Εφτιαξε το πρώτο antivirus για υπολογιστές, έβγαλε εκατομμύρια, έχασε σχεδόν τα πάντα, κατέφυγε στο ιδιωτικό του τροπικό νησί, θεωρήθηκε ύποπτος για παρασκευή ναρκωτικών,
κατηγορήθηκε για φόνο, έζησε ως φυγάς και σήμερα επιτίθεται στην Google, λέγοντας ότι εισβάλλει στις ζωές μας.Ιδεαλιστής ή καιροσκόπος; Υπερασπιστής του δικαιώματος προστασίας των προσωπικών μας δεδομένων ή εγκληματίας; Διαβολικά έξυπνος ή σχιζοφρενής; Ο Τζον ΜακΑφι, δημιουργός του πρώτου προγράμματος προστασίας από ιούς για ηλεκτρονικούς υπολογιστές -πίσω στα μέσα της δεκαετίας του ’80-, είναι μια σκοτεινή φυσιογνωμία. Εγινε πάμπλουτος βλέποντας στο ψηφιακό μέλλον, το οποίο όμως επιφύλασσε μύριες όσες περιπέτειες και μπλεξίματα.
«Δεν γίνεται κάποιοι να εισβάλουν στις ζωές μας και εμείς να εξακολουθούμε να έχουμε την ελευθερία μας... Η ελευθερία μου είναι το μόνο που έχω. Και αυτό είναι το μόνο που έχετε κι εσεις, αν το καλοσκεφτείτε», είπε πρόσφατα ο Τζον ΜακΑφι στο Λας Βέγκας. Απευθυνόμενος στο πολυπληθές κοινό του συνεδρίου Defcon, της μεγαλύτερης γνωστής μάζωξης χάκερ στον κόσμο, ο πρωτοπόρος της προστασίας των υπολογιστικών συστημάτων από επιθέσεις κακόβουλου λογισμικού έστρεψε τα πυρά του κατά της Google.
«Η Google θέλει να πιστέψουμε ότι αν δεν έχουμε τίποτα να κρύψουμε, δεν πρέπει να ενδιαφερόμαστε αν όλοι γνωρίζουν τα πάντα γι’ αυτά που κάνουμε. Ομως, αν όλοι γνώριζαν τα πάντα για όλους, τι θα συνέβαινε με την ανθρώπινη συμπεριφορά; Αυτό είναι κάτι που πρέπει να σκεφτούμε διεξοδικά».
Ο Τζον ΜακΑφι το 2012 στην προβλήτα του ιδιωτικού του νησιού στην Καραϊβική
Την ίδια μέρα, ο αμφιλεγόμενος Τζον ΜακΑφι ανακοίνωσε και τη σύσταση της πρωτοβουλίας «The Brown List». Στόχος του να συντονίσει τη δράση μεμονωμένων ατόμων στην αντιμετώπιση μεγάλων προβλημάτων. Πώς; Με την online συγκέντρωση καταγγελιών από τους πολίτες για αδικίες που υφίστανται, όπως η προσπάθεια καταστολής από μια κυβέρνηση ή η ανάλγητη πράξη μιας μεγάλης εταιρείας. «Γυρίστε τον θυμό σας σε κάτι θετικό», είπε στην ομιλία του στο Λας Βέγκας, ορμώμενος προφανώς από τα προσωπικά του βιώματα. Υποστήριξε, δε, πως όλα του τα λεφτά έμειναν δεσμευμένα σε τράπεζες της Μπελίζ και έτσι συγκεντρώνει χρήματα από δωρεές για το νέο του εγχείρημα.
Οχυρό μέσα στη ζούγκλα
Στο μικρό κρατίδιο της Κεντρικής Αμερικής, στις βορειοδυτικές ακτές της Καραϊβικής, ο 68χρονος σήμερα ΜακΑφι είχε στήσει πριν από μερικά χρόνια το δικό του οχυρό. Ζούσε υπό την προστασία ενός μικρού ιδιωτικού στρατού, που στην πλειοψηφία του απαρτιζόταν από πρώην κατάδικους. Περιστοιχιζόταν επίσης από νεαρές Λατίνες, με τις οποίες μοιραζόταν το κρεβάτι του.
Οταν το καλοκαίρι του 2012 ο Τζόσουα Ντέιβις του περιοδικού «Wired» τον συνάντησε στο ιδιόκτητο τροπικό νησί του, 24 χιλιόμετρα από τις ακτές της Μπελίζ, δεν μπορούσε να κρύψει την έκπληξή του για όσα είδε να συμβαίνουν εκεί... Ο Τζον ΜακΑφι, λιπόσαρκος, με βαμμένα ξανθά κατά τόπους τα μαλλιά του και τατουάζ να καλύπτουν τα χέρια και τους ώμους του, τον υποδέχτηκε κρατώντας ένα περίστροφο. Εχοντας αφήσει μια σφαίρα στον μύλο του Smith & Wesson, δεν δίστασε να παίξει ρώσικη ρουλέτα ενώπιον του τρομαγμένου ρεπόρτερ.
Εβαζε το όπλο στο κεφάλι του και τραβούσε τη σκανδάλη ξανά και ξανά! Μπροστά του, στο τραπεζάκι του σαλονιού της ξύλινης οικίας, υπήρχαν πυρομαχικά, πλαστές ταυτότητες με τη φωτογραφία του, ένα ισχυρό απωθητικό σπρέι για αρκούδες και μια βρεφική πιπίλα... «Μπορώ να το κάνω αυτό όλη την ημέρα», είχε πει, με τον ήχο του κλικ της σκανδάλης να μοιάζει με σφυρί στα αυτιά του Ντέιβις. «Μπορώ να το κάνω αυτό χιλιάδες φορές, δέκα χιλιάδες φορές. Τίποτα δεν θα συμβεί ποτέ. Γιατί; Επειδή έχετε χάσει κάτι. Λειτουργείτε με υποθετική αντίληψη της πραγματικότητας που είναι λανθασμένη...».
Αφού, λοιπόν, ο Τζον ΜακΑφι έπαιξε με τις αντοχές και το μυαλό του επισκέπτη του, αναφέρθηκε στην τότε πρόσφατη έφοδο των διωκτικών αρχών στην αγροικία του.
Ο ΜακΑφι σε ασθενοφόρο σε πόλη της Γουατεμάλας, όταν προφασίστηκε καρδιακό επεισόδιο για να καθυστερήσει την έκδοσή του στην Μπελίζ
Η έφοδος των κομάντο
Ηταν νύχτα της 30ής Απριλίου του 2012, όταν ο φρουρός στο φυλάκιο της εισόδου δεν αντιλήφθηκε τι συνέβαινε στην άλλη άκρη του κτήματος. Μια ειδικά εκπαιδευμένη από το FBI ομάδα αντιμετώπισης του οργανωμένου εγκλήματος είχε ήδη εισβάλει στον χώρο. Βαριά οπλισμένοι, οι κομάντο δεν άφησαν περιθώρια αντίδρασης στη φρουρά του ΜακΑφι. Εκείνος, γυμνός και με ένα περίστροφο στο χέρι, ήταν ξαπλωμένος στο υπνοδωμάτιο της βίλας, η οποία στεκόταν σε πασσάλους έξι μέτρα πάνω από το υγρό έδαφος. Δεν θύμιζε σε τίποτα τον μεγιστάνα της Σίλικον Βάλεϊ που ήταν κάποτε.
Το 2009 είχε πουλήσει όλα του τα περιουσιακά στοιχεία - μεταξύ των οποίων εκτάσεις και ακίνητα στη Χαβάη, στο Κολοράντο, στο Νέο Μεξικό και το Τέξας, όπως και το ιδιωτικό του αεροσκάφος, και είχε μετακομίσει στην Καραϊβική. Είχε ανακοινώσει πως θα ασχολιόταν με τη δημιουργία φυσικών αντιβιοτικών, από συστατικά που υπάρχουν στα δάση της βροχής. Για τον σκοπό αυτό είχε κατασκευάσει και ένα εργαστήριο.
Τώρα το προπύργιό του δεχόταν επίθεση και καμιά τριανταριά αποφασισμένοι κομάντο της Αστυνομίας πλησίαζαν προς το μέρος του. Οπως περιγράφει στο δημοσίευμα ο ρεπόρτερ του «Wired», ήταν τρομοκρατημένος... Πήρε αγκαλιά τη 17χρονη κοπέλα που κοιμόταν στο κρεβάτι του. Καθώς οι κομάντο εισέβαλαν στο σπίτι, έβαλε ένα σορτς και με τα χέρια ψηλά βγήκε στον διάδρομο. Οι αστυνομικοί τον έσπρωξαν στον τοίχο και του φόρεσαν χειροπέδες. «Είστε υπό κράτηση ως ύποπτος για την παραγωγή μεθαμφεταμίνης», του φώναξε ένας από τους αστυνομικούς. «Αυτό είναι μια καταπληκτική υπόθεση, κύριε», αποκρίθηκε ο ΜακΑφι. «Και αυτό γιατί δεν έχω πουλήσει ναρκωτικά από το 1983...» - έχει παραδεχτεί ότι έκανε για πολλά χρόνια χρήση κοκαΐνης, την οποία «έσπρωχνε» και σε συναδέλφους. Επίσης ήταν αλκοολικός, από την εποχή ακόμα που σπούδαζε στο κολέγιο, στα τέλη της δεκαετίας του ’60, βρίσκοντας χρόνια αργότερα καταφύγιο στις συναντήσεις των Ανώνυμων Αλκοολικών.
Στα κρατητήρια της Μπελίζ
Οι αστυνομικοί έκαναν άνω κάτω τη βίλα και τα υπόλοιπα μπανγκαλόου, όπου συνήθως διέμεναν οι νεαρές ερωμένες του. Βρήκαν αρκετά όπλα και πυρομαχικά, αλλά και εκατοντάδες μπουκάλια με χημικά, τα οποία δεν μπορούσαν να αναγνωρίσουν. Στη διάρκεια των ερευνών πυροβόλησαν και σκότωσαν ένα από τα σκυλιά του, όταν εκείνο κινήθηκε με άγριες διαθέσεις. Τελικά και αφού είχε πια ξημερώσει τον μετέφεραν μαζί με έναν φυγόδικο άντρα της προσωπικής του φρουράς στα κρατητήρια του κεντρικού αστυνομικού σταθμού της πρωτεύουσας. Ο Τζον ΜακΑφι κρατήθηκε εκεί λιγότερο από 24 ώρες. Δεν του απαγγέλθηκαν τελικά σοβαρές κατηγορίες. Στο εργαστήριό του δεν είχαν βρεθεί παράνομες ουσίες. Κατηγορήθηκε μόνο για τη μη νόμιμη κατοχή των όπλων και την επόμενη μέρα το πρωί αφέθηκε ελεύθερος.
Ζούσε υπό την προστασία ενός μικρού ιδιωτικού στρατού και περιστοιχιζόταν από νεαρές Λατίνες, με τις οποίες μοιραζόταν το κρεβάτι του.Ο ΜακΑφι είχε προσελκύσει το ενδιαφέρον των διωκτικών αρχών όταν δύο χρόνια μετά τη μετεγκατάστασή του στην Μπελίζ δημοσίευσε δεκάδες σχόλια στο φόρουμ bluelight.ru, το οποίο αναφέρεται σε θέματα φαρμακευτικών και ναρκωτικών ουσιών. Εγραφε ότι πειραματιζόταν με ένα ψυχοτρόπο διεγερτικό που βρίσκεται σε άλατα μπάνιου. Πρόκειται για μια κατηγορία ουσιών που έχουν παρόμοιες επιδράσεις με τις αμφεταμίνες και την κοκαΐνη. «Οταν κατά λάθος για πρώτη φορά έπεσαν μερικές σταγόνες στα δάχτυλά μου από μια μεταχειρισμένη φιάλη δεν κοιμήθηκα για τέσσερις μέρες. Είχα οπτικές και ακουστικές ψευδαισθήσεις και τη χειρότερη παράνοια της ζωής μου», έγραφε σε ένα από τα posts του.
Εντούτοις, αργότερα υποστήριξε πως όλα αυτά ήταν απλώς μια περίτεχνη φάρσα. «Αν πρόκειται να πάρω ναρκωτικά, θα πάρω κάτι που ξέρω ότι είναι καλό... Κάποια μανιτάρια και ίσως εξαιρετικής ποιότητας κοκαΐνη. Οποιος με ξέρει καλά, όμως, γνωρίζει ότι δεν παίρνω πια ναρκωτικά», είπε παίζοντας με τα νεύρα των διωκτών του.
Φυγάς στη Γουατεμάλα
Τελικά, στα μέσα Νοεμβρίου του 2012, ο Τζον ΜακΑφι άφησε για πάντα πίσω του την Μπελίζ. Ηταν πλέον καταζητούμενος για την πιθανή ανάμειξή του σε φόνο. Επικαλούμενος αργότερα τον φόβο του, ότι η αστυνομία της χώρας ήθελε στην πραγματικότητα να τον σκοτώσει, δικαιολόγησε την απόφασή του να φύγει μακριά, όταν κατάλαβε ότι θα ανακρινόταν για τον φόνο του Γκρέγκορι Βίαντ Φολ, ο οποίος είχε βρεθεί πυροβολημένος στο κεφάλι, στην πισίνα του σπιτιού του. Με τον Φολ είχαν λογοφέρει κάποιες φορές στο παρελθόν...
Οταν ένα απόγευμα ο ΜακΑφι αντιλήφθηκε ότι αστυνομικοί πλησίαζαν και πάλι το σπίτι του, έσκαψε γρήγορα ένα χαντάκι στην άμμο και κρύφτηκε εκεί, μισοθαμμένος για ώρες, έχοντας βάλει πάνω από το κεφάλι του ένα κομμάτι χαρτόνι.
Τον Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς, ο φυγάς πλέον ΜακΑφι εντοπίστηκε στη Γουατεμάλα, μετά το λάθος ενός δημοσιογράφου να δημοσιεύσει μια φωτογραφία του με τα στοιχεία τοποθεσίας της. Είχε καταφύγει εκεί, αφού πρώτα έμεινε για μικρό διάστημα σε ένα πανάκριβο θέρετρο, στη χερσόνησο του Γιουκατάν στο Μεξικό, σχετικά κοντά στα σύνορα με την Μπελίζ.
