Ο όρος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στα τέλη της δεκαετίας του ’90 και σημαίνει τη διαδοχική παρακολούθηση πολλών επεισοδίων της αγαπημένης σου σειράς. Ακόμα και στη χώρα μας συνηθίζουμε να επιδιδόμαστε σε αυτό το…. σπορ παρακολουθώντας σειρές “made in USA”. Τώρα, μπορούμε να κάνουμε το ίδιο και με μία σειρά ιταλικής παραγωγής. Enter “Gomorra”!
Δεδομένου ότι το ζήτημα της εγκληματικότητας και δη της μαφίας απασχολεί άμεσα τους γείτονές μας, δεν είναι να απορεί κανείς πώς έχουν βγάλει κατά καιρούς τηλεοπτικές παραγωγές-«αστέρια» σχετικά με το συγκεκριμένο θέμα: από το “La piovra” (γνωστό στην Ελλάδα και ως «Τα πλοκάμια της μαφίας» - μία σειρά της δεκαετίας του 1980 που φιλοξενήθηκε από την τότε ΕΡΤ), μέχρι το “Romanzo criminale” (μία πιο πρόσφατη παραγωγή που εστίαζε στον υπόκοσμο της Ρώμης).
Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και η φετινή παραγωγή 12 επεισοδίων, η οποία βασίζεται στο ομώνυμο best-seller του Ρομπέρτο Σαβιάνο, το οποίο έχει πουλήσει παγκοσμίως πάνω από 10 εκατ. αντίτυπα. Για να καταλάβει κανείς πόσο διεισδυτική είναι η ματιά του Σαβιάνο στον ναπολιτάνικο υπόκοσμο, αξίζει να αναφερθεί ότι η μαφία ενοχλήθηκε τόσο πολύ που κάποιος ξένος έχωσε τη μύτη του στις δουλειές της, που απείλησε τη ζωή του 35χρονου δημοσιογράφου, ο οποίος αναγκάστηκε να ζητήσει αστυνομική προστασία. Η υπόθεση εκδικάστηκε, μάλιστα, μέσα στον Νοέμβριο, με αποτέλεσμα την καταδίκη ενός δικηγόρου της μαφίας.
Η σειρά “Gomorra” έχει ως σκηνικό τη Σκάμπια, ένα προάστιο στα βόρεια της Νάπολης και επικεντρώνεται στην ιστορία της φαμίλιας των Σαβαστάνο, μίας από τις ισχυρότερες της Καμόρα. Επειτα από μία τροπή που ξεχειλίζει από ειρωνεία, ο αρχηγός της οικογένειας Ντον Πιέτρο καταλήγει στη φυλακή.
Τις business καλείται να διαχειριστεί πλέον ο γιος του Τζενάρο (χαϊδευτικά Τζένι - από εκεί να καταλάβεις), ένας κακομαθημένος μπούλης που έχει μάθει να απολαμβάνει τα χρήματα που έβγαζε ο μπαμπάς, χωρίς όμως να είναι πρόθυμος να λερώσει τα χέρια του. Γνωρίζοντας αυτές τις αδυναμίες, ο Ντον Πιέτρο αναθέτει σε ένα πρωτοπαλίκαρό του, τον Τσίρο Ντι Μάρτζιο να γίνει το δεξί χέρι του κανακάρη του.
Εκ πρώτης όψεως, ο Τσίρο δεν σου γεμίζει το μάτι.
Με ξυρισμένο κεφάλι, σκουλαρίκι στο αυτί και προτίμηση σε τραγούδια για κάγκουρες, θα περίμενε κανένας να δει σύντομα τον Τσίρο να τρώει καμία σφαίρα στο κεφάλι σε κάποιο απρόσμενο πιστολίδι, αποχαιρετώντας πρόωρα τους τηλεθεατές. Παρόλα αυτά, ο Τσίρο δείχνει σοβαρή ανθεκτικότητα και ευφυΐα. Δίνει τα χέρια με έναν ορκισμένο εχθρό της οικογένειας (τον Κόντε) για να ακολουθήσει στη συνέχεια ένα λουτρό αίματος, το οποίο τελικά θα αναδείξει οριστικά (;) την κεφαλή της οικογένειας.Η σειρά έχει ένα ιδιαίτερο στιλ που την κάνει να ξεχωρίζει από τις άλλες. Οι σκοτεινές λήψεις ακόμα και σε συνθήκες ημέρας προσδίδουν έναν δυσοίωνο τόνο, μία αίσθηση ανησυχίας ότι ανά πάσα στιγμή κάτι μπορεί να πάει στραβά.
Επιπλέον, η σειρά διαθέτει ένα ντοκιμαντερίστικο ύφος· χρησιμοποιεί την τοπική διάλεκτο ως κώδικα επικοινωνίας μεταξύ των χαρακτήρων -κάτι που σύμφωνα με τον σεναριογράφο Στέφανο Μπίσες ενισχύει το στοιχείο του ρεαλισμού- και παρουσιάζει τις οξύτατες κοινωνικές ανισότητες, αναπτύσσοντας γενικά πλάνα υποβαθμισμένων περιοχών σε κοντράστ με το focus -σε άλλες σκηνές- σε λεπτομέρειες από την πλούσια ζωή των αφεντικών.
Παράλληλα, η σειρά δείχνει πώς αλληλεπιδρούν μεταξύ τους οι παράνομες δραστηριότητες με την κοινωνική και οικονομική πραγματικότητα. Είναι χαρακτηριστική η σκηνή που ο Τζένι προσφέρει τα ναρκω-χρήματά του για να αγοράσει φινλανδικά ομόλογα «που έχουν αξιολόγηση ΑΑΑ και είναι άμεσα ρευστοποιήσιμα».
Ο ίδιος ο Σαβιάνο σχολιάζει σχετικά πως «παρακολουθώντας τα επεισόδια, διαπιστώνεις πως αυτά τα πράγματα αποτελούν μέρος της ζωής σου και πως ένας εγκληματίας θα μπορούσε να έχει την ίδια λογική με έναν CEO. Δεν είναι τόσο διαφορετικοί κόσμοι». Αυτή η πολυπλοκότητα που αναδεικνύεται με το “Gomorra” οδήγησε μάλιστα ορισμένους δημοσιογράφους, όπως την Μπιν Αντεγούνμι του “Guardian”, να συγκρίνουν τη σειρά με το “The wire” - ένας παραλληλισμός ιδιαίτερα τραβηγμένος κατά την άποψή μου, μια και καμία σειρά δεν έχει καταφέρει μέχρι τώρα να φτάσει το επίπεδο ανάλυσης της αλληλεπίδρασης της εγκληματικότητας με την οικονομική/πολιτική δραστηριότητα μιας κοινωνίας, όπως το έκανε το αριστούργημα του HBO.
Αυτή ήταν άλλωστε και η φιλοδοξία των παραγωγών, «να δημιουργήσουν μία σειρά που θα μπορούσε να ανταγωνιστεί σε όρους περιεχομένου άλλα διεθνή προϊόντα, διατηρώντας ένα αμιγώς ιταλικό βασικό χαρακτηριστικό: την προσοχή στην αλήθεια», όπως επισημαίνει χαρακτηριστικά ο σκηνοθέτης του “Gomorra”, Στέφανο Σολίμα, ο οποίος είναι μαθημένος στις επιτυχίες, καθώς έχει υπογράψει και τη σκηνοθεσία του “Romanzo criminale”.
Ο ίδιος συμπληρώνει σχετικά με κάποιες από τις προκλήσεις που αντιμετώπισαν: «Το έργο μας δεν ήταν εύκολο, αφού έπρεπε να γυρίσουμε μία blockbuster παραγωγή σε μία δύσκολη περιοχή (σσ.: τη Σκάμπια), όπου έπρεπε να βρούμε έναν τρόπο για να ξεπεράσουμε τη δυσπιστία των κατοίκων».
Ολη αυτή η δουλειά απέφερε καρπούς: τηλεοπτικοί σταθμοί από 50 χώρες αγόρασαν τα δικαιώματα του “Gomorra”. Στις ΗΠΑ η πρεμιέρα της σειράς προσέλκυσε 700.000 τηλεθεατές - ένα αρκετά υψηλό νούμερο για μία ξένη παραγωγή, η οποία δεν χρησιμοποιεί καν την αγγλική γλώσσα. Στην Ελλάδα, τη σειρά φέρνει κατά αποκλειστικότητα η Nova και είναι η μόνη επιλογή για κάποιον που δεν ξέρει ιταλικά και δεν πολυκατέχει τα αγγλικά, καθώς στο διαδίκτυο δεν υπάρχουν ελληνικοί υπότιτλοι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου