Δευτέρα 30 Οκτωβρίου 2023

36 χρόνια μετά το φρικτό έγκλημα: Η δεύτερη ζωή του Φραντζή μακριά από την Αθήνα

Το αποφυλακιστήριο που του επιδόθηκε στις 20 Οκτωβρίου του 2005, δηλαδή πριν από 18 χρόνια (κατά διαβολική σύμπτωση, ακριβώς 18 χρόνια είχε περάσει και ως κατάδικος για το έγκλημά του), έφερε τη σφραγίδα του Αγροτικού Καταστήματος Κράτησης Αγιάς στην Κρήτη. Στο εν λόγω έγγραφο βεβαιωνόταν ότι «ο Φραντζής Παναγιώτης του Χ. και της Ψ., που γεννήθηκε στην Αθήνα το 1960 και κατοικεί εις Πλατεία Κολιάτσου Αττικής, κρατείται στη φυλακή από 25/6/1987 δυνάμει της με αριθμ. 131-135/1-10-1988 απόφασης του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Αθηνών, με την οποία του επιβλήθηκε ποινή ισόβιας κάθειρξης και φυλάκιση δύο ετών για ανθρωποκτονία από πρόθεση και περιύβριση νεκρού.
Αποφυλακίζεται σήμερα, την 20ή του μηνός Οκτωβρίου του έτους 2005, ημέρα της εβδομάδος Πέμπτη και ώρα 14.00, συνεπεία ευεργετικού υπολογισμού 2.316 ημερών εργασίας του και αναστολής εκτελέσεως του υπολοίπου της ποινής του κατ’ άρθρα 105-110 του Ποινικού Κώδικα, σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. 5313/20-10-05 Παραγγελία κ. Εισαγγελέα Πρωτοδικών Χανίων. Δικαστικά έξοδα ο Φραντζής Π. δεν κατέβαλε λόγω της δοκιμασίας».


Αφού απελευθερώθηκε, ο Παναγιώτης Φραντζής, σε ηλικία 45 ετών πλέον, είχε ακόμη το περιθώριο να ξεκινήσει πάλι από την αρχή. Είχε το περιθώριο για μια δεύτερη ευκαιρία, για να προσπαθήσει να πείσει τον εαυτό του και τον κόσμο ότι ύστερα από 18 χρόνια στις ελληνικές φυλακές ήταν ένας εντελώς διαφορετικός άνθρωπος από εκείνον που είχε τεμαχίσει τη νεκρή σύζυγό του τον Ιούνιο του 1987 στα Κάτω Πατήσια. Και αυτό έκανε. Ο ίδιος σήμερα είναι ένας οικογενειάρχης. Παντρεύτηκε μια αλλοδαπή γυναίκα, σύμφωνα με πληροφορίες, με την οποία μάλιστα έχει αποκτήσει δύο παιδιά. Ζουν σε μια επαρχιακή πόλη - αν και σε απόσταση μερικών ωρών από την Αθήνα, όπου ο Φραντζής διατηρεί επιχείρηση και ασχολείται ερασιτεχνικά με τη μουσική, στην οποία είχε ανέκαθεν κλίση, λόγω και της μητέρας του, η οποία ήταν δασκάλα του πιάνου.

Μετά την αποφυλάκιση, η τύχη των προσωπικών δαιμόνων του Φραντζή και των φαντασμάτων είναι άγνωστη. Ο ίδιος έχει σβήσει τα περασμένα και το τελευταίο που επιθυμεί είναι να ζωντανέψει ξανά τους σκελετούς στη φανταστική ντουλάπα του ή οπουδήποτε αλλού αυτοί βρίσκονται μέσα στο μυαλό του. Οπότε, λόγω της πεισματικής άρνησης να μοιραστεί την ιστορία της ζωής του, ιδιαίτερα το δεύτερο κεφάλαιο, της επαναφοράς στην πραγματικότητα, το αν η επανενσωμάτωση ήταν τραυματική ή όχι, μαζί με οποιαδήποτε λεπτομέρεια γύρω από το πώς βάδισε ύστερα από τη φυλακή, είναι σχεδόν μηδαμινές. Δεν είναι καν γνωστό, π.χ., αν η δεύτερη σύζυγος του Φραντζή γνωρίζει τι ακριβώς συνέβη στην πρώτη. Πιθανώς γνωρίζει μόνο ότι ο άντρας της υπήρξε φυλακισμένος - και δη για ανθρωποκτονία. Ακόμη κι έτσι όμως, αυτό που λαμβάνεται ως δεδομένο είναι ότι οι δυο τους οδηγήθηκαν στον γάμο και τη δημιουργία οικογένειας από έρωτα.

Κι αυτός ο έρωτας, ιδιαίτερα από την πλευρά της γυναίκας προς έναν (πρώην) εγκληματία, ισοβίτη κ.ο.κ., αποτελεί αντικείμενο επιστημονικού ενδιαφέροντος και μελέτης. Ακόμη και ως ενδεχόμενη περίπτωση «υβριστοφιλίας», του συνδρόμου δηλαδή που παρατηρείται παγκοσμίως, σχεδόν αποκλειστικά σε γυναίκες οι οποίες έλκονται ερωτικά από καταδίκους και δράστες βαρύτατων κακουργημάτων. Συμβαίνει με serial killers, με ψυχικά διαταραγμένους δολοφόνους, με κάθε μαζικά προβεβλημένο εγκληματία, όπως συμβαίνει αρκετά συχνά και κάτω από το ραντάρ της δημοσιότητας, όταν οι κατάδικοι αντιμετωπίζονται ως αντικείμενα του γυναικείου πόθου.

Ο Κυριάκος Παπαχρόνης, ο διαβόητος «δράκος» από τη Βόρεια Ελλάδα τη δεκαετία του ’70, θα μπορούσε να είναι ο ορισμός της αλλόκοτης αυτής έλξης προς το αποτρόπαιο. Ο Παπαχρόνης, όπως αργότερα ο Κώστας Πάσσαρης, ο Βασίλης Παλαιοκώστας, ο Αλκέτ Ριζάι, κάποια μέλη της 17Ν κ.ά. διέγειραν κατά καιρούς τη γυναικεία λίμπιντο έως τα ακρότατα όρια του πάθους. Εξ ου και κάποιες από αυτές τις ερωμένες υπήρξαν πρόθυμες συνεργοί σε απόπειρες αποδράσεων και κάθε είδους παράτολμη ενέργεια.

Τα ξημερώματα της 25ης Ιουνίου 1987, ύστερα από μια σφοδρή φιλονικία ο Φραντζής, στραγγάλισε τη 18χρονη σύζυγό του Ζωζώ. Κατόπιν, σε μια προσπάθεια να εξαφανίσει κάθε πειστήριο της δολοφονίας, αποφάσισε να διαμελίσει το σώμα της με ένα κρητικό μαχαίρι και να πετάξει τα κομμάτια του στα σκουπίδια, μέσα σε μαύρες σακούλες
Υπάρχει θεραπεία;
Πέρα απ’ ό,τι μπορεί να ώθησε τη νυν σύζυγο να συνάψει ερωτικό δεσμό και κατόπιν να μοιραστεί τη ζωή της μαζί του, ο Παναγιώτης Φραντζής είχε ούτως ή άλλως μια προϊστορία ως «απαγορευμένος γόης». Ηδη από το 1997, δηλαδή αφότου είχε εκτίσει 10 χρόνια από την ποινή του, άρχισε να παίρνει φοιτητικές άδειες - κάτι εντελώς ασυνήθιστο για την εποχή εκείνη. Ο Φραντζής σπούδαζε στην τότε ΑΣΟΕΕ (το σημερινό Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών), αν και δεν κατάφερε τελικά να αποφοιτήσει. Εγκατέλειψε τις σπουδές ενώ του απέμεναν μερικά μαθήματα πριν από το πτυχίο στα Οικονομικά - αν και εκείνες οι άδειες δεν πήγαν εντελώς χαμένες: μολονότι ο περίγυρος στο πανεπιστήμιο γνώριζε ποιος ήταν, τα φλερτ με τις συμφοιτήτριές του επιβεβαίωναν ότι, ασχέτως εάν είχε κόψει σε 11 κομμάτια το πτώμα της γυναίκας του, παρέμενε ένας έντονα ελκυστικός άντρας.

Σύμφωνα με τη στερεοτυπική και κυρίαρχη αντίληψη, όποιος βρήκε μία φορά τη δύναμη να διαπράξει μια τόσο ειδεχθή βαρβαρότητα εις βάρος ενός συνανθρώπου του, αποκλείεται να μεταμορφωθεί σε ένα άκακο πλάσμα. Αντιθέτως, ο εγκλεισμός, ο περίγυρος της φυλακής κ.λπ., το πιθανότερο είναι ότι θα τον έκαναν ακόμη χειρότερο. Το ανθρωποφαγικό ένστικτο μπορεί να ναρκώθηκε προσωρινά, αλλά δεν ξεριζώθηκε - απλώς διότι είναι αδύνατο να αναταχθεί μια τόσο σοβαρή ψυχική διαστροφή.



Παρ’ όλα αυτά, ο Φραντζής, ίσως επειδή ουδέποτε υπήρξε μια συνηθισμένη περίπτωση κακούργου, φιλοδοξεί να καταταγεί μεταξύ των εξαιρέσεων στον διαισθητικό κανόνα ότι «άπαξ δολοφόνος, πάντοτε δολοφόνος». Να συμπεριληφθεί σε εκείνους που μετέτρεψαν τη μεταμέλεια σε μια δεύτερη ευκαιρία να ζήσουν μια «κανονική» ζωή, θάβοντας βαθιά στο υποσυνείδητό τους τη φρίκη που δημιούργησαν με τη φονική μανία τους, το λουτρό του αίματος στο οποίο βαφτίστηκαν οι ίδιοι.


Το αδιανόητο φονικό

Το 1987 ο Παναγιώτης Φραντζής ήταν 27 ετών. Εργαζόταν ως περιοδεύων πωλητής σε μια βιοτεχνία έτοιμων ενδυμάτων και παράλληλα προσπαθούσε να τελειώσει, έστω και με καθυστέρηση, την ΑΣΟΕΕ. Εμενε εκεί όπου μεγάλωσε, στα Κάτω Πατήσια, πέριξ της πλατείας Κολιάτσου. Ωστόσο το υπέρτατο κέντρο των ενδιαφερόντων του στην έως τότε ζωή του Φραντζή ήταν η Ζωή, η «Ζωζώ», η νεαρή σύζυγός του, κατ’ ουσίαν ένα όμορφο κορίτσι μόλις 18 χρόνων. Βάσει όσων εξομολογήθηκε ο Φραντζής αφότου συνελήφθη για τη δολοφονία της, οι δυο τους είχαν γνωριστεί δύο χρόνια πριν, τον Οκτώβριο του 1985. Ηταν μαθήτρια Λυκείου, στο 8ο, το μεγαλύτερο και παλαιότερο δημόσιο σχολείο της περιοχής. «Ηταν πανέμορφη», έλεγε καθώς διηγούνταν ότι «την ερωτεύτηκα, κι έτσι άρχισε ο δεσμός μας.

Είχε όμως έντονη φιλαρέσκεια, της άρεσε να τραβάει πάνω της τις ματιές των αντρών, αλλά αυτή να μη δίνει σημασία. Η σχέση μας ήταν τρομερά δύσκολη. Το είχε πάρει πάνω της επειδή ήταν όμορφη, αλλά το μυαλό της ήταν σαν μικρού παιδιού. Τσακωνόμασταν συχνά. Τον Ιανουάριο του 1986 χωρίσαμε γιατί δεν ήθελε να κάνουμε έρωτα, γιατί ήθελε να δοθεί μόνο στον άντρα που θα παντρευόταν. Μετά τον τσακωμό μας, αρραβωνιάστηκα με μια άλλη κοπέλα και μόλις εκείνη το έμαθε, πειράχτηκε και ζήλεψε. Μου είπε να χωρίσω την άλλη και να παντρευτούμε. Ετσι ξανασμίξαμε με τη Ζωζώ. Το καλοκαίρι εκείνη πήγε διακοπές στη Ναύπακτο κι εγώ πήγαινα τακτικά εκεί και την έβλεπα κρυφά. Ενώ η ίδια με καλούσε να πάω, όταν πήγαινα, με έδιωχνε».

Εν τέλει, αφού ο Φραντζής κατόρθωσε να κάμψει την αρχική άρνηση του πατέρα της Ζωζώς να συγκατατεθεί στον γάμο, το ζευγάρι παντρεύτηκε. Αλλά η ανταγωνιστική, συγκρουσιακή σχέση πήγαινε από το κακό στο χειρότερο. Υστερα από μια σφοδρή φιλονικία -και παρά το διάλειμμα του σεξ, το οποίο συνήθως λειτουργούσε μεταξύ τους σαν πρόσκαιρο καταπραϋντικό του θυμού-, ο Παναγιώτης Φραντζής, εν εξάλλω, τα ξημερώματα της 25ης Ιουνίου 1987, στραγγάλισε τη Ζωζώ. Κατόπιν, σε μια προσπάθεια να εξαφανίσει κάθε πειστήριο της δολοφονίας, συμπεριλαμβανομένου του πτώματος, αποφάσισε να διαμελίσει τη νεκρή με ένα κρητικό μαχαίρι και να πετάξει τα κομμάτια της στα σκουπίδια, μέσα σε κοινές μαύρες σακούλες, ελπίζοντας ότι το απορριμματοφόρο του δήμου απλώς θα άλεθε τη γυναίκα που είχε ξυπνήσει μέσα του την πλέον παράφορη ζήλια.

Τα δημοσιεύματα της εποχής έκαναν λόγο για ένα από τα πιο άγρια εγκλήματα ερωτικού πάθους
«Ψύχραιμος και ατάραχος»

«Θυμάμαι τον Φραντζή κατά τη μέρα της αναπαράστασης», γράφει στο βιβλίο του «Εγκλήματα που συγκλόνισαν την Ελλάδα όπως τα έζησα», ο Ελληνας πατριάρχης του αστυνομικού ρεπορτάζ Πάνος Σόμπολος. «Ηταν ψύχραιμος, σχεδόν ατάραχος, και έδειχνε εντελώς αδιάφορος. Απαντούσε σε όλες τις ερωτήσεις των αστυνομικών, του εισαγγελέα και του ιατροδικαστή. Πριν απομακρυνθούν από την μπανιέρα, πλησίασα τον δράστη και τον ρώτησα αν είχε δουλέψει ποτέ σε χασάπικο και πώς είχε καταφέρει να τεμαχίσει το πτώμα της Ζωής με τόση ακρίβεια.

Πάγωσα από την απάντηση που πήρα: “Ακούστε, κύριε Σόμπολε, δεν είναι ανάγκη να δουλέψω σε κρεοπωλείο για να ξέρω. Είναι πολύ εύκολο. Δεν είναι τίποτα το δύσκολο, αρκεί να σημαδεύεις τις κλειδώσεις. Μπορείς να δοκιμάσεις κι εσύ, θα δεις ότι είναι πολύ εύκολο”. Οταν τον ξαναρώτησα για τη διαδικασία του τεμαχισμού και για το πώς ένιωθε, ο Φραντζής απάντησε ότι “αυτή η νύχτα ήταν η χειρότερη της ζωής μου. Προβληματίστηκα έντονα τι θα την έκανα αφού ήταν ήδη νεκρή. Δεν μπορούσα και να μεταφέρω ολόκληρο το πτώμα, καθώς ήταν αρκετά βαριά και ψηλή. Να φώναζα κάποιον δεν γινόταν. Πάντως πρέπει να σας πω ότι ήμουν σε κακή κατάσταση. Εκανα εμετό όταν την τεμάχιζα και σταματούσα. Ξανάρχιζα. Υπήρχε και μια έντονη μυρωδιά από τα αίματα. Ομως την αγαπώ! Την αγαπώ πολύ!”».

Τόσο πολύ, ώστε μετά από τον διαμελισμό ο δράστης κατακρεούργησε άγρια, ώστε να μην είναι πια αναγνωρίσιμο, το κεφάλι της Ζωζώς, το οποίο και φέρεται να κράτησε για αρκετή ώρα στα χέρια του, κοιτάζοντάς το, σαν άλλος μυθικός Περσέας μόλις αποκεφάλισε τη Μέδουσα. Κατόπιν, διέσπειρε τα αποκομμένα μέλη της στους τριγύρω δρόμους, ενώ το κεφάλι το πέταξε αρκετά πιο μακριά, κοντά στην εκκλησία του Αγίου Παντελεήμονα. Και όλα αυτά, αν κάποιος επίμονος συλλέκτης γραμματοσήμων δεν έψαχνε για τα δικά του, άψυχα, αντικείμενα του πάθους, στα σκουπίδια της γειτονιάς, θα μπορούσαν να μην έχουν μαθευτεί ποτέ. Ενα από τα πιο φρικαλέα εγκλήματα στη σύγχρονη ελληνική ιστορία θα μπορούσε να είχε θαφτεί σε μια χωματερή και να εξαφανιστεί από παντού - εκτός από τη συνείδηση του δράστη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αρχειοθήκη ιστολογίου