Παρασκευή 28 Ιουνίου 2024

Νίκος Μαραντζίδης - Βιβλίο: Πώς τα πέρασαν οι σύντροφοι στις «Λαϊκές Δημοκρατίες» μετά τον Εμφύλιο


Η υπογραφή του Νίκου Μαραντζίδη σε ένα σύγγραμμα πολιτικής και κοινωνικής ιστορίας, όπως το προσφάτως εκδοθέν «Μεταξύ αφοσίωσης και καχυποψίας» (εκδ. Αλεξάνδρεια), αποτελεί εγγύηση επιστημονικής εγκυρότητας και, καθόλου σπάνια, πρωτοτυπίας. Παρά το γεγονός ότι, πριν από τις εκλογές του 2023, ο ίδιος συστρατεύτηκε με τον ΣΥΡΙΖΑ (προ Κασσελάκη), ανακαλύπτοντας μέσω της ενεργού ανάμειξής του στην πολιτική έναν όψιμο θαυμασμό για την προσωπικότητα του Αλέξη Τσίπρα, ο κ. Μαραντζίδης εξακολουθεί να παράγει γόνιμο συγγραφικό έργο, ακόμη και υπό την ιδιότητα του επιμελητή σε έναν συλλογικό τόμο όπως το βιβλίο «Μεταξύ αφοσίωσης και καχυποψίας», που περιεργάζεται τους δεσμούς οι οποίοι αναπτύχθηκαν ανάμεσα στους Ελληνες πολιτικούς πρόσφυγες, δηλαδή τους κομμουνιστές εκτός και εντός εισαγωγικών, με τις κρατικές υπηρεσίες των λεγόμενων «Λαϊκών Δημοκρατιών», κυρίως από το τέλος του Εμφυλίου και πέρα.

Με μια σειρά από δοκίμια αναδεικνύονται οι κατά τόπους έντονες διαφοροποιήσεις, αλλά και μια λίγο πολύ ενιαία εικόνα: οι Ελληνες πολιτικοί πρόσφυγες βρέθηκαν μετέωροι, αποδιωγμένοι μεν από την πατρίδα τους μετά την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού στην Ελλάδα, παρείσακτοι δε και ανεπιθύμητοι στην «υπερορία», άρα διπλά απάτριδες. Μέσα από πλήθος παραδειγμάτων επιβεβαιώνονται η έκπληξη, το δυσάρεστο σοκ που βίωσαν οι Ελληνες κομμουνιστές στις Λαϊκές Δημοκρατίες. Διότι αποδείχθηκε αφελής και εκτός πραγματικότητας η προσδοκία τους ότι θα έβρισκαν μια ζεστή και φιλόξενη αγκαλιά σε κράτη όπου ο σοσιαλισμός μπορεί να μην ήταν ακόμη εντελώς υπαρκτός, τουλάχιστον όμως τελούσε υπό ταχύρρυθμη κατασκευή.

Οι Ελληνες πολιτικοί πρόσφυγες αντιμετωπίστηκαν με καχυποψία από τα κομμουνιστικά καθεστώτα και πέραν της στοιχειώδους στήριξης για τη στέγαση και την επιβίωσή τους έζησαν ως πολίτες β’ κατηγορίας. Συνήθως απομονωμένοι σε ιδιότυπα γκέτο, υπό διαρκή φρούρηση και παρακολούθηση, ως στοιχεία εξ ορισμού ύποπτα και επικίνδυνα. Ωστόσο, η μίζερη καθημερινότητα των Ελλήνων κομμουνιστών στην παράδοξη εξορία τους στην καρδιά του κομμουνιστικού κόσμου δεν είναι αντικείμενο του συγκεκριμένου τόμου. Το «Μεταξύ αφοσίωσης και καχυποψίας» εστιάζει στο πώς οι υπηρεσίες ασφαλείας των Λαϊκών Δημοκρατιών μεταχειρίστηκαν τους Ελληνες πρόσφυγες, τόσο ως θύματα όσο και ως πληροφοριοδότες -κοινώς, χαφιέδες- ενθαρρύνοντάς τους είτε να κατασκοπεύουν εξωτερικούς δυνάμει εχθρούς, είτε να καρφώνουν τους ίδιους τους συντρόφους τους.

Το σύγγραμμα «Μεταξύ αφοσίωσης και καχυποψίας» έχει την επιμέλεια του ιστορικού Νίκου Μαραντζίδη

Απέραντη «χώρα προσφύγων»

«Αν κάτι ξεχώριζε τα καθεστώτα μπολσεβίκικου τύπου από άλλα κράτη», γράφει στην εισαγωγή ο κ. Μαραντζίδης μαζί με τους δύο συνεπιμελητές του βιβλίου, Στράτο Ν. Δορδανά και Βάιο Καλογρηά, «αυτό ήταν οι αχαλίνωτες δικαιοδοσίες που έδωσαν στις υπηρεσίες ασφαλείας τους. Δεν χωρά αμφιβολία πως το παρελθόν των κομμουνιστών στην παρανομία και οι διώξεις που υπέστησαν συνέβαλαν καταλυτικά στη διαμόρφωση μιας ψυχοσύνθεσης “μυστικομανίας”, μια ψυχολογία δηλαδή “πολιορκημένου κάστρου” με εσωτερικούς και εξωτερικούς εχθρούς. Αυτές οι καταβολές, σε συνδυασμό με το μέγεθος της κοινωνικής αλλαγής που είχαν μπροστά τους να εκπληρώσουν και το κλίμα του Ψυχρού Πολέμου, συνέβαλαν σε ένα από τα πιο χαρακτηριστικά γνωρίσματα των υπηρεσιών ασφαλείας τους: τη χρήση του φόβου».

Το «Μεταξύ αφοσίωσης και καχυποψίας» διαρθρώνεται σε επτά κεφάλαια, ένα ανά χώρα εγκατάστασης Ελλήνων προσφύγων μετά την πτώση του Γράμμου τον Αύγουστο του 1949. Τα κράτη του Σιδηρού Παραπετάσματος που αναλύονται είναι η Αλβανία, η Βουλγαρία, η Γιουγκοσλαβία (ειδικά η υποτιθέμενη «Λαϊκή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας»), η Ρουμανία, η Τσεχοσλοβακία, η Πολωνία και η Ανατολική Γερμανία. Η Σοβιετική Ενωση απουσιάζει, ίσως επειδή χρήζει ιδιαίτερης, εκτενούς ανάλυσης ή εξαιτίας της ανεπάρκειας πληροφοριών. Πληθώρα μαρτυριών για τους Ελληνες πολιτικούς πρόσφυγες στην ΕΣΣΔ -αν και συγκεχυμένων- υπάρχει μόνο για τα βίαια επεισόδια μεταξύ δύο φραξιών του ΚΚΕ στην προσφυγούπολη της Τασκένδης τον Σεπτέμβριο του 1955.

Η παροικία των Ελλήνων κομμουνιστών σε κάθε χώρα εξορίας τους, όπως είναι φυσικό, παρουσιάζει ξεχωριστό ενδιαφέρον, σε μια γενικότερη προοπτική όμως φαίνεται ότι ίσχυε αυτό που γράφει στο βιβλίο η φιλόλογος και συγγραφέας Μαρία Μποντίλα: «Το ΚΚΕ, λόγω των συνθηκών και των συγκεκριμένων ιδιαιτεροτήτων του, μετά το 1949 δημιούργησε στο εξωτερικό μια ιδιότυπη “χώρα προσφύγων” που εκτεινόταν σε τεράστια γεωγραφική έκταση, από τη Βουλγαρία ως την Τασκένδη, στο πλαίσιο της οποίας επιχείρησε να οργανώσει έναν εν πολλοίς ανομοιογενή πληθυσμό σε συνθήκες που διέφεραν σημαντικά από χώρα σε χώρα.

Για να επιβιώσουν οι πολιτικοί πρόσφυγες απαιτούνταν η ιδεολογική τους υποταγή, η καλλιέργεια μύθων και η αποδοχή πλαστογραφήσεων και παραποιήσεων γεγονότων. Για να επιβιώσει το κόμμα απαιτούνταν η επιβολή ενός τρόπου ζωής που ήταν μεν κοντά στον τρόπο ζωής των ντόπιων κατοίκων, αλλά ξένος προς τους Ελληνες». Η κυρία Μποντίλα αναφέρει χαρακτηριστικά ότι στους μύθους που καλλιεργήθηκαν μέσω της προπαγάνδας συγκαταλέγονται και ηρωικές διηγήσεις, π.χ., για «εργάτες που είχαν ξεπεράσει το πλάνο παραγωγής, εργάτες που έχτιζαν εθελοντικά μισοκοιμισμένοι, δεμένοι με σχοινιά για να μην πέσουν από τη σκαλωσιά, προκειμένου να παραδώσουν το εργοστάσιο στην ώρα του» κ.λπ.

Σχολή κατασκόπων

Στην Τσεχοσλοβακία όπου υπήρχε μία από τις μεγαλύτερες παροικίες Ελλήνων κομμουνιστών (12.000-13.000 άτομα) μετεμφυλιακά, εκτός της παρακολούθησης των προσφύγων από τις αρχές ασφαλείας, έγινε μια απόπειρα να δοθεί συνέχεια στην εκπαίδευση πρακτόρων και κατασκόπων, κάτι που συνέβαινε κατά την περίοδο 1946-1949. Συγκεκριμένα, όπως αναφέρεται στο βιβλίο «Μεταξύ αφοσίωσης και καχυποψίας», από τα μέσα Φεβρουαρίου του 1950 και σε ειδικό στρατόπεδο της κοινότητας Μικουλοβίτσε, κοντά στα σύνορα με την Πολωνία, είχε αρχίσει να λειτουργεί μια ειδική σχολή. Παρότι οι διδάσκοντες ήταν Τσεχοσλοβάκοι, το ΚΚΕ ασκούσε εποπτεία της εκπαίδευσης μέσω έμπιστων στελεχών τα οποία είχε διορίσει.

«Η πρώτη ομάδα των εκπαιδευόμενων ειδικεύτηκε σε ζητήματα παράνομης επικοινωνίας», αναφέρει ο συγγραφέας του σχετικού δοκιμίου Κωνσταντίνος Τσίβος, επίκουρος καθηγητής Ελληνικών και Λατινικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Καρόλου στην Πράγα, προσθέτοντας ότι μια δεύτερη ομάδα εξειδικεύτηκε σε ζητήματα πλαστογράφησης και παράνομων εκτυπώσεων. Και οι δύο ομάδες πάντως εκπαιδεύτηκαν πάνω σε ζητήματα αυτοάμυνας, κατασκευής εκρηκτικών μηχανισμών, λειτουργίας παράνομων δικτύων κ.λπ. Παράλληλα, ο Βασίλης Μπαρτζιώτας, ανώτερο στέλεχος του ΚΚΕ και στενός συνεργάτης του γενικού γραμματέα Νίκου Ζαχαριάδη, ζήτησε από την Πράγα την εκπαίδευση δεύτερης ομάδας στελεχών του Κόμματος.

Σύμφωνα με τον Μπαρτζιώτα, την ομάδα θα αποτελούσαν γυναίκες ηλικίας 40-50 ετών, οι οποίες μετά την αποφοίτησή τους θα αποστέλλονταν στην Ελλάδα προκειμένου να διεισδύσουν ως γραμματείς, υπηρέτριες ή παραμάνες σε σπίτια πολιτικών και στρατιωτικών με στόχο να αποσπούν ευαίσθητες πληροφορίες. Μολονότι οι προετοιμασίες για την εκπαίδευση της δεύτερης σειράς προχώρησαν αρκετά, φαίνεται ότι αυτή τελικά δεν λειτούργησε.

Η σύλληψη των δολιοφθορέων που στέλνονταν από το εξωτερικό στην Ελλάδα, η αποκάλυψη της λειτουργίας των στρατιωτικών και άλλων σχολών όχι μόνο στην Τσεχοσλοβακία, αλλά και στις υπόλοιπες ανατολικές χώρες και βασικά η εξάρθρωση του παράνομου μηχανισμού του ΚΚΕ στην Αθήνα με τη σύλληψη του Νίκου Μπελογιάννη και την παράδοση του Νίκου Πλουμπίδη, αποτέλεσαν σημαντικά χτυπήματα στην ανάπτυξη ενός παρτιζάνικου αγώνα στα «εχθρικά μετόπισθεν», έτσι όπως τον είχε φανταστεί ο Ζαχαριάδης λίγο μετά τη λήξη του Εμφυλίου.

Ενα από τα πλέον αμφιλεγόμενα πρόσωπα της νεότερης ελληνικής ιστορίας είναι ο Νίκος Ζαχαριάδης. Ηγέτης του ΚΚΕ για περισσότερα από 20 χρόνια, έζησε στην εξορία από το 1956 ως την αυτοκτονία του στο Σοργκούτ της Σιβηρίας το 1973 Η Στάζι

Αντιστοίχως προς τα τεκταινόμενα στην Τσεχοσλοβακία, βάσει όσων παρατίθενται στο οικείο κεφάλαιο της μελέτης για τους Ελληνες πολιτικούς πρόσφυγες, γραμμένο από τους διακεκριμένους ιστορικούς Στράτο Ν. Δορδανά και Βάιο Καλογρηά, «η ελληνική κοινότητα κίνησε την προσοχή και το ενδιαφέρον του πανίσχυρου μηχανισμού παρακολούθησης του υπουργείου Κρατικής Ασφαλείας, βασικού πυλώνα εγγύησης της κρατικής ύπαρξης της Γερμανικής Λαοκρατικής Δημοκρατίας (ΓΛΔ).

Η Στάζι (σ.σ.: χαϊδευτική ονομασία του υπουργείου Κρατικής Ασφάλειας, Ministerium für Staatssicherheit) ανησυχούσε για την ύπαρξη ενός “δούρειου ίππου” (μιας “5ης φάλαγγας” δηλαδή) στο εσωτερικό της ΓΛΔ, οπότε και στην “ελληνική περίπτωση”, επομένως, η Στάζι λειτούργησε προληπτικά, με σκοπό να εξουδετερώσει τον “κίνδυνο” εν τη γενέσει του ή, ακόμη καλύτερα, πριν καν αυτός εμφανιστεί και γίνει απειλητικός.

Οι Ελληνες πράκτορες που στρατολόγησε η Στάζι βοήθησαν το κομμουνιστικό καθεστώς να διεισδύσει και να απλώσει τον έλεγχό του στον κόσμο των πολιτικών προσφύγων, με σκοπό να πληροφορηθεί τη στάση του έναντι της ΓΛΔ, της Σοβιετικής Ενωσης και της κομμουνιστικής ιδεολογίας γενικότερα. Τα θύματα των Ελλήνων συνεργατών της Στάζι, τα περισσότερα από τα οποία προέρχονταν από τη γενιά των παιδιών του Εμφυλίου (που είχαν πλήρως ενσωματωθεί στη νέα δεύτερή τους πατρίδα) και στρατολογήθηκαν κατά τη δεκαετία του 1960, δεν ήταν αποκλειστικά πολιτικοί πρόσφυγες».

Τα έργα του ΚΚΕ στη Ρουμανία

Με βάση τους αριθμούς που παρατίθενται στο βιβλίο, οι Ελληνες πολιτικοί πρόσφυγες στις Λαϊκές Δημοκρατίες ήταν περίπου 65.000-70.000 άτομα. Μεταξύ αυτών, όπως αναφέρεται, «τα 28.000 ήταν παιδιά που το ΚΚΕ είχε αρχίσει να φυγαδεύει προς την Ανατολική Ευρώπη ήδη από το 1948. Η επιχείρηση μεταφοράς και εγκατάστασης των Ελλήνων αποτέλεσε ένα σύνθετο οικονομικό, πολιτικό και διπλωματικό ζήτημα για τις Λαϊκές Δημοκρατίες.

Το κόστος εγκατάστασης των προσφύγων και ιδιαίτερα της αποκατάστασης των παιδιών και των τραυματιών υπήρξε ιδιαίτερα μεγάλο. Στην περίπτωση των παιδιών μάλιστα, η διπλωματική εμπλοκή που ανέκυψε έκανε τα πράγματα πιο περίπλοκα, καθώς η ελληνική κυβέρνηση προσέφυγε στον ΟΗΕ καταγγέλλοντας το ΚΚΕ για “απαγωγή”. Από τη δική του πλευρά το ΚΚΕ υπεραμύνθηκε των ενεργειών του χαρακτηρίζοντάς τες ανθρωπιστικές και υποστηρίζοντας ότι έσωσε τα παιδιά από τους κινδύνους και τις κακουχίες, ιδιαίτερα σε εκείνες τις περιοχές που αποτελούσαν πεδία μάχης».

Για τους αναγνώστες που έχουν έφεση στη Σύγχρονη Ελληνική Ιστορία, πολύτιμες πληροφορίες για τους Ελληνες κομμουνιστές στην υπερορία περιέχονται στα κεφάλαια για τις παροικίες της Τσεχοσλοβακίας, των Σκοπίων, ακόμη και της Ανατολικής Γερμανίας λόγω της Στάζι - αν και η ελληνική παρουσία στη συγκεκριμένη χώρα ήταν ισχνή, με μόλις 1.250 πρόσφυγες. Αν όμως έπρεπε να επιλέξει κάποιος ένα και μόνο κεφάλαιο από το βιβλίο, το πλέον περιεκτικό και παραστατικό είναι αυτό της Ρουμανίας.

Κυρίως διότι σε αυτό παρατίθενται περιπτώσεις όπου η φοβερή και τρομερή Σεκουριτάτε, η διαβόητη για την ωμότητά της μυστική υπηρεσία κρατικής ασφάλειας της Ρουμανίας, αναλάμβανε εργολαβικά τρόπον τινά την επιβολή αποφάσεων της ηγεσίας του ΚΚΕ στους εκπατρισμένους συμπατριώτες και συντρόφους.

Αυτό σημαίνει, με απλά λόγια, ότι η Σεκουριτάτε, ως ένας κρυφός μηχανισμός παντοδύναμος και πανταχού παρών ενόσω το καθεστώς διακυβέρνησης της Ρουμανίας ήταν κομμουνιστικό (συνεργάστηκε συνολικά με 486.000 πληροφοριοδότες), εκτελούσε τις «φετβά», τις διαταγές εξολόθρευσης κατ’ ουσίαν, που εξέδιδε ο Νίκος Ζαχαριάδης εις βάρος των Ελλήνων κομμουνιστών και συντρόφων του, εννοείται, είτε ατομικά είτε ακόμη και κατά ομάδες. Χαρακτηριστική όσο και αδιανόητη για τον κυνισμό του Ζαχαριάδη είναι η περίπτωση 32 Ελλήνων ανταρτών, την οποία παραθέτουν, μεταξύ άλλων παρόμοιων περιστατικών, οι Απόστολος Πατελάκης και Ιάκωβος Μιχαηλίδης, συγγραφείς του δοκιμίου «Οψεις της παρακολούθησης των Ελλήνων πολιτικών προσφύγων στη Ρουμανία (1950-1968)».

Περίπου δύο χρόνια μετά την οριστική συντριβή του Δημοκρατικού Στρατού, τον Ιούνιο του 1951, μια ομάδα 32 ανταρτών εισήλθε κρυφά στην επικράτεια της Ρουμανίας. Παρά το γεγονός ότι στο Βουκουρέστι είχε εγκαταστήσει την έδρα του το παράνομο στην Ελλάδα ΚΚΕ και παρά τη στήριξή του από το Ρουμανικό Εργατικό Κόμμα (ΡΕΚ), οι τοπικές αρχές συνέλαβαν, ανέκριναν και έστειλαν στο στρατοδικείο τους 32 Ελληνες κομμουνιστές. Θεωρήθηκαν επικίνδυνοι εισβολείς, τιμωρήθηκαν με 6-8 χρόνια κάθειρξης, καθώς κρίθηκαν ένοχοι της κατηγορίας ότι ήταν πράκτορες και κατάσκοποι για λογαριασμό της Γιουγκοσλαβίας. Υπενθυμίζεται ότι εκείνη την περίοδο η επίσημη γραμμή του Ζαχαριάδη σχετικά με την ήττα του ΔΣΕ ήταν το «πισώπλατο χτύπημα του Τίτο».

Ο γ.γ. του ΚΚΕ επέρριπτε στον ηγέτη της Γιουγκοσλαβίας, τον στρατάρχη Γιόσιπ Μπροζ Τίτο, σχεδόν ακέραιη την ευθύνη για την αποτυχία του ΚΚΕ να κατακτήσει την εξουσία στην Ελλάδα. Επειδή ο Τίτο είχε έρθει σε σύγκρουση με τον Στάλιν και σταμάτησε να υποστηρίζει τον αγώνα των Ελλήνων κομμουνιστών.

Το 1951, όμως, οι 32 ταλαίπωροι και τσακισμένοι από τις μακροχρόνιες κακουχίες αντάρτες μάταια προσπαθούσαν να εξηγήσουν στους Ρουμάνους ότι δεν είχαν καμία σχέση με τον Τίτο και την ανταρσία του ενάντια στη Σοβιετική Ενωση. Αλλά ο παράγοντας που σφράγισε τη μοίρα τους ήταν η παγερή αδιαφορία του εν Ρουμανία ΚΚΕ. Οπως γράφουν οι Πατελάκης - Ιωαννίδης, «το ΚΚΕ πολύ απλά τους θυσίασε για να είναι σύμφωνο με το πνεύμα των ημερών και για να φανεί αρεστό στον Στάλιν. Οι αντάρτες δεν γνώριζαν τη ρουμανική γλώσσα, δεν μπορούσαν να επικοινωνήσουν με τον έξω κόσμο, δεν γνώριζαν πού βρίσκονταν, δεν γνώριζαν τίποτα για τις οικογένειές τους. Εζησαν 5-6 χρόνια σε πλήρη απομόνωση, χωρίς ουδεμία στήριξη, σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση και κάτω από εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες εγκλεισμού. Οι συγγενείς τους τούς θεωρούσαν αγνοούμενους ή νεκρούς. Οι έγκλειστοι αντάρτες βίωναν ξυλοδαρμούς, βασανιστήρια, εξευτελισμούς, αλλά υπέφεραν με αξιοπρέπεια τις ταπεινώσεις και την έλλειψη κατανόησης από μια κοινωνία της οποίας ηγούνταν σύντροφοι».

Κάποιοι από τους αντάρτες δεν άντεξαν και απεβίωσαν, άλλοι επιβίωσαν μεν, αλλά βαριά τραυματισμένοι, σωματικά και ψυχικά. Ανάμεσά τους υπήρχε κι ένα ανδρόγυνο, η Μάρθα και ο Γιούρι. Οι Ρουμάνοι άρπαξαν το παιδί τους και το έδωσαν για υιοθεσία, φυσικά χωρίς τη συγκατάθεση των γονιών του. Αφού οι ίδιοι κατόρθωσαν να επιζήσουν, μετά από 25 ολόκληρα χρόνια και μια απίθανη περιπέτεια, χάρη στο πείσμα τους να αρνούνται ότι το παιδί τους ήταν νεκρό, η Μάρθα και ο Γιούρι εντόπισαν την κόρη τους, μέσω μιας φίλης τους στο Βουκουρέστι.

Ο τραγικός Καραγιώργης

Στη Ρουμανία, ένα από τα μεγαλύτερα κέντρα του απόδημου ελληνικού κομμουνισμού, κατέφυγαν και εγκαταστάθηκαν 9.100 πολιτικοί πρόσφυγες αμέσως μετά το τέλος του Εμφυλίου. Επισήμως, οι 5.132 από αυτούς ήταν παιδιά. Οι ενήλικες συγκεντρώθηκαν στο χωριό Φλορίκα, 100 χλμ. βορειοδυτικά του Βουκουρεστίου, καθώς και στη Βράιλα, περίπου 220 χλμ. μακριά από την πρωτεύουσα, ενώ τα παιδιά διεσπάρησαν σε διάφορους παιδικούς σταθμούς ανά τη χώρα.

Στον Ζαχαριάδη και τη νομενκλατούρα ή την ηγετική ομάδα του ΚΚΕ το ρουμανικό καθεστώς υπό τον κομμουνιστή ηγεμόνα Γκεόργκε Γκεοργκίου-Ντεζ είχε παραχωρήσει κατοικίες στην πλέον προνομιούχα περιοχή του Βουκουρεστίου, τη συνοικία Πριμαβέρι. Εκεί βρέθηκε επίσης ο Κώστας Καραγιώργης, ένα από τα επιφανέστερα ανώτατα στελέχη του ΚΚΕ, με πολλαπλή και ποικίλη δράση, θητεία ως διευθυντής του «Ριζοσπάστη» κ.λπ. Μόνο που η παραμονή του Καραγιώργη στην Πριμαβέρι δεν ήταν διόλου πολυτελής και ακόμη λιγότερο ευχάριστη. Τον Ιούνιο του 1950 συνέταξε μια μακροσκελή επιστολή προς την Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΕ, με την υποσημείωση να κοινοποιηθεί και στο Κομμουνιστικό Κόμμα της Σοβιετικής Ενωσης (ΚΚΣΕ), διά της οποίας ασκούσε τεκμηριωμένη πλην δριμύτατη κριτική στις επιλογές του Ζαχαριάδη.

Εγκλειστος

Ο τελευταίος αντέδρασε χαρακτηρίζοντας τον Καραγιώργη αρχικά «ύποπτο» και κατόπιν απερίφραστα «πράκτορα του εχθρού». Παρήγγειλε, δε, στους Ρουμάνους να επιληφθούν αμέσως της υπόθεσης. Οπως αναφέρεται στο βιβλίο, ο Καραγιώργης «εγκλείστηκε στη σοφίτα μιας βίλας, την οποία είχε στη διάθεσή του το Π.Γ. του ΚΚΕ, κάπου στη συνοικία Πριμαβέρι του Βουκουρεστίου. Ηταν ανυποψίαστος και πιάστηκε εξαπίνης, μη περιμένοντας τέτοιου είδους συμπεριφορά από μέρους των συντρόφων του. Αποδιοργανωμένος, απογοητευμένος, μόνος, σε κατάσταση ψυχικής ταραχής, χωρίς καμία υποστήριξη από κανέναν, κατόρθωσε να δραπετεύσει και για δύο ημέρες κοιμόταν σε διάφορα πάρκα.

Οταν προδόθηκε η συνάντησή του με μια Ρουμάνα φίλη του, ο Καραγιώργης συνελήφθη από τη Σεκουριτάτε, παρουσία ανθρώπων του ΚΚΕ. Κατόπιν αιτήματος του Ζαχαριάδη, τα όργανα της Σεκουριτάτε οδήγησαν τον Καραγιώργη στις φυλακές της Ζίλαβα, όπου ξεκίνησε η ανάκρισή του, υπό την καθοδήγηση των Δημήτρη Βλαντά και Κώστα Κολιγιάννη, που ήταν και οι δύο μέλη του Π.Γ. του ΚΚΕ.

Η διαδικασία διήρκεσε έξι μήνες, περίοδο κατά την οποία ο Καραγιώργης ανακρίθηκε συνολικά 27 φορές. Μολονότι κατά τη διάρκεια της ανάκρισης βασανίστηκε και αφέθηκε επί ημέρες χωρίς φαγητό και νερό, υπερασπίστηκε με πάθος πως στα 30 χρόνια δράσης του στο κόμμα δεν συνεργάστηκε ποτέ με τον εχθρό, πως στο Βουκουρέστι δεν ήρθε σε επαφή με κανένα εχθρικό στοιχείο και πως αργά ή γρήγορα η αλήθεια θα ερχόταν στο φως. Δεν είναι γνωστό πότε δικάστηκε, ούτε σε πόσα έτη καταδικάστηκε, αλλά γνωρίζουμε πως εγκλείστηκε στις Φυλακές Μαρτζινένι. Ο Κώστας Καραγιώργης έζησε κάτω από πολύ δύσκολες συνθήκες, με ολοένα πιο επιβαρυμένη υγεία, μέχρι τον θάνατό του, πιθανόν στις αρχές του 1954. Δεν είναι γνωστή η ακριβής ημερομηνία του θανάτου του, ούτε ο τόπος όπου θάφτηκε».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αρχειοθήκη ιστολογίου