Ο πολυτάραχος βίος του Παπαφλέσσα – Ο Ιμπραήμ προελαύνει στο Μοριά – Ο Κολοκοτρώνης και άλλοι οπλαρχηγοί φυλακισμένοι – Η παράτολμη απόφαση του Παπαφλέσσα για αντιμετώπιση του Ιμπραήμ στο Μανιάκι
Η γενναία αντίσταση μερικών εκατοντάδων Ελλήνων – Το ηρωικό τέλος του Παπαφλέσσα – Το περίφημο «φίλημα»
Στις 20 Μαΐου 1825 δόθηκε στο Μανιάκι της Μεσσηνίας μια από τις πλέον άνισες μάχες της Επανάστασης του 1821, ανάμεσα στους Έλληνες που είχαν επικεφαλής τον Γρηγόριο Παπαφλέσσα και τα αιγυπτιακά στρατεύματα του Ιμπραήμ. Στη μάχη αυτή, όπου σκοτώθηκε όπως είναι γνωστό, ο Παπαφλέσσας, έχασαν τη ζωή τους περισσότερο από 500 Έλληνες αλλά και πολύ περισσότεροι Αιγύπτιοι.
Ποιος ήταν ο Παπαφλέσσας;
Για τον Παπαφλέσσα, όπως και για τους περισσότερους ήρωες του ’21, έχουμε μια μάλλον εξιδανικευμένη εικόνα. Θα αναφερθούμε εδώ στον πολυτάραχο βίο του και σε κάποια περιστατικά άγνωστα στους πολλούς.
Ο Γεώργιος Δικαίος Φλέσσας γεννήθηκε στην Πολιανή της Μεσσηνίας το 1789. Ήταν ένα από τα 28 (!), πιθανότατα, παιδιά της οικογένειάς του. Σπούδασε για λίγο στη φημισμένη Σχολή της Δημητσάνας. Χειροτονήθηκε διάκονος και μόνασε στη Μονή Βελανιδιάς κοντά στην Καλαμάτα, όπου πήρε το ιερατικό όνομα Γρηγόριος (1816-1817) και στη συνέχεια στη Μονή Ρεκίτσας, ανάμεσα στο Λεοντάρι Αρκαδίας και τον Μυστρά. Ο μοναστικός βίος, όμως, δεν του ταίριαζε. Μετά από καβγά με τον Μητροπολίτη Μονεμβασίας και έντονο επεισόδιο με κάποιον Τούρκο μεγαλοκτηματία, έφυγε κρυφά για την (αγγλοκρατούμενη, θυμίζουμε) Ζάκυνθο και από εκεί για την Κωνσταντινούπολη, όπου μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία από τον συμπατριώτη του Παναγιώτη Αναγνωστόπουλο. Έλαβε το ψευδώνυμο Αρμόδιος και οι φιλοδοξίες του άλλαξαν πλέον ριζικά.
Αν και ως απεσταλμένος της Φιλικής Εταιρείας στη Βλαχία κατάφερε να μυήσει 30 περίπου νέα μέλη, ο υπερβάλλων ζήλος του και το παράτολμο θάρρος του τον οδηγούσαν σε απερίσκεπτες ενέργειες που συχνά εξέθεταν σε κίνδυνο την Εταιρεία. Μάλιστα κάποιοι φιλικοί εισηγήθηκαν τη δολοφονία του, όμως ο Αλέξανδρος Υψηλάντης που τον συμπαθούσε, τον διόρισε γενικό του πληρεξούσιο με εντολή να κηρύξει την Επανάσταση στην Πελοπόννησο.
Τελικά, μετά από περιπέτειες, ο Παπαφλέσσας έφτασε στο Μοριά και, παρά τις προσπάθειες των οπλαρχηγών να τον περιορίσουν, κατάφερε να ξεφύγει και να προκαλέσει ένοπλες συγκρούσεις με τους Τούρκους, φέρνοντας τους προύχοντες μπροστά σε τετελεσμένα γεγονότα. Το ίδιο έκανε αργότερα και στη Μεσσηνία, ενώ πρωτοστάτησε στην άλωση της Καλαμάτας. Έπειτα, έβγαλε τα ράσα, φόρεσε φουστανέλα και αρχαιοπρεπή περικεφαλαία και ξεσήκωσε όλες τις περιοχές της Μεσσηνίας και της Αρκαδίας.
Ο Κανέλλος Δεληγιάννης, ο οποίος τον αντιπαθούσε, έλεγε ότι φερόταν «ως μαινόμενος». Πήρε μέρος σχεδόν σε όλες τις μάχες στην κεντρική Πελοπόννησο. Αναμείχθηκε επίσης στην πολιτική, καθώς διετέλεσε πληρεξούσιος στην Α’ Εθνοσυνέλευση της Επιδάυρου (1821) και ορίστηκε υπουργός των Εσωτερικών από το 1823. Πήρε μέρος και στις κομματικές διενέξεις και τον εμφύλιο πόλεμο (1823-1825). Έμεινε πάντα πιστός στην παράταξη των στρατιωτικών.
Αρχές 1825 : Ο Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο – Ο Κολοκοτρώνης και άλλοι κορυφαίοι οπλαρχηγοί φυλακισμένοι
Από τον Μάιο του 1824, υπήρχαν πληροφορίες ότι η Αίγυπτος θα έπαιρνε μέρος στον ελληνοτουρκικό πόλεμο, καθώς οι Έλληνες της Αλεξάνδρειας είχαν ενημερώσει έγκαιρα τους συμπατριώτες μας στην Πελοπόννησο, που βρισκόταν σε εμφύλια διαμάχη, για τις σχετικές προετοιμασίες. Οι ίδιες πληροφορίες έφταναν κι από την Κωνσταντινούπολη. Ωστόσο κανείς στον Μοριά δεν θορυβήθηκε ιδιαίτερα.
Τον Ιούνιο η κατάσταση έγινε πιο δύσκολη, καθώς ο αιγυπτιακός στόλος υπό τον Ισμαήλ Γιβραλτάρ κατέστρεψε την Κάσο και στη συνέχεια ο τουρκικός στόλος, τα Ψαρά. Και πάλι, δεν έγινε καμία προσπάθεια για κατάληψη των τουρκικών οχυρών της Μεθώνης και της Κορώνης, που θα χρησίμευαν στον Ιμπραήμ ως προγεφύρωμα κατά την αποβίβασή του, ούτε ξεκίνησαν κάποιες προετοιμασίες για τη διαφαινόμενη αιγυπτιακή εμπλοκή.
Πραγματικά, στις 10 Φεβρουαρίου 1825, τα αιγυπτιακά πλοία φάνηκαν στον ορίζοντα και στις 11 και 12 του ίδιου μήνα, τα πρώτα στρατεύματα αποβιβάστηκαν στη Μεθώνη χωρίς να συναντήσουν ιδιαίτερη αντίσταση. Ο Ιμπραήμ είχε στη διάθεσή του 4.000 πεζούς και 400 ιππείς τακτικούς, καθώς και άτακτους, τους λεγόμενους Κιουλεμένηδες. Τις μονάδες αυτές διοικούσαν (κυρίως εκείνες του Πυροβολικού και του Μηχανικού) Γάλλοι και Ιταλοί αξιωματικοί.
Μάλιστα, με την πρώτη δύναμη αποβιβάστηκε και το πολυάριθμο επιτελείο που το αποτελούσαν Γάλλοι, ως επί το πλείστον, αξιωματικοί. Όπως γράφει ο Νίκος Γιαννόπουλος στο έξοχο βιβλίο του «1821 – Οι Μάχες των Ελλήνων για την Ελευθερία», ο Μοχάμετ Άλι της Αιγύπτου, αφού εξουδετέρωσε το σώμα των Μαμελούκων που αντιδρούσαν σε κάθε καινοτομία που προερχόταν από την «άθεη» Ευρώπη, εμπιστεύθηκε τη δημιουργία ενός πειθαρχημένου τακτικού στρατού σε Γάλλους αξιωματικούς, που μετά την ήττα του Μεγάλου Ναπολεόντα στο Βατερλό (1815) εκτοπίστηκαν μαζικά από τον Γαλλικό Στρατό. Με παχυλούς μισθούς και υποσχέσεις για νέα, λαμπρή σταδιοδρομία, δελέασε αρκετούς και τους ενέταξε στον στρατό του.
Από την άλλη πλευρά, η οθωμανική αυτοκρατορία, δεν διέθετε αξιόλογο τακτικό στρατό. Για τα ευρωπαϊκά δεδομένα, ο στρατός των Οθωμανών ήταν άτακτος. Παρά τις αλλεπάλληλες ήττες στις συγκρούσεις με την τσαρική Ρωσία, η οθωμανική αυτοκρατορία δεν προέβαινε σε ριζική αναδιάρθρωση του στρατού της, που ήταν περίπου στο ίδιο ποιοτικό επίπεδο με τον στρατό των επαναστατημένων Ελλήνων, οι οποίοι μάλιστα υπερείχαν και σε θέματα διοίκησης.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα η συντριβή του Δράμαλη στα Δερβενάκια (1822). Δεν θα ασχοληθούμε εδώ με τον εμφύλιο πόλεμο (Φεβρουάριος 1824 – Ιανουάριος 1825), που λίγο έλειψε να αποβεί μοιραίος για την ίδια την Επανάσταση. Θα αναφέρουμε μόνο ότι ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και άλλοι επιφανείς ηγέτες του Αγώνα (Θεόδωρος Γρίβας, Δεληγιανναίοι, Αμβρόσιος Φραντζής, Ιωάννης και Παναγιώτης Νοταράς, Μητροπέτροβας κ.ά.) ήταν φυλακισμένοι.
Μόλις έγινε γνωστή η απόβαση των Αιγυπτίων, η κυβέρνηση Κουντουριώτη εξέδωσε διαταγές προς τους οπλαρχηγούς για την αντιμετώπισή τους. Δύναμη 4.000 ανδρών, με επικεφαλής τον ίδιο τον Κουντουριώτη, κατέλαβε το χωριό Κρεμμύδι, που απείχε δύο ώρες από τη Μεθώνη, για να διακόψει την επικοινωνία Μεθώνης – Κορώνης. Δυστυχώς, ο Κουντουριώτης παραμέρισε σπουδαίους οπλαρχηγούς όπως ο Γ. Καραϊσκάκης και ο Κ. Τζαβέλας και ανέθεσε την αρχιστρατηγία στον πλοίαρχο Κυριάκο Σκούρτη, ο οποίος δεν είχε πείρα και ικανότητες για τη διεξαγωγή πολεμικών επιχειρήσεων, τουλάχιστον στην ξηρά.
Στις 7 Απριλίου 1825, ο Ιμπραήμ με 3.000 πεζούς, 400 ιππείς και τέσσερα πυροβόλα εκστράτευσε εναντίον των Ελλήνων. Στη μάχη στο Κρεμμύδι, οι Αιγύπτιοι πέτυχαν συντριπτική νίκη σε βάρος των Ελλήνων, που έχασαν περίπου 600 άνδρες. Ήταν η μεγαλύτερη ελληνική ήττα μετά τη μάχη του Πέτα (Ιούλιος 1822). Στη συνέχεια, ο Ιμπραήμ (26 Απριλίου) κατέλαβε τη Σφακτηρία, στη μάχη της οποίας, μεταξύ άλλων, έχασαν τη ζωή τους ο Ιταλός φιλέλληνας Σανταρόζα και ο Αναγνωσταράς. Ακολούθησε η κατάληψη του Παλαιόκαστρου και του Νεόκαστρου στην Πύλο, που έκανε τον Ιμπραήμ κύριο ολόκληρης σχεδόν της ΝΔ Πελοποννήσου.
Μεταξύ των Ελλήνων, άρχισε να επικρατεί πανικός. Οι φωνές για απελευθέρωση του Κολοκοτρώνη και των άλλων οπλαρχηγών γινόταν εντονότερες και περισσότερες. Όταν γινόταν προσπάθεια στρατολόγησης πολεμιστών, οι απαντήσεις σαν αυτή που ακολουθεί, ήταν χαρακτηριστικές : «Με ποιον θα πάμε βρε; Ποιος θα μας οδηγήσει; Πού είναι οι στρατηγοί μας; Πόυ είναι οι αφεντάδες μας (ενν. προύχοντες) βρε;»
Το εντυπωσιακό είναι ότι ένας από αυτούς που πρωτοστατούσαν στην προσπάθεια για απελευθέρωση των «ανταρτών» ήταν ο Παπαφλέσσας, ο οποίος, ένα χρόνο περίπου νωρίτερα, έστελνε επιστολές προς την Κυβέρνηση από την Τρίπολη στην οποία ανέφερε «ότι ήταν έτοιμος να ανασκάψει και να πυρπολήσει ακόμα και το χώμα των χωριών της επαρχίας Καρύταινας που παρέμεναν πιστά στον Κολοκοτρώνη», τώρα (14 Μαΐου 1825) με νέα επιστολή ζητούσε την αμνήστευσή τους.
Οι λόγοι που ώθησαν τον Παπαφλέσσα σ’ αυτή την εντυπωσιακή στροφή 180°, δεν είναι ξεκάθαροι.
Την ίδια εποχή, δύο ξένοι, ο Emerson και ο Pecchio, επισκέφτηκαν τον Κολοκοτρώνη στη φυλακή. Στον Emerson, ο «Γέρος του Μοριά» είπε ότι ήταν σίγουρος πως θα μπορούσε να διώξει τον Ιμπραήμ από την Πελοπόννησο. Θα τον εκτόπιζε από όλα τα οχυρά που κατείχε, τα οποία στη συνέχεια θα τα κατέστρεφε όλα, εκτός από ένα, που θα χρησιμοποιούσε η Κυβέρνηση σαν έδρα της. Στη συνέχεια, καθώς ο Ιμπραήμ δεν θα μπορούσε να μείνει κάπου ασφαλής, με κλεφτοπόλεμο, θα εξουδετερωνόταν. Στον Pecchio, που του μίλησε για τον μεγάλο κίνδυνο από τους Αιγυπτίους και του ανέφερε ότι σύντομα τα οχυρά της Πύλου θα έπεφταν στα χέρια του Ιμπραήμ, ο Κολοκοτρώνης αντέτεινε ότι οι επιτυχίες των Αιγυπτίων οφείλονταν στην «ενότητα στη διοίκηση, ενώ οι Έλληνες καταστρέφονται με τη μανία που έχουν όλοι να θέλουν να διοικήσουν χωρίς την αναγκαία πείρα».
Η μάχη στο Μανιάκι – Ο ηρωικός θάνατος του Παπαφλέσσα και πολλών συμπολεμιστών του
Στο μεταξύ η Κυβέρνηση, απελπισμένη από τις διαδοχικές ήττες, δέχτηκε την πρόταση του Παπαφλέσσα να ηγηθεί εκστρατείας κατά του Ιμπραήμ.
Στις 28 Απριλίου, ο Παπαφλέσσας έφυγε από το Ναύπλιο για την Τριπολιτσά (Τρίπολη). Εκεί βρισκόταν ο αδελφός του, Νικήτας Φλέσσας, με τους άνδρες του και έσπευσαν σύντομα όσοι οπλαρχηγοί βρίσκονταν κοντά. Αυτοί ήταν : o Πάνος Παπανικολάου, ο Ανδριανός Νέζος και ο Κωνσταντής Κακάνης με 150 άνδρες, ο Αλέξιος Νικολάου από το Λεβίδι με 50 άνδρες, ο Παπαγιώργης από το Περιθώρι με 70, ο Γιάννακας, από το χωριό Κερασιές με 100 άνδρες, ο Κωνσταντής Περγάμαλης και ο Γεώργιος Μητρόπουλος από το χωριό Κανδήλα, ο Λάμπρος Ριζιώτης από τον Κάμπο της Τριπολιτσάς και ο Παναγιώτης Στάικος με 100 άνδρες. Μαζί με τον Παπαφλέσσα βρισκόταν και ο Γιαννάκης Παππάς, γιος του σπουδαίου Σερραίου οπλαρχηγού Εμμανουήλ Παππά, με 50 άνδρες.
Στη συνέχεια, ο Παπαφλέσσας και οι υπόλοιπο κατευθύνθηκαν προς το Λεοντάρι. Στη διαδρομή, προστέθηκε στις δυνάμεις του και ο ανιψιός του, Δημήτριος Φλέσσας, με 150 άνδρες. Στο Λεοντάρι έφθασαν οι οπλαρχηγοί Αναστάσιος Κουμουνδούρος, Χρήστος Πατρινέλλης, Αδαμάκης Αποστολόπουλος, Παναγιώτης Μπούρας και Αναστάσιος Κουλοχέρας. Δύο μέρες αργότερα, στους Λάκκους, ενίσχυσαν τον Παπαφλέσσα ο Γεώργιος Μπούτος από τον Μελιγαλά και ο Καρακίτσος από το Κατσαρού (Τα στοιχεία για τους οπλαρχηγούς και τους άνδρες τους προέρχονται από το βιβλίο του Νίκου Γιαννόπουλου «1821. Οι Μάχες των Ελλήνων για την Ελευθερία»).
Επόμενος σταθμός του Παπαφλέσσα ήταν η Φρουτζάλα. Εκεί βρήκε τον Μανιάτη οπλαρχηγό Διονύσιο Μούρτζινο, παλιό του φίλο, με μεγάλη δύναμη, ο οποίος όμως δεν τον ακολούθησε, επειδή μια ανιψιά του Παπαφλέσσα είχε παντρευτεί τον Κωνσταντίνο Μαυρομιχάλη, τοπικό εχθρό του Μούρτζινου...
Ο Παπαφλέσσας επιχείρησε να συναντήσει τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, όμως επειδή ο Μανιάτης οπλαρχηγός υπέφερε από ποδάγρα (θυμηθείτε και τα άρθρα για τη δολοφονία του Καποδίστρια...), η συνάντηση δεν έγινε.
Ο Π. Μαυρομιχάλης αρκέστηκε σε μια επιστολή με την οποία έδινε συγχαρητήρια στον Παπαφλέσσα για την ανάληψη της αρχηγίας της εκστρατείας κατά του Ιμπραήμ, αλλά του επισήμαινε ότι ο Αιγύπτιος αρχηγός δεν ήταν Δράμαλης (που έπαθε πανωλεθρία στα Δερβενάκια), αλλά τον σύγκρινε με τον Πύρρο και τον Μέγα Ναπολέοντα (λίγο υπερβολικές θεωρούμε τις συγκρίσεις...) και τόνιζε ότι έπρεπε να χτυπηθεί αμέσως, αλλιώς το Έθνος κινδύνευε σοβαρά.
Μετά από δύο μέρες στη Φρουτζάλα, ο Παπαφλέσσας πήγε στη Δράηνα. Εκεί έλαβε μήνυμα από τον Δ. Πλαπούτα ότι θα τον ενίσχυε με 1.600 άνδρες και ότι Αρκάδες οπλαρχηγοί με 2.000 άνδρες σπεύδουν να τον βοηθήσουν. Αυτές οι πληροφορίες έκαναν τους Έλληνες να αναθαρρήσουν.
Στη Δράηνα ο Παπαφλέσσας ζήτησε από τους ντόπιους να του υποδείξουν την ψηλότερη θέση της περιοχής, απ’ όπου θα μπορούσε να βλέπει όλα τα γύρω μέρη ως το Νεόκαστρο. Του προτάθηκαν το χωριό Πεδεμένου και το Μανιάκι. Λίγο πριν φύγουν, έφτασαν εκεί ο Ηλίας Κόρμας, με 120 άνδρες από το Κοντοβούνι, ο Θανασούής Καπετανάκης με 80, ο φίλος του Παπαφλέσσα Πιέρος Βοϊδής Μαυρομιχάλης και ο Ηλίας Τσαλαφατινός με 120 εμπειροπόλεμους Μανιάτες, ο Σταυριανός Καπετανάκης, ο Παναγιώτης Λίβας από τα Αρφαρά, ο Γεώργιος Δικαίος και ο Αναγνώστης Μπιτσιάνης από την Πολιανή με 80 άνδρες.
Συνολικά, στη Δράηνα συγκεντρώθηκαν 1.300 άνδρες. Ο Φωτάκος γράφει ότι αν είχαν έρθει όλοι όσοι είχαν ειδοποιηθεί, θα συγκεντρώνονταν τουλάχιστον 10.000. Εκεί, ο Παπαφλέσσας έλαβε επιστολή από τον αδελφό του, Νικήτα, ο οποίος τον πληροφορούσε ότι αδυνατεί να τον ενισχύσει και τον συμβούλευε να μη συνεχίσει την πορεία του, αλλά να συγκεντρώσει τις δυνάμεις του στα ορεινά της Καλαμάτας ώστε να επικοινωνεί με τη Μάνη και να δεχθεί, ενδεχομένως, ενισχύσεις. Ο Παπαφλέσσας δεν εκτίμησε τη στρατιωτική πείρα του αδελφού του και του έστειλε μια επιστολή γεμάτη πίκρα αλλά και αποφασιστικότητα : «Εγώ άπαξ ωρκίσθην να χύσω το αίμα μου εις την ανάγκην της πατρίδος και αυτή είναι η ώρα. Εύχομαι δε εις τον Θεόν, η πρώτη μπάλα του Ιμπραήμ να με πάρει εις το κεφάλι διότι σας γράφω να ταχύνετε τον ερχομό σας και σεις μου γράφετε κουραφέξαλα. Νικήτα, πρώτη και τελευταία επιστολή μου είναι αυτή. Βάστα την να τη διαβάζεις καμιά φορά, να με θυμάσαι και να κλαις».
Στις 16 Μαΐου ο Παπαφλέσσας έφυγε από τη Δράηνα με 1.300 άνδρες. Στρατοπέδευσε στο Μανιάκι. Με νέα του επιστολή προς την Κυβέρνηση, ζήτησε την αποφυλάκιση του Κολοκοτρώνη και των υπόλοιπων οπλαρχηγών, καθώς διαπίστωσε μεγάλη απροθυμία για συμμετοχή στη διαφαινόμενη μάχη με τον Ιμπραήμ, λόγω του γεγονότος αυτού.
Ο Πλαπούτας στο μεταξύ δεν φαινόταν να έρχεται. Ο Παπαφλέσσας, με πύρινους λόγους και με αναφορές σε δοξασμένες εποχές του παρελθόντος. Όμως, πλέον, τα λόγια του δεν είχαν την απήχηση που ανέμενε. Ήταν λαθεμένη η επιμονή του να προωθηθεί στο Μανιάκι, από την ώρα μάλιστα που δεν ήρθαν οι ενισχύσεις που ανέμενε.
Στις 18 Μαΐου έγινε γνωστό ότι ο Ιμπραήμ κινείται προς το Μανιάκι. Στρατοπέδευσε στο χωριό Σκάρμιγκα. Είχε συνολικά δύναμη 6.000 ανδρών (3.000 Αιγύπτιοι, 800 Μαμελούκοι ιππείς, Αλβανοί άτακτοι και ντόπιοι Τούρκοι). Ο Παπαφλέσσας δεν θέλησε να υποχωρήσει και να περιμένει τις ενισχύσεις των υπόλοιπων οπλαρχηγών.
Η θέση που επέλεξε για να αγωνιστεί ήταν παντελώς ακατάλληλη. Ούτε καν οχυρώματα για την επικείμενη μάχη δεν υπήρχαν και φτιάχτηκαν εσπευσμένα. Μάλιστα η πρώτη αιγυπτιακή επίθεση τα βρήκε μισοτελειωμένα.
Τη νύχτα της 18ης Μαΐου, ο Αμερικανός φιλέλληνας γιατρός Χάου, επισκέφτηκε το ελληνικό στρατόπεδο. Στο πρόχειρο γεύμα που του παρατέθηκε, ο Παπαφλέσσας είπε : « Αύριο τέτοια ώρα θα δειπνάμε με τον Πλούτωνα», και βλέποντας θλιμμένους τους άλλους οπλαρχηγούς, πρόσθεσε «ή θά ‘μαστε νικηταί». Ο Χάου έφυγε τα ξημερώματα.
Την επόμενη μέρα (19 Μαΐου), οι Έλληνες απέκτησαν οπτική επαφή με τον εχθρό. «Είχε μαυρίσει ο κάμπος από τον πολύ στρατό», γράφει ο Φωτάκος. Όλοι οι οπλαρχηγοίπροσπαθούσαν να μεταπείσουν τον Παπαφλέσσα να αποσυρθούν σε άλλο, πιο καλά οχυρωμένο, σημείο, μάταια όμως. Επιτίμησε τον Κεφάλα και τον Παπαγιώργη, λέγοντάς του χαρακτηριστικά : «Αλλ’ ο μη γένοιτο και νικηθώμεν, θα αδυνατίσωμεν την δύναμιν του εχθρού, πολλούς στρατιώτας θα χάσει και την μάχη μας θα την ονομάσουν ιστορικώς Λεωνίδειον μάχην, Παπαγιώργη».
Ο φίλος του, Βοϊδής Μαυρομιχάλης, προσπάθησε κι αυτός να του αλλάξει γνώμη, μάταια όμως. Ο Παπαφλέσσας μίλησε υποτιμητικά για την ανδρεία του και ο Βοϊδής από φιλότιμο έμεινε, φυγαδέυοντας όμως μερικούς άνδρες του που δεν ήθελε να χαθούν άδικα.
Η ελληνική αμυντική γραμμή αποτελούνταν από τρεις οχυρωμένες τοποθεσίες σε κλιμακωτή διάταξη. Το βόρειο οχύρωμα είχε αναλάβει ο Παπαφλέσσας μαζί με αρκετούς Αρκάδες. Μαζί του ήταν ο γραμματέας του Τισαμενός, ο σημαιοφόρος του Δημήτριος από τη Χίο κι ένας Γάλλος στρατιώτης που του είχε παραχωρήσει ο στρατηγός Ρος. Στο κεντρικό οχύρωμα τοποθετήθηκαν ο Δημήτριος Φλέσσας και οι Μεσσήνιοι, ενώ στο νότιο ο Βοϊδής Μαυρομιχάλης, επικεφαλής των Μανιατών.
Σύντομα, όμως, άρχισαν οι αποχωρήσεις. Ο Σταυριανός Καπετανάκης με 10 άνδρες έφυγαν από το πεδίο της μάχης στις 19 Μαΐου και τους ακολούθησαν και άλλοι.
Το πρωί της 20ής Μαΐου, τα αιγυπτιακά στρατεύματα κινήθηκαν προς τις ελληνικές οχυρώσεις. Τότε ο Παπαφλέσσας διέταξε τον Τισαμενό να μεταβεί στο γειτονικό ύψωμα μαζί με τους υπηρέτες, για να συγκρατήσει τα άλογα που είχαν αφήσει εκεί και να παρακολουθήσει τη μάχη. Ο νεαρός Ηπειρώτης (από τους Φραγγάδες Ζαγορίου) Τισαμενός, το αρχικό όνομα του οποίου ήταν Καραγιαννόπουλος, αρνήθηκε πεισματικά, αλλά ο Παπαφλέσσας τον έπεισε να αποχωρήσει, θεωρώντας ότι θα ήταν πολύ χρήσιμος στο μέλλον (κάτι που έγινε...)
Η πρώτη επίθεση των στρατευμάτων του Ιμπραήμ αντιμετωπίστηκε με σχετική επιτυχία, καθώς δεν ανέκοψαν την πορεία τους μετά την πρώτη ομοβροντία που δέχτηκαν. Η δεύτερη ομοβροντία όμως τους έκανε να υποχωρήσουν. Παρά τις απώλειες, οι άνδρες του Αιγύπτιου στρατάρχη συνέχισαν τις επιθέσεις, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Δυστυχώς, τις κρίσιμες εκείνες ώρες, πολλοί Έλληνες λιποτάκτησαν. Έμειναν έτσι στο Μανιάκι μόνο 300 πολεμιστές. Συμβολικός, λόγω Θερμοπυλών, ο αριθμός.
Το μεσημέρι, τα αιγυπτιακά στρατεύματα αποσύρθηκαν για να γευματίσουν. Οι αξιωματικοί του στρατού του Ιμπραήμ αποφάσισαν τότε γενική έφοδο, θεωρώντας ότι οι Έλληνες είχαν εξαντληθεί. Ο Παπαφλέσσας δεν εγκατέλειπε τη συγκεκριμένη τοποθεσία, παρά τις εκ νέου προτροπές που δεχόταν. Στις 14.00 άρχισε η νέα επιδρομή των Αιγυπτίων.
Ξαφνικά, ακούστηκαν δύο ομοβροντίες. Ήταν ο Πλαπούτας με 1.500 άνδρες, ο οποίος έφτασε στη θέση που βρισκόταν ο Τισαμενός, που του υπέδειξε να σπεύσει στο Μανιάκι. Βλέποντας, όμως, ο Πλαπούτας ότι δεν μπορεί να διασπάσει τον αιγυπτιακό κλοιό, αρκέστηκε σε μερικές ομοβροντίες και αποχώρησε με τους άνδρες του.
Ο Ιμπραήμ, πεισμωμένος από την απροσδόκητα αποτελεσματική αντίσταση των Ελλήνων, πήρε μέρος κι ο ίδιος στη νέα έφοδο. Ο Παπαφλέσσας, με δύο πιστόλες, πολεμούσε ηρωικά. Αφού πυροβόλησε μ’ αυτές δύο Αλβανούς που του επιτέθηκαν, τράβηξε το σπαθί του. Τότε χτυπήθηκε πισώπλατα από έναν Αλβανό, τον Χούσο. Τον Χούσο σκότωσε ο Αρκάδας οπλαρχηγός Αναγνώστης Γκότσης, ο οποίος όμως έπεσε σύντομα νεκρός.
Ο Γάλλος στρατιώτης, αφού με το σπαθί του σκότωσε 10 Αιγύπτιους και Αλβανούς (!), έχασε κι αυτός τη ζωή του. Ο σημαιοφόρος Δημήτριος, αφού έσκισε το ύφασμα της σημαίας σε λωρίδες και το φύλαξε στο στήθος του, έκοψε τον σταυρό από το κοντάρι και τον κράτησε. Με το σπαθί του όρμησε στους Αιγύπτιους αλλά σώθηκε!
Το οχύρωμα των Μεσσηνίων με τον Δημήτριο Φλέσσα να μάχεται ηρωικά ως το τέλος, σίγησε δεύτερο. Στις 16.00 «βαστούσε» ακόμα μόνο το οχύρωμα του Βοϊδή. Τελικά λίγοι Έλληνες κατάφεραν να σωθούν.
Ο πιθανότερος αριθμός των νεκρών Ελλήνων στο Μανιάκι ήταν 500-550. Ο Ιμπραήμ σε αναφορά του στον σουλτάνο αναφέρει 520 νεκρούς Έλληνες και 250 δικούς του άνδρες. Ψεύδεται, όμως, καθώς οι νεκροί και τραυματίες Αιγύπτιοι ήταν 1.200 – 1.500. Πάντως και για τους Έλληνες, κάποιες πηγές αναφέρουν 850 νεκρούς, αριθμός μάλλον υπερβολικός.
Οι βαριές απώλειες των Αιγυπτίων έκαναν τους Έλληνες να καταλάβουν ότι ο Ιμπραήμ δεν ήταν άτρωτος. Έτσι, συσπειρωμένοι γύρω από τον Κολοκοτρώνη που αφέθηκε ελεύθερος, έδωσαν τον αγώνα μέχρις εσχάτων.
Ο Φωτάκος διηγείται πως μετά τη μάχη στο Μανιάκι, ο Ιμπραήμ αναζήτησε τη σορό του Παπαφλέσσα. Έφεραν μπροστά του ένα ακέφαλο σώμα. Σε λίγο βρέθηκε και το κεφάλι. Ο Ιμπραήμ διέταξε να στερεώσουν τον νεκρό σ’ ένα δέντρο. Ακολούθως, σε μια πράξη σεβασμού και θαυμασμού, τον φίλησε και είπε : «Πράγματι αυτός ήταν ικανός και γενναίος άνθρωπος. Καλύτερα να παθαίναμε άλλη τόση ζημιά, αλλά να τον πιάναμε ζωντανό». Καμία άλλη ιστορική πηγή δεν επιβεβαιώνει το γεγονός αυτό. Πολλοί λογοτέχνες αναφέρουν το φιλί (όπως ο Σπύρος Μελάς, αν και δυσπιστεί).
Γνωστότερο σχετικό έργο, είναι «Το Φίλημα» του Μιχαήλ Μητσάκη, που πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Παρνασσός» τον Μάιο του 1892.
Για πολλά ακόμα χρόνια, στο Μανιάκι έμεναν μάρτυρες της πεισματικής εκείνης μάχης τα λευκασμένα από τον καιρό και σχισμένα από τις σπαθιές κρανία των νεκρών Ελλήνων κι Αιγυπτίων.
Για τον Παπαφλέσσα και την όλη δράση του γράφτηκαν πολλά. Ο Κ. Παπαρρηγόπουλος γράφει χαρακτηριστικά : «Υπήρξεν ανήρ έχων όλα τα ελαττώματα και όλα τα προτερήματα του κρατίστου συνωμότου, το πλανάν και το πλανάσθαι, το τολμάν και το θνήσκειν...».
ΠΗΓΕΣ : «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ», τόμος ΙΒ’, ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ
Νίκος Γιαννόπουλος, «1821 : Oι Μάχες των Ελλήνων για την Ελευθερία», εκδόσεις HISTORICALQUEST, 2016.
Μιχάλης Στούκας
Η γενναία αντίσταση μερικών εκατοντάδων Ελλήνων – Το ηρωικό τέλος του Παπαφλέσσα – Το περίφημο «φίλημα»
Στις 20 Μαΐου 1825 δόθηκε στο Μανιάκι της Μεσσηνίας μια από τις πλέον άνισες μάχες της Επανάστασης του 1821, ανάμεσα στους Έλληνες που είχαν επικεφαλής τον Γρηγόριο Παπαφλέσσα και τα αιγυπτιακά στρατεύματα του Ιμπραήμ. Στη μάχη αυτή, όπου σκοτώθηκε όπως είναι γνωστό, ο Παπαφλέσσας, έχασαν τη ζωή τους περισσότερο από 500 Έλληνες αλλά και πολύ περισσότεροι Αιγύπτιοι.
Ποιος ήταν ο Παπαφλέσσας;
Για τον Παπαφλέσσα, όπως και για τους περισσότερους ήρωες του ’21, έχουμε μια μάλλον εξιδανικευμένη εικόνα. Θα αναφερθούμε εδώ στον πολυτάραχο βίο του και σε κάποια περιστατικά άγνωστα στους πολλούς.
Ο Γεώργιος Δικαίος Φλέσσας γεννήθηκε στην Πολιανή της Μεσσηνίας το 1789. Ήταν ένα από τα 28 (!), πιθανότατα, παιδιά της οικογένειάς του. Σπούδασε για λίγο στη φημισμένη Σχολή της Δημητσάνας. Χειροτονήθηκε διάκονος και μόνασε στη Μονή Βελανιδιάς κοντά στην Καλαμάτα, όπου πήρε το ιερατικό όνομα Γρηγόριος (1816-1817) και στη συνέχεια στη Μονή Ρεκίτσας, ανάμεσα στο Λεοντάρι Αρκαδίας και τον Μυστρά. Ο μοναστικός βίος, όμως, δεν του ταίριαζε. Μετά από καβγά με τον Μητροπολίτη Μονεμβασίας και έντονο επεισόδιο με κάποιον Τούρκο μεγαλοκτηματία, έφυγε κρυφά για την (αγγλοκρατούμενη, θυμίζουμε) Ζάκυνθο και από εκεί για την Κωνσταντινούπολη, όπου μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία από τον συμπατριώτη του Παναγιώτη Αναγνωστόπουλο. Έλαβε το ψευδώνυμο Αρμόδιος και οι φιλοδοξίες του άλλαξαν πλέον ριζικά.
Αν και ως απεσταλμένος της Φιλικής Εταιρείας στη Βλαχία κατάφερε να μυήσει 30 περίπου νέα μέλη, ο υπερβάλλων ζήλος του και το παράτολμο θάρρος του τον οδηγούσαν σε απερίσκεπτες ενέργειες που συχνά εξέθεταν σε κίνδυνο την Εταιρεία. Μάλιστα κάποιοι φιλικοί εισηγήθηκαν τη δολοφονία του, όμως ο Αλέξανδρος Υψηλάντης που τον συμπαθούσε, τον διόρισε γενικό του πληρεξούσιο με εντολή να κηρύξει την Επανάσταση στην Πελοπόννησο.
Τελικά, μετά από περιπέτειες, ο Παπαφλέσσας έφτασε στο Μοριά και, παρά τις προσπάθειες των οπλαρχηγών να τον περιορίσουν, κατάφερε να ξεφύγει και να προκαλέσει ένοπλες συγκρούσεις με τους Τούρκους, φέρνοντας τους προύχοντες μπροστά σε τετελεσμένα γεγονότα. Το ίδιο έκανε αργότερα και στη Μεσσηνία, ενώ πρωτοστάτησε στην άλωση της Καλαμάτας. Έπειτα, έβγαλε τα ράσα, φόρεσε φουστανέλα και αρχαιοπρεπή περικεφαλαία και ξεσήκωσε όλες τις περιοχές της Μεσσηνίας και της Αρκαδίας.
Ο Κανέλλος Δεληγιάννης, ο οποίος τον αντιπαθούσε, έλεγε ότι φερόταν «ως μαινόμενος». Πήρε μέρος σχεδόν σε όλες τις μάχες στην κεντρική Πελοπόννησο. Αναμείχθηκε επίσης στην πολιτική, καθώς διετέλεσε πληρεξούσιος στην Α’ Εθνοσυνέλευση της Επιδάυρου (1821) και ορίστηκε υπουργός των Εσωτερικών από το 1823. Πήρε μέρος και στις κομματικές διενέξεις και τον εμφύλιο πόλεμο (1823-1825). Έμεινε πάντα πιστός στην παράταξη των στρατιωτικών.
Αρχές 1825 : Ο Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο – Ο Κολοκοτρώνης και άλλοι κορυφαίοι οπλαρχηγοί φυλακισμένοι
Από τον Μάιο του 1824, υπήρχαν πληροφορίες ότι η Αίγυπτος θα έπαιρνε μέρος στον ελληνοτουρκικό πόλεμο, καθώς οι Έλληνες της Αλεξάνδρειας είχαν ενημερώσει έγκαιρα τους συμπατριώτες μας στην Πελοπόννησο, που βρισκόταν σε εμφύλια διαμάχη, για τις σχετικές προετοιμασίες. Οι ίδιες πληροφορίες έφταναν κι από την Κωνσταντινούπολη. Ωστόσο κανείς στον Μοριά δεν θορυβήθηκε ιδιαίτερα.
Τον Ιούνιο η κατάσταση έγινε πιο δύσκολη, καθώς ο αιγυπτιακός στόλος υπό τον Ισμαήλ Γιβραλτάρ κατέστρεψε την Κάσο και στη συνέχεια ο τουρκικός στόλος, τα Ψαρά. Και πάλι, δεν έγινε καμία προσπάθεια για κατάληψη των τουρκικών οχυρών της Μεθώνης και της Κορώνης, που θα χρησίμευαν στον Ιμπραήμ ως προγεφύρωμα κατά την αποβίβασή του, ούτε ξεκίνησαν κάποιες προετοιμασίες για τη διαφαινόμενη αιγυπτιακή εμπλοκή.
Πραγματικά, στις 10 Φεβρουαρίου 1825, τα αιγυπτιακά πλοία φάνηκαν στον ορίζοντα και στις 11 και 12 του ίδιου μήνα, τα πρώτα στρατεύματα αποβιβάστηκαν στη Μεθώνη χωρίς να συναντήσουν ιδιαίτερη αντίσταση. Ο Ιμπραήμ είχε στη διάθεσή του 4.000 πεζούς και 400 ιππείς τακτικούς, καθώς και άτακτους, τους λεγόμενους Κιουλεμένηδες. Τις μονάδες αυτές διοικούσαν (κυρίως εκείνες του Πυροβολικού και του Μηχανικού) Γάλλοι και Ιταλοί αξιωματικοί.
Μάλιστα, με την πρώτη δύναμη αποβιβάστηκε και το πολυάριθμο επιτελείο που το αποτελούσαν Γάλλοι, ως επί το πλείστον, αξιωματικοί. Όπως γράφει ο Νίκος Γιαννόπουλος στο έξοχο βιβλίο του «1821 – Οι Μάχες των Ελλήνων για την Ελευθερία», ο Μοχάμετ Άλι της Αιγύπτου, αφού εξουδετέρωσε το σώμα των Μαμελούκων που αντιδρούσαν σε κάθε καινοτομία που προερχόταν από την «άθεη» Ευρώπη, εμπιστεύθηκε τη δημιουργία ενός πειθαρχημένου τακτικού στρατού σε Γάλλους αξιωματικούς, που μετά την ήττα του Μεγάλου Ναπολεόντα στο Βατερλό (1815) εκτοπίστηκαν μαζικά από τον Γαλλικό Στρατό. Με παχυλούς μισθούς και υποσχέσεις για νέα, λαμπρή σταδιοδρομία, δελέασε αρκετούς και τους ενέταξε στον στρατό του.
Από την άλλη πλευρά, η οθωμανική αυτοκρατορία, δεν διέθετε αξιόλογο τακτικό στρατό. Για τα ευρωπαϊκά δεδομένα, ο στρατός των Οθωμανών ήταν άτακτος. Παρά τις αλλεπάλληλες ήττες στις συγκρούσεις με την τσαρική Ρωσία, η οθωμανική αυτοκρατορία δεν προέβαινε σε ριζική αναδιάρθρωση του στρατού της, που ήταν περίπου στο ίδιο ποιοτικό επίπεδο με τον στρατό των επαναστατημένων Ελλήνων, οι οποίοι μάλιστα υπερείχαν και σε θέματα διοίκησης.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα η συντριβή του Δράμαλη στα Δερβενάκια (1822). Δεν θα ασχοληθούμε εδώ με τον εμφύλιο πόλεμο (Φεβρουάριος 1824 – Ιανουάριος 1825), που λίγο έλειψε να αποβεί μοιραίος για την ίδια την Επανάσταση. Θα αναφέρουμε μόνο ότι ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και άλλοι επιφανείς ηγέτες του Αγώνα (Θεόδωρος Γρίβας, Δεληγιανναίοι, Αμβρόσιος Φραντζής, Ιωάννης και Παναγιώτης Νοταράς, Μητροπέτροβας κ.ά.) ήταν φυλακισμένοι.
Μόλις έγινε γνωστή η απόβαση των Αιγυπτίων, η κυβέρνηση Κουντουριώτη εξέδωσε διαταγές προς τους οπλαρχηγούς για την αντιμετώπισή τους. Δύναμη 4.000 ανδρών, με επικεφαλής τον ίδιο τον Κουντουριώτη, κατέλαβε το χωριό Κρεμμύδι, που απείχε δύο ώρες από τη Μεθώνη, για να διακόψει την επικοινωνία Μεθώνης – Κορώνης. Δυστυχώς, ο Κουντουριώτης παραμέρισε σπουδαίους οπλαρχηγούς όπως ο Γ. Καραϊσκάκης και ο Κ. Τζαβέλας και ανέθεσε την αρχιστρατηγία στον πλοίαρχο Κυριάκο Σκούρτη, ο οποίος δεν είχε πείρα και ικανότητες για τη διεξαγωγή πολεμικών επιχειρήσεων, τουλάχιστον στην ξηρά.
Στις 7 Απριλίου 1825, ο Ιμπραήμ με 3.000 πεζούς, 400 ιππείς και τέσσερα πυροβόλα εκστράτευσε εναντίον των Ελλήνων. Στη μάχη στο Κρεμμύδι, οι Αιγύπτιοι πέτυχαν συντριπτική νίκη σε βάρος των Ελλήνων, που έχασαν περίπου 600 άνδρες. Ήταν η μεγαλύτερη ελληνική ήττα μετά τη μάχη του Πέτα (Ιούλιος 1822). Στη συνέχεια, ο Ιμπραήμ (26 Απριλίου) κατέλαβε τη Σφακτηρία, στη μάχη της οποίας, μεταξύ άλλων, έχασαν τη ζωή τους ο Ιταλός φιλέλληνας Σανταρόζα και ο Αναγνωσταράς. Ακολούθησε η κατάληψη του Παλαιόκαστρου και του Νεόκαστρου στην Πύλο, που έκανε τον Ιμπραήμ κύριο ολόκληρης σχεδόν της ΝΔ Πελοποννήσου.
Μεταξύ των Ελλήνων, άρχισε να επικρατεί πανικός. Οι φωνές για απελευθέρωση του Κολοκοτρώνη και των άλλων οπλαρχηγών γινόταν εντονότερες και περισσότερες. Όταν γινόταν προσπάθεια στρατολόγησης πολεμιστών, οι απαντήσεις σαν αυτή που ακολουθεί, ήταν χαρακτηριστικές : «Με ποιον θα πάμε βρε; Ποιος θα μας οδηγήσει; Πού είναι οι στρατηγοί μας; Πόυ είναι οι αφεντάδες μας (ενν. προύχοντες) βρε;»
Το εντυπωσιακό είναι ότι ένας από αυτούς που πρωτοστατούσαν στην προσπάθεια για απελευθέρωση των «ανταρτών» ήταν ο Παπαφλέσσας, ο οποίος, ένα χρόνο περίπου νωρίτερα, έστελνε επιστολές προς την Κυβέρνηση από την Τρίπολη στην οποία ανέφερε «ότι ήταν έτοιμος να ανασκάψει και να πυρπολήσει ακόμα και το χώμα των χωριών της επαρχίας Καρύταινας που παρέμεναν πιστά στον Κολοκοτρώνη», τώρα (14 Μαΐου 1825) με νέα επιστολή ζητούσε την αμνήστευσή τους.
Οι λόγοι που ώθησαν τον Παπαφλέσσα σ’ αυτή την εντυπωσιακή στροφή 180°, δεν είναι ξεκάθαροι.
Την ίδια εποχή, δύο ξένοι, ο Emerson και ο Pecchio, επισκέφτηκαν τον Κολοκοτρώνη στη φυλακή. Στον Emerson, ο «Γέρος του Μοριά» είπε ότι ήταν σίγουρος πως θα μπορούσε να διώξει τον Ιμπραήμ από την Πελοπόννησο. Θα τον εκτόπιζε από όλα τα οχυρά που κατείχε, τα οποία στη συνέχεια θα τα κατέστρεφε όλα, εκτός από ένα, που θα χρησιμοποιούσε η Κυβέρνηση σαν έδρα της. Στη συνέχεια, καθώς ο Ιμπραήμ δεν θα μπορούσε να μείνει κάπου ασφαλής, με κλεφτοπόλεμο, θα εξουδετερωνόταν. Στον Pecchio, που του μίλησε για τον μεγάλο κίνδυνο από τους Αιγυπτίους και του ανέφερε ότι σύντομα τα οχυρά της Πύλου θα έπεφταν στα χέρια του Ιμπραήμ, ο Κολοκοτρώνης αντέτεινε ότι οι επιτυχίες των Αιγυπτίων οφείλονταν στην «ενότητα στη διοίκηση, ενώ οι Έλληνες καταστρέφονται με τη μανία που έχουν όλοι να θέλουν να διοικήσουν χωρίς την αναγκαία πείρα».
Η μάχη στο Μανιάκι – Ο ηρωικός θάνατος του Παπαφλέσσα και πολλών συμπολεμιστών του
Στο μεταξύ η Κυβέρνηση, απελπισμένη από τις διαδοχικές ήττες, δέχτηκε την πρόταση του Παπαφλέσσα να ηγηθεί εκστρατείας κατά του Ιμπραήμ.
Στις 28 Απριλίου, ο Παπαφλέσσας έφυγε από το Ναύπλιο για την Τριπολιτσά (Τρίπολη). Εκεί βρισκόταν ο αδελφός του, Νικήτας Φλέσσας, με τους άνδρες του και έσπευσαν σύντομα όσοι οπλαρχηγοί βρίσκονταν κοντά. Αυτοί ήταν : o Πάνος Παπανικολάου, ο Ανδριανός Νέζος και ο Κωνσταντής Κακάνης με 150 άνδρες, ο Αλέξιος Νικολάου από το Λεβίδι με 50 άνδρες, ο Παπαγιώργης από το Περιθώρι με 70, ο Γιάννακας, από το χωριό Κερασιές με 100 άνδρες, ο Κωνσταντής Περγάμαλης και ο Γεώργιος Μητρόπουλος από το χωριό Κανδήλα, ο Λάμπρος Ριζιώτης από τον Κάμπο της Τριπολιτσάς και ο Παναγιώτης Στάικος με 100 άνδρες. Μαζί με τον Παπαφλέσσα βρισκόταν και ο Γιαννάκης Παππάς, γιος του σπουδαίου Σερραίου οπλαρχηγού Εμμανουήλ Παππά, με 50 άνδρες.
Στη συνέχεια, ο Παπαφλέσσας και οι υπόλοιπο κατευθύνθηκαν προς το Λεοντάρι. Στη διαδρομή, προστέθηκε στις δυνάμεις του και ο ανιψιός του, Δημήτριος Φλέσσας, με 150 άνδρες. Στο Λεοντάρι έφθασαν οι οπλαρχηγοί Αναστάσιος Κουμουνδούρος, Χρήστος Πατρινέλλης, Αδαμάκης Αποστολόπουλος, Παναγιώτης Μπούρας και Αναστάσιος Κουλοχέρας. Δύο μέρες αργότερα, στους Λάκκους, ενίσχυσαν τον Παπαφλέσσα ο Γεώργιος Μπούτος από τον Μελιγαλά και ο Καρακίτσος από το Κατσαρού (Τα στοιχεία για τους οπλαρχηγούς και τους άνδρες τους προέρχονται από το βιβλίο του Νίκου Γιαννόπουλου «1821. Οι Μάχες των Ελλήνων για την Ελευθερία»).
Επόμενος σταθμός του Παπαφλέσσα ήταν η Φρουτζάλα. Εκεί βρήκε τον Μανιάτη οπλαρχηγό Διονύσιο Μούρτζινο, παλιό του φίλο, με μεγάλη δύναμη, ο οποίος όμως δεν τον ακολούθησε, επειδή μια ανιψιά του Παπαφλέσσα είχε παντρευτεί τον Κωνσταντίνο Μαυρομιχάλη, τοπικό εχθρό του Μούρτζινου...
Ο Παπαφλέσσας επιχείρησε να συναντήσει τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, όμως επειδή ο Μανιάτης οπλαρχηγός υπέφερε από ποδάγρα (θυμηθείτε και τα άρθρα για τη δολοφονία του Καποδίστρια...), η συνάντηση δεν έγινε.
Ο Π. Μαυρομιχάλης αρκέστηκε σε μια επιστολή με την οποία έδινε συγχαρητήρια στον Παπαφλέσσα για την ανάληψη της αρχηγίας της εκστρατείας κατά του Ιμπραήμ, αλλά του επισήμαινε ότι ο Αιγύπτιος αρχηγός δεν ήταν Δράμαλης (που έπαθε πανωλεθρία στα Δερβενάκια), αλλά τον σύγκρινε με τον Πύρρο και τον Μέγα Ναπολέοντα (λίγο υπερβολικές θεωρούμε τις συγκρίσεις...) και τόνιζε ότι έπρεπε να χτυπηθεί αμέσως, αλλιώς το Έθνος κινδύνευε σοβαρά.
Μετά από δύο μέρες στη Φρουτζάλα, ο Παπαφλέσσας πήγε στη Δράηνα. Εκεί έλαβε μήνυμα από τον Δ. Πλαπούτα ότι θα τον ενίσχυε με 1.600 άνδρες και ότι Αρκάδες οπλαρχηγοί με 2.000 άνδρες σπεύδουν να τον βοηθήσουν. Αυτές οι πληροφορίες έκαναν τους Έλληνες να αναθαρρήσουν.
Στη Δράηνα ο Παπαφλέσσας ζήτησε από τους ντόπιους να του υποδείξουν την ψηλότερη θέση της περιοχής, απ’ όπου θα μπορούσε να βλέπει όλα τα γύρω μέρη ως το Νεόκαστρο. Του προτάθηκαν το χωριό Πεδεμένου και το Μανιάκι. Λίγο πριν φύγουν, έφτασαν εκεί ο Ηλίας Κόρμας, με 120 άνδρες από το Κοντοβούνι, ο Θανασούής Καπετανάκης με 80, ο φίλος του Παπαφλέσσα Πιέρος Βοϊδής Μαυρομιχάλης και ο Ηλίας Τσαλαφατινός με 120 εμπειροπόλεμους Μανιάτες, ο Σταυριανός Καπετανάκης, ο Παναγιώτης Λίβας από τα Αρφαρά, ο Γεώργιος Δικαίος και ο Αναγνώστης Μπιτσιάνης από την Πολιανή με 80 άνδρες.
Συνολικά, στη Δράηνα συγκεντρώθηκαν 1.300 άνδρες. Ο Φωτάκος γράφει ότι αν είχαν έρθει όλοι όσοι είχαν ειδοποιηθεί, θα συγκεντρώνονταν τουλάχιστον 10.000. Εκεί, ο Παπαφλέσσας έλαβε επιστολή από τον αδελφό του, Νικήτα, ο οποίος τον πληροφορούσε ότι αδυνατεί να τον ενισχύσει και τον συμβούλευε να μη συνεχίσει την πορεία του, αλλά να συγκεντρώσει τις δυνάμεις του στα ορεινά της Καλαμάτας ώστε να επικοινωνεί με τη Μάνη και να δεχθεί, ενδεχομένως, ενισχύσεις. Ο Παπαφλέσσας δεν εκτίμησε τη στρατιωτική πείρα του αδελφού του και του έστειλε μια επιστολή γεμάτη πίκρα αλλά και αποφασιστικότητα : «Εγώ άπαξ ωρκίσθην να χύσω το αίμα μου εις την ανάγκην της πατρίδος και αυτή είναι η ώρα. Εύχομαι δε εις τον Θεόν, η πρώτη μπάλα του Ιμπραήμ να με πάρει εις το κεφάλι διότι σας γράφω να ταχύνετε τον ερχομό σας και σεις μου γράφετε κουραφέξαλα. Νικήτα, πρώτη και τελευταία επιστολή μου είναι αυτή. Βάστα την να τη διαβάζεις καμιά φορά, να με θυμάσαι και να κλαις».
Στις 16 Μαΐου ο Παπαφλέσσας έφυγε από τη Δράηνα με 1.300 άνδρες. Στρατοπέδευσε στο Μανιάκι. Με νέα του επιστολή προς την Κυβέρνηση, ζήτησε την αποφυλάκιση του Κολοκοτρώνη και των υπόλοιπων οπλαρχηγών, καθώς διαπίστωσε μεγάλη απροθυμία για συμμετοχή στη διαφαινόμενη μάχη με τον Ιμπραήμ, λόγω του γεγονότος αυτού.
Ο Πλαπούτας στο μεταξύ δεν φαινόταν να έρχεται. Ο Παπαφλέσσας, με πύρινους λόγους και με αναφορές σε δοξασμένες εποχές του παρελθόντος. Όμως, πλέον, τα λόγια του δεν είχαν την απήχηση που ανέμενε. Ήταν λαθεμένη η επιμονή του να προωθηθεί στο Μανιάκι, από την ώρα μάλιστα που δεν ήρθαν οι ενισχύσεις που ανέμενε.
Στις 18 Μαΐου έγινε γνωστό ότι ο Ιμπραήμ κινείται προς το Μανιάκι. Στρατοπέδευσε στο χωριό Σκάρμιγκα. Είχε συνολικά δύναμη 6.000 ανδρών (3.000 Αιγύπτιοι, 800 Μαμελούκοι ιππείς, Αλβανοί άτακτοι και ντόπιοι Τούρκοι). Ο Παπαφλέσσας δεν θέλησε να υποχωρήσει και να περιμένει τις ενισχύσεις των υπόλοιπων οπλαρχηγών.
Η θέση που επέλεξε για να αγωνιστεί ήταν παντελώς ακατάλληλη. Ούτε καν οχυρώματα για την επικείμενη μάχη δεν υπήρχαν και φτιάχτηκαν εσπευσμένα. Μάλιστα η πρώτη αιγυπτιακή επίθεση τα βρήκε μισοτελειωμένα.
Τη νύχτα της 18ης Μαΐου, ο Αμερικανός φιλέλληνας γιατρός Χάου, επισκέφτηκε το ελληνικό στρατόπεδο. Στο πρόχειρο γεύμα που του παρατέθηκε, ο Παπαφλέσσας είπε : « Αύριο τέτοια ώρα θα δειπνάμε με τον Πλούτωνα», και βλέποντας θλιμμένους τους άλλους οπλαρχηγούς, πρόσθεσε «ή θά ‘μαστε νικηταί». Ο Χάου έφυγε τα ξημερώματα.
Την επόμενη μέρα (19 Μαΐου), οι Έλληνες απέκτησαν οπτική επαφή με τον εχθρό. «Είχε μαυρίσει ο κάμπος από τον πολύ στρατό», γράφει ο Φωτάκος. Όλοι οι οπλαρχηγοίπροσπαθούσαν να μεταπείσουν τον Παπαφλέσσα να αποσυρθούν σε άλλο, πιο καλά οχυρωμένο, σημείο, μάταια όμως. Επιτίμησε τον Κεφάλα και τον Παπαγιώργη, λέγοντάς του χαρακτηριστικά : «Αλλ’ ο μη γένοιτο και νικηθώμεν, θα αδυνατίσωμεν την δύναμιν του εχθρού, πολλούς στρατιώτας θα χάσει και την μάχη μας θα την ονομάσουν ιστορικώς Λεωνίδειον μάχην, Παπαγιώργη».
Ο φίλος του, Βοϊδής Μαυρομιχάλης, προσπάθησε κι αυτός να του αλλάξει γνώμη, μάταια όμως. Ο Παπαφλέσσας μίλησε υποτιμητικά για την ανδρεία του και ο Βοϊδής από φιλότιμο έμεινε, φυγαδέυοντας όμως μερικούς άνδρες του που δεν ήθελε να χαθούν άδικα.
Η ελληνική αμυντική γραμμή αποτελούνταν από τρεις οχυρωμένες τοποθεσίες σε κλιμακωτή διάταξη. Το βόρειο οχύρωμα είχε αναλάβει ο Παπαφλέσσας μαζί με αρκετούς Αρκάδες. Μαζί του ήταν ο γραμματέας του Τισαμενός, ο σημαιοφόρος του Δημήτριος από τη Χίο κι ένας Γάλλος στρατιώτης που του είχε παραχωρήσει ο στρατηγός Ρος. Στο κεντρικό οχύρωμα τοποθετήθηκαν ο Δημήτριος Φλέσσας και οι Μεσσήνιοι, ενώ στο νότιο ο Βοϊδής Μαυρομιχάλης, επικεφαλής των Μανιατών.
Σύντομα, όμως, άρχισαν οι αποχωρήσεις. Ο Σταυριανός Καπετανάκης με 10 άνδρες έφυγαν από το πεδίο της μάχης στις 19 Μαΐου και τους ακολούθησαν και άλλοι.
Το πρωί της 20ής Μαΐου, τα αιγυπτιακά στρατεύματα κινήθηκαν προς τις ελληνικές οχυρώσεις. Τότε ο Παπαφλέσσας διέταξε τον Τισαμενό να μεταβεί στο γειτονικό ύψωμα μαζί με τους υπηρέτες, για να συγκρατήσει τα άλογα που είχαν αφήσει εκεί και να παρακολουθήσει τη μάχη. Ο νεαρός Ηπειρώτης (από τους Φραγγάδες Ζαγορίου) Τισαμενός, το αρχικό όνομα του οποίου ήταν Καραγιαννόπουλος, αρνήθηκε πεισματικά, αλλά ο Παπαφλέσσας τον έπεισε να αποχωρήσει, θεωρώντας ότι θα ήταν πολύ χρήσιμος στο μέλλον (κάτι που έγινε...)
Η πρώτη επίθεση των στρατευμάτων του Ιμπραήμ αντιμετωπίστηκε με σχετική επιτυχία, καθώς δεν ανέκοψαν την πορεία τους μετά την πρώτη ομοβροντία που δέχτηκαν. Η δεύτερη ομοβροντία όμως τους έκανε να υποχωρήσουν. Παρά τις απώλειες, οι άνδρες του Αιγύπτιου στρατάρχη συνέχισαν τις επιθέσεις, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Δυστυχώς, τις κρίσιμες εκείνες ώρες, πολλοί Έλληνες λιποτάκτησαν. Έμειναν έτσι στο Μανιάκι μόνο 300 πολεμιστές. Συμβολικός, λόγω Θερμοπυλών, ο αριθμός.
Το μεσημέρι, τα αιγυπτιακά στρατεύματα αποσύρθηκαν για να γευματίσουν. Οι αξιωματικοί του στρατού του Ιμπραήμ αποφάσισαν τότε γενική έφοδο, θεωρώντας ότι οι Έλληνες είχαν εξαντληθεί. Ο Παπαφλέσσας δεν εγκατέλειπε τη συγκεκριμένη τοποθεσία, παρά τις εκ νέου προτροπές που δεχόταν. Στις 14.00 άρχισε η νέα επιδρομή των Αιγυπτίων.
Ξαφνικά, ακούστηκαν δύο ομοβροντίες. Ήταν ο Πλαπούτας με 1.500 άνδρες, ο οποίος έφτασε στη θέση που βρισκόταν ο Τισαμενός, που του υπέδειξε να σπεύσει στο Μανιάκι. Βλέποντας, όμως, ο Πλαπούτας ότι δεν μπορεί να διασπάσει τον αιγυπτιακό κλοιό, αρκέστηκε σε μερικές ομοβροντίες και αποχώρησε με τους άνδρες του.
Ο Ιμπραήμ, πεισμωμένος από την απροσδόκητα αποτελεσματική αντίσταση των Ελλήνων, πήρε μέρος κι ο ίδιος στη νέα έφοδο. Ο Παπαφλέσσας, με δύο πιστόλες, πολεμούσε ηρωικά. Αφού πυροβόλησε μ’ αυτές δύο Αλβανούς που του επιτέθηκαν, τράβηξε το σπαθί του. Τότε χτυπήθηκε πισώπλατα από έναν Αλβανό, τον Χούσο. Τον Χούσο σκότωσε ο Αρκάδας οπλαρχηγός Αναγνώστης Γκότσης, ο οποίος όμως έπεσε σύντομα νεκρός.
Ο Γάλλος στρατιώτης, αφού με το σπαθί του σκότωσε 10 Αιγύπτιους και Αλβανούς (!), έχασε κι αυτός τη ζωή του. Ο σημαιοφόρος Δημήτριος, αφού έσκισε το ύφασμα της σημαίας σε λωρίδες και το φύλαξε στο στήθος του, έκοψε τον σταυρό από το κοντάρι και τον κράτησε. Με το σπαθί του όρμησε στους Αιγύπτιους αλλά σώθηκε!
Το οχύρωμα των Μεσσηνίων με τον Δημήτριο Φλέσσα να μάχεται ηρωικά ως το τέλος, σίγησε δεύτερο. Στις 16.00 «βαστούσε» ακόμα μόνο το οχύρωμα του Βοϊδή. Τελικά λίγοι Έλληνες κατάφεραν να σωθούν.
Ο πιθανότερος αριθμός των νεκρών Ελλήνων στο Μανιάκι ήταν 500-550. Ο Ιμπραήμ σε αναφορά του στον σουλτάνο αναφέρει 520 νεκρούς Έλληνες και 250 δικούς του άνδρες. Ψεύδεται, όμως, καθώς οι νεκροί και τραυματίες Αιγύπτιοι ήταν 1.200 – 1.500. Πάντως και για τους Έλληνες, κάποιες πηγές αναφέρουν 850 νεκρούς, αριθμός μάλλον υπερβολικός.
Οι βαριές απώλειες των Αιγυπτίων έκαναν τους Έλληνες να καταλάβουν ότι ο Ιμπραήμ δεν ήταν άτρωτος. Έτσι, συσπειρωμένοι γύρω από τον Κολοκοτρώνη που αφέθηκε ελεύθερος, έδωσαν τον αγώνα μέχρις εσχάτων.
Το φιλί του Ιμπραήμ - Επίλογος
Ο Φωτάκος διηγείται πως μετά τη μάχη στο Μανιάκι, ο Ιμπραήμ αναζήτησε τη σορό του Παπαφλέσσα. Έφεραν μπροστά του ένα ακέφαλο σώμα. Σε λίγο βρέθηκε και το κεφάλι. Ο Ιμπραήμ διέταξε να στερεώσουν τον νεκρό σ’ ένα δέντρο. Ακολούθως, σε μια πράξη σεβασμού και θαυμασμού, τον φίλησε και είπε : «Πράγματι αυτός ήταν ικανός και γενναίος άνθρωπος. Καλύτερα να παθαίναμε άλλη τόση ζημιά, αλλά να τον πιάναμε ζωντανό». Καμία άλλη ιστορική πηγή δεν επιβεβαιώνει το γεγονός αυτό. Πολλοί λογοτέχνες αναφέρουν το φιλί (όπως ο Σπύρος Μελάς, αν και δυσπιστεί).
Γνωστότερο σχετικό έργο, είναι «Το Φίλημα» του Μιχαήλ Μητσάκη, που πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Παρνασσός» τον Μάιο του 1892.
Για πολλά ακόμα χρόνια, στο Μανιάκι έμεναν μάρτυρες της πεισματικής εκείνης μάχης τα λευκασμένα από τον καιρό και σχισμένα από τις σπαθιές κρανία των νεκρών Ελλήνων κι Αιγυπτίων.
Για τον Παπαφλέσσα και την όλη δράση του γράφτηκαν πολλά. Ο Κ. Παπαρρηγόπουλος γράφει χαρακτηριστικά : «Υπήρξεν ανήρ έχων όλα τα ελαττώματα και όλα τα προτερήματα του κρατίστου συνωμότου, το πλανάν και το πλανάσθαι, το τολμάν και το θνήσκειν...».
ΠΗΓΕΣ : «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ», τόμος ΙΒ’, ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ
Νίκος Γιαννόπουλος, «1821 : Oι Μάχες των Ελλήνων για την Ελευθερία», εκδόσεις HISTORICALQUEST, 2016.
Μιχάλης Στούκας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου