Πέμπτη 2 Φεβρουαρίου 2023

Δικαιώθηκε από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο η Κατερίνα Σαββαΐδου για τις ποινικές διώξεις της επί ΣΥΡΙΖΑ


Δικαιώθηκε από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο του Στρασβούργου, στο οποίο είχε προσφύγει η πρώην γενική γραμματέας Δημοσίων Εσόδων Αικατερίνη Σαββαΐδου για τα όσα είχε δηλώσει σε βάρος της η τότε κυβερνητική εκπρόσωπος Όλγα Γεροβασίλη, σχετικά με το δήθεν πάγωμα των προστίμων που είχαν επιβληθεί στην εταιρεία «GENNET A.E.».Ειδικότερα, από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΔΑ) η Ελλάδα καταδικάστηκε για παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας της κυρίας Σαββαΐδου και υποχρέωσε το Ελληνικό Δημόσιο να της καταβάλει το ποσό των 6.000 ευρώ για την ηθική βλάβη που δέχθηκε, συν 1.000 ευρώ για τα δικαστικά έξοδα.

Στις 22.10.2015, κατόπιν απόφασης του υπουργικού συμβουλίου, λόγω της δήθεν εμπλοκής της κυρίας Σαββαΐδου σε διερευνώμενες από την ποινική Δικαιοσύνη πράξεις και της παραπομπής της σε ποινικό δικαστήριο, αποπέμφθηκε από την θέση της.

Την ίδια ημέρα και ενώ εκκρεμούσαν δύο ποινικές υποθέσεις σε βάρος της, και συγκεκριμένα, ενώ:






α) είχε οριστεί δικάσιμος να εκδικασθεί σε πρώτο βαθμό ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών για το πλημμέλημα της παράβασης καθήκοντος και



β) είχε διαταχθεί η διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης για το αδίκημα της απιστίας περί την υπηρεσία σε βαθμό κακουργήματος, η τότε κυβερνητική εκπρόσωπος Όλγα Γεροβασίλη εξερχόμενη του υπουργικού συμβουλίου προέβη αρχικά στην ακόλουθη δημόσια δήλωση:

«Το Υπουργικό Συμβούλιο ομοφώνως έκανε αποδεκτή την εισήγηση του υπουργού Οικονομικών για να παυθεί η κ. Σαββαϊδου. Όπως αντιλαμβανόμαστε όλοι, σε τέτοιες δύσκολες εποχές για την κοινωνία, σε τέτοιες δύσκολες εποχές για το λαό, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό για τους δημόσιους λειτουργούς να λειτουργούν ενάντια στο δημόσιο συμφέρον και να ευνοούν συγκεκριμένες επιχειρήσεις που ευνοήθηκαν και από παλιότερες κυβερνήσεις και αποτέλεσαν τον πυρήνα διαπλοκής. Υπάρχουν νόμοι και κανόνες στη χώρα και θα τηρηθούν».

Το ΕΔΔΑ στο οποίο είχε προσφύγει η κυρία Σαββαΐδου, έκρινε ότι οι επίμαχες δηλώσεις της τότε κυβερνητικού εκπροσώπου παραβίασαν το τεκμήριο της αθωότητας της προσφεύγουσας καθώς δόθηκαν από κυβερνητική εκπρόσωπο και ως εκ τούτου από ανώτατη εκπρόσωπο του Κράτους, η οποία είχε μία αυξημένη δέσμευση λόγω της θέσης της για σεβασμό του τεκμηρίου της αθωότητας, και μάλιστα ενώ εκκρεμούσαν ποινικές διώξεις σε βάρος της προσφεύγουσας.






Επιπλέον, ο τρόπος της διατύπωσής των δηλώσεων, ήτοι χωρίς καμία επιφύλαξη, δημιούργησαν την εντύπωση ότι η προσφεύγουσα ενεπλάκη σε πράξεις αντίθετες προς το δημόσιο συμφέρον και ότι είχε σχέσεις με τη διαφθορά.

Οι επίμαχες δηλώσεις μπορούσαν να επηρεάσουν την προκαταρκτική εξέταση που διενεργούνταν σε βάρος της. Δεδομένου δε, ότι έλαβαν χώρα κατά τη έξοδο της Κυβερνητικής εκπροσώπου από το υπουργικό συμβούλιο δημιουργήθηκε στο κοινό η εντύπωση ότι αντικατόπτριζαν τις θέσεις της ίδιας της Κυβέρνησης.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του τεκμηρίου της αθωότητας και της μη ύπαρξης αποτελεσματικού ενδίκου μέσου και επιδίκασε 6.000 ευρώ για ηθική βλάβη συν τα δικαστικά έξοδα.

Να σημειωθεί ότι η κυρία Σαββαΐδου έχει δικαιωθεί τόσο από τον Άρειο Πάγο, όσο και από το Συμβούλιο της Επικρατείας.

Υπενθυμίζεται ότι καθήκοντα γενικής γραμματέως Δημοσίων Εσόδων η κυρία Σαββαΐδου ανέλαβε την 25η Ιουνίου 2014, ενώ στη θέση της τοποθετήθηκε ο Γεώργιος Πιτσιλής.



Ο Βασίλης Χειρδάρης συνήγορος της κυρίας Σαββαΐδου με αφορμή την έκδοση της επίμαχης απόφασης του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Στρασβούργο) δήλωσε:

«Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο του Στρασβούργου με μία εξαιρετική απόφασή του δικαίωσε μετά από 7 χρόνια πανηγυρικά την Κατερίνα Σαββαΐδου.

Η εντολέας μου μετά από δύο ποινικές διώξεις αθωώθηκε αμετάκλητα και δικαιώθηκε και από το ΣτΕ. Με την χθεσινή απόφασή του το ΕΔΔΑ αποκαθιστά μια κατάφωρη αδικία σε βάρος της αποκαθιστώντας το τεκμήριο της αθωότητάς της που επλήγη από δημόσιες δηλώσεις κυβερνητικής εκπροσώπου.

Είναι μια απόφαση που ενδυναμώνει ένα τόσο σοβαρό θεμελιώδες δικαίωμα και δείχνει ότι το Δικαστήριο του Στρασβούργου κρατά ψηλά τον πήχη της αποτελεσματικής και ενεργούς προστασίας των δικαιωμάτων των ευρωπαίων πολιτών.

Η απόφαση είναι και μια προτροπή στους Έλληνες αξιωματούχους και πολιτικούς να σέβονται τους κατηγορουμένους και το τεκμήριο της αθωότητας. Δεν είναι δικαίωμά τους, είναι υποχρέωση!».

Η απόφαση του ΕΔΔΑ

Σαββαΐδου κατά Ελλάδας της 31.1.2023 (αρ. προσφ. 58715/15)

ΠΕΡΙΛΗΨΗ



H προσφεύγουσα ήταν Γενική Γραμματέας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών.

Στις 22.10.2015, κατόπιν απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου, λόγω της δήθεν εμπλοκής της σε διερευνώμενες από την ποινική δικαιοσύνη πράξεις και της παραπομπής της στο ποινικό δικαστήριο, αποπέμφθηκε από την ως άνω θέση.

Την ίδια ημέρα και ενώ εκκρεμούσαν ενώπιον των αρμοδίων ποινικών δικαιοδοτικών αρχών οι δύο ποινικές υποθέσεις σε βάρος της, και συγκεκριμένα ενώ α) είχε οριστεί δικάσιμος να εκδικασθεί σε πρώτο βαθμό ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών για το πλημμέλημα της παράβασης καθήκοντος και β) είχε διαταχθεί η διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης για το αδίκημα της απιστίας περί την υπηρεσία σε βαθμό κακουργήματος, η κυβερνητική εκπρόσωπος κ. Όλγα Γεροβασίλη εξερχόμενη του Υπουργικού Συμβουλίου προέβη αρχικά στην ακόλουθη δημόσια δήλωση:

«Το Υπουργικό Συμβούλιο ομοφώνως έκανε αποδεκτή την εισήγηση του υπουργού Οικονομικών για να παυθεί η κ. Σαββαϊδου. Όπως αντιλαμβανόμαστε όλοι, σε τέτοιες δύσκολες εποχές για την κοινωνία, σε τέτοιες δύσκολες εποχές για το λαό, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό για τους δημόσιους λειτουργούς να λειτουργούν ενάντια στο δημόσιο συμφέρον και να ευνοούν συγκεκριμένες επιχειρήσεις που ευνοήθηκαν και από παλιότερες κυβερνήσεις και αποτέλεσαν τον πυρήνα διαπλοκής. Υπάρχουν νόμοι και κανόνες στη χώρα και θα τηρηθούν».

Την ίδια μέρα, η προσφεύγουσα προέβη σε δημόσια δήλωση με την οποία ισχυρίστηκε ότι ενεργούσε πάντοτε με γνώμονα το δημόσιο συμφέρον και στο πλαίσιο του νόμου και των αρμοδιοτήτων της.

Στη συνέχεια η ίδια κυβερνητική εκπρόσωπος απαντώντας προέβη και σε δεύτερη δημόσια δήλωση: «Δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι οι δημόσιοι λειτουργοί ενεργούν ενάντια στο δημόσιο συμφέρον και συμβάλλουν στην ανάπτυξη ορισμένων επιχειρήσεων που ευνοήθηκαν από προηγούμενες κυβερνήσεις και αποτέλεσαν τον πυρήνα της διαφθοράς (...)».

Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι οι επίμαχες δηλώσεις παραβίασαν το τεκμήριο της αθωότητας της προσφεύγουσας καθώς δόθηκαν από κυβερνητική εκπρόσωπο και ως εκ τούτου από ανώτατη εκπρόσωπο του Κράτους, η οποία είχε μία αυξημένη δέσμευση λόγω της θέσης της για σεβασμό του τεκμηρίου της αθωότητας, και μάλιστα ενώ εκκρεμούσαν ποινικές διώξεις σε βάρος της προσφεύγουσας. Επιπλέον, ο τρόπος της διατύπωσής των δηλώσεων, ήτοι χωρίς καμία επιφύλαξη, δημιούργησαν την εντύπωση ότι η προσφεύγουσα ενεπλάκη σε πράξεις αντίθετες προς το δημόσιο συμφέρον και ότι είχε σχέσεις με τη διαφθορά. Οι επίμαχες δηλώσεις μπορούσαν να επηρεάσουν την προκαταρκτική εξέταση που διενεργούνταν σε βάρος της. Δεδομένου δε, ότι έλαβαν χώρα κατά τη έξοδο της Κυβερνητικής εκπροσώπου από το Υπουργικό Συμβούλιο δημιουργήθηκε στο κοινό η εντύπωση ότι αντικατόπτριζαν τις θέσεις της ίδιας της Κυβέρνησης.

Το ΕΔΔΑ έκρινε επίσης ότι δεν προβλεπόταν από το εθνικό δίκαιο κάποιο αποτελεσματικό ένδικο βοήθημα με το οποίο θα μπορούσε η προσφεύγουσα να παραπονεθεί για την παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητάς της.



Το δικαστήριο διαπίστωσε παραβίαση του τεκμηρίου της αθωότητας (άρθρο 6 § 2) και της μη ύπαρξης αποτελεσματικού ενδίκου μέσου (άρθρο 13) και επιδίκασε 6.000 ευρώ για ηθική βλάβη και τα έξοδα.

Πραγματικά Περιστατικά

Στις 30 Ιανουαρίου 2015 υποβλήθηκε μηνυτήρια αναφορά κατά της προσφεύγουσας, η οποία ήταν Γενική Γραμματέας Δημοσίων Εσόδων για παράβαση καθήκοντος. Με το με αριθμό 1338/16 Βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών αποφασίστηκε να μην απαγγελθούν κατηγορίες εναντίον της προσφεύγουσας.

Ειδικότερα σε βάρος της προσφεύγουσας ασκήθηκαν δύο ποινικές διώξεις:

Στις 30.01.15 κατατέθηκε μηνυτήρια αναφορά εναντίον της για παράβαση καθήκοντος και παραπέμφθηκε με απευθείας κλήση στο ακροατήριο του Ι΄ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών για να δικαστεί για το ότι με πρόθεση παρενέβη τα καθήκοντά της υπηρεσίας της εκδίδοντας την ΠΟΛ 1016/2015, με σκοπό να ωφελήσει τις διαφημιζόμενες επιχειρήσεις, το διαφημιστή που μεσολαβεί και τα τηλεοπτικά μέσα ενημέρωσης, μετατοπίζοντας τον χρόνο καταβολής του 20% από τα έσοδα που εισπράττονται από τις διαφημίσεις που προβάλουν τα τηλεοπτικά μέσα, από την 20η του επόμενου μήνα από το μήνα στον οποίο πραγματοποιήθηκαν, συνολικά στην 20η Ιανουαρίου του έτους 2016, παρείχε δε στους υπόχρεους μεγαλύτερη προθεσμία απόδοσης του φόρου, απαλλάσσοντας τους παράλληλα από την υποχρέωση καταβολής των νόμιμων τόκων υπερημερίας, με συνέπεια να αποστερήσει το Υπουργείο Οικονομικών και το Ελληνικό Δημόσιο από την έγκαιρη είσπραξη των παραπάνω εσόδων καθώς και από την ρευστότητα που ήταν αναγκαία για την πληρωμή των τρεχουσών οικονομικών του υποχρεώσεων.

Δυνάμει ωστόσο του υπ’ αριθμ. 1338/16 Βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών το εν λόγω δικαστικό Συμβούλιο αποφάνθηκε να μην γίνει κατηγορία σε βάρος της προσφεύγουσας δεδομένου ότι δεν υπήρχαν ενδείξεις σε βάρος της ότι τέλεσε την αποδιδόμενη σ’ αυτήν αξιόποινη πράξη.

Περαιτέρω, στις 7.08.2015 διατάχθηκε προκαταρκτική εξέταση από την κ. Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών-Επίκουρο Εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς εναντίον της για το αδίκημα της απιστίας περί την υπηρεσία προς διακρίβωση των αναφερομένων στο από 3.8.2015 δημοσίευμα της ηλεκτρονικής εφημερίδας «FMVOICE.GR.» για δήθεν πάγωμα των προστίμων που επιβλήθηκαν στην εταιρεία «GENNET AE», λόγω της απόφασης επανελέγχου της. Στις 29.10.2015, ασκήθηκε σε βάρος της ποινική δίωξη για το αδίκημα της απόπειρας απιστίας περί την υπηρεσία με τις επιβαρυντικές περιστάσεις του Ν. 1608/1950 περί καταχραστών του δημοσίου χρήματος. Με το υπ’ αριθμ. 1120/2017 Βούλευμα το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών αποφάνθηκε να μην γίνει κατηγορία σε βάρος της προσφεύγουσας και για την ως άνω πράξη δυνάμει δε της υπ’ αρ. 1292/2018 απόφασης του Αρείου Πάγου σε Συμβούλιο απορρίφθηκε η αναίρεσης της τότε Εισαγγελέως του ΑΠ και επικυρώθηκε η απαλλαγή της.

Εν τω μεταξύ, στις 22 Οκτωβρίου 2015, η προσφεύγουσα αποπέμφθηκε με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου. Η κυβερνητική εκπρόσωπος, αποχωρώντας από το Υπουργικό Συμβούλιο, προέβη στη δήλωσηπου αναφέρεται παραπάνω στην περίληψη.

Την ίδια ημέρα, η προσφεύγουσα προέβη σε δημόσια δήλωση με την οποία ισχυρίστηκε, μεταξύ άλλων, ότι ενεργούσε πάντοτε με γνώμονα το δημόσιο συμφέρον και στο πλαίσιο του νόμου και των αρμοδιοτήτων της.

Η κυβερνητική εκπρόσωπος απάντησε ότι ούτε η ίδια ούτε η κυβέρνηση «δίκασαν» την προσφεύγουσα και ότι η κυβέρνηση δεν είχε λάβει μέρος σε δημόσιο διάλογο για την υπόθεση.

Με βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών αποφασίστηκε να μην απαγγελθούν κατηγορίες εναντίον της προσφεύγουσας για την πράξη της απιστίας περί την υπηρεσία, το οποίο κατέστη αμετάκλητο.

Η απόφαση του ΕΔΔΑ

Η προσφεύγουσα υποστήριξε ότι η Κυβερνητική εκπρόσωπος δεν περιορίστηκε να αναφέρει τους λόγους της αποπομπής της προσφεύγουσας, αλλά έκρινε την ενοχή της και προέβλεψε την έκβαση της ποινικής διαδικασίας. Καίτοι ήταν αληθές ότι η προσφεύγουσα, λαμβανομένης υπόψη της θέσης που κατείχε, μπορούσε να δεχθεί έντονες επικρίσεις, τούτο δεν σήμαινε ότι μπορούσαν να γίνουν δηλώσεις που προσέβαλαν το τεκμήριο της αθωότητάς της. Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος των δηλώσεων που έγιναν την ίδια ημέρα, η προσφεύγουσα υποστήριξε ότι δεν μείωσαν τις αμφιβολίες ως προς την ενοχή της, αλλά, αντιθέτως, δημιούργησαν εντονότερη την εντύπωση ότι ήταν ένοχη. Κατά την άποψή της, το γεγονός ότι οι εν λόγω δηλώσεις έγιναν από την κυβερνητική εκπρόσωπο ήταν ιδιαίτερα σοβαρό.

Η Κυβέρνηση υποστήριξε ότι οι δηλώσεις της Κυβερνητικής Εκπροσώπου έπρεπε να εξεταστούν στο γενικότερο πλαίσιο του πολιτικού διαλόγου. Η προσφεύγουσα κατείχε πολύ σημαντική θέση. Επομένως, η αποπομπή της ενδιέφερε το δημόσιο και τον πολιτικό διάλογο. Λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι η προσφεύγουσα ήταν υψηλά ιστάμενη δημόσια υπάλληλος και ότι τα καθήκοντά της επηρέασαν την οικονομική σταθερότητα της χώρας, η κυβέρνηση θεώρησε ότι, όπως και τα πολιτικά πρόσωπα, ήταν εκτεθειμένη σε έλεγχο και κριτική των πράξεών της.

Η Κυβέρνηση ισχυρίστηκε ότι οι επίμαχες δηλώσεις έλαβαν χώρα στο πλαίσιο δημόσιας αντιπαράθεσης μεταξύ της προσφεύγουσας και της κυβερνητικής εκπροσώπου σχετικά με την αποπομπή της. Επιπλέον, ανέφερε ότι, στο δεύτερο μέρος των επίμαχων δηλώσεων («δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι οι δημόσιοι υπάλληλοι ενεργούν ενάντια στο δημόσιο συμφέρον και συμβάλλουν στην ανάπτυξη ορισμένων εταιρειών που ευνοήθηκαν από προηγούμενες κυβερνήσεις και αποτέλεσαν τον πυρήνα της διαφθοράς»), η προσφεύγουσα δεν κατονομάστηκε, καθώς η φράση αυτή αποτελούσε πολιτικό σχόλιο. Την ίδια ημέρα, η Κυβέρνηση δήλωσε ότι δεν «κρίνει» την προσφεύγουσα.

Οι γενικές αρχές σχετικά με το τεκμήριο αθωότητας στο πλαίσιο δημόσιων δηλώσεων δημόσιων λειτουργών συνοψίζονται στην απόφαση Κώνστας κατά Ελλάδος (§§ 32-45). Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο τόνισε τη σημασία της επιλογής των όρων από τους δημόσιους λειτουργούς στις δηλώσεις στις οποίες προβαίνουν προτού ένα άτομο δικαστεί και καταδικαστεί για αδίκημα. Εκτίμησε, επομένως, ότι αυτό που είχε σημασία για την εφαρμογή της προαναφερθείσας διάταξης είναι το ίδιο το νόημα των επίμαχων δηλώσεων και όχι η γραμματική τους μορφή. Ωστόσο, το κατά πόσον η δήλωση ενός δημόσιου λειτουργού συνιστούσε παραβίαση της αρχής του τεκμηρίου αθωότητας έπρεπε να κριθεί στο πλαίσιο των συγκεκριμένων περιστάσεων υπό τις οποίες έγινε η επίμαχη δήλωση (Y.B. κ.α. κατά Τουρκίας της 28.10.2004, αρ. προσφ.48173/99 και 48319/99 §§ 43-45).

Το Δικαστήριο τόνισε ότι οι επίμαχες δηλώσεις έγιναν από την κυβερνητική εκπρόσωπο. Ως εκ τούτου, προέρχονταν από ανώτατη εκπρόσωπο του κράτους. (βλ. Κώνστας, § 38, και Y.B. κ.α. κατά Τουρκίας § 43). Οι δηλώσεις αυτές έγιναν ενώ εκκρεμούσε η ποινική διαδικασία.

Όσον αφορά τις δηλώσεις που έγιναν, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι αυτές έλαβαν χώρα αμέσως μετά την αποπομπή της προσφεύγουσας, η οποία αποφασίστηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο. Στην αρχή της δήλωσης, αναφέρθηκε το όνομα της προσφεύγουσας και στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκαν οι ακόλουθοι όροι: «Δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι οι δημόσιοι λειτουργοί ενεργούν ενάντια στο δημόσιο συμφέρον και συμβάλλουν στην ανάπτυξη ορισμένων επιχειρήσεων που ευνοήθηκαν από προηγούμενες κυβερνήσεις και αποτέλεσαν τον πυρήνα της διαφθοράς (...) ».

Τα λόγια αυτά φαίνεται πως αντικατόπτριζαν την εκτίμηση της ίδιας της κυβερνητικής εκπροσώπου για την υπόθεση, προδικάζοντας τη μελλοντική απόφαση που θα εκδοθεί από τα ποινικά δικαστήρια. Ειδικότερα, οι επίμαχοι όροι, οι οποίοι είχαν διατυπωθεί χωρίς επιφύλαξη, δημιούργησαν την εντύπωση ότι η προσφεύγουσα ενεπλάκη σε πράξεις αντίθετες προς το δημόσιο συμφέρον και ότι είχε δεσμούς με τη διαφθορά. Ως προς το τελευταίο αυτό σημείο, επισημάνθηκε ότι οι παρατηρήσεις αυτές θα μπορούσαν επίσης να επηρεάσουν την ποινική διαδικασία που εκκρεμούσε τότε κατά της προσφεύγουσας για απιστία περί την υπηρεσία. Επιπλέον, το γεγονός ότι οι επίμαχες παρατηρήσεις έλαβαν χώρα μετά το Υπουργικό Συμβούλιο μπορούσε να δημιουργήσει στο κοινό την εντύπωση ότι αντικατοπτριζόταν η γνώμη της ίδιας της κυβέρνησης.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του τεκμηρίου της αθωότητας (άρθρο 6 § 2). Επίσης έκρινε ότι δεν προβλεπόταν από το εθνικό δίκαιο κάποιο αποτελεσματικό ένδικο βοήθημα με το οποίο θα μπορούσε η προσφεύγουσα να παραπονεθεί για την παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητάς της και διαπίστωσε παραβίαση και της μη ύπαρξης αποτελεσματικού ενδίκου μέσου (άρθρο 13).

Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)

Το ΕΔΔΑ επιδίκασε στην προσφεύγουσα 6.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 1.000 ευρώ για έξοδα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αρχειοθήκη ιστολογίου