Μετά την αποκάλυψή του στη γειτονική Γουατεμάλα ζήτησε πολιτικό άσυλο. Ακολούθησε η σύλληψή του για παράνομη είσοδο στη χώρα της Κεντρικής Αμερικής. Λίγες ημέρες αργότερα το αίτημά του απορρίφθηκε, οπότε μεταφέρθηκε σε κέντρο κράτησης. Εκεί, όπως αργότερα ο ίδιος ισχυρίστηκε, προφασίστηκε δύο φορές καρδιακό επεισόδιο, προκειμένου να δώσει περισσότερο χρόνο στον δικηγόρο του να καταθέσει μια σειρά από προσφυγές, αποτρέποντας την έκδοσή του στην Μπελίζ. Τελικά, στις 12 Δεκεμβρίου, ο Τζον ΜακΑφι απελάθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Μέχρι σήμερα οι Αρχές της Μπελίζ δεν έχουν απαγγείλει συγκεκριμένη κατηγορία στον ΜακΑφι. Πάντως, τα περιουσιακά του στοιχεία στη χώρα της Καραϊβικής δημοπρατήθηκαν και το σπίτι του κάηκε υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες.
Ο πρώτος ηλεκτρονικός ιός
Η ιστορία της επιστήμης των υπολογιστών γράφει ότι το 1986 δύο αδέρφια από το Πακιστάν έγραψαν τον κώδικα του πρώτου γνωστού ιού με στόχο ηλεκτρονικούς υπολογιστές. Δεν ήθελαν να καταστρέψουν κάτι. Το έκαναν από απλή περιέργεια, προκειμένου να διαπιστώσουν πόσο μακριά θα ταξίδευε. Για τον σκοπό αυτό συμπεριέλαβαν τα ονόματά τους, τη διεύθυνση και το τηλέφωνο της επιχείρησής τους στην πόλη Λαχόρη. Περίπου έναν χρόνο μετά το τηλέφωνό τους άρχισε να χτυπά ασταμάτητα. Ο ιός τους, με την ονομασία «Brain», είχε προσβάλει υπολογιστές σε ολόκληρο τον κόσμο.
Ο Τζον ΜακΑφι ήταν ήδη τότε καθαρός από ουσίες και αλκοόλ για τέσσερα χρόνια και εργαζόταν στη Lockheed πάνω σε ένα διαβαθμισμένο πρότζεκτ αναγνώρισης φωνής. Μεταξύ άλλων, από το 1968 είχε δουλέψει σε προγράμματα ανάπτυξης λογισμικού για λογαριασμό της NASA και της Xerox. Διαβάζοντας σε μια εφημερίδα του Σαν Χοσέ ένα άρθρο για την εξάπλωση του πακιστανικού ιού, βρήκε την ιδέα τρομακτική. Του θύμισε τα παιδικά του χρόνια όταν ο πατέρας του τον χτυπούσε χωρίς λόγο. Γνώριζε καλά πώς ήταν να δέχεσαι μια αναίτια επίθεση. Ετσι αποφάσισε να κάνει κάτι. Το 1987 ίδρυσε τη McAfee Associates στο σπίτι του στη Σάντα Κλάρα και δημιούργησε το πρώτο πρόγραμμα αντιμετώπισης ψηφιακών απειλών, το οποίο δημοσίευσε σε διάφορες βάσεις δεδομένων της εποχής. Δεν περίμενε ότι κάποιος θα πλήρωνε για να το αποκτήσει.
Ο σκοπός του ήταν να πείσει τις κοινότητες των χρηστών απλώς να το εγκαταστήσουν - κυρίως σε υπολογιστές επιχειρήσεων. Μέσα στα επόμενα πέντε χρόνια περίπου οι μισές από τις εταιρείες του Fortune 100 έτρεχαν το antivirus του ΜακΑφι, αρχίζοντας να καταβάλουν χρήματα για την άδεια χρήσης του, αποφέροντας στον δημιουργό του έσοδα αρκετών εκατομμυρίων δολαρίων τον χρόνο.
Τον Οκτώβριο του 1992 η McAfee Associates εισήχθη στον Nasdaq και οι μετοχές του ιδρυτή της άξιζαν μονομιάς 80 εκατ. δολάρια. Το 1994 ο Τζον ΜακΑφι παραιτήθηκε από τη διοίκηση της εταιρείας του και δύο χρόνια αργότερα πούλησε και τα τελευταία πακέτα μετοχών της που είχε στο χαρτοφυλάκιό του. Τον Αύγουστο του 2009 οι «New York Times» δημοσίευσαν την είδηση ότι η αξία της προσωπικής του περιουσίας είχε συρρικνωθεί από τα 100 στα 4 εκατ. δολάρια ως αποτέλεσμα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης και της επιλογής του να επενδύσει τα προηγούμενα χρόνια κυρίως σε ακίνητα.
Η εταιρεία που είχε ιδρύσει, μετά από σειρά συγχωνεύσεων, εξαγοράστηκε το 2010 από την Intel, η οποία έχει ενσωματώσει το λογισμικό ασφαλείας στις πλατφόρμες της.
κατηγορήθηκε για φόνο, έζησε ως φυγάς και σήμερα επιτίθεται στην Google, λέγοντας ότι εισβάλλει στις ζωές μας.Ιδεαλιστής ή καιροσκόπος; Υπερασπιστής του δικαιώματος προστασίας των προσωπικών μας δεδομένων ή εγκληματίας; Διαβολικά έξυπνος ή σχιζοφρενής; Ο Τζον ΜακΑφι, δημιουργός του πρώτου προγράμματος προστασίας από ιούς για ηλεκτρονικούς υπολογιστές -πίσω στα μέσα της δεκαετίας του ’80-, είναι μια σκοτεινή φυσιογνωμία. Εγινε πάμπλουτος βλέποντας στο ψηφιακό μέλλον, το οποίο όμως επιφύλασσε μύριες όσες περιπέτειες και μπλεξίματα.
«Δεν γίνεται κάποιοι να εισβάλουν στις ζωές μας και εμείς να εξακολουθούμε να έχουμε την ελευθερία μας... Η ελευθερία μου είναι το μόνο που έχω. Και αυτό είναι το μόνο που έχετε κι εσεις, αν το καλοσκεφτείτε», είπε πρόσφατα ο Τζον ΜακΑφι στο Λας Βέγκας. Απευθυνόμενος στο πολυπληθές κοινό του συνεδρίου Defcon, της μεγαλύτερης γνωστής μάζωξης χάκερ στον κόσμο, ο πρωτοπόρος της προστασίας των υπολογιστικών συστημάτων από επιθέσεις κακόβουλου λογισμικού έστρεψε τα πυρά του κατά της Google.
«Η Google θέλει να πιστέψουμε ότι αν δεν έχουμε τίποτα να κρύψουμε, δεν πρέπει να ενδιαφερόμαστε αν όλοι γνωρίζουν τα πάντα γι’ αυτά που κάνουμε. Ομως, αν όλοι γνώριζαν τα πάντα για όλους, τι θα συνέβαινε με την ανθρώπινη συμπεριφορά; Αυτό είναι κάτι που πρέπει να σκεφτούμε διεξοδικά».
Ο Τζον ΜακΑφι το 2012 στην προβλήτα του ιδιωτικού του νησιού στην Καραϊβική
Την ίδια μέρα, ο αμφιλεγόμενος Τζον ΜακΑφι ανακοίνωσε και τη σύσταση της πρωτοβουλίας «The Brown List». Στόχος του να συντονίσει τη δράση μεμονωμένων ατόμων στην αντιμετώπιση μεγάλων προβλημάτων. Πώς; Με την online συγκέντρωση καταγγελιών από τους πολίτες για αδικίες που υφίστανται, όπως η προσπάθεια καταστολής από μια κυβέρνηση ή η ανάλγητη πράξη μιας μεγάλης εταιρείας. «Γυρίστε τον θυμό σας σε κάτι θετικό», είπε στην ομιλία του στο Λας Βέγκας, ορμώμενος προφανώς από τα προσωπικά του βιώματα. Υποστήριξε, δε, πως όλα του τα λεφτά έμειναν δεσμευμένα σε τράπεζες της Μπελίζ και έτσι συγκεντρώνει χρήματα από δωρεές για το νέο του εγχείρημα.
Οχυρό μέσα στη ζούγκλα
Στο μικρό κρατίδιο της Κεντρικής Αμερικής, στις βορειοδυτικές ακτές της Καραϊβικής, ο 68χρονος σήμερα ΜακΑφι είχε στήσει πριν από μερικά χρόνια το δικό του οχυρό. Ζούσε υπό την προστασία ενός μικρού ιδιωτικού στρατού, που στην πλειοψηφία του απαρτιζόταν από πρώην κατάδικους. Περιστοιχιζόταν επίσης από νεαρές Λατίνες, με τις οποίες μοιραζόταν το κρεβάτι του.
Οταν το καλοκαίρι του 2012 ο Τζόσουα Ντέιβις του περιοδικού «Wired» τον συνάντησε στο ιδιόκτητο τροπικό νησί του, 24 χιλιόμετρα από τις ακτές της Μπελίζ, δεν μπορούσε να κρύψει την έκπληξή του για όσα είδε να συμβαίνουν εκεί... Ο Τζον ΜακΑφι, λιπόσαρκος, με βαμμένα ξανθά κατά τόπους τα μαλλιά του και τατουάζ να καλύπτουν τα χέρια και τους ώμους του, τον υποδέχτηκε κρατώντας ένα περίστροφο. Εχοντας αφήσει μια σφαίρα στον μύλο του Smith & Wesson, δεν δίστασε να παίξει ρώσικη ρουλέτα ενώπιον του τρομαγμένου ρεπόρτερ.
Εβαζε το όπλο στο κεφάλι του και τραβούσε τη σκανδάλη ξανά και ξανά! Μπροστά του, στο τραπεζάκι του σαλονιού της ξύλινης οικίας, υπήρχαν πυρομαχικά, πλαστές ταυτότητες με τη φωτογραφία του, ένα ισχυρό απωθητικό σπρέι για αρκούδες και μια βρεφική πιπίλα... «Μπορώ να το κάνω αυτό όλη την ημέρα», είχε πει, με τον ήχο του κλικ της σκανδάλης να μοιάζει με σφυρί στα αυτιά του Ντέιβις. «Μπορώ να το κάνω αυτό χιλιάδες φορές, δέκα χιλιάδες φορές. Τίποτα δεν θα συμβεί ποτέ. Γιατί; Επειδή έχετε χάσει κάτι. Λειτουργείτε με υποθετική αντίληψη της πραγματικότητας που είναι λανθασμένη...».
Αφού, λοιπόν, ο Τζον ΜακΑφι έπαιξε με τις αντοχές και το μυαλό του επισκέπτη του, αναφέρθηκε στην τότε πρόσφατη έφοδο των διωκτικών αρχών στην αγροικία του.
Ο ΜακΑφι σε ασθενοφόρο σε πόλη της Γουατεμάλας, όταν προφασίστηκε καρδιακό επεισόδιο για να καθυστερήσει την έκδοσή του στην Μπελίζ
Η έφοδος των κομάντο
Ηταν νύχτα της 30ής Απριλίου του 2012, όταν ο φρουρός στο φυλάκιο της εισόδου δεν αντιλήφθηκε τι συνέβαινε στην άλλη άκρη του κτήματος. Μια ειδικά εκπαιδευμένη από το FBI ομάδα αντιμετώπισης του οργανωμένου εγκλήματος είχε ήδη εισβάλει στον χώρο. Βαριά οπλισμένοι, οι κομάντο δεν άφησαν περιθώρια αντίδρασης στη φρουρά του ΜακΑφι. Εκείνος, γυμνός και με ένα περίστροφο στο χέρι, ήταν ξαπλωμένος στο υπνοδωμάτιο της βίλας, η οποία στεκόταν σε πασσάλους έξι μέτρα πάνω από το υγρό έδαφος. Δεν θύμιζε σε τίποτα τον μεγιστάνα της Σίλικον Βάλεϊ που ήταν κάποτε.
Το 2009 είχε πουλήσει όλα του τα περιουσιακά στοιχεία - μεταξύ των οποίων εκτάσεις και ακίνητα στη Χαβάη, στο Κολοράντο, στο Νέο Μεξικό και το Τέξας, όπως και το ιδιωτικό του αεροσκάφος, και είχε μετακομίσει στην Καραϊβική. Είχε ανακοινώσει πως θα ασχολιόταν με τη δημιουργία φυσικών αντιβιοτικών, από συστατικά που υπάρχουν στα δάση της βροχής. Για τον σκοπό αυτό είχε κατασκευάσει και ένα εργαστήριο.
Τώρα το προπύργιό του δεχόταν επίθεση και καμιά τριανταριά αποφασισμένοι κομάντο της Αστυνομίας πλησίαζαν προς το μέρος του. Οπως περιγράφει στο δημοσίευμα ο ρεπόρτερ του «Wired», ήταν τρομοκρατημένος... Πήρε αγκαλιά τη 17χρονη κοπέλα που κοιμόταν στο κρεβάτι του. Καθώς οι κομάντο εισέβαλαν στο σπίτι, έβαλε ένα σορτς και με τα χέρια ψηλά βγήκε στον διάδρομο. Οι αστυνομικοί τον έσπρωξαν στον τοίχο και του φόρεσαν χειροπέδες. «Είστε υπό κράτηση ως ύποπτος για την παραγωγή μεθαμφεταμίνης», του φώναξε ένας από τους αστυνομικούς. «Αυτό είναι μια καταπληκτική υπόθεση, κύριε», αποκρίθηκε ο ΜακΑφι. «Και αυτό γιατί δεν έχω πουλήσει ναρκωτικά από το 1983...» - έχει παραδεχτεί ότι έκανε για πολλά χρόνια χρήση κοκαΐνης, την οποία «έσπρωχνε» και σε συναδέλφους. Επίσης ήταν αλκοολικός, από την εποχή ακόμα που σπούδαζε στο κολέγιο, στα τέλη της δεκαετίας του ’60, βρίσκοντας χρόνια αργότερα καταφύγιο στις συναντήσεις των Ανώνυμων Αλκοολικών.
Στα κρατητήρια της Μπελίζ
Οι αστυνομικοί έκαναν άνω κάτω τη βίλα και τα υπόλοιπα μπανγκαλόου, όπου συνήθως διέμεναν οι νεαρές ερωμένες του. Βρήκαν αρκετά όπλα και πυρομαχικά, αλλά και εκατοντάδες μπουκάλια με χημικά, τα οποία δεν μπορούσαν να αναγνωρίσουν. Στη διάρκεια των ερευνών πυροβόλησαν και σκότωσαν ένα από τα σκυλιά του, όταν εκείνο κινήθηκε με άγριες διαθέσεις. Τελικά και αφού είχε πια ξημερώσει τον μετέφεραν μαζί με έναν φυγόδικο άντρα της προσωπικής του φρουράς στα κρατητήρια του κεντρικού αστυνομικού σταθμού της πρωτεύουσας. Ο Τζον ΜακΑφι κρατήθηκε εκεί λιγότερο από 24 ώρες. Δεν του απαγγέλθηκαν τελικά σοβαρές κατηγορίες. Στο εργαστήριό του δεν είχαν βρεθεί παράνομες ουσίες. Κατηγορήθηκε μόνο για τη μη νόμιμη κατοχή των όπλων και την επόμενη μέρα το πρωί αφέθηκε ελεύθερος.
Ζούσε υπό την προστασία ενός μικρού ιδιωτικού στρατού και περιστοιχιζόταν από νεαρές Λατίνες, με τις οποίες μοιραζόταν το κρεβάτι του.Ο ΜακΑφι είχε προσελκύσει το ενδιαφέρον των διωκτικών αρχών όταν δύο χρόνια μετά τη μετεγκατάστασή του στην Μπελίζ δημοσίευσε δεκάδες σχόλια στο φόρουμ bluelight.ru, το οποίο αναφέρεται σε θέματα φαρμακευτικών και ναρκωτικών ουσιών. Εγραφε ότι πειραματιζόταν με ένα ψυχοτρόπο διεγερτικό που βρίσκεται σε άλατα μπάνιου. Πρόκειται για μια κατηγορία ουσιών που έχουν παρόμοιες επιδράσεις με τις αμφεταμίνες και την κοκαΐνη. «Οταν κατά λάθος για πρώτη φορά έπεσαν μερικές σταγόνες στα δάχτυλά μου από μια μεταχειρισμένη φιάλη δεν κοιμήθηκα για τέσσερις μέρες. Είχα οπτικές και ακουστικές ψευδαισθήσεις και τη χειρότερη παράνοια της ζωής μου», έγραφε σε ένα από τα posts του.
Εντούτοις, αργότερα υποστήριξε πως όλα αυτά ήταν απλώς μια περίτεχνη φάρσα. «Αν πρόκειται να πάρω ναρκωτικά, θα πάρω κάτι που ξέρω ότι είναι καλό... Κάποια μανιτάρια και ίσως εξαιρετικής ποιότητας κοκαΐνη. Οποιος με ξέρει καλά, όμως, γνωρίζει ότι δεν παίρνω πια ναρκωτικά», είπε παίζοντας με τα νεύρα των διωκτών του.
Φυγάς στη Γουατεμάλα
Τελικά, στα μέσα Νοεμβρίου του 2012, ο Τζον ΜακΑφι άφησε για πάντα πίσω του την Μπελίζ. Ηταν πλέον καταζητούμενος για την πιθανή ανάμειξή του σε φόνο. Επικαλούμενος αργότερα τον φόβο του, ότι η αστυνομία της χώρας ήθελε στην πραγματικότητα να τον σκοτώσει, δικαιολόγησε την απόφασή του να φύγει μακριά, όταν κατάλαβε ότι θα ανακρινόταν για τον φόνο του Γκρέγκορι Βίαντ Φολ, ο οποίος είχε βρεθεί πυροβολημένος στο κεφάλι, στην πισίνα του σπιτιού του. Με τον Φολ είχαν λογοφέρει κάποιες φορές στο παρελθόν...
Οταν ένα απόγευμα ο ΜακΑφι αντιλήφθηκε ότι αστυνομικοί πλησίαζαν και πάλι το σπίτι του, έσκαψε γρήγορα ένα χαντάκι στην άμμο και κρύφτηκε εκεί, μισοθαμμένος για ώρες, έχοντας βάλει πάνω από το κεφάλι του ένα κομμάτι χαρτόνι.
Τον Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς, ο φυγάς πλέον ΜακΑφι εντοπίστηκε στη Γουατεμάλα, μετά το λάθος ενός δημοσιογράφου να δημοσιεύσει μια φωτογραφία του με τα στοιχεία τοποθεσίας της. Είχε καταφύγει εκεί, αφού πρώτα έμεινε για μικρό διάστημα σε ένα πανάκριβο θέρετρο, στη χερσόνησο του Γιουκατάν στο Μεξικό, σχετικά κοντά στα σύνορα με την Μπελίζ.
Μετά την αποκάλυψή του στη γειτονική Γουατεμάλα ζήτησε πολιτικό άσυλο. Ακολούθησε η σύλληψή του για παράνομη είσοδο στη χώρα της Κεντρικής Αμερικής. Λίγες ημέρες αργότερα το αίτημά του απορρίφθηκε, οπότε μεταφέρθηκε σε κέντρο κράτησης. Εκεί, όπως αργότερα ο ίδιος ισχυρίστηκε, προφασίστηκε δύο φορές καρδιακό επεισόδιο, προκειμένου να δώσει περισσότερο χρόνο στον δικηγόρο του να καταθέσει μια σειρά από προσφυγές, αποτρέποντας την έκδοσή του στην Μπελίζ. Τελικά, στις 12 Δεκεμβρίου, ο Τζον ΜακΑφι απελάθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Μέχρι σήμερα οι Αρχές της Μπελίζ δεν έχουν απαγγείλει συγκεκριμένη κατηγορία στον ΜακΑφι. Πάντως, τα περιουσιακά του στοιχεία στη χώρα της Καραϊβικής δημοπρατήθηκαν και το σπίτι του κάηκε υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες.
Ο πρώτος ηλεκτρονικός ιός
Η ιστορία της επιστήμης των υπολογιστών γράφει ότι το 1986 δύο αδέρφια από το Πακιστάν έγραψαν τον κώδικα του πρώτου γνωστού ιού με στόχο ηλεκτρονικούς υπολογιστές. Δεν ήθελαν να καταστρέψουν κάτι. Το έκαναν από απλή περιέργεια, προκειμένου να διαπιστώσουν πόσο μακριά θα ταξίδευε. Για τον σκοπό αυτό συμπεριέλαβαν τα ονόματά τους, τη διεύθυνση και το τηλέφωνο της επιχείρησής τους στην πόλη Λαχόρη. Περίπου έναν χρόνο μετά το τηλέφωνό τους άρχισε να χτυπά ασταμάτητα. Ο ιός τους, με την ονομασία «Brain», είχε προσβάλει υπολογιστές σε ολόκληρο τον κόσμο.
Ο Τζον ΜακΑφι ήταν ήδη τότε καθαρός από ουσίες και αλκοόλ για τέσσερα χρόνια και εργαζόταν στη Lockheed πάνω σε ένα διαβαθμισμένο πρότζεκτ αναγνώρισης φωνής. Μεταξύ άλλων, από το 1968 είχε δουλέψει σε προγράμματα ανάπτυξης λογισμικού για λογαριασμό της NASA και της Xerox. Διαβάζοντας σε μια εφημερίδα του Σαν Χοσέ ένα άρθρο για την εξάπλωση του πακιστανικού ιού, βρήκε την ιδέα τρομακτική. Του θύμισε τα παιδικά του χρόνια όταν ο πατέρας του τον χτυπούσε χωρίς λόγο. Γνώριζε καλά πώς ήταν να δέχεσαι μια αναίτια επίθεση. Ετσι αποφάσισε να κάνει κάτι. Το 1987 ίδρυσε τη McAfee Associates στο σπίτι του στη Σάντα Κλάρα και δημιούργησε το πρώτο πρόγραμμα αντιμετώπισης ψηφιακών απειλών, το οποίο δημοσίευσε σε διάφορες βάσεις δεδομένων της εποχής. Δεν περίμενε ότι κάποιος θα πλήρωνε για να το αποκτήσει.
Ο σκοπός του ήταν να πείσει τις κοινότητες των χρηστών απλώς να το εγκαταστήσουν - κυρίως σε υπολογιστές επιχειρήσεων. Μέσα στα επόμενα πέντε χρόνια περίπου οι μισές από τις εταιρείες του Fortune 100 έτρεχαν το antivirus του ΜακΑφι, αρχίζοντας να καταβάλουν χρήματα για την άδεια χρήσης του, αποφέροντας στον δημιουργό του έσοδα αρκετών εκατομμυρίων δολαρίων τον χρόνο.
Τον Οκτώβριο του 1992 η McAfee Associates εισήχθη στον Nasdaq και οι μετοχές του ιδρυτή της άξιζαν μονομιάς 80 εκατ. δολάρια. Το 1994 ο Τζον ΜακΑφι παραιτήθηκε από τη διοίκηση της εταιρείας του και δύο χρόνια αργότερα πούλησε και τα τελευταία πακέτα μετοχών της που είχε στο χαρτοφυλάκιό του. Τον Αύγουστο του 2009 οι «New York Times» δημοσίευσαν την είδηση ότι η αξία της προσωπικής του περιουσίας είχε συρρικνωθεί από τα 100 στα 4 εκατ. δολάρια ως αποτέλεσμα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης και της επιλογής του να επενδύσει τα προηγούμενα χρόνια κυρίως σε ακίνητα.
Η εταιρεία που είχε ιδρύσει, μετά από σειρά συγχωνεύσεων, εξαγοράστηκε το 2010 από την Intel, η οποία έχει ενσωματώσει το λογισμικό ασφαλείας στις πλατφόρμες της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου