Η ανεργία, εκτός των άλλων πιο προφανών συνεπειών
της, έχει και μία πιο αφανή: μειώνει τη γονιμότητα των γυναικών, σύμφωνα
με μια νέα αμερικανική επιστημονική έρευνα. Η μελέτη δείχνει ότι κυρίως
επηρεάζονται οι γυναίκες μεταξύ των 20 έως 25 ετών, ενώ όσο περισσότερο
διαρκεί η ανεργία, τόσο φαίνεται να είναι μεγαλύτερη η επίπτωση στη
γονιμότητα.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής την Τζάνετ Κάρι του Πανεπιστημίου Πρίνστον, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό της Εθνικής Ακαδημίας Επιστημών των ΗΠΑ (PNAS), συσχέτισαν στατιστικά στοιχεία για τη διαχρονική γονιμότητα των γυναικών (γεννήσεις ανά έτος) με τον δείκτη της ανεργίας στις ΗΠΑ. Για τον λόγο αυτό, ανέλυσαν πάνω από 140 εκατομμύρια γεννήσεις κατά την περίοδο 1975 - 2010, εστιάζοντας στην ημερομηνία της σύλληψης του παιδιού παρά της γέννας, καθώς είναι η αρχική απόφαση για την εγκυμοσύνη αυτή που κυρίως επηρεάζεται από την προσωπική και γενικότερη οικονομική κατάσταση.
Η ανάλυση έδειξε ότι για κάθε μία ποσοστιαία μονάδα (1%) που αυξάνεται η μέση ανεργία, μειώνεται η μέση γονιμότητα των γυναικών ηλικίας 20 έως 24 ετών κατά έξι γεννήσεις ανά 1.000 γυναίκες. Σε βάθος χρόνου (έως την ηλικία των 40 ετών για τις ίδιες γυναίκες), έχουν χαθεί συνολικά 14,2 γεννήσεις ανά 1.000 γυναίκες εξαιτίας της αρχικής αύξησης της ανεργίας κατά 1%. Αυτή η πιο μακροπρόθεσμη επίπτωση οφείλεται κυρίως στις γυναίκες που -λόγω της ανεργίας- τελικά δεν κάνουν καθόλου παιδιά.
Οι δημογράφοι και άλλοι επιστήμονες εδώ και πάνω από έναν αιώνα μελετούν τη σχέση ανεργίας και γονιμότητας. Οι περισσότερες έρευνες έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η γονιμότητα πέφτει βραχυπρόθεσμα λόγω της ανεργίας, όμως, ως τώρα ήταν άγνωστο αν πρόκειται για μια προσωρινή επίπτωση, καθώς οι περισσότερες γυναίκες μπορεί απλώς να αναβάλλουν τη γέννηση ενός παιδιού, έως ότου βελτιωθούν τα οικονομικά τους.
Η νέα μελέτη, όμως, δείχνει ότι πέρα από τις βραχυπρόθεσμες επιπτώσεις, υπάρχουν και μακροχρόνιες. Δηλαδή οι ίδιες γυναίκες που βίωσαν την ανεργία κατά την τρίτη δεκαετία της ζωής τους, κάνουν τελικά λιγότερα ή καθόλου παιδιά στην διάρκεια της γόνιμης ζωής τους. Όπως επισημαίνει η έρευνα, «είναι πράγματι αξιοσημείωτο ότι οι αλλαγές στις μακροοικονομικές συνθήκες κατά τη νεαρή ενήλικη ζωή έχουν τέτοια σημαντική επίπτωση στην μελλοντική ζωή μιας γυναίκας».
Σύμφωνα με την μελέτη, μία αύξηση 1% στον δείκτη ανεργίας για τις γυναίκες 20 έως 24 ετών σχετίζεται με μία αύξηση κατά 0,5% του αριθμού των γυναικών που δεν παντρεύονται ποτέ στη ζωή τους. Αυτό συμφωνεί με προηγούμενα ευρήματα ότι όσο αυξάνεται η ανεργία σε μια χώρα, τόσο μειώνονται οι γάμοι, συνεπώς και οι γεννήσεις παιδιών.
Η μελέτη επισημαίνει ότι αν σε μια χώρα υπάρχει παρατεταμένη ύφεση και ανεργία (π..χ. όπως συνέβη στον μεσοπόλεμο), τότε κατά τη συνολική περίοδο των ετών που η οικονομία θα βρίσκεται σε πτώση, θα «χαθεί» αθροιστικά ένας καθόλου αμελητέος αριθμός παιδιών λόγω λιγότερων γεννήσεων. Αυτή η διαπίστωση δεν αποκλείεται να αφορά και μια χώρα όπως η Ελλάδα, όπου η ανεργία εδώ και χρόνια εμφανίζει σημαντική αύξηση και δεν αναμένεται να υποχωρήσει γρήγορα στα προ κρίσης επίπεδα.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής την Τζάνετ Κάρι του Πανεπιστημίου Πρίνστον, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό της Εθνικής Ακαδημίας Επιστημών των ΗΠΑ (PNAS), συσχέτισαν στατιστικά στοιχεία για τη διαχρονική γονιμότητα των γυναικών (γεννήσεις ανά έτος) με τον δείκτη της ανεργίας στις ΗΠΑ. Για τον λόγο αυτό, ανέλυσαν πάνω από 140 εκατομμύρια γεννήσεις κατά την περίοδο 1975 - 2010, εστιάζοντας στην ημερομηνία της σύλληψης του παιδιού παρά της γέννας, καθώς είναι η αρχική απόφαση για την εγκυμοσύνη αυτή που κυρίως επηρεάζεται από την προσωπική και γενικότερη οικονομική κατάσταση.
Η ανάλυση έδειξε ότι για κάθε μία ποσοστιαία μονάδα (1%) που αυξάνεται η μέση ανεργία, μειώνεται η μέση γονιμότητα των γυναικών ηλικίας 20 έως 24 ετών κατά έξι γεννήσεις ανά 1.000 γυναίκες. Σε βάθος χρόνου (έως την ηλικία των 40 ετών για τις ίδιες γυναίκες), έχουν χαθεί συνολικά 14,2 γεννήσεις ανά 1.000 γυναίκες εξαιτίας της αρχικής αύξησης της ανεργίας κατά 1%. Αυτή η πιο μακροπρόθεσμη επίπτωση οφείλεται κυρίως στις γυναίκες που -λόγω της ανεργίας- τελικά δεν κάνουν καθόλου παιδιά.
Οι δημογράφοι και άλλοι επιστήμονες εδώ και πάνω από έναν αιώνα μελετούν τη σχέση ανεργίας και γονιμότητας. Οι περισσότερες έρευνες έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η γονιμότητα πέφτει βραχυπρόθεσμα λόγω της ανεργίας, όμως, ως τώρα ήταν άγνωστο αν πρόκειται για μια προσωρινή επίπτωση, καθώς οι περισσότερες γυναίκες μπορεί απλώς να αναβάλλουν τη γέννηση ενός παιδιού, έως ότου βελτιωθούν τα οικονομικά τους.
Η νέα μελέτη, όμως, δείχνει ότι πέρα από τις βραχυπρόθεσμες επιπτώσεις, υπάρχουν και μακροχρόνιες. Δηλαδή οι ίδιες γυναίκες που βίωσαν την ανεργία κατά την τρίτη δεκαετία της ζωής τους, κάνουν τελικά λιγότερα ή καθόλου παιδιά στην διάρκεια της γόνιμης ζωής τους. Όπως επισημαίνει η έρευνα, «είναι πράγματι αξιοσημείωτο ότι οι αλλαγές στις μακροοικονομικές συνθήκες κατά τη νεαρή ενήλικη ζωή έχουν τέτοια σημαντική επίπτωση στην μελλοντική ζωή μιας γυναίκας».
Σύμφωνα με την μελέτη, μία αύξηση 1% στον δείκτη ανεργίας για τις γυναίκες 20 έως 24 ετών σχετίζεται με μία αύξηση κατά 0,5% του αριθμού των γυναικών που δεν παντρεύονται ποτέ στη ζωή τους. Αυτό συμφωνεί με προηγούμενα ευρήματα ότι όσο αυξάνεται η ανεργία σε μια χώρα, τόσο μειώνονται οι γάμοι, συνεπώς και οι γεννήσεις παιδιών.
Η μελέτη επισημαίνει ότι αν σε μια χώρα υπάρχει παρατεταμένη ύφεση και ανεργία (π..χ. όπως συνέβη στον μεσοπόλεμο), τότε κατά τη συνολική περίοδο των ετών που η οικονομία θα βρίσκεται σε πτώση, θα «χαθεί» αθροιστικά ένας καθόλου αμελητέος αριθμός παιδιών λόγω λιγότερων γεννήσεων. Αυτή η διαπίστωση δεν αποκλείεται να αφορά και μια χώρα όπως η Ελλάδα, όπου η ανεργία εδώ και χρόνια εμφανίζει σημαντική αύξηση και δεν αναμένεται να υποχωρήσει γρήγορα στα προ κρίσης επίπεδα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου