Κυριακή 10 Μαρτίου 2019

Μέγας Θεοδόσιος: Οι πολεμικές του επιτυχίες, η φορομπηχτική του πολιτική και η σφαγή της Θεσσαλονίκης


Από τη Γαλικία της Ισπανίας στην διακυβέρνηση του Ανατολικού Βυζαντινού κράτους - Οι επιτυχίες του απέναντι στους Γότθους και η συνθήκη ειρήνης μαζί τους - Η σφαγή της
Θεσσαλονίκης (390) - Η αναγνώριση του χριστιανισμού ως επίσημης θρησκείας του κράτους και τα σκληρά μέτρα κατά των εθνικών


Ένας από τους σημαντικότερους αυτοκράτορες του Βυζαντίου ήταν ο Θεοδόσιος Α’ ή όπως έμεινε στην ιστορία Θεοδόσιος ο Μέγας, που βασίλεψε από το 379 ως τον θάνατό του το 395.
Γεννήθηκε στην Κάουκα της Γαλικίας (Ισπανία) γύρω στο 347 μ.Χ. Ο πατέρας του, που λεγόταν επίσης Θεοδόσιος, ήταν στρατηγός και είχε διακριθεί σε επιχειρήσεις του ρωμαϊκού στρατού στην Αφρική και τη Βρετανία.

Ο νεαρός Θεοδόσιος ακολούθησε τα χνάρια του πατέρα του και έγινε στρατιωτικός. Διακρίθηκε μάλιστα ως δούκας της Μοισίας στους αγώνες του εναντίον των Σαρματών.

Ωστόσο όταν ο πατέρας του θανατώθηκε μετά από εντολή του αυτοκράτορα Βάλη (Ουάλη) ή σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή του Γρατιανού, ίσως για κάποια δολοπλοκία, ο Θεοδόσιος ο νεότερος αποσύρθηκε στα κτήματά του στη Γαλικία, παντρεύτηκε την Αίλια Φλάκιλλα και απέκτησε δύο γιους: τον Αρκάδιο και τον Ονώριο και μία κόρη, την Πουλχερία. Μετά τον θάνατο του Ουάλη στη μάχη της Ανδριανούπολης το 378 και τη συντριβή των Ρωμαίων (δείτε σχετικό άρθρο μας στο protothema.gr στις 17/3/2018) ο αυτοκράτορας της Δύσης Γρατιανός, που ήταν τότε μόλις 19 ετών, έστειλε αγγελιοφόρο στον Θεοδόσιο στη Γαλικία και τον ανακαλούσε στην ενεργό υπηρεσία. Μια σειρά από επιτυχίες του Θεοδόσιου εναντίον των Γότθων στη Θράκη χαροποίησε ιδιαίτερα τον Γρατιανό, ο οποίος τον προήγαγε σε (συν)αύγουστο με έδρα τη Θεσσαλονίκη. Από το 379 ο Θεοδόσιος ανέλαβε τη διακυβέρνηση της Ανατολής και του Ανατολικού Ιλλυρικού. Στις 24 Νοεμβρίου 380 μπήκε έφιππος θριαμβευτικά στην Κωνσταντινούπολη, την οποία έβλεπε για πρώτη φορά.

Ο Θεοδόσιος και οι Γότθοι


Ο Μέγας Θεοδόσιος
Όπως αναφέραμε, ο Θεοδόσιος τα πρώτα χρόνια της βασιλείας του εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη, γιατί πίστευε και αποδείχτηκε ότι είχε δίκιο, ότι από εκεί μπορούσε να λύσει καλύτερα το πρόβλημα των Γότθων.
Ξεκίνησε ανασυγκροτώντας το διαλυμένο του στράτευμα και παράλληλα υποκινούσε πολιτικές και θρησκευτικές διαμάχες ανάμεσα στους αρχηγούς των Γότθων. Με τη συνθήκη ειρήνης του 382 ο Θεοδόσιος πέτυχε πολιτική λύση του ζητήματος των Γότθων. Συγκεκριμένα τους παραχωρήθηκε το δικαίωμα να εγκατασταθούν μόνιμα ως σύμμαχοι (φοιδεράτοι) της αυτοκρατορίας στις ερημωμένες περιοχές μεταξύ Δούναβη και Αίμου διατηρώντας την αυτοδιοίκησή τους. Τους δόθηκαν επίσης καλλιεργήσιμες γαίες και ορίστηκε να τους χορηγείται ετήσια οικονομική ενίσχυση με αντάλλαγμα τη διαφύλαξη των συνόρων της Αυτοκρατορίας.

Τα επόμενα χρόνια ο Θεοδόσιος ασχολήθηκε με την κατάσταση του δυτικού τμήματος της αυτοκρατορίας. Ο νεαρός Γρατιανός (ήταν μόλις 20 χρονών όταν όρισε συναύγουστο τον Θεοδόσιο) είχε όλες τις προϋποθέσεις για μακρά και πετυχημένη βασιλεία στη Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ήταν ιδιαίτερα έξυπνος, καλός χριστιανός και ανεπιτήδευτος χαρακτήρας, άριστος αθλητής, ενώ είχε και έφεση προς την ποίηση. Είχε όμως και ελαττώματα. Ήταν επιρρεπής στις διασκεδάσεις και το χειρότερο, ευνοούσε ορισμένες μονάδες του στρατού σε βάρος άλλων. Μεταξύ των ευνοημένων ήταν οι άνδρες της προσωπικής του σωματοφυλακής, οι ψηλοί και ξανθοί Αλανοί.

Έτσι την άνοιξη του 383 ένας στρατηγός ισπανικής καταγωγής που είχε έδρα στη Μ. Βρετανία, o Μάξιμος, αυτοανακηρύχθηκε Αύγουστος και κατευθύνθηκε νότια περνώντας τη Μάγχη. Οι δυνάμεις του Γρατιανού συναντήθηκαν με εκείνες του Μάξιμου βόρεια του Παρισιού. Η σύγκρουση ήταν αμφίρροπη μέχρι που το μαυριτανικό ιππικό του Γρατιανού αυτομόλησε και έδωσε σαφές πλεονέκτημα στον Μάξιμο. Ο Γρατιανός τράπηκε σε φυγή, όμως οι δυνάμεις του Μάξιμου τον πρόλαβαν στο Λούγδουνο (τη σημερινή Λιόν). Αν και του υποσχέθηκαν ότι δεν θα τον πειράξουν, οι στασιαστές δολοφόνησαν τον Γρατιανό στη διάρκεια δείπνου που του παρέθεσαν.

Η είδηση της δολοφονίας του Γρατιανού σόκαρε τον Θεοδόσιο, ο οποίος όμως εκείνη την εποχή δεν μπορούσε να κάνει και πολλά πράγματα καθώς πιεζόταν στον βορρά από τους Ούννους και στην ανατολή από τους Πέρσες. Έτσι ανέχθηκε αρχικά τον Μάξιμο, ο οποίος βρισκόταν στους Τρεβήρους (σημ. Τριρ της Γερμανίας). Διάδοχος του Γρατιανού ήταν ο ετεροθαλής αδερφός του Βαλεντινιανός Β’, ο οποίος ήταν μόλις 12 ετών. Ο Βαλεντινιανός αναγκάστηκε να δεχθεί τον Μάξιμο ως συνάρχοντα στη Δύση.


Η μάχη του ποταμού Φριγίδου

Ο Μάξιμος όμως, μη αρκούμενος στη διοίκηση της Βρετανίας, της Γαλατίας και της Ισπανίας, κινήθηκε προς την Ιταλία.

Ο Βαλεντινιανός, φοβούμενος μήπως ο Μάξιμος τον συλλάβει και τον εξοντώσει, επιβιβάστηκε σε πλοίο με τη μητέρα του Ιουστίνα (την άλλοτε σύζυγο του Μαγνέντιου, την οποία μετά τον θάνατό του την παντρεύτηκε ο Βαλεντινιανός Α’), η οποία ήταν πολύ όμορφη και πήρε μαζί της την κόρη της Γάλλα.

Τελικά, έφτασαν στη Θεσσαλονίκη. Εκεί, η Ιουστίνη που γνώριζε τον ερωτύλο χαρακτήρα του Θεοδοσίου (όπως γράφει ο Ζώσιμος), παρουσιάστηκε μπροστά του μαζί με την πανέμορφη Γάλλα και του ζήτησε να τιμωρήσει τον δολοφόνο του Γρατιανού Μάξιμο. Ο Θεοδόσιος, θαμπωμένος από την ομορφιά της Γάλλας, ζήτησε να την παντρευτεί, καθώς η πρώτη σύζυγός του Πλάκιλλα είχε πεθάνει. Η Ιουστίνα του είπε ότι θα του δώσει για σύζυγο την κόρη της, μόνο αν εξοντώσει τον Μάξιμο.

Ο Θεοδόσιος δέχτηκε. Έκανε τον, εξαιρετικό, Τατιανό, Έπαρχο του Πραιτωρίου και τον γιο του Πρόκλο Έπαρχο της Κωνσταντινούπολης (αρχές του 388).

Αρχηγό του ιππικού του στρατού του, όρισε τον Πρόμωτο, ο οποίος είχε διακριθεί σε πολλές μάχες στο παρελθόν και αρχηγό του πεζικού, τον Τιμάσιο.

Ο Θεοδόσιος διέσχισε την Παννονία και τις διαβάσεις των Απεννίνων και χτύπησε τον στρατό του Μάξιμου.



Ένα τμήμα του στρατού του, κατέλαβε την Ακυληία (κοντά στη Βενετία). Εκεί συνέλαβαν και τον Μάξιμο τον οποίο, οδήγησαν στον Θεοδόσιο αφού του αφαίρεσαν την αυτοκρατορική του περιβολή. Ο Θεοδόσιος, αφού του απαρίθμησε τα εγκλήματά του εναντίον του κράτους, τον παρέδωσε στον δήμιο για να τον εκτελέσει…

Έτσι ο Θεοδόσιος παρέδωσε στον Βαλεντινιανό την επικράτεια που άλλοτε ανήκε στον πατέρα του, θεωρώντας ότι εκπλήρωνε έτσι το καθήκον του προς τους ευεργέτες του.

Λίγο αργότερα όμως, νέα προβλήματα παρουσιάστηκαν στη Δύση. Ο Φράγκος Αρβογάστης που είχε σταλεί από τον ίδιο τον Θεοδόσιο στην αυλή της Ρώμης, αυτοανακηρύχθηκε στρατηγός και ήρθε σε σύγκρουση με τον Βαλεντινιανό τον οποίο και σκότωσε στη γαλατική πόλη Βίεννα. Παράλληλα, ανακήρυξε αυτοκράτορα τον καθηγητή ρητορικής Ευγένιο.

Μόλις μαθεύτηκε η είδηση αυτή, η Γάλλα άρχισε να θρηνεί για τον αδελφό της. Ο Θεοδόσιος, για μία ακόμη φορά, αναγκάστηκε να οργανώσει εκστρατεία, εναντίον του νέου σφετεριστή αυτή τη φορά!

Στις 5 Σεπτεμβρίου 394, ο Θεοδόσιος συναντήθηκε με τα εχθρικά στρατεύματα στην κοιλάδα του ποταμού Φρίγδου (σημερινό Βιπάτσο), βόρεια της Τεργέστης, στην επικράτεια της σημερινής Σλοβενίας.


Θεοδόσιος

Ο Ευγένιος βρισκόταν στο στρατόπεδο του Αρβογάστη, του οποίου ήταν ουσιαστικά μαριονέτα. Ο Αρβογάστης, ήταν ειδωλολάτρης. Μάλιστα, είχε στήσει κι ένα άγαλμα του Δία δίπλα στο στρατόπεδο, ενώ είχε διακοσμήσει τις ασπίδες των στρατιωτών του με απεικονίσεις του Ηρακλή. Ο Θεοδόσιος έστειλε εναντίον των εχθρών, τους Γότθους, οι οποίοι όμως υπέστησαν βαριές απώλειες. Την επόμενη μέρα, ο Θεοδόσιος προσευχήθηκε για να λάβει θεϊκή βοήθεια. Φαίνεται ότι οι προσευχές του εισακούστηκαν, καθώς φύσηξε δυνατός ανατολικός άνεμος κατά μήκος της κοιλάδας του Φρίγδου, που σήκωνε σύννεφα σκόνης τα οποία έπεφταν στα πρόσωπα των ανδρών του Αρβογάστη, ενώ σύμφωνα με κάποιες πηγές, γύριζε πίσω στα βέλη τους και τα έριχνε πάνω τους.

Στο αποκορύφωμα της αμμοθύελλας, ο Θεοδόσιος έκανε νέα επέλαση, η οποία αυτή τη φορά ήταν πετυχημένη. Ο πρώτος που αιχμαλωτίστηκε, ήταν ο Ευγένιος, που κατατρομαγμένος μεταφέρθηκε μπροστά στον Θεοδόσιο, ικετεύοντας τον να τον λυπηθεί.

Όμως ο αυτοκράτορας τον αποκεφάλισε…

Ο Αρβογάστης, περιπλανήθηκε στα βουνά για δύο μέρες, αλλά οι στρατιώτες που είχε στείλει ο Θεοδόσιος εναντίον του τον εντόπισαν και τελικά αυτοκτόνησε (394).

Ο Θεοδόσιος, πράττοντας σοφά, πήγε στο Μεδιόλανο (σημ. Μιλάνο), όπου και συγχώρεσε τους υποστηρικτές του Ευγένιου. Ήταν όμως ήδη σοβαρά άρρωστος, αν και δεν είχε συμπληρώσει τα πενήντα του χρόνια. Τα γεγονότα της Θεσσαλονίκης, στα οποία θα αναφερθούμε στη συνέχεια και ο θάνατος της Γάλλας πάνω στη γέννα, είχαν κλονίσει σοβαρά την υγεία του.

Αποφάσισε να αναθέσει τη διαδοχή του, στους δύο γιους του από την Αίλια Πλακίλλα. Ο μεγαλύτερος, ο Αρκάδιος, ανέλαβε τη διακυβέρνηση του Ανατολικού Ρωμαϊκού Κράτος και ο νεότερος, ο Ονώριος, τη διακυβέρνηση του Δυτικού Ρωμαϊκού Κράτους.

Ο τελευταίος, αν και μόλις 10 ετών, έκανε το επίπονο χειμερινό ταξίδι από την Κωνσταντινούπολη στο Μεδιόλανο στα μέσα Ιανουαρίου του 395. Ο Θεοδόσιος, κατάφερε να υποδεχτεί τον γιο του και να παρακολουθήσει τους αγώνες που διοργανώθηκαν προς τιμήν του Ονώριου. Στο μέσο των εορτασμών όμως κατέρρευσε και λίγες ώρες αργότερα πέθανε. Η σορός του παρέμεινε για 40 ημέρες στο παλάτι. Έπειτα ο επίσκοπος Αμβρόσιος εκφώνησε τον επικήδειο και έστειλε τη σορό του παλιού του εχθρού (υπήρχε σφοδρή αντιπαλότητα μεταξύ τους έπειτα από τις σφαγές στη Θεσσαλονίκη, όπως θα δούμε στη συνέχεια), με ισχυρή συνοδεία, να ταφεί στην Κωνσταντινούπολη.

Η σφαγή της Θεσσαλονίκης



Η μάχη του ποταμού Φριγίδου

Το μελανότερο σημείο της βασιλείας του Θεοδοσίου ήταν αναμφίβολα η σφαγή χιλιάδων αθώων ανθρώπων στη Θεσσαλονίκη το 390. Ενώ ο Θεοδόσιος βρισκόταν στο Μεδιόλανο το 390, ο Βουτέριχος, Γερμανός διοικητής των στρατευμάτων του Ιλλυρικού, που ήταν εγκατεστημένα στη Θεσσαλονίκη, εφαρμόζοντας ένα νόμο που είχε ψηφιστεί λίγο πριν και καταδίκαζε την ομοφυλοφιλία, φυλάκισε έναν πολύ δημοφιλή αρματηλάτη, επειδή είχε προσεγγίσει ερωτικά τον οινοχόο του. Επρόκειτο για επαναφορά παλαιότερου νόμου, που ίσχυε επί αυτοκράτορα Κώνστα και τιμωρούσε τους ομοφυλόφιλους με θανατική ποινή.

Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα, την παραμονή ενός σημαντικού αθλητικού αγώνα, οι κάτοικοι της Θεσσαλονίκης που δεν έβλεπαν με καλό μάτι την παρουσία των Γερμανών στην πόλη τους να στασιάσουν. Έφτασαν στο αρχηγείο του Βουτέριχου και τον έσφαξαν. Έπειτα κομμάτιασαν το πτώμα του και περιέφεραν θριαμβευτικά τα μέλη του στους δρόμους. Η κτηνωδία του όχλου σε συνδυασμό με την επιρροή που άσκησε πάνω του ο πλούσιος και αδίστακτος Γαλάτης μάγιστρος Ρουφίνος, είχε σαν αποτέλεσμα ο Θεοδόσιος να διατάξει γενική σφαγή των κατοίκων της πόλης.

Σύμφωνα με μία εκδοχή, ο πληθυσμός με την πρόφαση παρακολούθησης ενός θεάματος, συγκεντρώθηκε στον ιππόδρομο όπου κυκλώθηκε από το στρατό που άρχισε να σφάζει αδιάκριτα. Κατά τον Σωζομενό, ο Θεοδόσιος καθόρισε εκ των προτέρων τον αριθμό των θυμάτων τα οποία στη συνέχεια συγκέντρωσαν οι στρατιώτες. Ο Προκόπιος γράφει ότι 7.000 αθώοι, ανάμεσά τους και πολλά γυναικόπαιδα, σφαγιάστηκαν.

Ο Θεοδόσιος φαίνεται ότι μετάνιωσε για τη διαταγή που έδωσε και έστειλε νέα, με την οποία ανακαλούσε την προηγούμενη. Ήταν όμως πολύ αργά. Οι σφαγές είχαν ήδη τελειώσει…

Στο Μιλάνο (Μεδιόλανο), ο επίσκοπος Αμβρόσιος απαγόρευσε στον Θεοδόσιο να παρευρεθεί στη Θεία Λειτουργία. Λέγεται ότι ο ίδιος ο Αμβρόσιος έφραξε τον δρόμο του αυτοκράτορα προς την εκκλησία και του ζήτησε να μετανοήσει δημόσια. Τελικά ο Αμβρόσιος υπερίσχυσε. Ο Θεοδόσιος έβγαλε τα πολυτελή του ενδύματα, φόρεσε ένα τρίχινο ρούχο και ασκεπής, μπήκε στο ναό ως ένας φτωχός που μετανόησε, εξομολογήθηκε το αποτρόπαιο αμάρτημα του και ικέτευσε τον Θεό να τον συγχωρήσει.

Η θρησκευτική πολιτική του Θεοδοσίου



Ο Θεοδόσιος ήταν χριστιανός (βαφτίστηκε το 380 στη Θεσσαλονίκη από τον επίσκοπο Αχόλιο). Το 381 συγκάλεσε στην Κωνσταντινούπολη τη Β’ Οικουμενική Σύνοδο που επικύρωσε τις αποφάσεις της Α’ Οικουμενικής Συνόδου της Νίκαιας (325) και έδωσε στο Σύμβολο της Πίστεως («Πιστεύω») την τελική του μορφή ενώ συγχρόνως ρύθμισε την εσωτερική οργάνωση της Εκκλησίας. Η προαγωγή όμως του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως στη δεύτερη θέση μετά από εκείνο της Ρώμης προκάλεσε σφοδρές αντιδράσεις των Πατριαρχείων της Αντιόχειας και της Αλεξάνδρειας. Με διάταγμα που εξέδωσε το 380, αναγνώρισε τον χριστιανισμό ως επίσημη θρησκεία του κράτους, απαγόρευσε τις θυσίες, δήμευσε τους τόπους λατρείας των ειδωλολατρών, έκανε εργάσιμες τις επίσημες αργίες τους, έκλεισε το Σεράπειο της Αλεξάνδρειας (391) και κατάργησε τους Ολυμπιακούς Αγώνες.

Πήρε μέτρα εναντίον των Ιουδαίων, απαγορεύοντάς τους να παντρεύονται με Χριστιανούς, ενώ θέσπισε διοικητικές και ποινικές κυρώσεις κατά των αιρετικών και ιδιαίτερα των αρειανών. Το 380 έδιωξε από τον πατριαρχικό θρόνο της Κωνσταντινούπολης τον αρειανό Δημόφιλο και τοποθέτησε στη θέση του τον Γρηγόριο Α’ Ναζιανζηνό. Παρ’ όλα αυτά, χρησιμοποίησε σε ανώτατες διοικητικές θέσεις του κράτους εθνικούς, όπως τον ρήτορα Θεμίστιο και τον Σύμμαχο, ενώ εμπιστεύτηκε σημαντικά αξιώματα σε βαρβάρους όπως τον Στηλίχωνα.

Ο Ζώσιμος για τον Θεοδόσιο

Από όλους τους ιστορικούς, ο πλέον αυστηρός απέναντι στον Θεοδόσιο, είναι ο εθνικός (ειδωλολάτρης) Ζώσιμος, ο οποίος όμως παραδόξως δεν γράφει απολύτως τίποτα για τις σφαγές της Θεσσαλονίκης. Για τη βαριά φορολογία που είχε επιβάλει ο Θεοδόσιος, γράφει: «… σαν μην είχε συμβεί το παραμικρό στις πόλεις της Μακεδονίας και της Θεσσαλίας, ανέθεσε στους φοροεισπράκτορες να εισπράξουν τις οφειλόμενες εισφορές στο ακέραιο και τους έβλεπες να αποσπούν από τον κόσμο ό, τι είχαν την καλοσύνη να αφήσουν πίσω τους οι βάρβαροι. Γιατί όχι μόνο χρήματα, αλλά και γυναικεία κοσμήματα και όλα τους τα ρούχα δίνανε οι άνθρωποι για να πληρώσουν τους φόρους που τους είχαν επιβληθεί, ως και τα εσώρουχά τους που λέει ο λόγος. («… μέχρι και αυτής ως ειπείν της την αιδώ σκεπούσης»). Θρήνος και οδυρμός απλώθηκε παντού…».

Αλλά και στον πολιτισμό τα πράγματα δεν ήταν καλύτερα: «Επί Θεοδοσίου, λατρεύτηκαν και πρόκοψαν ηθοποιοί που μιμούνταν κάθε είδους γελοιότητες, χορευτές εξώλης και προώλης αλλά και ό, τι αισχρό και ανόητο συνοδεύει αυτή την παράφωνη μουσική και ύστερα από όλα αυτά, πολλοί θέλησαν να μιμηθούν τις δικές τους ανοησίες τόσο διεφθαρμένη που κατάντησε η πολιτεία. Κι ακόμη, σε όλες τις πόλεις, αλλά και στην ύπαιθρο, φρόντισε ο Θεοδόσιος να αποκλειστούν οι ναοί των θεών και τώρα κινδύνευαν όλοι όσοι πίστευαν στους θεούς ή έστω έστρεφαν το βλέμμα στα ουράνια και προσκυνούσαν».

Λίγο μετά τον θάνατό του, ο Θεοδόσιος έλαβε τον τίτλο Μέγας που διασώζεται μέχρι σήμερα. Αυτό οφείλεται κυρίως στα ειρηνικά επιτεύγματά του. Παγίωσε το βυζαντινό κράτος, οχύρωσε την πρωτεύουσα και τα σύνορα, ενίσχυσε τον στρατό, αναδιοργάνωσε τη δημόσια διοίκηση και βασικά επέβαλε μία ομοιόμορφη έκφραση του χριστιανισμού που αποτέλεσε το θεμέλιο της αυτοκρατορικής ιδεολογίας και την ηθική βάση της βυζαντινής και εξωτερικής πολιτικής.

Πηγές:
Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό, Εκδοτική Αθηνών, τ. 4.
John C. Carr, «Οι πολεμιστές Αυτοκράτορες του Βυζαντίου», Εκδόσεις Ψυχογιός, 2016.
Ζώσιμος, «Νέα Ιστορία», Εκδόσεις ΘΥΡΑΘΕΝ, 2007.
Pierre Chuvin, «Οι Τελευταίοι Εθνικοί», Εκδόσεις ΘΥΡΑΘΕΝ, 2003.

Μιχάλης Στούκας 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αρχειοθήκη ιστολογίου