Καταγράφονται ανησυχητικά κενά στην ικανότητα έγκαιρης αναγνώρισης του μύκητα στις
ΗΠΑ και το γεγονός αυτό έχει θορυβήσει την επιστημονική κοινότητα που ζητά να είναι ενήμεροι οι κλινικοί γιατροί για τους παράγοντες κινδύνου
Ο δυνητικά επικίνδυνος μύκητας Candida auris που προκαλεί αιματολογικές και ενδο-κοιλιακές λοιμώξεις αναπτύσσει επικίνδυνη ανθεκτικότητα στα διαθέσιμα αντιμυκητιασικά φάρμακα προκαλώντας ανησυχία στην παγκόσμια επιστημονική κοινότητα.
Οι ειδικοί επισημαίνουν την ανάγκη έγκαιρης ανίχνευσής του, ενώ ήδη από τον περασμένο Απρίλιο το Κέντρο Ελέγχου Πρόληψης Νοσημάτων (CDC) των ΗΠΑ έχει σημάνει συναγερμό στα νοσοκομεία της Νέας Υόρκης, όπου έχουν καταγραφεί εκατοντάδες κρούσματα τον τελευταίο χρόνο. Επιδημικές λοιμώξεις έχουν καταγραφεί και στην Ευρώπη χωρίς ωστόσο προς το παρόν ο μύκητας να έχει κάνει την εμφάνισή του στην Ελλάδα.
Σύμφωνα με νεότερα στοιχεία που δημοσιεύονται στο Annals of Internal Medicine, καταγράφονται ανησυχητικά κενά στην ικανότητα έγκαιρης αναγνώρισης του μύκητα στις ΗΠΑ και το γεγονός αυτό έχει θορυβήσει την επιστημονική κοινότητα που ζητά να είναι ενήμεροι οι κλινικοί γιατροί για τους παράγοντες κινδύνου που σχετίζονται με τον Candida auris.
Ο εν λόγω μύκητας διαφέρει από τα άλλα πιο γνωστά είδη της οικογένειας Candida και η ανθεκτικότητα που έχει αναπτύξει στα αντιμυκητιασικά φάρμακα είναι πρωτοφανής σε ότι αφορά όλους τους γνωστούς παθογόνους μύκητες που προσβάλλουν τον ανθρώπινο οργανισμό.
Τα περισσότερα είδη της οικογένειας Candida δεν μεταδίδονται σε υγειονομικές δομές και δεν απαιτείται η λήψη μέτρων για τον έλεγχο της λοίμωξης όταν ένας ασθενής νοσήσεις. Αλλά ο Candida auris μπορεί να μεταδοθεί από άνθρωπο σε άνθρωπο σε νοσοκομειακό περιβάλλον, προκαλώντας επιδημίες που απειλούν όχι μόνο μεμονωμένες δομές υγείας αλλά και ολόκληρα υγειονομικά δίκτυα.
Η ικανότητα του Candida auris να επιβιώνει και να μολύνει νοσοκομειακά περιβάλλοντα και ιατρικές συσκευές εικάζεται ότι πυροδοτεί την αύξηση των κρουσμάτων παγκοσμίως.
Σύμφωνα με επιτροπή ειδικών του CDC, το ιστορικό νοσηλείας σε χώρα με περιστατικά του Candida auris είναι γνωστός παράγοντας κινδύνου για λοίμωξη ή αποικισμό του οργανισμού, όπως επίσης η παραμονή για μακρό χρονικό διάστημα σε Μονάδες Εντατικής Θεραπείας και δομές μακροχρόνιας νοσηλείας για πολύ σοβαρά πάσχοντες με μηχανικά υποστηριζόμενη αναπνοή. Άλλοι σημαντικοί παράγοντες κινδύνου είναι οι συχνές εισαγωγές στο νοσοκομείο και η λήψη πολλαπλών δόσεων ευρέως φάσματος αντιβιοτικών.
Για όλους τους παραπάνω λόγους, οι Αμερικανοί ειδικοί εφιστούν την προσοχή της παγκόσμιας ιατρικής κοινότητας ως προς την έγκαιρη αναγνώριση των παραγόντων κινδύνου και τον έλεγχο των ομάδων υψηλού κινδύνου, ώστε να αναχαιτιστεί η εξάπλωση του Candida auris.
ΗΠΑ και το γεγονός αυτό έχει θορυβήσει την επιστημονική κοινότητα που ζητά να είναι ενήμεροι οι κλινικοί γιατροί για τους παράγοντες κινδύνου
Ο δυνητικά επικίνδυνος μύκητας Candida auris που προκαλεί αιματολογικές και ενδο-κοιλιακές λοιμώξεις αναπτύσσει επικίνδυνη ανθεκτικότητα στα διαθέσιμα αντιμυκητιασικά φάρμακα προκαλώντας ανησυχία στην παγκόσμια επιστημονική κοινότητα.
Οι ειδικοί επισημαίνουν την ανάγκη έγκαιρης ανίχνευσής του, ενώ ήδη από τον περασμένο Απρίλιο το Κέντρο Ελέγχου Πρόληψης Νοσημάτων (CDC) των ΗΠΑ έχει σημάνει συναγερμό στα νοσοκομεία της Νέας Υόρκης, όπου έχουν καταγραφεί εκατοντάδες κρούσματα τον τελευταίο χρόνο. Επιδημικές λοιμώξεις έχουν καταγραφεί και στην Ευρώπη χωρίς ωστόσο προς το παρόν ο μύκητας να έχει κάνει την εμφάνισή του στην Ελλάδα.
Σύμφωνα με νεότερα στοιχεία που δημοσιεύονται στο Annals of Internal Medicine, καταγράφονται ανησυχητικά κενά στην ικανότητα έγκαιρης αναγνώρισης του μύκητα στις ΗΠΑ και το γεγονός αυτό έχει θορυβήσει την επιστημονική κοινότητα που ζητά να είναι ενήμεροι οι κλινικοί γιατροί για τους παράγοντες κινδύνου που σχετίζονται με τον Candida auris.
Ο εν λόγω μύκητας διαφέρει από τα άλλα πιο γνωστά είδη της οικογένειας Candida και η ανθεκτικότητα που έχει αναπτύξει στα αντιμυκητιασικά φάρμακα είναι πρωτοφανής σε ότι αφορά όλους τους γνωστούς παθογόνους μύκητες που προσβάλλουν τον ανθρώπινο οργανισμό.
Τα περισσότερα είδη της οικογένειας Candida δεν μεταδίδονται σε υγειονομικές δομές και δεν απαιτείται η λήψη μέτρων για τον έλεγχο της λοίμωξης όταν ένας ασθενής νοσήσεις. Αλλά ο Candida auris μπορεί να μεταδοθεί από άνθρωπο σε άνθρωπο σε νοσοκομειακό περιβάλλον, προκαλώντας επιδημίες που απειλούν όχι μόνο μεμονωμένες δομές υγείας αλλά και ολόκληρα υγειονομικά δίκτυα.
Η ικανότητα του Candida auris να επιβιώνει και να μολύνει νοσοκομειακά περιβάλλοντα και ιατρικές συσκευές εικάζεται ότι πυροδοτεί την αύξηση των κρουσμάτων παγκοσμίως.
Σύμφωνα με επιτροπή ειδικών του CDC, το ιστορικό νοσηλείας σε χώρα με περιστατικά του Candida auris είναι γνωστός παράγοντας κινδύνου για λοίμωξη ή αποικισμό του οργανισμού, όπως επίσης η παραμονή για μακρό χρονικό διάστημα σε Μονάδες Εντατικής Θεραπείας και δομές μακροχρόνιας νοσηλείας για πολύ σοβαρά πάσχοντες με μηχανικά υποστηριζόμενη αναπνοή. Άλλοι σημαντικοί παράγοντες κινδύνου είναι οι συχνές εισαγωγές στο νοσοκομείο και η λήψη πολλαπλών δόσεων ευρέως φάσματος αντιβιοτικών.
Για όλους τους παραπάνω λόγους, οι Αμερικανοί ειδικοί εφιστούν την προσοχή της παγκόσμιας ιατρικής κοινότητας ως προς την έγκαιρη αναγνώριση των παραγόντων κινδύνου και τον έλεγχο των ομάδων υψηλού κινδύνου, ώστε να αναχαιτιστεί η εξάπλωση του Candida auris.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου