Κατά τη Welt «υπάρχουν αντικειμενικοί λόγοι για την αποξένωση των δύο χωρών καθώς έχουν αλλάξει τις προτεραιότητες της εξωτερικής τους πολιτικής - Ο Ερντογάν ασκεί μια εξωτερική πολιτική η οποία θέλει να επαναφέρει τη χώρα του στη Μέση Ανατολή στο οθωμανικό μέγεθος
«O Tούρκος πρόεδρος δεν διστάζει να προκαλέσει την Ουάσινγκτον. Με τον Τραμπ όμως απέκτησε έναν αντίπαλο ο οποίος δεν υποχωρεί» σημειώνει σε σχόλιό της η γερμανική εφημερίδα «Die Welt», η οποία αναλύει τους λόγους για τους οποίους ο Ερντογάν θα μπορούσε αυτή τη φορά να έχει ρισκάρει πάρα πολλά.
«Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογαν δεν είναι ο άνθρωπος που διστάζει, μέχρι τώρα όμως δεν τολμούσε να ξεπεράσει μια κόκκινη γραμμή. Οι στενές σχέσεις με τις ΗΠΑ καλλιεργούνταν παρά τις όποιες αντιθέσεις με τους Ευρωπαίους. Η αδιάρρηκτη φιλία με τις ΗΠΑ ήταν η μεγαλύτερη στρατηγική επιτυχία της τουρκικής διπλωματίας και κρατικό δόγμα της τουρκικής πολιτικής. Η πολιτική των αιχμών κατέληξε τώρα πια σε μια ανοιχτή κλιμάκωση της επιδείνωσης των σχέσεών τους. Από εταίροι μεταβλήθηκαν σε άσπονδους εχθρούς και στο τέλος θα μπορούσε να είναι ο Ερντογάν εκείνος ο οποίος θα πληρώσει το υψηλότερο τίμημα», γράφει ο αρθρογράφος της γερμανικής εφημερίδας.
H Welt, αφού κάνει αναφορά στην πρόσφατη σύλληψη του Τούρκου υπαλλήλου του αμερικανικού προξενείου της Κωνσταντινούπολης Μετίν Τοπούζ και στην άρση της έκδοσης βίζας για Τούρκους υπηκόους από αμερικανικής πλευράς, συνεχίζει: «Ο αμερικανός πρεσβευτής στην Άγκυρα Τζον Μπας χαρακτήρισε το γεγονός ''εκδίκηση ενός μέρους της τουρκικής κυβέρνησης'' και ο Τούρκος υπουργός Δικαιοσύνης Μπεκίρ Μποσντάγ χαρακτήρισε με τη σειρά του τον Τοπούζ τρομοκράτη. Ο τελευταίος φέρεται ότι είχε την επαφή του Προξενείου με το υπουργείο Δικαιοσύνης, μεταξύ άλλων και με τον εισαγγελέα Τσεκερίγια Εζ, ο οποίος εθεωρείτο και θεωρείται οπαδός του Φετουλάχ Γκιουλέν. Ο Τούρκος εισαγγελέας διεξήγαγε το 2013 έρευνες για τη διαφθορά στο στενό περιβάλλον του Ερντογάν, ο οποίος τις θεώρησε ως προσπάθεια ανατροπής του και γ'ι αυτό η τουρκική Δικαιοσύνη τον κατηγορεί σήμερα ότι είναι μέλος της "τρομοκρατικής οργάνωσης" του Γκιουλέν. Κατά την τουρκική Δικαιοσύνη ο Τοπούζ, ως "σύνδεσμος του Γκιουλέν", φέρεται να ήταν συνδιοργανωτής του αποτυχημένου πραξικοπήματος το περασμένο καλοκαίρι. Το πραξικόπημα οργανώθηκε εν μέρει από (Τούρκους) αξιωματικούς της αεροπορικής βάσης του Ιντσιρλίκ, η οποία χρησιμοποιείται και από τις ΗΠΑ. Έτσι, φαίνεται πως ο Ερντογάν είναι προσωπικά πεπεισμένος ότι οι ΗΠΑ είχαν ενθαρρύνει το πραξικόπημα ή ακόμα και ότι το οργάνωσαν. Όπως όμως λέει ο στρατιωτικός εμπειρογνώμονας Γκάρετ Τζενκινς, ο οποίος ζει στην Κωνσταντινούπολη, "εάν οι ΗΠΑ είχαν οργανώσει το πραξικόπημα ο Ερντογάν θα ήταν κατά πάσα πιθανότητα νεκρός". Με τις προτάσεις του Ερντογάν για ανταλλαγή (αμερικανών η ευρωπαίων) κρατουμένων στις τουρκικές φυλακές "αποδεικνύεται πόσο λίγο αντιλαμβάνεται τον κόσμο εκτός Τουρκίας ο Ερντογάν. Το να τα βάζει ταυτόχρονα με την Αμερική και την Γερμανία δεν είναι ιδιαίτερα έξυπνο", λέει ο Τζένκινς».
«Ο Ερντογάν δεν παραλείπει επίσης να χαρακτηρίσει στην πατρίδα του τις ΗΠΑ ως "σκοτεινή δύναμη", η οποία επιθυμεί το κακό της Τουρκίας», συνεχίζει το άρθρο της Welt, το οποίο τονίζει επίσης το γεγονός ότι ο Τούρκος πρόεδρος «συνδέει συνεχώς τις επιφυλάξεις του κατά του χριστιανισμού με ένα κόμπλεξ κατά οτιδήποτε δυτικού, το οποίο είναι κατ΄αυτόν συνώνυμο της "ατιμίας". Εκπλήσσει επομένως το γεγονός ότι οι ΗΠΑ έδειξαν υπομονή για τόσο διάστημα με τον ανάγωγο άντρα του Βοσπόρου».
Κατά τη Welt «υπάρχουν όμως και αντικειμενικοί λόγοι για την αποξένωση των δύο χωρών. Και οι δύο έχουν αλλάξει τις προτεραιότητες της εξωτερικής τους πολιτικής. Υπό τον Ομπάμα για τις ΗΠΑ είχε σημασία η σταθερότητα στη Μέση Ανατολή και όχι η ο εκδημοκρατισμός. Προς το τέλος της θητείας του η Οάσινγκτον υποστήριξε τους κοσμικούς στρατιωτικούς πραξικοπηματίες στην Αίγυπτο. Προφανώς οι Αμερικανοί είχαν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι Ισλάμ και Δημοκρατία τελικά δεν συμβαδίζουν. Το άλλοτε υποδειγματικό παράδειγμα της Τουρκίας έμοιαζε να το αποδεικνύει. Υπό τον "μετριοπαθή μουσουλμάνο" Ερντογάν η χώρα του έγινε ισλαμικότερη και λιγότερο δημοκρατική και άσκησε μια πολιτική η οποία δεν ανταποκρινόταν στα συμφέροντα των ΗΠΑ. Ο Ερντογάν αντίθετα ασκεί μια εξωτερική πολιτική η οποία θέλει να επαναφέρει τη χώρα του στη Μέση Ανατολή στο οθωμανικό μέγεθος, μεταξύ άλλων διά της ενισχύσεως εξτρεμιστικών σουνιτικών αδελφοτήτων και ενόπλων ομάδων στην περιοχή. Οι δύο στρατηγικές είναι διαμετρικά αντίθετες στη Μέση Ανατολή και η σύγκρουση μεταξύ Άγκυρας και Ουάσινγκτον ήταν αναπόφευκτη. Αυτό αποδεικνύεται με τον εντυπωσιακότερο τρόπο στη Συρία: Eκεί οι ΗΠΑ και οι Κούρδοι συνεργάζονται για να αντιμετωπίσουν τους σουνίτες φονταμεναταλιστές. Ο Ερντογάν αντίθετα έχει συμμαχήσει με τη Ρωσία και το Ιράν. Η εχθρότητα με την Ουάσινγκτον δεν θα του κοστίσει ακριβά μόνο στο χρηματιστήριο», καταλήγει το άρθρο της Welt.
«O Tούρκος πρόεδρος δεν διστάζει να προκαλέσει την Ουάσινγκτον. Με τον Τραμπ όμως απέκτησε έναν αντίπαλο ο οποίος δεν υποχωρεί» σημειώνει σε σχόλιό της η γερμανική εφημερίδα «Die Welt», η οποία αναλύει τους λόγους για τους οποίους ο Ερντογάν θα μπορούσε αυτή τη φορά να έχει ρισκάρει πάρα πολλά.
«Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογαν δεν είναι ο άνθρωπος που διστάζει, μέχρι τώρα όμως δεν τολμούσε να ξεπεράσει μια κόκκινη γραμμή. Οι στενές σχέσεις με τις ΗΠΑ καλλιεργούνταν παρά τις όποιες αντιθέσεις με τους Ευρωπαίους. Η αδιάρρηκτη φιλία με τις ΗΠΑ ήταν η μεγαλύτερη στρατηγική επιτυχία της τουρκικής διπλωματίας και κρατικό δόγμα της τουρκικής πολιτικής. Η πολιτική των αιχμών κατέληξε τώρα πια σε μια ανοιχτή κλιμάκωση της επιδείνωσης των σχέσεών τους. Από εταίροι μεταβλήθηκαν σε άσπονδους εχθρούς και στο τέλος θα μπορούσε να είναι ο Ερντογάν εκείνος ο οποίος θα πληρώσει το υψηλότερο τίμημα», γράφει ο αρθρογράφος της γερμανικής εφημερίδας.
H Welt, αφού κάνει αναφορά στην πρόσφατη σύλληψη του Τούρκου υπαλλήλου του αμερικανικού προξενείου της Κωνσταντινούπολης Μετίν Τοπούζ και στην άρση της έκδοσης βίζας για Τούρκους υπηκόους από αμερικανικής πλευράς, συνεχίζει: «Ο αμερικανός πρεσβευτής στην Άγκυρα Τζον Μπας χαρακτήρισε το γεγονός ''εκδίκηση ενός μέρους της τουρκικής κυβέρνησης'' και ο Τούρκος υπουργός Δικαιοσύνης Μπεκίρ Μποσντάγ χαρακτήρισε με τη σειρά του τον Τοπούζ τρομοκράτη. Ο τελευταίος φέρεται ότι είχε την επαφή του Προξενείου με το υπουργείο Δικαιοσύνης, μεταξύ άλλων και με τον εισαγγελέα Τσεκερίγια Εζ, ο οποίος εθεωρείτο και θεωρείται οπαδός του Φετουλάχ Γκιουλέν. Ο Τούρκος εισαγγελέας διεξήγαγε το 2013 έρευνες για τη διαφθορά στο στενό περιβάλλον του Ερντογάν, ο οποίος τις θεώρησε ως προσπάθεια ανατροπής του και γ'ι αυτό η τουρκική Δικαιοσύνη τον κατηγορεί σήμερα ότι είναι μέλος της "τρομοκρατικής οργάνωσης" του Γκιουλέν. Κατά την τουρκική Δικαιοσύνη ο Τοπούζ, ως "σύνδεσμος του Γκιουλέν", φέρεται να ήταν συνδιοργανωτής του αποτυχημένου πραξικοπήματος το περασμένο καλοκαίρι. Το πραξικόπημα οργανώθηκε εν μέρει από (Τούρκους) αξιωματικούς της αεροπορικής βάσης του Ιντσιρλίκ, η οποία χρησιμοποιείται και από τις ΗΠΑ. Έτσι, φαίνεται πως ο Ερντογάν είναι προσωπικά πεπεισμένος ότι οι ΗΠΑ είχαν ενθαρρύνει το πραξικόπημα ή ακόμα και ότι το οργάνωσαν. Όπως όμως λέει ο στρατιωτικός εμπειρογνώμονας Γκάρετ Τζενκινς, ο οποίος ζει στην Κωνσταντινούπολη, "εάν οι ΗΠΑ είχαν οργανώσει το πραξικόπημα ο Ερντογάν θα ήταν κατά πάσα πιθανότητα νεκρός". Με τις προτάσεις του Ερντογάν για ανταλλαγή (αμερικανών η ευρωπαίων) κρατουμένων στις τουρκικές φυλακές "αποδεικνύεται πόσο λίγο αντιλαμβάνεται τον κόσμο εκτός Τουρκίας ο Ερντογάν. Το να τα βάζει ταυτόχρονα με την Αμερική και την Γερμανία δεν είναι ιδιαίτερα έξυπνο", λέει ο Τζένκινς».
«Ο Ερντογάν δεν παραλείπει επίσης να χαρακτηρίσει στην πατρίδα του τις ΗΠΑ ως "σκοτεινή δύναμη", η οποία επιθυμεί το κακό της Τουρκίας», συνεχίζει το άρθρο της Welt, το οποίο τονίζει επίσης το γεγονός ότι ο Τούρκος πρόεδρος «συνδέει συνεχώς τις επιφυλάξεις του κατά του χριστιανισμού με ένα κόμπλεξ κατά οτιδήποτε δυτικού, το οποίο είναι κατ΄αυτόν συνώνυμο της "ατιμίας". Εκπλήσσει επομένως το γεγονός ότι οι ΗΠΑ έδειξαν υπομονή για τόσο διάστημα με τον ανάγωγο άντρα του Βοσπόρου».
Κατά τη Welt «υπάρχουν όμως και αντικειμενικοί λόγοι για την αποξένωση των δύο χωρών. Και οι δύο έχουν αλλάξει τις προτεραιότητες της εξωτερικής τους πολιτικής. Υπό τον Ομπάμα για τις ΗΠΑ είχε σημασία η σταθερότητα στη Μέση Ανατολή και όχι η ο εκδημοκρατισμός. Προς το τέλος της θητείας του η Οάσινγκτον υποστήριξε τους κοσμικούς στρατιωτικούς πραξικοπηματίες στην Αίγυπτο. Προφανώς οι Αμερικανοί είχαν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι Ισλάμ και Δημοκρατία τελικά δεν συμβαδίζουν. Το άλλοτε υποδειγματικό παράδειγμα της Τουρκίας έμοιαζε να το αποδεικνύει. Υπό τον "μετριοπαθή μουσουλμάνο" Ερντογάν η χώρα του έγινε ισλαμικότερη και λιγότερο δημοκρατική και άσκησε μια πολιτική η οποία δεν ανταποκρινόταν στα συμφέροντα των ΗΠΑ. Ο Ερντογάν αντίθετα ασκεί μια εξωτερική πολιτική η οποία θέλει να επαναφέρει τη χώρα του στη Μέση Ανατολή στο οθωμανικό μέγεθος, μεταξύ άλλων διά της ενισχύσεως εξτρεμιστικών σουνιτικών αδελφοτήτων και ενόπλων ομάδων στην περιοχή. Οι δύο στρατηγικές είναι διαμετρικά αντίθετες στη Μέση Ανατολή και η σύγκρουση μεταξύ Άγκυρας και Ουάσινγκτον ήταν αναπόφευκτη. Αυτό αποδεικνύεται με τον εντυπωσιακότερο τρόπο στη Συρία: Eκεί οι ΗΠΑ και οι Κούρδοι συνεργάζονται για να αντιμετωπίσουν τους σουνίτες φονταμεναταλιστές. Ο Ερντογάν αντίθετα έχει συμμαχήσει με τη Ρωσία και το Ιράν. Η εχθρότητα με την Ουάσινγκτον δεν θα του κοστίσει ακριβά μόνο στο χρηματιστήριο», καταλήγει το άρθρο της Welt.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου