Δευτέρα 21 Ιουλίου 2014

Μάνος Βαφειάδης:Ο άνθρωπος πίσω από τα παιδικά σουξέ

Πατέρας του Xana Zoo, δημιουργός της Χοραλίας, εμπνευστής των Ζουζουνιών. Ο αφανής ήρωας των παιδικών επιτυχιών μιλά για τους δικούς του παιδικούς ήρωες, αλλά και για το πώς είναι να συνυπάρχεις και να συνδιαλέγεσαι καθημερινά με «υπερβατικούς» Κάστορες, Καμήλες, Πάντα, Αστακούς και Καναρίνια Μεγάλωσε με Beatles, Rolling Stones και Led Zeppelin. Ο παιδικός του ήρωας ήταν ο Γιώργος Θαλάσσης. Είναι αυτοδίδακτος στην κιθάρα και ασχολείται με ψυχαναγκαστική ευλάβεια και απολύτως χειρωνακτικά με κάθε πτυχή των μουσικών projects του. Ξεκίνησε να γράφει παιδικά τραγούδια χάρη στον σκύλο του τον Πλάτωνα. Φέτος το καλοκαίρι θα βρεθεί σε 50 μικρότερα ή μεγαλύτερα θέατρα σε όλη την Ελλάδα, ταξιδεύοντας παρέα με τους ήρωές του: τον Αστακό, τον Σκαντζόχοιρο, την Καμήλα, το Καναρίνι, το Πάντα. Οι παραπάνω προτάσεις θα μπορούσαν να είναι ένα κατατοπιστικό μικρό βιογραφικό για τον Μάνο Βαφειάδη. Εκτός κι αν κανείς προτιμά το συντομότερο, μα εξίσου επεξηγηματικό προσδιορισμό «δημιουργός παιδικών σουξέ».
Ο Μάνος Βαφειάδης, ο τύπος με την ψηλόλιγνη σιλουέτα, τα σοφιστικέ γυαλιά μυωπίας και την ευγένεια στην εκφορά του λόγου αλλά και τη σωματικότητά του είναι ο άνθρωπος που θα βρει κανείς αν σκαλίσει κάτω από την επιφάνεια παιδικών ηρώων-τραγουδιών-μουσικών συλλογών-παραμυθιών-χρυσών και πλατινένιων άλμπουμ την τελευταία δεκαπενταετία. Ζουζούνια, Candy Girls, Mazoo & The Zoo, Χοραλία, Xana Zoo είναι μόνο μερικά στιγμιότυπα από την -καταφανώς αναπτυγμένη- φαντασία του, τα οποία δεν αποτυπώθηκαν απλώς σε δίσκους οπτικής ανάγνωσης ή σελίδες από χαρτί, αλλά εντυπώθηκαν, με έναν ανεξήγητο, υπερφυσικό τρόπο, στο συλλογικό ασυνείδητο. Οπως ακριβώς συμβαίνει στα παραμύθια.
Το πρώτο πράγμα που μου λέει όταν συναντιόμαστε στα γραφεία της νέας δισκογραφικής στέγης του, της Heaven Music, από την οποία κυκλοφορεί και το πιο πρόσφατο κεφάλαιο της παιδικής εποποιίας του, το «Xanazoo Πάντα», είναι ο ενθουσιασμός του για τη μουσική παράσταση με την οποία περιοδεύει φέτος το καλοκαίρι. «Πρέπει να δεις πώς κάνουν τα πιτσιρίκια για να το πιστέψεις. Είναι σαν να βλέπεις το κοινό των Beatles. Χτυπιούνται ακούγοντας τον Αστακό ή την Πάπια». Οταν ο ίδιος ήταν μικρός θυμάται τον εαυτό του να παίζει σε αλάνες μπάλα και κυνηγητό, όμως καμία χαρά, όπως αφηγείται, δεν συγκρίνεται με εκείνη που του έδινε η στιγμή που δανειζόταν μια κιθάρα από ένα γειτονόπουλό του. Θυμάται ακόμη τη μητέρα του που άκουγε συνέχεια ραδιόφωνο.
Η ενασχόλησή του με τη μουσική έμοιαζε μάλλον προδιαγεγραμμένη. Μεγαλώνοντας έπαιξε επαγγελματικά σε ροκ και τζαζ μπάντες, συνέθεσε πρωτότυπη μουσική για τηλεοπτικές σειρές. «Είχα δουλέψει και σε σκυλάδικο, κανονικό σκυλάδικο, όταν ήμουν στρατιώτης. Πηγαίναμε και παίζαμε εκ περιτροπής. Οποιος είχε άδεια, έβγαινε και έπαιζε», θυμάται γελώντας.

Τα Ζουζούνια ήρθαν τυχαία
Με τα παιδικά τραγούδια ασχολήθηκε τυχαία. Λέει πως ήταν η περίοδος που μεταγλώττιζε μια αγγλόφωνη παιδική σειρά ονόματι «Μικροί κύριοι, μικρές κυρίες». Εκείνο που τον κέντρισε ήταν ότι έπρεπε να τα κάνει όλα μόνος του. Σε μια εποχή μάλιστα που η μουσική τεχνολογία κάθε άλλο παρά λυμένα είχε τα χέρια του δημιουργού. «Πολύ βασική για μένα ήταν μάλλον η πρώτη κυκλοφορία των Ζουζουνιών. Είχε μέσα το “Αχ Κουνελάκι”, το οποίο είναι το αγαπημένο μου track. Σκέφτομαι ότι η μουσική προσέγγιση που έκανα στο τραγούδι, με τα τύμπανα και τις κιθάρες, δεν είχε ξαναγίνει. Αν κάποιος έβγαζε τις παιδικές φωνές και άκουγε μόνο τη μουσική, δεν θα καταλάβαινε από την ενορχήστρωση ότι ήταν ένα τραγούδι απευθυνόμενο σε παιδιά. Αυτό με κέντρισε». Στην κουβέντα μας επανέρχεται συχνά η λέξη «ίντριγκα» και η φράση «έκανα την πλάκα μου». Η πρώτη όταν λέει πως οι ήρωες του Xana Zoo, τα ζωάκια δηλαδή, δημιουργούν μεταξύ τους σχέσεις, ακόμη και ίντριγκες, θέλοντας να εξηγήσει έτσι το μεγάλο «γιατί» της απήχησής τους. Οσο για τη δεύτερη, δεν τη χρησιμοποιεί για να υπονοήσει χαλαρότητα, ελαφράδα ή ευκολία στη δημιουργία, αλλά για να καταδείξει τη χαρά και την απλότητα του να κάνεις την ασχολία του ελεύθερου χρόνου σου δουλειά με αντίκρισμα και ανταπόκριση.
«Γενικά έγραφα μουσικές που δεν είχαν σκοπό την εμπορική απήχηση. Θυμάμαι το τραγούδι που έγραψα για τον σκύλο μου, τον Πλάτωνα. Μετά έγραψα ένα ακόμα για το καναρίνι μου, Θανάση τον έλεγαν, όμως τον είπα Σοφοκλή, γιατί εκείνο το καλοκαίρι έβλεπα μπάσκετ και είχα επηρεαστεί από τον Σοφοκλή Σχορτσιανίτη. Οταν, λοιπόν, πήγαινα στο στούντιο να ηχογραφήσω τα κομμάτια με ρωτούσαν όλοι: “Τι είναι αυτά, ρε Μάνο;”. Τους απαντούσα ότι δεν επρόκειτο για κάποιο project. “Τι λες; Αυτό είναι το καλύτερο απ’ όλα”, απαντούσαν, “τρελός είσαι;”. Οταν, λοιπόν, μαζεύτηκαν τα tracks, είπα “ΟΚ, να το τελειώσω”. Ετσι ξεκίνησε το Mazoo & The Zoo. Από την αγάπη μου για τον σκύλο μου τον Πλάτωνα βγήκε και βρήκε αυτή την απίστευτη αποδοχή. Δεν μπαίνω στην ίντριγκα των πωλήσεων, αλλά στην αγάπη που εισέπραξε. Μένω στην αγάπη γιατί είναι σημαντικό να σκέφτεσαι ότι σε ένα σπίτι, μια οικογένεια παίζει και χορεύει με τα τραγούδια σου ή ότι ένα παιδί τρώει τη φρουτόκρεμά του ακούγοντας τη μουσική σου. Είναι μεγάλη πρόκληση ότι αυτοί οι άνθρωποι περιμένουν κάτι ακόμη από σένα. Ετσι πήγε μόνο του το πράγμα, δεν το κυνήγησα εμπορικά. Κάποιοι φυσικά και χαίρονταν με τις πωλήσεις, τα χρυσά και τα πλατινένια CD, αλλά πάντοτε για μένα όλο αυτό ήταν μια πλάκα, η διασκέδασή μου», εξηγεί.

«Ζωή σαν ευλογία»
Ο Βαφειάδης παρομοιάζει με ευλογία αυτό που ζει. Το χαρακτηρίζει ως την πιο ευτυχισμένη περίοδο της ζωής του, η οποία σηματοδοτείται χρονικά από τη μέρα που καταπιάστηκε με τα παιδικά τραγούδια και τις ιστορίες. Μιλά με ενθουσιασμό για τις ανθρώπινες σχέσεις, για αυτή τη μεγάλη οικογένεια που δημιουργήθηκε μέσα από τα projects του. Λέει σχεδόν συγκινημένος για τα προσκλητήρια γάμου που λαμβάνει σήμερα από τους πάλαι ποτέ λιλιπούτειους πρωταγωνιστές των Ζουζουνιών, ενώ επιστρέφει εμφατικά ξανά και ξανά στην Τερέζα Σάσσου, η οποία έχει ταυτιστεί περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο με τα τραγούδια του. Ωστόσο, όπως ούτε για τους ήρωές του είναι όλα ανάλαφρα σε απαλούς ροζ ή ξέγνοιαστα γαλάζιους χρωματισμούς, έτσι δεν είναι και για τον ίδιο. «Οταν σταμάτησα να συνεργάζομαι με τη Legend ξεκίνησε μια επώδυνη περίοδος τριών-τεσσάρων μηνών που δεν θέλω καν να τη θυμάμαι. Δεν ήμουν παραγωγικός, δεν έγραφα τραγούδια. Εμένα αυτό με προσδιορίζει. Θυμάμαι ότι από τότε που ήταν πολύ μικρός ο γιος μου έκανα αυτή τη δουλειά, του έγραφα τραγουδάκια. Ηταν, όμως, πάνω από τρεις-τέσσερις μήνες τότε που δεν έγραψα τίποτα. Και δεν μετρώ σε απόλυτους αριθμούς. Αλλωστε όσα γράφω, τα γράφω όποτε μου ’ρχονται. Πολλές φορές αναρωτιέμαι αν τα γράφω εγώ ή γράφονται μόνα τους. Εχει μεγάλη σημασία αυτό. Γιατί έχει να κάνει και με τις σχέσεις μου. Αν θα μιλήσω με κάποιον ο οποίος είναι μες στις μπίζνες αυτές κι έχω να κάνω κάποιο deal, αισθάνομαι ότι για μένα μιλάνε οι ήρωές μου, ο Σκαντζόχοιρος, για παράδειγμα. Ή μια οικογένεια στο Διδυμότειχο που ακούει τα τραγούδια. Αυτοί οδηγούν το project. Εγώ απλώς ακολουθώ», επισημαίνει. Από ταπεινότητα; Μάλλον όχι. Είναι απότοκο της βαθιάς γνώσης -και της γενναιοδωρίας- του δημιουργού που αναγνωρίζει την αυτονόμηση του έργου του από τη στιγμή που φεύγει από τα χέρια του. Εξάλλου, ο ίδιος επιμένει πως καθένας είναι ελεύθερος να καταλάβει και να ερμηνεύσει τα τραγούδια του με τον τρόπο που θέλει. Κυρίως τα παιδιά. Εκείνα που κατά το κλισέ θεωρούνται το πιο απαιτητικό κοινό. Τελειώνοντας την απομαγνητοφώνηση της κουβέντας μας, συνειδητοποιώ ακριβώς αυτό: ότι δεν έχει μιλήσει για εύκολο ή δύσκολο κοινό, αλλά απλώς για κοινό. Και αυτό από μόνο του μαρτυρά την τίμια, ουσιαστική προσέγγιση, τη δική του αλήθεια.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αρχειοθήκη ιστολογίου