Μεταξύ της συνοικίας της Πλάκας και του ιερού βράχου της Ακρόπολης απλώνεται μια στενή λωρίδα γης που ποτέ δεν οικοδομήθηκε.
Από την αρχαιότητα το κομμάτι αυτό της πόλης προστατευόταν από ένα παλιό χρησμό του Μαντείου των Δελφών που απαγόρευε αυστηρά στους αρχαίους Αθηναίους να κατοικήσουν την θέση αυτή.
Φυσικά κανείς Αθηναίος τότε δεν διανοείτο να αγνοήσει την εντολή του Ιερού Μαντείου. Παραδοσιακά και τους επόμενους αιώνες το μέρος παρέμενε ανέγγιχτο.
Τα πράγματα άλλαξαν κάπου στα μέσα της Οθωνικής περιόδου. Ας αφήσουμε όμως τον δημοσιογράφο Α. Φούφα («Θεατής» 1928) να μας τα περιγράψει καλύτερα:
«Όταν το έθνος απετίναξε τον ζυγόν της δουλείας, εξεδηλώθη εις την πρωτεύουσαν ο πυρετός της ανοικοδομήσεως. Τα σπίτια άρχισαν να διαδέχωνται το ένα το άλλο, οι δρόμοι να επεκτείνωνται, αι πλατείαι να χαράσσωνται, διάφορες περιοχές να δενδροφυτεύωνται και ύστερα από λίγο, το παλαιό του Χασεκή τείχος εκρημνίζετο (σ.σ. οχυρωματικό έργο που φτιάχτηκε από τους Οθωμανούς και έζωνε όλη την μικρή τότε σε έκταση Αθήνα. Χρειαζόταν περίπου δυο ώρες να το φέρει κανείς βόλτα), γιατί ήτο πρόσκομμα εις τη εξάπλωσιν της πόλεως.
»Βαθμηδόν και κατ’ ολίγον, αι ανάγκαι του πληθυσμού και η έλλειψις στέγης ώθησαν τους κατοίκους προς τα μέρη του Ιλισσού, το Τουρκοβούνι και το Λυκαβηττό και άρχισαν να ξεφυτρώνουν εκεί, χωρίς σχέδιο και χωρίς ρυθμό, μικρά σπιτάκια, εις τα οποία εγκαθίσταντο οι πτωχότεροι. Όπως και κατά τους αρχαίους χρόνους, έτσι και τότε, είχε απαγορευθή η οικοδόμησις εις τον χώρον εκείνον, τον οποίον το μαντείον των Δελφών είχε κηρύξει ιερόν.
»Η απαγόρευσις αυτή είχε γίνει σεβαστή για κάμποσο καιρό. Έξαφνα όμως, ένα πρωί, οι Αθηναίοι είδαν ν’ ανακύπτουν δύο σπιτάκια από πίσω ακριβώς από τον Άη Νικόλα, εις τους πρόποδας της Ακροπόλεως. Το ένα σπιτάκι ήτο του Γεωργίου Δαμίγου το άλλο, του Μάρκου Σιγάλα. Και οι δύο τους κατήγοντο από την Ανάφη. Ο ένας ήτο ξυλουργός και ο άλλος κτίστης. Επειδή δε αι δύο αυταίτέχναι είναι ό,τι ακριβώς χρειάζεται για μια οικοδομή, οι δύο φιλαράκοι, πρακτικώτατα σκεπτόμενοι, συνεργάσθησαν προς εξοικονόμησιν στέγης, για τον εαυτό τους και την οικογένειά τους.
»Το πραξικόπημα εγίνηκε ως εξής: Οι δύο Αναφιώτεςήρχισαν κατ’ αρχάς να μεταφέρουν διά νυκτός εις το μέρος της εκλογής των, πέτρες, ασβέστη και άλλη οικοδομήσιμη ύλη. Οι γείτονες, βλέποντες αυτά, απορούσαν και ρωτούσαν ο ένας τον άλλον τι να συμβαίνει άραγε. Μια μέρα, το ήμισυ της οικοδομησίμου ύλης έλειπε και στη θέσι της επρόβαλλε ένα μικρό σπιτάκι. Μετά δύο ημέρες, δεύτερο σπιτάκι ξεπρόβαλε μερικά βήματα πιο κάτω. Και τα δύο σπιτάκια ήσαν απαράλλακτα. Η ίδιες μικρές πόρτες, τα ίδια μικροσκοπικά παράθυρα, η ίδιες τοξοειδείς γωνίες, η ίδιες στέγες, ίσες και χωρίς κεραμίδια». Εκείνοι που τα οικοδόμησαν, είχαν την φιλοδοξία και τον εγωισμό να τους δώσουν την αρχιτεκτονική της πατρίδος των.
»Οι γείτονες πια τα είχαν χάσει και με κάποιο δέος προσέβλεπαν τα, ως διά μαγείας, ανεγερθέντα σπιτάκια, πολλοί μάλιστα άρχισαν να συλλογίζωνται ότι ο Σατανάς ασφαλώς είχε μέσα την ουρά του. Γρήγορα όμως, οι φόβοι αυτοί επέπρωτο να διαλυθούν, γιατί ύστερα από μερικές ημέρες ενεφανίσθησαν οι ένοικοι, αι αβραμιαίαι, δηλαδή, οικογένειαι των δύο Αναφιωτών, του Δαμίγου και του Σιγάλα.
»Αι αρχαίέλαβον γνώσιν του πράγματος και κατέφθασαν επί τόπου διά να ενεργήσουν “τα δέοντα”. Αλλ’ είτε διότι εσκέφθησαν ότι τα γινόμενα ουκ απογίγνονται, είτε διά λόγους φιλανθρωπίας, αφήκαν τα σπιτάκια στη θέσι τους και τους ενοίκους ησύχους.
»Το κατόρθωμα όμως του Δαμίγου και του Σιγάλα έγινε ήδη γνωστόν μεταξύ των μη εχόντων πού την κεφαλήν κλίναι. Και επειδή ο άνθρωπος είναι ζώονμιμητικόν, από καιρού εις καιρόν ξεφύτρωνε εις τους πρόποδας της Ακροπόλεως και από ένα σπιτάκι.
»Ήλθε επί τέλους η ώρα να βαπτισθή ο συνοικισμός. Μερικοί κακεντρεχείς ονόμασαν το μέρος εκείνο Νυκτοχώρι, ειρωνευόμενοι το γεγονός τής διά νυκτός ανοικοδομήσεώς του. Οι ενδιαφερόμενοι, όμως, ιδίως ο Δαμίγος και ο Σιγάλας, οι οποίοι τρόπον τινά εθεωρούντο υπό των άλλων ως γενάρχαι, υπό πατριωτικού εγωισμού εμφορούμενοι, έβγαλαν τον συνοικισμόν “Αναφιώτικα”, αποτίοντεςφόρον τιμής και ευγνωμοσύνης προς την γενέτειραν».
Αντιλαμβάνεσθε βέβαια αγαπητοί αναγνώστες ότι αυτή η καθ’ όλα άναρχη και αυθαίρετη δόμηση δημιούργησε ένα λιλιπούτιο οικισμό με κακοτράχαλα ανηφορικά και δαιδαλοειδή στενά μονοπάτια αφιλόξενα για τον περιηγητή, που μπορούσε εύκολα να χαθεί, και με μικρά χαμηλοτάβανα σπιτάκια «ατάκτως ειρημένα». Και όμως κάτι διαφορετικό και όμορφο είχε αυτός ο οικισμός: τ’ ασβεστωμένα σπιτάκια θύμιζαν το χιλιοτραγουδισμένο Αιγαίο και τ’ αγαπημένα νησάκια του. Και κάτι ακόμα: οι απλοί, λαϊκοί άνθρωποι του οικισμού, έτσι όπως ήταν αναγκασμένοι να ζουν κολλητά ο ένας με τον άλλο έδιναν την αίσθηση ενός περίεργου κοινοβίου!
Διαβάζουμε στον «Μικρό Ρωμηό» τις παρατηρήσεις της Καλλιρόης Παρέν:
«…Ακόμη και μια δυνατή ανάσα να έπαιρνε ένας γείτονας, όλοι θα ήξεραν αμέσως το γιατί και θα προσφέρονταν να τον παρηγορήσουν. Ζούσαν περισσότερο στις εξώπορτες, στην αυλή ή ακόμη στο δρόμο παρά στα σπίτια τους. Εκεί συζητούσαν και κάποτε μάλωναν τα αντρόγυνα. Εκεί έτρωγαν, έπαιζαν, πλένονταν και ντύνονταν τα παιδιά. Εκεί ανταλλάσσονταν οι επισκέψεις τους, διαδίδονταν οι ειδήσεις της ημέρας και σχολιάζονταν η διαγωγή των κοριτσιών, παντρολογούνταν τα φρονιμότερα και καταδικάζονταν σε παντοτινή αγαμία τα ζωηρότερα.
»Το σαλόνι τους ήταν κατά κάποιο τρόπο η αυλόπορτα, όπου οι γυναίκες, οι τακτικότερες πάντα καθαρές και περιποιημένες, οι πολυάσχολες συχνά αχτένιστες και ασυγύριστες, με τα μωρά τους στα γόνατα, περνούσαν τις ώρες τους.
»Οι άντρες μετά το βραδινό φαγητό φούμαραν τα τσιγάρα τους, συζητούσαν για πολιτικά, σχολίαζαν τις ειδήσεις των εφημερίδων, έλεγαν αστεία και μιλούσαν για το φαΐ τους, για το φρέσκο ψάρι που πέτυχαν στην αγορά, για τις στεναχώριες τους…»
Για να πάει κανείς σήμερα στ’ Αναφιώτικα θα περάσει μέσα από μια διαφορετική Πλάκα. Μια Πλάκα σαφώς επηρεασμένη από τον Τουρισμό, μια Πλάκα που καθημερινά αργά αλλά δυστυχώς σταθερά απομακρύνεται από την μοναδική παράδοσή της. Αν όμως επιμείνετε στην «ανηφόρα», τα Αναφιώτικα θα σας ανταμείψουν αφού εξακολουθούν να επιμένουν... παραδοσιακά. Εδώ το αυθεντικό έχει ένα διαρκές, δικό του στέκι-καταφύγιο, φωλιασμένο τόσο ψηλά, που δύσκολα το φτάνει κανείς για να το «μπασταρδέψει».
Βρισκόμαστε στο 1931 σε μια πολύβουη μεγάλη Αθήνα που απλώνεται προς όλες τις κατευθύνσεις. Ο θόρυβος των αυτοκινήτων, τα ραδιόφωνα, οι πολυκατοικίες, το μισό εκατομμύριο άτομα που γυρίζουν σαν τα μυρμήγκια τους πολυσύχναστους δρόμους, ζαλίζουν… Μοναδικό καταφύγιο, όπως και σήμερα τα ταπεινά Αναφιώτικα! Ο νεαρός τότε ρεπόρτερ των «Αθηναϊκών Νέων» Δημήτρης Ψαθάς θα μας δώσει την δική του, ταυτόσημη με την δική μας, παρατήρηση και άποψη:
«Κάτω από την σκιάν της Ακροπόλεως τ’ Αναφιώτικα. Η πιο ζωντανή σελίδα από το παρελθόν. Ένας περίπατος στα στενά δρομάκια των ξυπνά μέσα στην ψυχή κιτρινισμένες σελίδες... Τι συμπαθητική ατμόσφαιρα... Εδώ επάνω δεν φτάνει ο θόρυβος της εποχής. Κάτω στα κράσπεδα της συνοικίας φτάνει και σκάει σαν κύμα στην ακρογιαλιά η ανησυχία της σημερινής Αθήνας.
»Καθώς ανεβαίνετε σιγά σιγά και χάνεστε στα δρομάκια με της χαμηλές πορτούλες, αποξενώνεστε τόσο πολύ με την σύγχρονη πόλη. Μια ατμόσφαιρα παρελθόντος είνε χυμένη στην κάθε πέτρα, στο κάθε σπίτι, στην κάθε γωνιά, σ’ αυτά τα πρόσωπα ακόμη των λίγων περαστικών. Ένα άρωμα πραγμάτων περασμένων αποπνέει το κάθε τι. Τα χαμηλά παράθυρα με τα πέτρινα τόξα, η ταρατσούλες με την γλάστρα, η μισοτραβηγμένες κουρτίνες, η νερατζούλες στης αυλές, τα κυπαρίσσια που πετάγονται πού και πού μέσα από τους κήπους κι’ υψώνουν της μαύρες σιλουέτες των ψηλά...
»Οι δρόμοι, καθώς ανεβαίνετε, γίνονται πειό στενοί και τα σπίτια ξεβαμμένα, λέτε και μόλις συγκρατούνται από το πέρασμα του χρόνου. Μια ταβερνούλα, μερικοί τύποι σιωπηλοί που κουτσοπίνουν, μια γρηούλα που ανεβαίνει με κόπο της σκάλες και πίσω από κάποιο παράθυρο, το πρόσωπο μιας κοπέλλας.
»[...] Τ’ Αναφιώτικα έχουν την δική τους σφραγίδα. Έχουν μείνει πιστά στο παρελθόν. Ηγνόησαν κάθε τι που έφεραν τα χρόνια στη λοιπή πόλη. Η άσφαλτος έχει σταματήσει κάτω, εκεί όπου ακριβώς και ο θόρυβος της καινούριας πόλεως. Η ρόδα που κατέκτησε όλον τον κόσμο στάθηκε αδύνατο να αναρριχηθή στα στενά των. Κι’ ο πολιτισμός ολόκληρος της μοντέρνας Αθήνας έχει αποκλειστή. Διατηρούν ατόφια την παράδοσιν του παρελθόντος όπως και μερικές γρηούλες που μπαινοβγαίνουν σκύβοντας στης χαμηλές πορτούλες.
»Καθώς περπατάτε σ’ αυτά τα δρομάκια, σας γεννάται μέσα στην ψυχή ένας τόνος βαθειάς μελαγχολίας. Για το χθες που σβύνει σιγά σιγά, που ετοιμάζεται να πεθάνη. Αυτά τα μικρά-μικρά σπιτάκια, τα χαμηλά, τα ακατάστατα, δίνουν τόσο πολύ την εντύπωσι ενός κοπαδιού που έχει πανικοβληθή από κάποιον εχθρό κι’ εστριμώχθηκε, έντρομο, να προφυλαχτή κάτω από τον βράχο της Ακροπόλεως.
»Η καινούρια Αθήνα δεν συγχωρεί τον ρωμαντισμό. Τα στενά σοκάκια με τα μισόκλειστα παράθυρα είνε για τους τροβαδούρους κι’ αυτοί δεν υπάρχουν να σκορπίσουν την ζωή στα ξεθωριασμένα σκηνικά των Αναφιώτικων...»
Αν έχετε λίγο χρόνο ακόμη δείτε το εμπεριστατωμένο ντοκιμαντέρ της ΕΡΤ «τα Αναφιώτικα»
Θωμάς Σιταράς (Αθηναιογράφος)
Από την αρχαιότητα το κομμάτι αυτό της πόλης προστατευόταν από ένα παλιό χρησμό του Μαντείου των Δελφών που απαγόρευε αυστηρά στους αρχαίους Αθηναίους να κατοικήσουν την θέση αυτή.
Φυσικά κανείς Αθηναίος τότε δεν διανοείτο να αγνοήσει την εντολή του Ιερού Μαντείου. Παραδοσιακά και τους επόμενους αιώνες το μέρος παρέμενε ανέγγιχτο.
Τα πράγματα άλλαξαν κάπου στα μέσα της Οθωνικής περιόδου. Ας αφήσουμε όμως τον δημοσιογράφο Α. Φούφα («Θεατής» 1928) να μας τα περιγράψει καλύτερα:
«Όταν το έθνος απετίναξε τον ζυγόν της δουλείας, εξεδηλώθη εις την πρωτεύουσαν ο πυρετός της ανοικοδομήσεως. Τα σπίτια άρχισαν να διαδέχωνται το ένα το άλλο, οι δρόμοι να επεκτείνωνται, αι πλατείαι να χαράσσωνται, διάφορες περιοχές να δενδροφυτεύωνται και ύστερα από λίγο, το παλαιό του Χασεκή τείχος εκρημνίζετο (σ.σ. οχυρωματικό έργο που φτιάχτηκε από τους Οθωμανούς και έζωνε όλη την μικρή τότε σε έκταση Αθήνα. Χρειαζόταν περίπου δυο ώρες να το φέρει κανείς βόλτα), γιατί ήτο πρόσκομμα εις τη εξάπλωσιν της πόλεως.
»Βαθμηδόν και κατ’ ολίγον, αι ανάγκαι του πληθυσμού και η έλλειψις στέγης ώθησαν τους κατοίκους προς τα μέρη του Ιλισσού, το Τουρκοβούνι και το Λυκαβηττό και άρχισαν να ξεφυτρώνουν εκεί, χωρίς σχέδιο και χωρίς ρυθμό, μικρά σπιτάκια, εις τα οποία εγκαθίσταντο οι πτωχότεροι. Όπως και κατά τους αρχαίους χρόνους, έτσι και τότε, είχε απαγορευθή η οικοδόμησις εις τον χώρον εκείνον, τον οποίον το μαντείον των Δελφών είχε κηρύξει ιερόν.
»Η απαγόρευσις αυτή είχε γίνει σεβαστή για κάμποσο καιρό. Έξαφνα όμως, ένα πρωί, οι Αθηναίοι είδαν ν’ ανακύπτουν δύο σπιτάκια από πίσω ακριβώς από τον Άη Νικόλα, εις τους πρόποδας της Ακροπόλεως. Το ένα σπιτάκι ήτο του Γεωργίου Δαμίγου το άλλο, του Μάρκου Σιγάλα. Και οι δύο τους κατήγοντο από την Ανάφη. Ο ένας ήτο ξυλουργός και ο άλλος κτίστης. Επειδή δε αι δύο αυταίτέχναι είναι ό,τι ακριβώς χρειάζεται για μια οικοδομή, οι δύο φιλαράκοι, πρακτικώτατα σκεπτόμενοι, συνεργάσθησαν προς εξοικονόμησιν στέγης, για τον εαυτό τους και την οικογένειά τους.
»Το πραξικόπημα εγίνηκε ως εξής: Οι δύο Αναφιώτεςήρχισαν κατ’ αρχάς να μεταφέρουν διά νυκτός εις το μέρος της εκλογής των, πέτρες, ασβέστη και άλλη οικοδομήσιμη ύλη. Οι γείτονες, βλέποντες αυτά, απορούσαν και ρωτούσαν ο ένας τον άλλον τι να συμβαίνει άραγε. Μια μέρα, το ήμισυ της οικοδομησίμου ύλης έλειπε και στη θέσι της επρόβαλλε ένα μικρό σπιτάκι. Μετά δύο ημέρες, δεύτερο σπιτάκι ξεπρόβαλε μερικά βήματα πιο κάτω. Και τα δύο σπιτάκια ήσαν απαράλλακτα. Η ίδιες μικρές πόρτες, τα ίδια μικροσκοπικά παράθυρα, η ίδιες τοξοειδείς γωνίες, η ίδιες στέγες, ίσες και χωρίς κεραμίδια». Εκείνοι που τα οικοδόμησαν, είχαν την φιλοδοξία και τον εγωισμό να τους δώσουν την αρχιτεκτονική της πατρίδος των.
»Οι γείτονες πια τα είχαν χάσει και με κάποιο δέος προσέβλεπαν τα, ως διά μαγείας, ανεγερθέντα σπιτάκια, πολλοί μάλιστα άρχισαν να συλλογίζωνται ότι ο Σατανάς ασφαλώς είχε μέσα την ουρά του. Γρήγορα όμως, οι φόβοι αυτοί επέπρωτο να διαλυθούν, γιατί ύστερα από μερικές ημέρες ενεφανίσθησαν οι ένοικοι, αι αβραμιαίαι, δηλαδή, οικογένειαι των δύο Αναφιωτών, του Δαμίγου και του Σιγάλα.
»Αι αρχαίέλαβον γνώσιν του πράγματος και κατέφθασαν επί τόπου διά να ενεργήσουν “τα δέοντα”. Αλλ’ είτε διότι εσκέφθησαν ότι τα γινόμενα ουκ απογίγνονται, είτε διά λόγους φιλανθρωπίας, αφήκαν τα σπιτάκια στη θέσι τους και τους ενοίκους ησύχους.
»Το κατόρθωμα όμως του Δαμίγου και του Σιγάλα έγινε ήδη γνωστόν μεταξύ των μη εχόντων πού την κεφαλήν κλίναι. Και επειδή ο άνθρωπος είναι ζώονμιμητικόν, από καιρού εις καιρόν ξεφύτρωνε εις τους πρόποδας της Ακροπόλεως και από ένα σπιτάκι.
»Ήλθε επί τέλους η ώρα να βαπτισθή ο συνοικισμός. Μερικοί κακεντρεχείς ονόμασαν το μέρος εκείνο Νυκτοχώρι, ειρωνευόμενοι το γεγονός τής διά νυκτός ανοικοδομήσεώς του. Οι ενδιαφερόμενοι, όμως, ιδίως ο Δαμίγος και ο Σιγάλας, οι οποίοι τρόπον τινά εθεωρούντο υπό των άλλων ως γενάρχαι, υπό πατριωτικού εγωισμού εμφορούμενοι, έβγαλαν τον συνοικισμόν “Αναφιώτικα”, αποτίοντεςφόρον τιμής και ευγνωμοσύνης προς την γενέτειραν».
Αντιλαμβάνεσθε βέβαια αγαπητοί αναγνώστες ότι αυτή η καθ’ όλα άναρχη και αυθαίρετη δόμηση δημιούργησε ένα λιλιπούτιο οικισμό με κακοτράχαλα ανηφορικά και δαιδαλοειδή στενά μονοπάτια αφιλόξενα για τον περιηγητή, που μπορούσε εύκολα να χαθεί, και με μικρά χαμηλοτάβανα σπιτάκια «ατάκτως ειρημένα». Και όμως κάτι διαφορετικό και όμορφο είχε αυτός ο οικισμός: τ’ ασβεστωμένα σπιτάκια θύμιζαν το χιλιοτραγουδισμένο Αιγαίο και τ’ αγαπημένα νησάκια του. Και κάτι ακόμα: οι απλοί, λαϊκοί άνθρωποι του οικισμού, έτσι όπως ήταν αναγκασμένοι να ζουν κολλητά ο ένας με τον άλλο έδιναν την αίσθηση ενός περίεργου κοινοβίου!
Διαβάζουμε στον «Μικρό Ρωμηό» τις παρατηρήσεις της Καλλιρόης Παρέν:
«…Ακόμη και μια δυνατή ανάσα να έπαιρνε ένας γείτονας, όλοι θα ήξεραν αμέσως το γιατί και θα προσφέρονταν να τον παρηγορήσουν. Ζούσαν περισσότερο στις εξώπορτες, στην αυλή ή ακόμη στο δρόμο παρά στα σπίτια τους. Εκεί συζητούσαν και κάποτε μάλωναν τα αντρόγυνα. Εκεί έτρωγαν, έπαιζαν, πλένονταν και ντύνονταν τα παιδιά. Εκεί ανταλλάσσονταν οι επισκέψεις τους, διαδίδονταν οι ειδήσεις της ημέρας και σχολιάζονταν η διαγωγή των κοριτσιών, παντρολογούνταν τα φρονιμότερα και καταδικάζονταν σε παντοτινή αγαμία τα ζωηρότερα.
»Το σαλόνι τους ήταν κατά κάποιο τρόπο η αυλόπορτα, όπου οι γυναίκες, οι τακτικότερες πάντα καθαρές και περιποιημένες, οι πολυάσχολες συχνά αχτένιστες και ασυγύριστες, με τα μωρά τους στα γόνατα, περνούσαν τις ώρες τους.
»Οι άντρες μετά το βραδινό φαγητό φούμαραν τα τσιγάρα τους, συζητούσαν για πολιτικά, σχολίαζαν τις ειδήσεις των εφημερίδων, έλεγαν αστεία και μιλούσαν για το φαΐ τους, για το φρέσκο ψάρι που πέτυχαν στην αγορά, για τις στεναχώριες τους…»
Για να πάει κανείς σήμερα στ’ Αναφιώτικα θα περάσει μέσα από μια διαφορετική Πλάκα. Μια Πλάκα σαφώς επηρεασμένη από τον Τουρισμό, μια Πλάκα που καθημερινά αργά αλλά δυστυχώς σταθερά απομακρύνεται από την μοναδική παράδοσή της. Αν όμως επιμείνετε στην «ανηφόρα», τα Αναφιώτικα θα σας ανταμείψουν αφού εξακολουθούν να επιμένουν... παραδοσιακά. Εδώ το αυθεντικό έχει ένα διαρκές, δικό του στέκι-καταφύγιο, φωλιασμένο τόσο ψηλά, που δύσκολα το φτάνει κανείς για να το «μπασταρδέψει».
Βρισκόμαστε στο 1931 σε μια πολύβουη μεγάλη Αθήνα που απλώνεται προς όλες τις κατευθύνσεις. Ο θόρυβος των αυτοκινήτων, τα ραδιόφωνα, οι πολυκατοικίες, το μισό εκατομμύριο άτομα που γυρίζουν σαν τα μυρμήγκια τους πολυσύχναστους δρόμους, ζαλίζουν… Μοναδικό καταφύγιο, όπως και σήμερα τα ταπεινά Αναφιώτικα! Ο νεαρός τότε ρεπόρτερ των «Αθηναϊκών Νέων» Δημήτρης Ψαθάς θα μας δώσει την δική του, ταυτόσημη με την δική μας, παρατήρηση και άποψη:
«Κάτω από την σκιάν της Ακροπόλεως τ’ Αναφιώτικα. Η πιο ζωντανή σελίδα από το παρελθόν. Ένας περίπατος στα στενά δρομάκια των ξυπνά μέσα στην ψυχή κιτρινισμένες σελίδες... Τι συμπαθητική ατμόσφαιρα... Εδώ επάνω δεν φτάνει ο θόρυβος της εποχής. Κάτω στα κράσπεδα της συνοικίας φτάνει και σκάει σαν κύμα στην ακρογιαλιά η ανησυχία της σημερινής Αθήνας.
»Καθώς ανεβαίνετε σιγά σιγά και χάνεστε στα δρομάκια με της χαμηλές πορτούλες, αποξενώνεστε τόσο πολύ με την σύγχρονη πόλη. Μια ατμόσφαιρα παρελθόντος είνε χυμένη στην κάθε πέτρα, στο κάθε σπίτι, στην κάθε γωνιά, σ’ αυτά τα πρόσωπα ακόμη των λίγων περαστικών. Ένα άρωμα πραγμάτων περασμένων αποπνέει το κάθε τι. Τα χαμηλά παράθυρα με τα πέτρινα τόξα, η ταρατσούλες με την γλάστρα, η μισοτραβηγμένες κουρτίνες, η νερατζούλες στης αυλές, τα κυπαρίσσια που πετάγονται πού και πού μέσα από τους κήπους κι’ υψώνουν της μαύρες σιλουέτες των ψηλά...
»Οι δρόμοι, καθώς ανεβαίνετε, γίνονται πειό στενοί και τα σπίτια ξεβαμμένα, λέτε και μόλις συγκρατούνται από το πέρασμα του χρόνου. Μια ταβερνούλα, μερικοί τύποι σιωπηλοί που κουτσοπίνουν, μια γρηούλα που ανεβαίνει με κόπο της σκάλες και πίσω από κάποιο παράθυρο, το πρόσωπο μιας κοπέλλας.
»[...] Τ’ Αναφιώτικα έχουν την δική τους σφραγίδα. Έχουν μείνει πιστά στο παρελθόν. Ηγνόησαν κάθε τι που έφεραν τα χρόνια στη λοιπή πόλη. Η άσφαλτος έχει σταματήσει κάτω, εκεί όπου ακριβώς και ο θόρυβος της καινούριας πόλεως. Η ρόδα που κατέκτησε όλον τον κόσμο στάθηκε αδύνατο να αναρριχηθή στα στενά των. Κι’ ο πολιτισμός ολόκληρος της μοντέρνας Αθήνας έχει αποκλειστή. Διατηρούν ατόφια την παράδοσιν του παρελθόντος όπως και μερικές γρηούλες που μπαινοβγαίνουν σκύβοντας στης χαμηλές πορτούλες.
»Καθώς περπατάτε σ’ αυτά τα δρομάκια, σας γεννάται μέσα στην ψυχή ένας τόνος βαθειάς μελαγχολίας. Για το χθες που σβύνει σιγά σιγά, που ετοιμάζεται να πεθάνη. Αυτά τα μικρά-μικρά σπιτάκια, τα χαμηλά, τα ακατάστατα, δίνουν τόσο πολύ την εντύπωσι ενός κοπαδιού που έχει πανικοβληθή από κάποιον εχθρό κι’ εστριμώχθηκε, έντρομο, να προφυλαχτή κάτω από τον βράχο της Ακροπόλεως.
»Η καινούρια Αθήνα δεν συγχωρεί τον ρωμαντισμό. Τα στενά σοκάκια με τα μισόκλειστα παράθυρα είνε για τους τροβαδούρους κι’ αυτοί δεν υπάρχουν να σκορπίσουν την ζωή στα ξεθωριασμένα σκηνικά των Αναφιώτικων...»
Αν έχετε λίγο χρόνο ακόμη δείτε το εμπεριστατωμένο ντοκιμαντέρ της ΕΡΤ «τα Αναφιώτικα»
Θωμάς Σιταράς (Αθηναιογράφος)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου