Σε διάλογο την Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων καλεί ο Βασ. Αλεξανδρής.Ο πρόεδρος του ΔΣΑ αποδίδει ανακρίβεια σε ανακοίνωση της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων για την δίκη για τις μίζες.Ο πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών Βασίλης Αλεξανδρής σε μακροσκελή δήλωσή του υπογραμμίζει ότι η ανακοίνωση της Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων σχετικά με την δίκη (Β’ Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών) για την υπόθεση ξεπλύματος μαύρου χρήματος από τα εξοπλιστικά με κατηγορούμενο τον πρώην υπουργό Εσωτερικών της Κύπρου, Ντίνο Μιχαηλίδη και ο γιο του Μιχαήλ «στηρίζεται σε ανακριβή δεδομένα».
Με αποτέλεσμα, συνεχίζει ο κ. Αλεξανδρής, να οδηγείται έτσι η ΕΔΕ «σε εσφαλμένα συμπεράσματα για τους υπαιτίους των προβλημάτων που έχουν δημιουργηθεί αλλά και για τα μέσα της θεραπείας τους».Ακόμη, ο πρόεδρος του ΔΣΑ εμμέσως πλήν σαφώς αποδίδει ευθύνες στην πρόεδρο του δικαστηρίου, Μαρία Λεπενιώτη και καταγράφει τα επτά εσφαλμένα δεδομένα κατά την άποψή του στην διαδρομή της αντιπαράθεσης.
Κατόπιν αυτών ο κ. Αλεξανδρής καταλήγει: «Ο ΔΣΑ και τα μέλη του επιθυμούν, όπως και οι δικαστές και οι εισαγγελείς, την ομαλή και δίκαιη διεξαγωγή των δικών. Ο λόγος που η επίμαχη δίκη δεν έχει προχωρήσει, είναι η πείσμων και αντίθετη προς το νόμο άρνηση του δικαστηρίου να αναβάλει, ήδη από τις 12 Ιουνίου, την δίκη για τον επόμενο μήνα, όπως ζήτησαν οι απέχοντες συνήγοροι, και η αλυσιτελής προσπάθεια να διεξαγάγει την δίκη με αυτεπαγγέλτως διαδοχικά διοριζόμενους συνηγόρους ή, ακόμη χειρότερα, χωρίς καθόλου συνηγόρους.
Ο ΔΣΑ είναι αρωγός στην επιδίωξη της Πολιτείας να εκδικάζονται οι εκκρεμείς ποινικές υποθέσεις χωρίς καθυστέρηση. Πιο σημαντική, όμως, από την ταχεία διεξαγωγή των δικών είναι η τήρηση των εγγυήσεων του κράτους δικαίου και η διασφάλιση των θεμελιωδών δικαιωμάτων των κατηγορουμένων πολιτών, με πρώτιστο αυτό της αποτελεσματικής υπεράσπισης».
Τέλος, ο κ. Αλεξανδρής καλεί σε ουσιαστικό διάλογο την Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων «για να επιλυθούν με καλή πίστη τα προβλήματα που έχουν ανακύψει προς όφελος της Δικαιοσύνης και των Ελλήνων πολιτών που οφείλουμε άπαντες να υπηρετούμε».
Το πλήρες κείμενο της δήλωσης του προέδρου του ΔΣΑ έχει ως εξής:
«Με ανακοίνωση της 25-7-2014 η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων (ΕΔΕ) απαντά στις δύο ανακοινώσεις του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών (ΔΣΑ) με ημερομηνία 15.7. και 24.7.2014 που αφορούν την δίκη που διεξάγεται στο Β’ Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών.
Η ανακοίνωση της ΕΔΕ στηρίζεται σε ανακριβή δεδομένα για τη μέχρι τώρα διαδικασία και οδηγείται έτσι σε εσφαλμένα συμπεράσματα για τους υπαιτίους των προβλημάτων που έχουν δημιουργηθεί αλλά και για τα μέσα της θεραπείας τους.
2) Επειδή ακριβώς δεν είχε γίνει έναρξη της συζήτησης της υπόθεσης, στη δεύτερη μετά διακοπήν συνεδρίαση της 10.6.2014, το δικαστήριο εξέδωσε απόφαση, με την οποία διέκοψε τη δίκη για την 12.6.2014, προκειμένου οι συνήγοροι να λάβουν άδεια από τον ΔΣΑ για να παραστούν στην διαδικασία. Με την απόφαση αυτή το δικαστήριο δέχτηκε ότι η υπόθεση εμπίπτει στην απόφαση του ΔΣΑ και της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων περί αποχής των δικηγόρων στην δεύτερη μετά διακοπή συνεδρίαση των δικαστηρίων για τις υποθέσεις των οποίων δεν έχει αρχίσει η εκδίκαση.
3) Οι συνήγοροι των κατηγορουμένων υπέβαλαν την 11.6.2014 αιτήσεις στον ΔΣΑ για να τους χορηγηθεί άδεια να παραστούν στη διαδικασία. Ο ΔΣΑ απέρριψε τις αιτήσεις αυτές, διότι δεν συνέτρεχε λόγος κατ’ εξαίρεση χορηγήσεως άδειας παραστάσεως. Πράγματι, δεν επέκειτο συμπλήρωση της παραγραφής των πράξεων που αποδίδονται στους κατηγορουμένους ούτε συμπλήρωσης των ανωτάτων ορίων της προσωρινής κράτησης, αφού για τους δύο κατηγορουμένους που κρατούνται, το 18μηνο συμπληρώνεται τον Μάρτιο του έτους 2015. Σημειωτέον ότι πρόκειται για δίκη με τέσσερις μόνο μάρτυρες κατηγορίας, ώστε η διάρκειά της να μην αναμένεται να είναι μακρά. Οι συνήγοροι των κατηγορουμένων δήλωσαν μετά ταύτα ότι απέχουν από τα καθήκοντά τους, συμμορφούμενοι με τη σχετική απόφαση του ΔΣΑ. Τούτο όφειλαν να πράξουν οι συνήγοροι, αφού ο ΔΣΑ είχε απορρίψει, ορθώς, την αίτησή τους να τους χορηγηθεί άδεια παραστάσεως στη δίκη.
4) Η απόφαση των Δικηγορικών Συλλόγων της χώρας περί αποχής από τη δεύτερη μετά διακοπήν συνεδρίαση εφαρμόζεται σε όλες τις περιπτώσεις, ανεξαρτήτως του αριθμού των υποθέσεων που εισάγονται προς εκδίκαση. Από την αποχή λοιπόν δεν εξαιρούνται, υπό το ισχύον καθεστώς, οι υποθέσεις που εισάγονται μόνες τους προς εκδίκαση, όπως αναφέρεται στην ανακοίνωση της ΕΔΕ. Αν η ΕΔΕ ή άλλοι ενδιαφερόμενοι θεωρούν ότι η απόφαση της Ολομέλειας των Δικηγορικών Συλλόγων πρέπει να τροποποιηθεί στο σημείο αυτό, ώστε να εξαιρούνται της αποχής οι υποθέσεις που είναι οι μοναδικές στο έκθεμα, μπορούν να υποβάλλουν τις αιτιολογημένες προτάσεις και απόψεις τους, οι οποίες θα μελετηθούν με προσοχή.
5) Η αποχή των δικηγόρων αποτελεί νόμιμο και υποχρεωτικό λόγο αναβολής των υποθέσεων σύμφωνα με το άρθρο 349 παρ. 7 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Η δήλωση των συνηγόρων ότι απέχουν τηρώντας την απόφαση του Δικηγορικού Συλλόγου στον οποίο ανήκουν, αποτελεί, επομένως, συμμόρφωση σε νόμιμη υποχρέωσή τους. Οι συνήγοροι ζήτησαν από το δικαστήριο στις 12.6.2014 να αναβληθεί η συζήτηση της υπόθεσης για τον επόμενο, μήνα με την αυτήν Προεδρεύουσα, όπως προβλέπει ο Ν. 4022/11 (άρθρο 4 παρ. 2). Το δικαστήριο εντούτοις απέρριψε το νόμιμο αυτό αίτημα και η Προεδρεύουσα προχώρησε στον αυτεπάγγελτο διορισμό συνηγόρων στους κατηγορουμένους, μολονότι αυτοί δεν στερούνται συνηγόρων της επιλογής τους. Οι δικηγόροι που διόρισε διαδοχικά η Προεδρεύουσα από τον κατάλογο της νομικής βοήθειας, δήλωσαν αδυναμία να ασκήσουν τα καθήκοντά τους. Τούτο είχαν υποχρέωση να πράξουν, δεδομένου ότι δεσμεύονται και αυτοί από την απόφαση περί αποχής και επιπλέον διότι οι συνήγοροι νομικής βοήθειας διορίζονται σε κατηγορουμένους που στερούνται συνηγόρου, πράγμα που δεν συμβαίνει εν προκειμένω. Γι’ αυτό η απόφαση του δικαστηρίου να διαβιβάσει τα πρακτικά της δίκης στην Εισαγγελία προκειμένου να διωχθούν για απείθεια οι τέσσερις δικηγόροι – μέλη του ΔΣΑ που δήλωσαν αδυναμία να ασκήσουν τα καθήκοντά τους, είναι αντίθετη προς το νόμο και αποτελεί εκδήλωση βαθύτατα αντιδικηγορικής συμπεριφοράς.
6) Η Προεδρεύουσα απέβαλε τέσσερις φορές παρά τον νόμο από την αίθουσα τον συνήγορο του πέμπτου κατηγορουμένου Θ. Σοφό, με την συνδρομή της αστυνομικής δύναμης. Ο Θ. Σοφός είχε δηλώσει ήδη από την πρώτη συνεδρίαση ότι εκπροσωπεί δια πληρεξουσίου τον πέμπτο κατηγορούμενο και το δικαστήριο δέχτηκε την δια πληρεξουσίου παράσταση του κατηγορουμένου αυτού. Όταν εντούτοις ο Θ. Σοφός δήλωσε ότι απέχει, όπως και οι συνήγοροι άλλων συγκρατουμένων, η Προεδρεύουσα δεν διόρισε στον πέμπτο κατηγορούμενο αυτεπαγγέλτως συνήγορο, όπως έπραξε για άλλους συγκατηγορουμένους, αλλά προχώρησε στην ερήμην του διεξαγωγή της δίκης. Την απολύτως δικαιολογημένη και νόμιμη προσπάθεια του Θ. Σοφού να επισημάνει με κόσμιο τρόπο τον παράνομο χαρακτήρα της ερήμην για τον εντολέα του διεξαγωγής της δίκης και να θεωρηθεί ο εντολέας του δικονομικώς παρών ώστε να έχει τα αντίστοιχα δικαιώματα, θεώρησε παρά τον νόμο η Προεδρεύουσα ως διατάραξη της συνεδρίασης και διέταξε τετράκις την αποβολή του από την αίθουσα, μολονότι αυτό ρητώς απαγορεύεται από τον νόμο (ΚΠΔ 36 παρ. 2).
7) Με τα ανωτέρω δεδομένα ο ΔΣΑ όφειλε να παρέμβει και να διαμαρτυρηθεί δημοσίως για τη μη σύννομη και εχθρική προς τους δικηγόρους συμπεριφορά της Προεδρεύουσας, η οποία είχε την κύρια ευθύνη για την διεξαγωγή της διαδικασίας με τον προπεριγραφόμενο απόλυτα αντικανονικό τρόπο. Μάλιστα, στην συνεδρίαση της 26.7.2014 το δικαστήριο, παρά την έκκληση του παρισταμένου Προέδρου του ΔΣΑ να τηρηθεί η νομιμότητα, έλαβε την εξοργιστική απόφαση να διεξαγάγει την δίκη χωρίς συνηγόρους, κάτι που δεν έχει συμβεί στην νεότερη δικαστική ιστορία ούτε στα χειρότερα τυραννικά καθεστώτα.
Ο ΔΣΑ και τα μέλη του επιθυμούν, όπως και οι δικαστές και οι εισαγγελείς, την ομαλή και δίκαιη διεξαγωγή των δικών. Ο λόγος που η επίμαχη δίκη δεν έχει προχωρήσει, είναι η πείσμων και αντίθετη προς το νόμο άρνηση του δικαστηρίου να αναβάλει, ήδη από τις 12 Ιουνίου, την δίκη για τον επόμενο μήνα, όπως ζήτησαν οι απέχοντες συνήγοροι, και η αλυσιτελής προσπάθεια να διεξαγάγει την δίκη με αυτεπαγγέλτως διαδοχικά διοριζόμενους συνηγόρους ή, ακόμη χειρότερα, χωρίς καθόλου συνηγόρους.
Ο ΔΣΑ είναι αρωγός στην επιδίωξη της Πολιτείας να εκδικάζονται οι εκκρεμείς ποινικές υποθέσεις χωρίς καθυστέρηση. Πιο σημαντική, όμως, από την ταχεία διεξαγωγή των δικών είναι η τήρηση των εγγυήσεων του κράτους δικαίου και η διασφάλιση των θεμελιωδών δικαιωμάτων των κατηγορουμένων πολιτών, με πρώτιστο αυτό της αποτελεσματικής υπεράσπισης.
Καλούμε γι’ αυτό την Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων σε ουσιαστικό διάλογο για να επιλυθούν με καλή πίστη τα προβλήματα που έχουν ανακύψει προς όφελος της Δικαιοσύνης και των Ελλήνων πολιτών που οφείλουμε άπαντες να υπηρετούμε».
Με αποτέλεσμα, συνεχίζει ο κ. Αλεξανδρής, να οδηγείται έτσι η ΕΔΕ «σε εσφαλμένα συμπεράσματα για τους υπαιτίους των προβλημάτων που έχουν δημιουργηθεί αλλά και για τα μέσα της θεραπείας τους».Ακόμη, ο πρόεδρος του ΔΣΑ εμμέσως πλήν σαφώς αποδίδει ευθύνες στην πρόεδρο του δικαστηρίου, Μαρία Λεπενιώτη και καταγράφει τα επτά εσφαλμένα δεδομένα κατά την άποψή του στην διαδρομή της αντιπαράθεσης.
Κατόπιν αυτών ο κ. Αλεξανδρής καταλήγει: «Ο ΔΣΑ και τα μέλη του επιθυμούν, όπως και οι δικαστές και οι εισαγγελείς, την ομαλή και δίκαιη διεξαγωγή των δικών. Ο λόγος που η επίμαχη δίκη δεν έχει προχωρήσει, είναι η πείσμων και αντίθετη προς το νόμο άρνηση του δικαστηρίου να αναβάλει, ήδη από τις 12 Ιουνίου, την δίκη για τον επόμενο μήνα, όπως ζήτησαν οι απέχοντες συνήγοροι, και η αλυσιτελής προσπάθεια να διεξαγάγει την δίκη με αυτεπαγγέλτως διαδοχικά διοριζόμενους συνηγόρους ή, ακόμη χειρότερα, χωρίς καθόλου συνηγόρους.
Ο ΔΣΑ είναι αρωγός στην επιδίωξη της Πολιτείας να εκδικάζονται οι εκκρεμείς ποινικές υποθέσεις χωρίς καθυστέρηση. Πιο σημαντική, όμως, από την ταχεία διεξαγωγή των δικών είναι η τήρηση των εγγυήσεων του κράτους δικαίου και η διασφάλιση των θεμελιωδών δικαιωμάτων των κατηγορουμένων πολιτών, με πρώτιστο αυτό της αποτελεσματικής υπεράσπισης».
Τέλος, ο κ. Αλεξανδρής καλεί σε ουσιαστικό διάλογο την Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων «για να επιλυθούν με καλή πίστη τα προβλήματα που έχουν ανακύψει προς όφελος της Δικαιοσύνης και των Ελλήνων πολιτών που οφείλουμε άπαντες να υπηρετούμε».
Το πλήρες κείμενο της δήλωσης του προέδρου του ΔΣΑ έχει ως εξής:
«Με ανακοίνωση της 25-7-2014 η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων (ΕΔΕ) απαντά στις δύο ανακοινώσεις του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών (ΔΣΑ) με ημερομηνία 15.7. και 24.7.2014 που αφορούν την δίκη που διεξάγεται στο Β’ Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών.
Η ανακοίνωση της ΕΔΕ στηρίζεται σε ανακριβή δεδομένα για τη μέχρι τώρα διαδικασία και οδηγείται έτσι σε εσφαλμένα συμπεράσματα για τους υπαιτίους των προβλημάτων που έχουν δημιουργηθεί αλλά και για τα μέσα της θεραπείας τους.
Ειδικότερα:
1) Δεν είναι ακριβές ότι στις δύο πρώτες συνεδριάσεις του δικαστηρίου της 2.5. και 12.5.2014 «είχε ήδη γίνει έναρξη της εκδίκασης της υπόθεσης» ούτε ότι «είχαν νομιμοποιηθεί» οι συνήγοροι υπεράσπισης των κατηγορουμένων. Αντιθέτως, δεν είχε γίνει ουσιαστική ούτε καν τυπική έναρξη της συζήτησης της υπόθεσης, δεδομένου ότι σε καμία από τις δύο πρώτες συνεδριάσεις δεν είχε γίνει νομιμοποίηση του πολιτικώς ενάγοντος Ελληνικού Δημοσίου (αυτή έγινε το πρώτον στην ένατη συνεδρίαση της 24.7.2014). Εξάλλου, δυο εκ των συνηγόρων υπεράσπισης ήταν απόντες λόγω παράστασής τους σε άλλες δίκες στις δύο πρώτες συνεδριάσεις του δικαστηρίου.2) Επειδή ακριβώς δεν είχε γίνει έναρξη της συζήτησης της υπόθεσης, στη δεύτερη μετά διακοπήν συνεδρίαση της 10.6.2014, το δικαστήριο εξέδωσε απόφαση, με την οποία διέκοψε τη δίκη για την 12.6.2014, προκειμένου οι συνήγοροι να λάβουν άδεια από τον ΔΣΑ για να παραστούν στην διαδικασία. Με την απόφαση αυτή το δικαστήριο δέχτηκε ότι η υπόθεση εμπίπτει στην απόφαση του ΔΣΑ και της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων περί αποχής των δικηγόρων στην δεύτερη μετά διακοπή συνεδρίαση των δικαστηρίων για τις υποθέσεις των οποίων δεν έχει αρχίσει η εκδίκαση.
3) Οι συνήγοροι των κατηγορουμένων υπέβαλαν την 11.6.2014 αιτήσεις στον ΔΣΑ για να τους χορηγηθεί άδεια να παραστούν στη διαδικασία. Ο ΔΣΑ απέρριψε τις αιτήσεις αυτές, διότι δεν συνέτρεχε λόγος κατ’ εξαίρεση χορηγήσεως άδειας παραστάσεως. Πράγματι, δεν επέκειτο συμπλήρωση της παραγραφής των πράξεων που αποδίδονται στους κατηγορουμένους ούτε συμπλήρωσης των ανωτάτων ορίων της προσωρινής κράτησης, αφού για τους δύο κατηγορουμένους που κρατούνται, το 18μηνο συμπληρώνεται τον Μάρτιο του έτους 2015. Σημειωτέον ότι πρόκειται για δίκη με τέσσερις μόνο μάρτυρες κατηγορίας, ώστε η διάρκειά της να μην αναμένεται να είναι μακρά. Οι συνήγοροι των κατηγορουμένων δήλωσαν μετά ταύτα ότι απέχουν από τα καθήκοντά τους, συμμορφούμενοι με τη σχετική απόφαση του ΔΣΑ. Τούτο όφειλαν να πράξουν οι συνήγοροι, αφού ο ΔΣΑ είχε απορρίψει, ορθώς, την αίτησή τους να τους χορηγηθεί άδεια παραστάσεως στη δίκη.
4) Η απόφαση των Δικηγορικών Συλλόγων της χώρας περί αποχής από τη δεύτερη μετά διακοπήν συνεδρίαση εφαρμόζεται σε όλες τις περιπτώσεις, ανεξαρτήτως του αριθμού των υποθέσεων που εισάγονται προς εκδίκαση. Από την αποχή λοιπόν δεν εξαιρούνται, υπό το ισχύον καθεστώς, οι υποθέσεις που εισάγονται μόνες τους προς εκδίκαση, όπως αναφέρεται στην ανακοίνωση της ΕΔΕ. Αν η ΕΔΕ ή άλλοι ενδιαφερόμενοι θεωρούν ότι η απόφαση της Ολομέλειας των Δικηγορικών Συλλόγων πρέπει να τροποποιηθεί στο σημείο αυτό, ώστε να εξαιρούνται της αποχής οι υποθέσεις που είναι οι μοναδικές στο έκθεμα, μπορούν να υποβάλλουν τις αιτιολογημένες προτάσεις και απόψεις τους, οι οποίες θα μελετηθούν με προσοχή.
5) Η αποχή των δικηγόρων αποτελεί νόμιμο και υποχρεωτικό λόγο αναβολής των υποθέσεων σύμφωνα με το άρθρο 349 παρ. 7 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Η δήλωση των συνηγόρων ότι απέχουν τηρώντας την απόφαση του Δικηγορικού Συλλόγου στον οποίο ανήκουν, αποτελεί, επομένως, συμμόρφωση σε νόμιμη υποχρέωσή τους. Οι συνήγοροι ζήτησαν από το δικαστήριο στις 12.6.2014 να αναβληθεί η συζήτηση της υπόθεσης για τον επόμενο, μήνα με την αυτήν Προεδρεύουσα, όπως προβλέπει ο Ν. 4022/11 (άρθρο 4 παρ. 2). Το δικαστήριο εντούτοις απέρριψε το νόμιμο αυτό αίτημα και η Προεδρεύουσα προχώρησε στον αυτεπάγγελτο διορισμό συνηγόρων στους κατηγορουμένους, μολονότι αυτοί δεν στερούνται συνηγόρων της επιλογής τους. Οι δικηγόροι που διόρισε διαδοχικά η Προεδρεύουσα από τον κατάλογο της νομικής βοήθειας, δήλωσαν αδυναμία να ασκήσουν τα καθήκοντά τους. Τούτο είχαν υποχρέωση να πράξουν, δεδομένου ότι δεσμεύονται και αυτοί από την απόφαση περί αποχής και επιπλέον διότι οι συνήγοροι νομικής βοήθειας διορίζονται σε κατηγορουμένους που στερούνται συνηγόρου, πράγμα που δεν συμβαίνει εν προκειμένω. Γι’ αυτό η απόφαση του δικαστηρίου να διαβιβάσει τα πρακτικά της δίκης στην Εισαγγελία προκειμένου να διωχθούν για απείθεια οι τέσσερις δικηγόροι – μέλη του ΔΣΑ που δήλωσαν αδυναμία να ασκήσουν τα καθήκοντά τους, είναι αντίθετη προς το νόμο και αποτελεί εκδήλωση βαθύτατα αντιδικηγορικής συμπεριφοράς.
6) Η Προεδρεύουσα απέβαλε τέσσερις φορές παρά τον νόμο από την αίθουσα τον συνήγορο του πέμπτου κατηγορουμένου Θ. Σοφό, με την συνδρομή της αστυνομικής δύναμης. Ο Θ. Σοφός είχε δηλώσει ήδη από την πρώτη συνεδρίαση ότι εκπροσωπεί δια πληρεξουσίου τον πέμπτο κατηγορούμενο και το δικαστήριο δέχτηκε την δια πληρεξουσίου παράσταση του κατηγορουμένου αυτού. Όταν εντούτοις ο Θ. Σοφός δήλωσε ότι απέχει, όπως και οι συνήγοροι άλλων συγκρατουμένων, η Προεδρεύουσα δεν διόρισε στον πέμπτο κατηγορούμενο αυτεπαγγέλτως συνήγορο, όπως έπραξε για άλλους συγκατηγορουμένους, αλλά προχώρησε στην ερήμην του διεξαγωγή της δίκης. Την απολύτως δικαιολογημένη και νόμιμη προσπάθεια του Θ. Σοφού να επισημάνει με κόσμιο τρόπο τον παράνομο χαρακτήρα της ερήμην για τον εντολέα του διεξαγωγής της δίκης και να θεωρηθεί ο εντολέας του δικονομικώς παρών ώστε να έχει τα αντίστοιχα δικαιώματα, θεώρησε παρά τον νόμο η Προεδρεύουσα ως διατάραξη της συνεδρίασης και διέταξε τετράκις την αποβολή του από την αίθουσα, μολονότι αυτό ρητώς απαγορεύεται από τον νόμο (ΚΠΔ 36 παρ. 2).
7) Με τα ανωτέρω δεδομένα ο ΔΣΑ όφειλε να παρέμβει και να διαμαρτυρηθεί δημοσίως για τη μη σύννομη και εχθρική προς τους δικηγόρους συμπεριφορά της Προεδρεύουσας, η οποία είχε την κύρια ευθύνη για την διεξαγωγή της διαδικασίας με τον προπεριγραφόμενο απόλυτα αντικανονικό τρόπο. Μάλιστα, στην συνεδρίαση της 26.7.2014 το δικαστήριο, παρά την έκκληση του παρισταμένου Προέδρου του ΔΣΑ να τηρηθεί η νομιμότητα, έλαβε την εξοργιστική απόφαση να διεξαγάγει την δίκη χωρίς συνηγόρους, κάτι που δεν έχει συμβεί στην νεότερη δικαστική ιστορία ούτε στα χειρότερα τυραννικά καθεστώτα.
Ο ΔΣΑ και τα μέλη του επιθυμούν, όπως και οι δικαστές και οι εισαγγελείς, την ομαλή και δίκαιη διεξαγωγή των δικών. Ο λόγος που η επίμαχη δίκη δεν έχει προχωρήσει, είναι η πείσμων και αντίθετη προς το νόμο άρνηση του δικαστηρίου να αναβάλει, ήδη από τις 12 Ιουνίου, την δίκη για τον επόμενο μήνα, όπως ζήτησαν οι απέχοντες συνήγοροι, και η αλυσιτελής προσπάθεια να διεξαγάγει την δίκη με αυτεπαγγέλτως διαδοχικά διοριζόμενους συνηγόρους ή, ακόμη χειρότερα, χωρίς καθόλου συνηγόρους.
Ο ΔΣΑ είναι αρωγός στην επιδίωξη της Πολιτείας να εκδικάζονται οι εκκρεμείς ποινικές υποθέσεις χωρίς καθυστέρηση. Πιο σημαντική, όμως, από την ταχεία διεξαγωγή των δικών είναι η τήρηση των εγγυήσεων του κράτους δικαίου και η διασφάλιση των θεμελιωδών δικαιωμάτων των κατηγορουμένων πολιτών, με πρώτιστο αυτό της αποτελεσματικής υπεράσπισης.
Καλούμε γι’ αυτό την Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων σε ουσιαστικό διάλογο για να επιλυθούν με καλή πίστη τα προβλήματα που έχουν ανακύψει προς όφελος της Δικαιοσύνης και των Ελλήνων πολιτών που οφείλουμε άπαντες να υπηρετούμε».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου