Ένας κλασσικός γυναικείος τύπος της Παλιάς Αθήνας, που δεν έλλειψε από κανένα στενοσόκακο.
Ασφαλώς και θα έχετε διαβάσει άπειρες περιγραφές –συνήθως χιουμοριστικού χαρακτήρα- για το επικίνδυνο αυτό κουσούρι, που τόσο έξυπνα εμείς οι άρρενες το έχουμε φορτώσει στο γυναικείο φύλο.
Αυτή όμως που σας παρουσιάζω σήμερα έχει, όπως θα διαπιστώσετε, κάτι το ξεχωριστό. Από τα πρώτα του κιόλας βήματα στο δημοσιογραφικό χώρο («Ελεύθερον Βήμα», 1938) ο συμπαθέστατος Δημήτρης Ψαθάς δίνει δείγματα δυνατής πέννας…
«Τρέμε γειτονιά! Τρέμετε παντρεμένες, χήρες και κορίτσια, τρέμετε θήλεα δυστυχισμένα, όσα η κακή μοίρα ετοποθέτησε μέσα εις την ακτίνα της δράσεώς της. Τρέμετε όσες παρεκκλίνατε απ’ την οδόν της αρετής, όσες τυχόν παραπατήσατε κι’ έχετε μυστικά κι’ απόρρητα από εκείνα που πρέπει να σκεπάζη πυκνός πέπλος. Η κουτσομπόλα θα τα ανασύρη. Τηλεβόαν θα πάρη η ακριτομύθειά της και θα τα κάνη βούκινο.
-Έμαθα, που λες, κάτι ματάκια μου…
-Για ποιον;
-Άσε, δεν θέλω να μιλήσω να μη μου λένε πως κάθομαι και κουτσομπολεύω τον ένα και τον άλλονε…
Αλλά κι’ εσείς ακόμα που βαδίζετε στον ίδιο δρόμο, όσες δεν έχετε μπλέξη σε υπόπτους υποθέσεις κι’ είνε η ζωή σας βιβλίο ανοιχτό, αλλοίμονό σας! Από την στιγμή που ο διάβολος την έφερε στο δρόμο σας, οι πιο απλές κι’ αθώες ιστορίες σας θα περιβληθούν τον πέπλο μυστηρίου. Θα τις ακούνε οι γειτόνισσες, θα χτυπούν με κατάπληξιν τα χέρια, θα υψώνουν με φρίκην στον ουρανό τα μάτια.
-Αχ, μη μου το λες, γειτόνισσα!
-Ναι, ματάκια μου, να σε χαρώ. Από το σιγανό ποτάμι να φοβάσαι, που λέει ο λόγος…
Ναι, ματάκια της να σας χαρή! Απίστευτα είνε αυτά που λέει, αλλά απ’ τις σιγανοπαπαδίτσες να φοβάται κανείς, που λέει ο λόγος. Κι’ η ίδια δεν τα φανταζόταν. Κι’ όμως τάμαθε, χαρτί και καλαμάρι όλα. Μη της ζητάτε περισσότερα. Μη την πιέζετε και την στενοχωρήτε. Δεν θέλει, δεν μπορεί ν’ αποκαλύψη τις πηγές των πληροφοριών της. Εκτός πια αν της δώσετε τον λόγο σας ότι δεν θα τα πήτε πουθενά, οπότε:
-Άκου το λοιπόν, να σου πω.
-Για λέγε, χριστιανή μου.
-Ήμανε χτες με τον Θανάση τον τσαγκάρη. Το λοιπόν μου λέει…
Τι της είπε; Φρίξον, ήλιε!
***
Κακιά; Προς Θεού! Μέλι στάζει το στόμα της. Γλυκά χαμόγελα ανθούν στο πρόσωπό της. Φως καλωσύνης αναδίδουν τα μάτια της. Όταν την συναντήσης για πρώτη φορά, νομίζεις πως η αγαθότης επήρε σάρκα και οστά και σου μιλεί:
-Ναι, χρυσέ μου.
-Δεν έχω δίκηο;
-Βουνό το δίκηο σου, παιδί μου.
Δεν ξέρει τι θα πη αντίρρησις. Άγνωστο πράγμα της είνε ο θυμός. Ξορκισμένη κάθε κακία απ’ αυτή! Ήλιος είνε που βρέχει καλωσύνην επί δικαίων και αδίκων. Τόσο, που σου κερδίζει με την πρώτη επαφή, μια κι’ έξω, την εμπιστοσύνη. Η θερμότης των αισθημάτων της κι’ η αιωνία διαχυτικότης της λυώνει τους πάγους των επιφυλάξεων κι’ ανοίγει τις πόρτες της καρδιάς. Χαρά μεγάλην αισθάνεται για τις χαρές σου. Συντριβή σωστή για τ’ ατυχήματά σου. Μέτοχος της ευτυχίας σου γίνεται στο λεπτό, παρηγορήτρια του πόνου σου.
-Τι να γίνη, παιδί μου; Άνθρωποι είμαστε.
-Αχ κυρά-Κατίνα μου.
-Σώπα παιδί μου. Ο Θεός είνε μεγάλος. Ώστε σ’ αφήκε ο παληάνθρωπος ε;…
Κι’ ύστερα, μόλις περάση το κατώφλι, παίρνει σβάρνα τις πόρτες. Τα μάθατε; Το και το…
Της είνε αδύνατο να κρατήση μυστικό, έστω και μια στιγμή. Έχει την ανησυχίαν του ρεπόρτερ που αγωνιά να μεταδώση την πληροφορία του, και την ευσυνειδησία του πρακτορείου των ειδήσεων, που αποστολήν του έχει να ενημερώνη το κοινόν.
Αλλά ο ρόλος της κουτσομπόλας δεν περιορίζεται σ’αυτό μονάχα. Είνε πολύ ευρύτεροι οι ορίζοντες της δράσεώς της.
Η κριτική διάθεσις είνε ανεπτυγμένη στην γυναίκα στον υπέρτατον βαθμόν, όταν κυρίως πρόκειται για την γειτόνισσά της. Ακούει, λοιπόν, με προσοχή όσα η μία λέει για τις άλλες, συμφωνεί, επιδοκιμάζει, εγκρίνει και πλειοδοτεί.
-Είνε κακονοικοκυρά η Ευτέρπη…
-Εμένα μου λες, παιδί μου;
Αυτής τα λέει, παιδί μου; Επήγε στο σπίτι της της προάλλες κι’ είδε την τσαπατσουλιά της κι’ έφριξε! Σπίτι είνε εκείνο; Ασκούπιστα, ασυγύριστα, μεσημέρι κρεββάτι άφτιαχτο, κουζίνα να κρατής τη μύτη σου! Τι λες, ματάκια της. Πω, πω, πω!... Κι’ενώ υποθερματίζει, το μάτι της επισκοπεί τα γύρω, πέφτει βιαστικά εδώ, εκεί, βυθίζεται στην πόρτα που ανοίγει πλάι, για να δη με μια γρήγορη ματιά τι ακριβώς συμβαίνει κι’ εκεί μέσα. Κι’ ύστερα μεταφέρει αλλού, μαζί, πληροφορίες και εντυπώσεις:
-Ξέρεις τι μου είπε για σένα, Ευτέρπη μου;
-Τι σου είπε;
-Κακονοικοκυρά. Ακούς την παληοβρώμα;
-Εγώ κακονοικοκυρά;
-Κάνε τη δουλειά σου, χρυσή μου. Σπίτι ειν’ αυτό. Σώνονται ποτέ οι δουλειές του;
Εμπρηστής εξ επαγγέλματος δεν θα έβαζε με τόση τέχνη την φωτιά. Δεν αρκείται μονάχα στις πληροφορίες που συγκεντρώνει. Κι’ είνε, από αυτής της απόψεως, πάντα άριστα πληροφορημένη. Το ενδιαφέρον της εισχωρεί έως τα πλέον μυστικά της οποιασδήποτε οικογενείας. Η μπορεί εσύ να εξέχασες τι έφαγες χθες, με ποιον ωμίλησες, τι είπες. Η κουτσομπόλα τα ξέρει και τα θυμάται όλα. Κινούμενον αρχείον είνε, που δεν διστάζει καθόλου να προσφέρη τις υπηρεσίες του προς διαφώτισιν του κόσμου. Μην επιχειρήσης να πης καλό για κανένα. Έχει πρόχειρα τα επιχειρήματα, που ανατρέπουν τις αντιλήψεις σου:
-Αυτή; Άσε με, καϋμένη, και δεν θέλω ν’ ανοίξω το στόμα μου…
-Γιατί; Ξέρεις τίποτε;
-Αν ξέρω; Και ποιος δεν ξέρει, μάτια μου;
Όλοι τα ξέρουν. Από το στόμα το δικό της, φυσικά. Γιατί ό,τι αρπάξη απ’ την μία το τρέχει με σπουδήν στην άλλη. Κι’ όταν η γειτονιά αναστατώνεται κι’ έρχονται στα χέρια οι γειτόνισσες, όταν σηκώνεται το τσόκαρο και βουίζει ο ντουνιάς από τις φωνές και το κακό, η ηρωίς που έβαλε την θρυαλλίδα στο μπαρούτι σταυροκοπείται με κατάπληξιν…
Μα τι έχουν, Θεούλη μου, και τρώγονται σαν τα σκυλιά!
Ιδέαν δεν έχει η καϋμένη. Ουδέ γάτα ήταν, ούτε ζημιά έκανε…»
Θωμάς Σιταράς (Αθηναιογράφος)
Ασφαλώς και θα έχετε διαβάσει άπειρες περιγραφές –συνήθως χιουμοριστικού χαρακτήρα- για το επικίνδυνο αυτό κουσούρι, που τόσο έξυπνα εμείς οι άρρενες το έχουμε φορτώσει στο γυναικείο φύλο.
Αυτή όμως που σας παρουσιάζω σήμερα έχει, όπως θα διαπιστώσετε, κάτι το ξεχωριστό. Από τα πρώτα του κιόλας βήματα στο δημοσιογραφικό χώρο («Ελεύθερον Βήμα», 1938) ο συμπαθέστατος Δημήτρης Ψαθάς δίνει δείγματα δυνατής πέννας…
«Τρέμε γειτονιά! Τρέμετε παντρεμένες, χήρες και κορίτσια, τρέμετε θήλεα δυστυχισμένα, όσα η κακή μοίρα ετοποθέτησε μέσα εις την ακτίνα της δράσεώς της. Τρέμετε όσες παρεκκλίνατε απ’ την οδόν της αρετής, όσες τυχόν παραπατήσατε κι’ έχετε μυστικά κι’ απόρρητα από εκείνα που πρέπει να σκεπάζη πυκνός πέπλος. Η κουτσομπόλα θα τα ανασύρη. Τηλεβόαν θα πάρη η ακριτομύθειά της και θα τα κάνη βούκινο.
-Έμαθα, που λες, κάτι ματάκια μου…
-Για ποιον;
-Άσε, δεν θέλω να μιλήσω να μη μου λένε πως κάθομαι και κουτσομπολεύω τον ένα και τον άλλονε…
Αλλά κι’ εσείς ακόμα που βαδίζετε στον ίδιο δρόμο, όσες δεν έχετε μπλέξη σε υπόπτους υποθέσεις κι’ είνε η ζωή σας βιβλίο ανοιχτό, αλλοίμονό σας! Από την στιγμή που ο διάβολος την έφερε στο δρόμο σας, οι πιο απλές κι’ αθώες ιστορίες σας θα περιβληθούν τον πέπλο μυστηρίου. Θα τις ακούνε οι γειτόνισσες, θα χτυπούν με κατάπληξιν τα χέρια, θα υψώνουν με φρίκην στον ουρανό τα μάτια.
-Αχ, μη μου το λες, γειτόνισσα!
-Ναι, ματάκια μου, να σε χαρώ. Από το σιγανό ποτάμι να φοβάσαι, που λέει ο λόγος…
Ναι, ματάκια της να σας χαρή! Απίστευτα είνε αυτά που λέει, αλλά απ’ τις σιγανοπαπαδίτσες να φοβάται κανείς, που λέει ο λόγος. Κι’ η ίδια δεν τα φανταζόταν. Κι’ όμως τάμαθε, χαρτί και καλαμάρι όλα. Μη της ζητάτε περισσότερα. Μη την πιέζετε και την στενοχωρήτε. Δεν θέλει, δεν μπορεί ν’ αποκαλύψη τις πηγές των πληροφοριών της. Εκτός πια αν της δώσετε τον λόγο σας ότι δεν θα τα πήτε πουθενά, οπότε:
-Άκου το λοιπόν, να σου πω.
-Για λέγε, χριστιανή μου.
-Ήμανε χτες με τον Θανάση τον τσαγκάρη. Το λοιπόν μου λέει…
Τι της είπε; Φρίξον, ήλιε!
***
Κακιά; Προς Θεού! Μέλι στάζει το στόμα της. Γλυκά χαμόγελα ανθούν στο πρόσωπό της. Φως καλωσύνης αναδίδουν τα μάτια της. Όταν την συναντήσης για πρώτη φορά, νομίζεις πως η αγαθότης επήρε σάρκα και οστά και σου μιλεί:
-Ναι, χρυσέ μου.
-Δεν έχω δίκηο;
-Βουνό το δίκηο σου, παιδί μου.
Δεν ξέρει τι θα πη αντίρρησις. Άγνωστο πράγμα της είνε ο θυμός. Ξορκισμένη κάθε κακία απ’ αυτή! Ήλιος είνε που βρέχει καλωσύνην επί δικαίων και αδίκων. Τόσο, που σου κερδίζει με την πρώτη επαφή, μια κι’ έξω, την εμπιστοσύνη. Η θερμότης των αισθημάτων της κι’ η αιωνία διαχυτικότης της λυώνει τους πάγους των επιφυλάξεων κι’ ανοίγει τις πόρτες της καρδιάς. Χαρά μεγάλην αισθάνεται για τις χαρές σου. Συντριβή σωστή για τ’ ατυχήματά σου. Μέτοχος της ευτυχίας σου γίνεται στο λεπτό, παρηγορήτρια του πόνου σου.
-Τι να γίνη, παιδί μου; Άνθρωποι είμαστε.
-Αχ κυρά-Κατίνα μου.
-Σώπα παιδί μου. Ο Θεός είνε μεγάλος. Ώστε σ’ αφήκε ο παληάνθρωπος ε;…
Κι’ ύστερα, μόλις περάση το κατώφλι, παίρνει σβάρνα τις πόρτες. Τα μάθατε; Το και το…
Της είνε αδύνατο να κρατήση μυστικό, έστω και μια στιγμή. Έχει την ανησυχίαν του ρεπόρτερ που αγωνιά να μεταδώση την πληροφορία του, και την ευσυνειδησία του πρακτορείου των ειδήσεων, που αποστολήν του έχει να ενημερώνη το κοινόν.
Αλλά ο ρόλος της κουτσομπόλας δεν περιορίζεται σ’αυτό μονάχα. Είνε πολύ ευρύτεροι οι ορίζοντες της δράσεώς της.
Η κριτική διάθεσις είνε ανεπτυγμένη στην γυναίκα στον υπέρτατον βαθμόν, όταν κυρίως πρόκειται για την γειτόνισσά της. Ακούει, λοιπόν, με προσοχή όσα η μία λέει για τις άλλες, συμφωνεί, επιδοκιμάζει, εγκρίνει και πλειοδοτεί.
-Είνε κακονοικοκυρά η Ευτέρπη…
-Εμένα μου λες, παιδί μου;
Αυτής τα λέει, παιδί μου; Επήγε στο σπίτι της της προάλλες κι’ είδε την τσαπατσουλιά της κι’ έφριξε! Σπίτι είνε εκείνο; Ασκούπιστα, ασυγύριστα, μεσημέρι κρεββάτι άφτιαχτο, κουζίνα να κρατής τη μύτη σου! Τι λες, ματάκια της. Πω, πω, πω!... Κι’ενώ υποθερματίζει, το μάτι της επισκοπεί τα γύρω, πέφτει βιαστικά εδώ, εκεί, βυθίζεται στην πόρτα που ανοίγει πλάι, για να δη με μια γρήγορη ματιά τι ακριβώς συμβαίνει κι’ εκεί μέσα. Κι’ ύστερα μεταφέρει αλλού, μαζί, πληροφορίες και εντυπώσεις:
-Ξέρεις τι μου είπε για σένα, Ευτέρπη μου;
-Τι σου είπε;
-Κακονοικοκυρά. Ακούς την παληοβρώμα;
-Εγώ κακονοικοκυρά;
-Κάνε τη δουλειά σου, χρυσή μου. Σπίτι ειν’ αυτό. Σώνονται ποτέ οι δουλειές του;
Εμπρηστής εξ επαγγέλματος δεν θα έβαζε με τόση τέχνη την φωτιά. Δεν αρκείται μονάχα στις πληροφορίες που συγκεντρώνει. Κι’ είνε, από αυτής της απόψεως, πάντα άριστα πληροφορημένη. Το ενδιαφέρον της εισχωρεί έως τα πλέον μυστικά της οποιασδήποτε οικογενείας. Η μπορεί εσύ να εξέχασες τι έφαγες χθες, με ποιον ωμίλησες, τι είπες. Η κουτσομπόλα τα ξέρει και τα θυμάται όλα. Κινούμενον αρχείον είνε, που δεν διστάζει καθόλου να προσφέρη τις υπηρεσίες του προς διαφώτισιν του κόσμου. Μην επιχειρήσης να πης καλό για κανένα. Έχει πρόχειρα τα επιχειρήματα, που ανατρέπουν τις αντιλήψεις σου:
-Αυτή; Άσε με, καϋμένη, και δεν θέλω ν’ ανοίξω το στόμα μου…
-Γιατί; Ξέρεις τίποτε;
-Αν ξέρω; Και ποιος δεν ξέρει, μάτια μου;
Όλοι τα ξέρουν. Από το στόμα το δικό της, φυσικά. Γιατί ό,τι αρπάξη απ’ την μία το τρέχει με σπουδήν στην άλλη. Κι’ όταν η γειτονιά αναστατώνεται κι’ έρχονται στα χέρια οι γειτόνισσες, όταν σηκώνεται το τσόκαρο και βουίζει ο ντουνιάς από τις φωνές και το κακό, η ηρωίς που έβαλε την θρυαλλίδα στο μπαρούτι σταυροκοπείται με κατάπληξιν…
Μα τι έχουν, Θεούλη μου, και τρώγονται σαν τα σκυλιά!
Ιδέαν δεν έχει η καϋμένη. Ουδέ γάτα ήταν, ούτε ζημιά έκανε…»
Θωμάς Σιταράς (Αθηναιογράφος)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου