμό. «Συζητώντας με έναν πελάτη και δημοσιογράφο που εργάζεται στην τοπική εφημερίδα, η οποία ονομάζεται Lexington Herald Leader, μου πρότεινε να κάνω μια καμπάνια στο Kickstarter (site όπου οι χρήστες χρηματοδοτούν τις νέες ιδέες με αντάλλαγμα ένα συμβολικό δώρο). Εγώ έκανα μια καμπάνια εκεί και κατάφερα να συγκεντρώσω 19.000 δολάρια, κάτι που δεν το πίστευα. Ήταν τρελό.
Σκεφτόμουν “ποιος θα ενδιαφερθεί να δώσει χρήματα για να φάει, όταν θα ανοίξω;”. Το δώρο ήταν ένα δωρεάν γεύμα για δύο άτομα και θα έπρεπε να δώσουν 25 δολάρια ή θα έκανα catering για ένα άλλο ποσό. Αυτό ήταν μεγάλη βοήθεια. Επί της ουσίας, με τη στήριξη αυτών των ανθρώπων αγόρασα τα μηχανήματα που χρειαζόμουν. Και η επιτυχία ήρθε αμέσως» μου λέει.
Σκηνή 4: «Η αναγνώριση»
Η αλυσίδα σούπερ μάρκετ Kroger είναι ένας γίγαντας στις ΗΠΑ. Και αυτός ο γίγαντας είδε κάτι στο cozy ελληνικό εστιατόριο, που ξεπηδά ανάμεσα από την πρασινάδα του Lexington.
«Πριν από ένα μήνα η υπεύθυνη του merchandising της εταιρείας μάς προσέγγισε». Με ζήτησε στο εστιατόριο, μου συστήθηκε και μου είπε πως έχουν κάνει έρευνες αγοράς και πως διαθέτουν στοιχεία που τους κάνουν να θέλουν να ξεκινήσουν συνεργασία μαζί μας» λέει με ενθουσιασμό που είναι δικαιολογημένος, αν σκεφτεί κανείς τα μεγέθη του μεν και του δε. «Μάλιστα, το τελευταίο κατάστημά μας έχει ανοίξει πολύ κοντά σε ένα από τα δικά τους σούπερ μάρκετ και μου είπε πως ήθελαν να κάνουν μια δοκιμή: “Θα θέλαμε να βάλουμε τα προϊόντα σας στα ράφια, με σκοπό να μεγαλώσουμε την ελληνική γκάμα, γιατί αυτή τη στιγμή στα καταστήματά μας έχουμε το τζατζίκι, τη σκορδαλιά, τη χτυπητή, την ταραμοσαλάτα και σε δέκα ημέρες θα βάλουμε κάτι σαν χούμους”» συμπληρώνει.
Σκηνή 5: «Η συνταγή της επιτυχίας»
Οι ΗΠΑ είναι η χώρα στην οποία μπορεί να διαπρέψει ο κάθε άξιος. Αυτό τονίζει σε κάθε ευκαιρία ο Ηλίας. «Αν δουλέψεις σκληρά, αν είσαι περιστοιχισμένος από μια ομάδα που είναι άξια, αν σου αρέσει να περιποιείσαι τον κόσμο και το προϊόν σου μιλάει από μόνο του, στις ΗΠΑ πετυχαίνεις χωρίς δεύτερη συζήτηση» αναλύοντάς μου αυτά που του δίδαξε η εμπειρία του στα δεκαεπτά περίπου χρόνια που ζει εκεί.
Αλλά και το timing έπαιξε το δικό του ρόλο. «Τα τελευταία χρόνια παρατήρησα την επιτυχία που είχαν άλλες εθνικές κουζίνες. Τα McDonald’s, για παράδειγμα, χάνουν συνεχώς μερίδιο αγοράς. Είναι η συνήθεια που οδηγεί ακόμη κόσμο στα παράθυρά τους (McDonald’s Drive)» τονίζει στο People. Ποια ήταν όμως η μαγική κίνηση, κατά τη γνώμη του, που εκτίναξε το προϊόν του και το έκανε περιζήτητο; «Αυτό που μας κάνει να ξεχωρίζουμε είναι πως δεν δημιουργήσαμε ένα γυράδικο ή ένα εστιατόριο. Κάναμε τα δύο concepts ένα και “βγάλαμε” την κουζίνα μας μπροστά στον πελάτη. Και αυτό είναι διαφορετικό από αυτό που ήξεραν οι Αμερικανοί. Μέχρι στιγμής, σε κανένα σημείο δεν έβλεπαν να μαγειρεύουν μπροστά τους. Αυτό θεωρώ ότι αποτελεί μέρος της επιτυχίας μας, η “ανοιχτή κουζίνα”. Αυτό κάνει τον κόσμο να αισθάνεται άνετα. Στο καινούριο μαγαζί έχουμε φούρνους με ξύλα και βλέπουν να ψήνουμε το αρνί, για παράδειγμα» λέει και στη συνέχεια αναφέρεται και σε άλλους παράγοντες της επιτυχίας:
«Δεν χρησιμοποιούμε τίποτε κατεψυγμένο. Υπάρχει η σπανακόπιτα που την κάνουμε εμείς, αν και μπορείς να την αγοράσεις κατεψυγμένη. Φτιάχνουμε το δικό μας μπακλαβά, το μουσακά, το παστίτσιο. Και ενώ στην Ελλάδα αυτό θεωρείται δεδομένο, στις ΗΠΑ δεν είναι. Οι Αμερικανοί δεν είχαν ποτέ τέτοια εμπειρία. Επίσης, έχουμε ξεφύγει από όλο αυτό το “ελληνικό”, που μπαίνεις στο μαγαζί και έχει παντού ελληνικές σημαίες, είναι το ταβάνι μπλε και άλλα παρόμοια. Θέλουμε να δείξουμε ότι διαθέτουμε στιλ, ταμπεραμέντο, προσωπικότητα. Από το καλωσόρισμα στα ελληνικά, μέχρι το “ευχαριστούμε”. Στους πελάτες μας αρέσει να μαθαίνουν μια νέα λέξη, να μοιράζονται τις εμπειρίες τους από τα ελληνικά νησιά. Και δεν είναι λίγες οι φορές που κάθομαι σε τραπέζια και τους προτείνω μερικά πιο ψαγμένα μέρη στην Ελλάδα που θα μπορούσαν να επισκεφθούν. Δημιουργούμε φίλους. Δεν είναι ότι πουλάμε γύρο και έρχονται οι Αμερικανοί και αγοράζουν και έτσι τα “κονομήσαμε”. Δεν είναι καθόλου έτσι».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου