Δευτέρα 1 Σεπτεμβρίου 2014

Μιχάλης Χατζηγιάννης: Ferrari, Ζέτα και κουλτούρα

Μιχάλης Χατζηγιάννης: Ferrari, Ζέτα και κουλτούρα
Ο σταρ που καταστρέφει τον μύθο του
Στα 15 του ήταν το παιδί-θαύμα της Κύπρου, λίγα χρόνια μετά θα γίνει και ο τραγουδοποιός-θαύμα της Ελλάδας. Πλατινένιοι δίσκοι, υπέρογκες αμοιβές, αποθεωτικές συναυλίες, διακρίσεις και συνεργασίες με την αφρόκρεμα της δισκογραφίας συνθέτουν τα συστατικά μιας μεγάλης καριέρας. «Η επιτυχία είναι ευχή και κατάρα. Είναι δώρο και τιμωρία μαζί, είναι ο παράδεισος και η κόλαση», δηλώνει ο Μιχάλης Χατζηγιάννης σε κάποιες από τις συνεντεύξεις του. Κι εκείνος το ξέρει από πρώτο χέρι - ειδικά τις τελευταίες μέρες.
Η Ferrari που κάποτε έκανε δώρο στον εαυτό του έγινε σήμερα η τιμωρία του από λάθος δικό του. Και δεν είναι το μόνο σε αυτή την 20ετή επέλαση του brand name «Μιχάλης Χατζηγιάννης». Τα κενά ζωής, η μοναξιά του «πρωταθλητισμού» είναι κινητήριος δύναμη για έναν καλλιτέχνη, ενίοτε όμως γίνονται και μαύρη τρύπα.

«Η επιτυχία είναι ευχή και κατάρα. Είναι δώρο και τιμωρία μαζί, είναι ο παράδεισος και η κόλαση», δηλώνει ο Μιχάλης Χατζηγιάννης σε κάποιες από τις συνεντεύξεις του. Κι εκείνος το ξέρει από πρώτο χέρι - ειδικά τις τελευταίες μέρες. Η Ferrari που κάποτε έκανε δώρο στον εαυτό του έγινε σήμερα η τιμωρία του από λάθος δικό του. Και δεν είναι το μόνο σε αυτή την 20ετή επέλαση του brand name «Μιχάλης Χατζηγιάννης». Τα κενά ζωής, η μοναξιά του «πρωταθλητισμού» είναι κινητήριος δύναμη για έναν καλλιτέχνη, ενίοτε όμως γίνονται και μαύρη τρύπα.

Ηοδός Μυκόνου στου Ζωγράφου είναι ένας μικρός ανηφορικός δρόμος, κάθετος στην Ηρώων Πολυτεχνείου και στη Γεωργίου Ζωγράφου, πολύ κοντά στην Πολυτεχνειούπολη και στη φοιτητική εστία. Στην αρχή του στενού, μία 18χρονη φοιτήτρια του Παντείου από τη Λευκωσία της Κύπρου, η Διαμάντω, είχε ήδη νοικιάσει το ισόγειο διαμέρισμα των 80 περίπου τετραγωνικών, στο οποίο περίμενε να συγκατοικήσει, έπειτα από δύο χρόνια, με τον τότε σύντροφό της, φαντάρο ακόμη στην πράσινη γραμμή της Κύπρου και ένα χρόνο μεγαλύτερό της, Μιχάλη Χατζηγιάννη.


Στην Αθήνα κανείς δεν γνώριζε ακόμη τον Μιχάλη. Μόνο τη φωνή του. «Εδώ δεν με ξέρει κανείς!» συνήθιζε να λέει σε φίλους του την πρώτη περίοδο παραμονής του στην Αθήνα. Φαινόταν να το απολαμβάνει πολύ, αφού το παιδί-φαινόμενο της Κύπρου αισθανόταν πως ίσως και να μπορούσε να ξαναζήσει στα 20 του πια, σε μια μεγαλούπολη, τα χαμένα ανέμελα χρόνια που του είχε στοιχίσει η μεγάλη αναγνωρισιμότητα στη Μεγαλόνησο. Να κάνει ό,τι επιθυμούσε χωρίς το βάρος της μεγάλης, σαρωτικής ίσως, διασημότητας. Για πρώτη φορά στη ζωή του. Μόλις στα 16 του, τραγουδούσε ρεμπέτικα σε ένα κέντρο της Κύπρου, μέχρι τα 18 του είχε ήδη τρεις πλατινένιους δίσκους, ενώ η σύγκριση με τη φωνή του Νταλάρα ως μέγας έπαινος στις φωνητικές του ικανότητες έδινε κι έπαιρνε από τους επαΐοντες. Μεγάλοι έπαινοι, μεγάλο το βάρος και η φουσκοθαλασσιά για το μυαλό ενός εφήβου, που ως ασπίδα προστασίας προέτασσε την αγάπη του για τη μουσική, εκείνη που έβγαλε το όνομα Μιχάλης Χατζηγιάννης από την ανωνυμία και το εκτόξευσε στα ύψη της διασημότητας. Τα όνειρα και οι φιλοδοξίες του δεν χωρούσαν στα όρια της Κύπρου. Στην Αθήνα θα ανοίξει τα φτερά του και θα διακτινιστεί στα ουράνια.

Τα πρώτα βήματα στην Αθήνα

Ηδη το «Αγγιγμα ψυχής», το πρώτο CD στο οποίο συμμετείχε στην ελληνική δισκογραφία με δύο τραγούδια, το ομότιτλο και το «Σώμα που ζητάς», ακουγόταν πολύ από τα ραδιόφωνα. Ο ίδιος ονόμαζε τον Γιώργο Χατζηνάσιο «δάσκαλό» του, ενώ είχαν ήδη ξεκινήσει να συνεργάζονται στο «Taboo» (στη δεύτερη σεζόν του επιτυχημένου τότε σχήματος προστέθηκε η Αλέξια και ο Πέτρος Γαϊτάνος). Παρ’ όλα αυτά, δεν συνεχίστηκε η συνεργασία τους στο πρώτο του ολοκληρωμένο CD, την «Παράξενη γιορτή», αν και ήταν κάτι που επιθυμούσε πολύ ο συνθέτης και, όπως λένε, απογοητεύτηκε πολύ από τον «μαθητή» του. Αντ’ αυτού, ο νεαρός τότε φέρελπις στην Αθήνα τραγουδιστής επέλεξε να συνεργαστεί με τον Λάκη Παπαδόπουλο, τη Σάννυ Μπαλτζή, τον Κυριάκο Ντούμο (στέλεχος και δεξί χέρι του Σταμάτη Μαλέλη στο STAR και σήμερα στον τηλεοπτικό ΣΚΑΪ) και να διασκευάσει τραγούδια της Λένας Πλάτωνος και του Μάνου Χατζιδάκι. Πολλοί ήταν εκείνοι που απόρησαν πώς ο γιος του σπουδαίου συνθέτη, Γιώργος Θεοφανόπουλος-Χατζιδάκις, επέτρεψε τη διασκευή του «Θάλασσα πλατιά» σε έναν νέο, άγνωστο ακόμη στην Ελλάδα τραγουδιστή. Η μουσική προίκα όμως και τα διαπιστευτήρια που ήδη έφερε από την Κύπρο μόνο σε έναν άλλο, πιο έντεχνο μουσικό δρόμο παρέπεμπαν και όχι στο μετέπειτα σουξέ και μεγαλύτερή του μέχρι σήμερα εμπορική επιτυχία, το «Χέρια Ψηλά».

Μέχρι την κυκλοφορία του πρώτου του CD στην Ελλάδα, το 2000 από την τότε BMG, o Μιχάλης στην Κύπρο ήταν ήδη σταρ: από τα 15 του, στην τηλεοπτική εκπομπή «Αφετηρίες» όπου πρωτοεμφανίστηκε, τότε που τραγούδησε «Αν υπάρχει λόγος» και ταυτίστηκε η δική του φωνή με εκείνη του Γιώργου Νταλάρα. Στην κριτική επιτροπή ήταν τότε και ο Δώρος Γεωργιάδης (γνωστός από την επιτυχία που είχε κάνει στην Ελλάδα με το «Αν ήμουν πλούσιος»), με τον οποίο συνεργάστηκε στο δεύτερο CD του «Ο Μιχάλης Χατζηγιάννης τραγουδά Δώρο Γεωργιάδη». Ο Μιχάλης ήταν ήδη, χωρίς καμία αμφιβολία, ο μεγαλύτερος σταρ κάτω των 18 που είχε γεννήσει ποτέ η Κύπρος. Αν και τα τοπικά έντυπα του νησιού και οι «μουσικοί κύκλοι» αναφέρονταν σε μια «χαριτωμένη» κόντρα του ίδιου με τον Κωνσταντίνο Χριστοφόρου, κανείς δεν μπορούσε να αμφισβητήσει τη δυναμική και το τεράστιο εκτόπισμα του νεαρού τότε Χατζηγιάννη.

Πρόσφυγες από την Κερύνεια

Με καταγωγή από την Κερύνεια, οι γονείς του Γιάννης και Ρένα, ως πρόσφυγες, είχαν χάσει τα πάντα αμέσως μετά την τουρκική εισβολή του 1974 και προσπαθούσαν να κάνουν μια νέα αρχή στο ενοικιαζόμενο σπίτι τους, στην οδό Λυκαβηττού του Δήμου Αγλατζιάς, κοντά στη Λευκωσία, με τα δύο τους παιδιά. Αρκετά χρόνια αργότερα βέβαια, στην ίδια περιοχή, η οικογένεια Χατζηγιάννη θα αγόραζε μία μονοκατοικία στην οδό Τερψιχόρης, όπου θα χτιζόταν το νέο σπίτι, τριών ορόφων, στο οποίο σήμερα διαμένουν, στο ισόγειο οι γονείς του τραγουδιστή, στον πρώτο όροφο η μεγαλύτερη αδελφή του Μελίνα, η οποία εργάζεται ως δασκάλα, μαζί με τον σύζυγό της και το παιδί τους, ενώ ο τελευταίος όροφος προορίζεται αποκλειστικά για τον ίδιο τον τραγουδιστή.
Ηδη ο Μιχάλης είχε αλλάξει. Και σίγουρα δεν ήταν το μικρό εκείνο αγόρι που τραγουδούσε την πρώτη του μεγάλη δισκογραφική επιτυχία «Η αγάπη δεν φοβάται» στο πρώτο του (κυπριακό) CD με τίτλο «Σενάριο», σε μουσική του Αντρου Παπαπαύλου και στίχους του καλού του τότε φίλου Λεωνίδα Μαλένη (είναι ο ποιητής που έγραψε το «Χρυσοπράσινο φύλλο», τον «δεύτερο εθνικό ύμνο της Κύπρου» όπως τον αποκαλούν κάποιοι, σε μουσική του Μίκη Θεοδωράκη), με τον οποίο, όπως λένε όσοι τον ξέρουν καλά, χάθηκαν στην πορεία. «Ολοι μας έχουμε κάνει κακά πράγματα στη ζωή μας και έχουμε συμπεριφερθεί με τρόπο που δεν μας κάνει περήφανους. Ασφαλώς και θα ήθελα να ζητούσα συγγνώμη από κάποιους ανθρώπους. Κι όσο κι αν η μνήμη μου θέλει να είναι επιλεκτική, δυστυχώς δεν μπορώ να μην τα θυμάμαι. Γιατί η ψυχή βλέπει και το καλό και το κακό και δεν διαγράφει τίποτα», είχε πει κάποτε ο ίδιος, με σαφείς αναφορές στην πορεία του, όπου ενδεχομένως σάρωσε και κάποιους που δεν έπρεπε στο πέρασμά της.

Η συνέχιση της καριέρας του στόχευε μόνο στην κορυφή: σπουδαίες συνεργασίες με την Αλεξίου, τη Γαλάνη, τον Νταλάρα, τον Τερζή κ.ά., οι δίσκοι του ξεπερνούν σε πωλήσεις κάθε άλλο προηγούμενο της ελληνικής δισκογραφίας, με αποκορύφωμα το «Κρυφό φιλί», την «Ακατάλληλη σκηνή» και το «Φίλοι και εχθροί». Δεν είναι τυχαίο που πήρε το ειδικό βραβείο «Best Selling Artist of the Decade» κάνοντας πωλήσεις πάνω από 3.500.000 αντίτυπα από το 2000 έως το 2010, με sold out συναυλίες και χιλιάδες θαυμαστές και θαυμάστριες. Θα σκεφτόταν κάποιος πως δεν υπάρχει πουθενά ρωγμή σε αυτή την ξέφρενη, ιλιγγιώδη πορεία του κατευθείαν στο Νο 1. Ολα καλά. Τουλάχιστον στην έξωθεν καλή μαρτυρία. Εκτός ίσως από τις ανθρώπινες σχέσεις που ο ίδιος δημιουργούσε.

«Δεν θέλω πια να είμαι ο Μιχάλης Χατζηγιάννης», δήλωνε πέρυσι τον Δεκέμβριο, προβλέποντας μάλλον τη στροφή από τον «καλύτερο τραγουδιστή της δεκαετίας» σε «καριερίστα σε κρίση»
Ο Μιχάλης, όπως λένε όσοι τον ξέρουν καλά, δεν εμπιστεύεται εύκολα ανθρώπους. Ακόμη και τις επαγγελματικές του αποφάσεις ή τον χειρισμό της δημόσιας εικόνας του -συνεντεύξεις σε έντυπα και εμφανίσεις σε τηλεοπτικές εκπομπές-, παρόλο που συνεργάζεται πολλά χρόνια με ένα-δυο συγκεκριμένους ανθρώπους, τις λαμβάνει πάντα ο ίδιος. Δεν επηρεάζεται εύκολα από τρίτους και σίγουρα δεν υπήρξε ποτέ υποχείριο κανενός.

«Δεν έχω πια φίλους...»

Επίσης, δεν είναι ο άνθρωπος που μπορεί να κάνει εύκολα φιλίες. Ισως και να μην είχε ποτέ στη ζωή του πραγματικούς φίλους καρδιάς, εκτός από τον παιδικό του κολλητό Εύρο Παναγίδη, στενό του συνεργάτη αργότερα και «άνθρωπο της απόλυτης εμπιστοσύνης» του, ο οποίος μάλιστα είχε συνθέσει το 2005 και τη μεγάλη επιτυχία του Πάνου Κιάμου «Είσαι παντού». «...Η αλήθεια είναι πως δεν έχω φίλους. Δεν έκανα καλή διαχείριση στους φίλους μου όλα αυτά τα χρόνια. Ενώ είχα γύρω μου ανθρώπους που μ’ αγαπούσαν… Και τώρα, εκτός από τον άνθρωπο που είναι δίπλα μου, δεν έχω φίλους με τους οποίους θα μπορούσα να μοιραστώ πράγματα. Θα έπρεπε μάλλον να γίνει από δική μου πρωτοβουλία αυτό, αλλά δεν έγινε, δεν το έκτισα... Ζηλεύω τους ανθρώπους που έχουν καλούς φίλους. Εχει άλλο νόημα η ζωή. Δυστυχώς δεν το έχω αυτό. Και δεν νομίζω ότι υπάρχει κάτι που μπορεί να καλύψει αυτό το κενό. Μπορεί να νομίζεις ότι το κάλυψες επειδή δεν το σκέφτεσαι, αλλά το κενό είναι εκεί. Κι όσο μεγαλώνεις εσύ, μεγαλώνει κι αυτό μαζί σου… Είμαι αρκετά μοναχικός… Αν δεν είχα τη δουλειά μου, θα ήμουν ένας πολύ δυστυχισμένος άνθρωπος», είχε πει κάποτε σε μία από τις σπάνια εξομολογητικές συνεντεύξεις του, πριν από τρία χρόνια, η οποία αναρτήθηκε πρόσφατα και στο Facebook.

Κι αν ήταν από την αρχή γεννημένος σταρ, ως πολύ έξυπνος άνθρωπος γνώριζε πως αυτό θα είχε και το τίμημά του. Δικαίως. «Εχω απαλλαγεί από τον Μιχάλη Χατζηγιάννη, δεν τον θέλω, δεν είμαι πια ο Μιχάλης Χατζηγιάννης», δήλωνε τον Δεκέμβριο του 2013, προσπαθώντας ίσως να αποποιηθεί το brand name του. Σαν να ήταν κι αυτό ένα κομμάτι των αγαπημένων του δικαστικών ταινιών που έβλεπε μικρός, με δικηγόρους, διαβόλους, ενόχους και αθώους, κάτι που τον έκανε για μεγάλο χρονικό διάστημα να θέλει να ασχοληθεί με σπουδές Νομικής, αν και δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ. Το προέβλεπε άλλωστε με δηλώσεις του. Ισως για αυτοπροστασία. Μπορεί και από ένα διαβολικό ένστικτο που είχε και που άλλοτε τον ανέβαζε ως «καλύτερο τραγουδιστή της δεκαετίας» και άλλοτε τον γκρέμιζε ως «καριερίστα σε κρίση»: «Το να ανακαλύπτεις από την αρχή τον εαυτό σου, να αλλάζει η οπτική γωνία σου και να αναδύονται από μέσα σου καινούρια πράγματα μόνο χρήσιμο μπορεί να είναι. Ανακάλυψα ότι μπορώ να είμαι έντονα ευαίσθητος, ότι μπορώ να θυμώσω. Επρεπε να ξεπεράσω πολλά όρια», δήλωνε. Δεν είχε και άδικο. Ηξερε πια ότι η αναγνωρισιμότητα έχει μεγάλο τίμημα, όπως ήξερε ότι ο επόμενος δρόμος μετά την κορυφή είναι η κατάβαση. Οτι οι κύκλοι ανοίγουν και κλείνουν κι αν ποτέ μπει λουκέτο στην επιχείρηση «Χατζηγιάννης», ο Μιχάλης θα πρέπει να έχει φροντίσει για τις δικλίδες ασφαλείας του. Η αυτογνωσία ήταν πάντοτε ένα από τα μεγάλα του πλεονεκτήματα. Οπως και το να εμπιστεύεται μόνο τον εαυτό του ένα από τα μεγάλα του μειονεκτήματα.

Η μέρα της απονομής των βραβείων MAD 2010, δηλαδή η μέρα που γνώρισε τη Ζέτα, όχι απλώς άλλαξε τη ζωή του αλλά έκανε τον Μιχάλη να βάλει την καριέρα του σε δεύτερη μοίρα

Η ζωή προ και μετά Ζέτας

«Ο ανώτερος κριτής είναι η ψυχή μας και η ψυχή δεν λέει ποτέ ψέματα», συνηθίζει να λέει ο ίδιος. Αν ήταν κάτι που έσωσε τον Μιχάλη από μία «περίεργη», ίσως και «εκτός ορίων» εποχή της ζωής του, κάτι σαν ξέσπασμα από την εφηβεία που δεν κατάφερε ποτέ να ζήσει και η οποία συνέπεσε με την περίοδο της απόλυτης επιτυχίας του, αυτό ήταν η σχέση του με τη Ζέτα Μακρυπούλια. Για κάποιους η συγκεκριμένη σχέση υπήρξε «λάθος κίνηση» για τον εσωστρεφή μέχρι τότε τραγουδοποιό, που τον έφερε ξαφνικά στην πρώτη γραμμή της δημοσιότητας «για τους λάθος λόγους». Είχε προηγηθεί βέβαια μία κοινή φωτογράφηση για εξώφυλλο μηνιαίου περιοδικού με την τότε σύντροφό του Δέσποινα Ολυμπίου, αλλά κανείς δεν μπορεί να συγκρίνει το μιντιακό εκτόπισμα των δύο γυναικών. Για άλλους, όμως, ήταν η Ολυμπίου «η γυναίκα που έπρεπε να έχει πλάι του», στην οποία, όπως ο ίδιος λέει στις ελάχιστες αναφορές που έχει κάνει μέχρι τώρα σε εκείνη, θαυμάζει την καλοσύνη της, την ψυχή της, την προσωπικότητά της. Μέχρι τότε δήλωνε σε συνεντεύξεις του: «...Σε μία πορεία με κεκτημένη ταχύτητα δεν είχα τον χρόνο να ασχοληθώ με άλλα πράγματα. Φυσικά, υπήρξαν άνθρωποι στη ζωή μου που ήταν αρκετά σημαντικοί. Και για να μην το γενικεύω, υπήρξε ένας άνθρωπος στη ζωή μου που ήταν πολύ σημαντικός γιατί ήταν κοντά μου με πολύ αγνές και ανιδιοτελείς προθέσεις. Απλά εγώ ήμουν σε άλλη φάση…». Και αλλού: «Με τον έρωτα δεν συμπορευτήκαμε ποτέ. Ηταν πάντοτε σε δεύτερη μοίρα στη ζωή μου. Σιγά-σιγά βέβαια ανακαλύπτεις πως το νόημα της ζωής δεν είναι μόνο η καριέρα αλλά κι άλλα πράγματα, όπως ο έρωτας…». Και τον βρήκε στα μουσικά βραβεία MAD του 2010, όπου γνωρίστηκε με τη Ζέτα Μακρυπούλια.

Στη σχέση του με τη Δέσποινα Ολυμπίου ήταν πάντα φευγάτος. «Ημουν σε άλλη φάση», λέει συχνά
Εκτοτε οι δυο τους συνηθίζουν να γιορτάζουν τη συγκεκριμένη ημέρα του Ιουνίου ως μέρα γνωριμίας. Είναι η πρώτη φορά που ο Μιχάλης θα βάλει την καριέρα σε δεύτερη μοίρα στη ζωή του. Και θα αφεθεί. Πρωτόγνωρα για εκείνον, τον άλλοτε μεθοδικό, χωρίς δεύτερες σκέψεις.
Η Ζέτα, όπως παραδέχονται όλοι όσοι τους ξέρουν, θα φέρει αλλαγές στη ζωή του Μιχάλη που δεν φανταζόταν κανείς μέχρι τότε: Ξεκίνησε να ξυπνάει νωρίς, να τρέφεται υγιεινά και σωστά -συνήθως του μαγειρεύει η ίδια η Ζέτα-, να γυμνάζεται, να αποβάλλει από τη ζωή του ανθρώπους και παρέες που ίσως να του θύμιζαν μια άλλη εποχή της ζωής του, πιο «σκοτεινή» και σίγουρα πολύ μοναχική. Από την άλλη, όμως, η καριέρα του έδειχνε να μην πηγαίνει και τόσο καλά, «αποτέλεσμα της γενικότερης παρακμής της ελληνικής δισκογραφίας», ισχυρίζονται κάποιοι. Τα τραγούδια του δεν κατάφερναν να παραμένουν για πολύ καιρό στην πρώτη θέση των ραδιοφωνικών air plays, τα CDs του δεν πουλούσαν όπως παλιά, σε κάποιες συναυλίες του υπήρχαν και αδιάθετα εισιτήρια (κάτι αδιανόητο 10 χρόνια πριν). Κάποιοι επεσήμαιναν και την έλλειψη της ίδιας μουσικής έμπνευσης στα τραγούδια που πλέον έγραφε: «Ολες οι επιλογές μου ήταν απόρροια μιας στάσης ζωής. Εχει υπάρξει περίοδος την οποία αν μπορούσα να την αλλάξω υφολογικά, θα το έκανα. Δεν ήμουν εγώ, συμπεριφερόμουν αλλιώς, δεν ήμουν εκείνος που μεγάλωσαν η μάνα και ο πατέρας μου. Εκεί έκανα λάθη και λάθος επιλογές, λάθος συνεργασίες, λάθος συναναστροφές», έχει παραδεχτεί και ο ίδιος. Από την άλλη, όμως, ο Μιχάλης ίσως απλά να έχει μεγαλώσει. Οπως έχει δικαίωμα και στο λάθος.

Κάθε εμφάνιση του λαμπερού ζεύγους αποτελεί είδηση - ιδιαίτερα όταν πρόκειται για καυτά φιλιά στην πίστα ή  τρυφερά ενσταντανέ στην παραλία
Σήμερα ο Μιχάλης είναι πια 35 χρόνων (στις 5 Νοεμβρίου θα γίνει 36). Και το μόνο που δεν έκανε μέχρι σήμερα στη ζωή του ήταν να πουλήσει φτηνά κάτι από τον πολύτιμο εαυτό του. Έκανε όμως άλλα λάθη. Όπως ο χειρισμός της προσωπικής του σχέσης με τη Ζέτα Μακρυπούλια, που πότε θύμιζε κρυφτούλι με τα μίντια και πότε δημόσιες παραδοχές του «τόσο-όσο» και πάντα στρογγυλοποιημένες, αφήνοντας μια γεύση αμηχανίας στο απρόσωπο κοινό που παρακολουθεί αδηφάγα. Ο μέχρι τότε σταρ-μύθος για τους θαυμαστές, εκείνος που απλώς προκαλούσε υστερία και μόνο με τη μουσική του αφήνοντας ελάχιστες χαραμάδες ανοιχτές για όσους αρέσκονται στις ιστορίες κρεβατοκάμαρας, ξαφνικά έκανε δηλώσεις χαμογελαστός σαν άγουρος ερωτευμένος που έχει έτοιμες στο κουτάκι τις βέρες.

Μόνο που η εικόνα του σταρ-μύθου άρχισε να φέρνει σε εκείνη ενός κοινού «αρραβωνιάρη». Για κάποιους πιο ειδικούς στον χειρισμό της δημόσιας εικόνας δημοφιλών καλλιτεχνών, τουλάχιστον όπως διδάσκει η μεγάλη αμερικανική σχολή του είδους που χειρίζεται σταρ μεγατόνων (που επίσης έχουν θαυμαστές και θαυμάστριες, όπως επίσης ερωτεύονται και παντρεύονται), το καλύτερο που έχει να κάνει ένας διάσημος όταν δεν μπορεί να αποφύγει την έκθεση της προσωπικής του ζωής είναι να μιλάει «κανονικά» γι’ αυτήν και όχι κρυμμένος πίσω από το δάχτυλό του. Και αντί με τα «ναι, είμαστε καλά μαζί», «ζούμε τη μαγεία της σχέσης μας, ευχαριστούμε» κ.τ.λ., θα ήταν ίσως προτιμότερο να πει π.χ. «μου αρέσει να τη βλέπω το πρωί να ξυπνάει, αλλά μου τη σπάει όταν χάνω συνεχώς τα πράγματά μου επειδή μονίμως τα τακτοποιεί». Ανώδυνες δηλαδή εικόνες ενός ερωτευμένου ζευγαριού που ταΐζει μέχρι ενός ορίου την αναπόφευκτη περιέργεια του κοινού χωρίς να την μπουκώνει. Σίγουρα πολύ προτιμότερο από τη στημένη κοινή φωτογραφία τους με τη Ζέτα να κρατάει από τη μία μια φέτα καρπούζι και από την άλλη το κινητό για να τη δημοσιοποιήσει. Ναι, ΟΚ, μπορεί κατά κάποιον τρόπο να ακυρώνεις έτσι τη δουλειά του παπαράτσο που βρίσκεται στο κατόπι σου -αλά Μενεγάκη-, αλλά από την άλλη η συγκεκριμένη τακτική είθισται σε wanna be celebrities και σταρλετίτσες και όχι σε καλλιτέχνες που παίζουν στην πρώτη γραμμή. Ο άλλος δρόμος είναι να μη λες τίποτα και να κόβεις μαχαίρι τη συζήτηση, οπότε αφήνεις μόνο τη μουσική σου να μιλάει, αφού άλλωστε λες ότι αυτό σε απασχολεί.

Τα χρυσά assets και τα πολιτικά φλερτ

Κανείς δεν γνωρίζει ακριβώς το μέγεθος της περιουσίας του Μιχάλη. Σίγουρα, πάντως, αυτό που δεν μπορούν να του καταλογίσουν οι «εχθροί» του είναι πως δεν δούλεψε σκληρά για ό,τι έχει σήμερα στην κατοχή του. Κυρίως έχοντας, σχεδόν από την αρχή της πορείας του, τη γνώση πως «το παραμύθι κάποτε τελειώνει». Και προνόησε. Πολύ σοφά.
Κάποιοι κάνουν λόγο για μεγάλη ακίνητη περιουσία (σε Σαντορίνη, Πάρο, Κύπρο, Εύβοια, Αράχοβα και Αθήνα), μεγάλα χρηματικά ποσά σε τράπεζες, ελληνικές και κυπριακές, αν και όπως παραδέχτηκε και ο ίδιος πρόσφατα, επηρεάστηκε και εκείνος από το κούρεμα καταθέσεων που πραγματοποιήθηκε στο νησί του επί προεδρίας του ανθρώπου που ο ίδιος είχε στηρίξει ανοιχτά με δηλώσεις του για την προεδρία της Κύπρου τον Νίκου Αναστασιάδη.

Το περίφημο «ζεμί» (Ζέτα - Μιχάλης)
ένα 18μετρο σκάφος αξίας 380.000 ευρώ που έκανε δώρο στη Ζέτα το 2012
Σε έλεγχο του ΣΔΟΕ διαπιστώθηκε ότι το σκάφος ήταν δηλωμένο ως επαγγελματικό προκειμένου να καταβάλλονται χαμηλότεροι φόροι 
Παρεμπιπτόντως, το «φλερτ» του με τους πολιτικούς δεν ήταν πρωτόγνωρο: λίγο καιρό πριν, τον Απρίλιο του 2012, είχε παραβρεθεί σε συνάντηση του Αντώνη Σαμαρά με ανθρώπους της τέχνης, ενώ ανάμεσα σε αυτούς που παραβρέθηκαν ήταν και ο άλλοτε σύντροφος της αγαπημένης του Ζέτας Μακρυπούλια, Αντώνης Ρέμος (σαν κακόγουστη φάρσα έμοιαζε εκείνη η συνάντηση των δύο παλιών συνεργατών) και παρόλο που ο ίδιος δηλώνει «δεν έχω σκοπό να ασχοληθώ με την πολιτική, δεν πιστεύω στους πολιτικούς. Πιστεύω ότι έχει ωριμάσει η εποχή και ότι θα μπορούσαμε πια να μιλάμε για μια μεγάλη κοινωνία των πολιτών και όχι για σκόρπιες και αποσπασματικές φωνές», έδινε σαφές μήνυμα ότι διαθέτει πολιτικό λόγο.

Ωστόσο, ο ντόρος που προκλήθηκε με το σκάφος του που μετά από έρευνα του ΣΔΟΕ βρέθηκε δηλωμένο ως επαγγελματικό για να αποφύγει τους φόρους θύμισε σε κάποιους πολιτικές νοοτροπίες μιας χαλαρής εποχής. Ο Μιχάλης Χατζηγιάννης, όμως, δεν είναι αλαζόνας, ο καλλιτέχνης που πάνω στο καλάμι του κόβει βόλτες στους αιθέρες αποκομμένος από όσα γίνονται γύρω του. «Είναι στενάχωρο και δυστυχές ότι κάποια πράγματα που θα ’πρεπε να θεωρούνται δεδομένα, να είναι τρόπος, φύση ζωής, να παλεύουμε για να τα κερδίσουμε. Παρ’ όλα αυτά σε εποχές ύφεσης, παρακμής, οριακών καταστάσεων φυσιολογικά ο άνθρωπος στρέφεται στην πνευματική καλλιέργεια. Αν ζεις μέσα στην πολυτέλεια και στην ευμάρεια, δεν μπορείς να καλλιεργήσεις το πνεύμα σου. Εχεις στραμμένο το βλέμμα αλλού, ξεχνιέσαι. Ισως λοιπόν και εξ ανάγκης είναι μια ευκαιρία να αναζητήσουμε τις πιο εσωτερικές επιθυμίες μας. Ισως να γίνεται κιόλας αυτόματα, λειτουργώντας σαν μια καθαρτική διαδικασία», είχε πει πρόσφατα στο «thema people» αναφερόμενος στην ακμή και την παρακμή, είτε αυτό είναι καριέρα είτε οικονομική ή προσωπική πτώχευση. Στο βάθος του, όμως, δεν είναι βέβαιο αν ο Μιχάλης αντιλαμβάνεται πια με τον ίδιο τρόπο την ευτυχία. Ή αν υπάρχει κάπου μία σχισμή. Η ιστορία με τη Ferrari ίσως τον κάνει να σκεφτεί πολλά από τη ζωή του, κάτι άλλωστε που ανέφερε και ο ίδιος κάποτε σε συνέντευξή του: «Μια τραυματική εμπειρία μπορεί να πυροδοτήσει τη σκέψη σου!».
Και ίσως μέσα του πάντα να γνώριζε πως στο καφεστιατόριο «Sugar», αυτό που κάποτε άνοιξε στο κέντρο της Λευκωσίας, εκείνο που τελικά να είχε σημασία ήταν μόνο η γεύση του «Ρένας μαχαλεπί» που έφτιαχνε η ίδια του η μάνα, το παραδοσιακό κυπριακό γλυκό που λάτρευε και ο ίδιος να τρώει από τα χέρια της. Ολα τα άλλα -ισολογισμοί, εισπράξεις, κέρδη, ζημιές- μπορεί εντέλει να του ήταν στην πραγματικότητα τελείως περιττά. Μόνο που αποφάσισε να τα ξεφορτωθεί με τον λάθος τρόπο.

«Χέρια ψηλά» από ΣΔΟΕ και ΕΛ.ΑΣ.Το πανάκριβο σκάφος «ζεμί», η συναυλία της Ρόδου με αυτόγραφα αντί για θεωρημένα εισιτήρια και η δήλωση για τη Ferrari

Το σκάφος, τα αυτόγραφα και προσφάτως η Ferrari: οι τρεις διαφορετικές υποθέσεις για τις οποίες ο Μιχάλης Χατζηγιάννης βρέθηκε αντιμέτωπος με τις Αρχές τα δύο τελευταία χρόνια.

Είτε πρόκειται για λανθασμένες εκτιμήσεις είτε για ηθελημένες πλάγιες τακτικές για πονηρούς σκοπούς, σημασία έχει ότι ο δημοφιλής τραγουδιστής βρίσκεται από το 2012 στο στόχαστρο του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (ΣΔΟΕ), εσχάτως και της Αστυνομίας, πλήττοντας σοβαρά την εικόνα του - κι αυτή είναι η ελάχιστη μέχρι στιγμής συνέπεια.
Η δήλωση στην Αστυνομία ότι από τη  Ferrari 4.300 κυβικών εκλάπησαν οι πινακίδες βάζει σε μεγάλους μπελάδες τον δημοφιλή ερμηνευτή. Οπως λένε καλά πληροφορημένες πηγές, τα βλέμματα των «Ράμπο» του ΣΔΟΕ έχουν στραφεί πάνω του βάζοντας και πάλι στο μικροσκόπιο τα οικονομικά και φορολογικά του ανοίγματα. Σε πρώτη φάση ο Μιχάλης Χατζηγιάννης πρέπει να λύσει τις διαφορές του με τη Δικαιοσύνη και να εξηγήσει γιατί έβαλε τον λογιστή του να πάει στο Τμήμα Ασφαλείας της Γλυφάδας και να καταγγείλει ψευδώς ότι από το κόκκινο σπορ αυτοκίνητο, αξίας εκατοντάδων χιλιάδων ευρώ, άγνωστοι αφαίρεσαν τις ελληνικές πινακίδες. Ο ίδιος μέσω του δικηγόρου του δηλώνει ότι όλα είναι μια παρανόηση και ότι το ζήτημα θα λυθεί σύντομα. Είναι η τρίτη φορά που το όνομά του εμπλέκεται σε φορολογικές παρατυπίες, αφού είχαν προηγηθεί η υπόθεση με το σκάφος που δήλωνε ως επαγγελματικό, αλλά και μία συναυλία που έδωσε στη Ρόδο όπου, αντί να κόβονται θεωρημένα εισιτήρια, οι διοργανωτές έκοβαν... αυτόγραφα.

Σε μάντρα της Γλυφάδας

Τους τελευταίους μήνες η πανάκριβη Ferrari που ο τραγουδιστής αγόρασε το 2008 από εισαγωγέα βρισκόταν ακινητοποιημένη σε αντιπροσωπία αυτοκινήτων μέχρι να βρεθεί αγοραστής. Μέχρι που πριν από λίγες ημέρες βρέθηκε ο άνθρωπος που θα έδινε 70.000 ευρώ για να αγοράσει το σπορ αυτοκίνητο. Μόνο που η Ferrari που ήταν στο όνομα της εταιρείας του Μιχάλη Χατζηγιάννη είχε παρακράτηση κυριότητας, αφού ο τραγουδιστής δεν είχε αποπληρώσει όλο το οφειλόμενο ποσό προκειμένου για την άρση της.
Η προτεινόμενη λύση ήταν εκείνη που έστειλε τον τραγουδιστή και τον λογιστή του στον εισαγγελέα με την κατηγορία της ψευδούς καταγγελίας. Στις αρχές της εβδομάδας ο λογιστής της εταιρείας M2 ART, ιδιοκτησίας Μιχάλη Χατζηγιάννη, επισκέφθηκε το Τμήμα Ασφαλείας Γλυφάδας και δήλωσε στον αξιωματικό υπηρεσίας ότι «στις 24-25 Αυγούστου κι ενώ το αυτοκίνητο ήταν παρκαρισμένο στη Γλυφάδα, εκλάπησαν οι πινακίδες του». Οι αστυνομικοί ύστερα από έρευνα στην αντιπροσωπία της λεωφόρου Μεσογείων στην Αγία Παρασκευή έμειναν έκπληκτοι όταν διαπίστωσαν ότι οι πινακίδες της Ferrari όχι μόνο δεν είχαν κλαπεί, αλλά το σπορ αυτοκίνητο τις φορούσε κανονικά. Για ποιο λόγο άραγε ο τραγουδιστής πήγε να καταγγείλει ότι οι πινακίδες της Ferrari είχαν κάνει φτερά; Ο πιο προφανής είναι ότι ήθελε να εκδώσει νέες πινακίδες και νέα άδεια κυκλοφορίας προκειμένου να «καθαρίσει» το αυτοκίνητο από τα οικονομικά βάρη και να πουληθεί χωρίς να χρειαστεί να πληρώσει τους φόρους παρακράτησης. Σημασία έχει ότι τόσο στον Μιχάλη Χατζηγιάννη όσο και στον λογιστή του ασκήθηκε ποινική δίωξη για ψευδή αναφορά στις Αρχές, για τέλεση αξιόποινης πράξης, ενώ η υπόθεση ερευνάται.

Παρκαρισμένη στη Γλυφάδα παραμένει η Ferrari
Στις αρχές του 2012, μία ακόμη ιστορία με φόντο τα φορολογικά έμπλεξε τον δημοφιλή τραγουδιστή σε φουρτούνες, αφού φερόταν να έχει αγοράσει από ιδιώτη στη Γλυφάδα ένα 18μετρο σκάφος αξίας 380.000 ευρώ. Ηταν, όπως λέγεται, μια κίνηση αβρότητας προς τη σύντροφό του Ζέτα Μακρυπούλια καθώς βάφτισε το πανάκριβο σκάφος «ζεμί», ονομασία που προκύπτει από τις πρώτες συλλαβές των ονομάτων του ζευγαριού. Μόνο που σε έλεγχο του ΣΔΟΕ διαπιστώθηκε ότι το σκάφος ήταν δηλωμένο ως επαγγελματικό - τακτική που συνηθίζεται από ιδιώτες προκειμένου να καταβάλλονται χαμηλότεροι φόροι. Μετά από συνεχείς πιέσεις των ελεγκτών του ΣΔΟΕ και τον κλοιό που έβλεπε να σφίγγει γύρω του, ο Μιχάλης Χατζηγιάννης αναγκάστηκε αρχικά να καταβάλει 150.000 ευρώ για να τακτοποιήσει μέρος των οφειλών του.  Τότε, αν και το σκάφος είχε δεσμευτεί μέχρι να ξεκαθαριστεί το ιδιοκτησιακό καθεστώς, οι πληροφορίες έλεγαν πως ο τραγουδιστής είχε πετύχει να του επιτραπεί να εξακολουθεί να το χρησιμοποιεί και να οργώνει το Αιγαίο μέχρι που τελικά πλήρωσε όλους τους φόρους και τα πρόστιμα για να σηκώσει και πάλι άγκυρα ανενόχλητος από την τσιμπίδα του νόμου.
Πλήρωναν για αυτόγραφο

4.000 άτομα συγκεντρώθηκαν το βράδυ της 5ης Αυγούστου του 2013 στο Δημοτικό Στάδιο της Ρόδου για να παρακολουθήσουν συναυλία του Μιχάλη Χατζηγιάννη με το αντίτιμο των 15 ευρώ το άτομο. Απορημένοι κάποιοι από τους παρευρισκόμενους διαπίστωσαν πως, αντί για θεωρημένα από την Εφορία εισιτήρια, οι διοργανωτές έκοβαν αυτόγραφα του δημοφιλούς καλλιτέχνη. Την εκδήλωση διοργάνωσε ο Πολιτιστικός Σύλλογος Εμπωνα Αρχαγγέλου Ρόδου προκειμένου να ενισχυθεί οικονομικά. Oι ελεγκτές του ΣΔΟΕ, όμως,  ζήτησαν να μάθουν και πού πήγαν τα έσοδα από τη συναυλία.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αρχειοθήκη ιστολογίου