Σάββατο 30 Δεκεμβρίου 2023

Ο χαμένος


Πρωτοχρονιάτικες περιπέτειες κάποιες άλλες εποχές Δεν σηκώθηκε ο δυστυχής από βαριά αρρώστια. Αν είναι ωχρός, αν τα μάτια του θυμίζουν τα μάτια μπαγιάτικου ψαριού, αν σέρνεται σαν τον παράλυτο της παραβολής είναι, απλούστατα, ο χαμένος της μοιραίας παραμονής...

Μη τον αδικήσετε όμως. Πολλά και διάφορα πράγματα –ανώτερα της θέλησής του- συνετέλεσαν στην καταστροφή του.







Όταν βγήκε το πρωί από το σπίτι του, ο πρώτος άνθρωπος που συνάντησε ονομαζόταν Παπαδάκης. Τι παπάς, τι Παπαδάκης; Η χαρτοπαικτική του ημέρα είχε αρχίσει με τους χειρότερους οιωνούς!



Δεύτερον, έδωσε ελεημοσύνη σε κάποιον ζητιάνο. Μα γίνονται τέτοια λάθη; Έπρεπε να γνωρίζει πως άνθρωπος που πρόκειται να παίξει χαρτιά δεν δίνει ποτέ, μα ποτέ, ελεημοσύνες. Είναι μια κακή αρχή που έχει και την συνέχειά της.



Τρίτον έκοψε τα νύχια του, σαν να μη χαθήκανε οι άλλες μέρες να τα κόψει.









Και του το είπε η καημένη η γυναίκα του:
-Μα χριστιανέ μου! Πρόκειται να πας να παίξεις σήμερα το βράδυ, και κόβεις τα νύχια σου;

Ο άλλος ήθελε και εξηγήσεις!


-Τι σχέση έχουν τα νύχια με το τζόγο; θέλησε να μάθει...

Εκείνη του εξήγησε με υπομονή πως τα νύχια είναι σύμβολο της αρπακτικότητας, και ότι ένας παίκτης που κόβει τα νύχια του, πριν πάει στο παιχνίδι, μοιάζει με γύπα που θα έκοβε τα δικά του πριν πάει να κυνηγήσει την λεία του.


Εκείνος μπορεί να γέλασε με την αστεία πρόληψη, αλλά το βράδυ διαπίστωσε έντρομος πως όλων τα νύχια ¨πενθούσαν¨ με μεγάλη θλίψη!

Και σαν να μην έφτανε αυτό, μια αντιπαθητική γριά ¨κατσίκα¨ είχε σταθεί από πάνω του με τις ώρες και δεν ήθελε να φύγει...

Σε μια στιγμή του ήρθε να της πει:
-Κυρά μου αφού δυστυχώς είσαι ζωντανή, δεν κουνιέσαι λιγάκι να πας και παρακάτω!
Αλλά πώς να της το πει; Την έβλεπε, όπως βλέπει κανείς τον άγγελό του. Εννοείται αυτόν που έρχεται να σου πάρει τη ψυχή...

Και του την πήρε τελικά!
Από τη στιγμή που του είπε ¨Κερδίζετε βλέπω, κύριε... ¨ τον πήρε ο Διάβολος και τον σήκωσε!


Άπειρα ακόμα απρόοπτα, ανάλογης μορφής, τον είχαν κυνηγήσει από το πρωί της παραμονής μέχρι τις πρώτες ώρες του νέου χρόνου, το οποίο τελικά ανέτειλε με τους χειρότερους οιωνούς.

Έφταιγε όμως και αυτός!

Το εξομολογείτο στον εαυτό του, καθώς επέστρεφε με τα πόδια σπίτι του, ενώ είχε πάει στη λέσχη με αυτοκίνητο πολυτελείας.
-Όταν κέρδιζα, έλεγε, τις δύο οχτακόσιες έπρεπε να σταματήσω. Τι τις ήθελα τις τρεις χιλιάδες ο ανόητος; Με έφαγε ο στρογγυλός αριθμός!

Αλλά πάλι παρηγορούτανε...
-Μήπως ξέρει κανείς πότε να σταματήσει; Αν πάει κανείς με αυτή τη λογική, τότε γιατί να μη σταματήσει και στις διακόσιες, και στις πεντακόσιες ή στο πρώτο κατοστάρικο που θα κερδίσει; Ε, τότε, με την ίδια λογική, μπορεί να μη παίξει κανείς καθόλου, και να έχει κέρδος εκείνα που δεν έχασε!

Εν τω μεταξύ είχε φτάσει στο σπίτι του. Οι πρωινοί διαβάτες τον έβλεπαν με συμπάθεια. Κάποιος γνωστός του τού ευχήθηκε μάλιστα και ¨υγιές και ευτυχές το Νέον Έτος¨ παρατηρώντας ταυτόχρονα:
-Περιττό να σε ρωτήσω πως πήγε η τύχη. Φαίνεσαι χαμένος,,,

Τραυλίζοντας σχεδόν του απάντησε:
-Πως το κατάλαβες;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αρχειοθήκη ιστολογίου