Τετάρτη 30 Ιουνίου 2021

Κουφοντίνας περιγράφει πως ένα κινέζικο ρολόι έβαλε τέλος στη «17Ν»! (vids)

Σαν σήμερα το 2002, τραυματίζεται ο Σάββας Ξηρός ύστερα από έκρηξη που σημειώνεται στα εκδοτήρια της Hellas Flying Dolphins στον Πειραιά! Ήταν η αρχή του τέλους για την 27ετή δράση της «17 Νοέμβρη».Βράδυ 29ης Ιουνίου του 2002 και ξημερώνει την αρχή του τέλους της «17 Νοέμβρη». Οι «εκτελεστές» ήταν «βετεράνοι αλλά πάντα με το άγχος του πρωτάρη», όπως είχε γράψει στο βιβλίο του ο Δημήτρης Κουφοντίνας. Ήταν αυτός και ο Σάββας Ξηρός. Του Κουφοντίνα εξ αρχής, από την προετοιμασία ακόμα, δεν του πήγαινε κάτι καλά. Τα κινέζικα ρολόγια. Δεν ήταν οι κλασικοί μηχανισμοί της οργάνωσης…

Στόχος ήταν τα εκδοτήρια της Hellas Flying Dolphins στον Πειραιά, μία κίνηση συμβολική κατά των εφοπλιστών και για αλληλεγγύη στους ναυτεργάτες. Εκείνη τη φορά όμως τα πράγματα δεν κύλησαν όπως θα περίμεναν. Ήταν το πρώτο μοιραίο λάθος της «17Ν» στα 27 χρόνια δράσης της.
Ο Σάββας Ξηρός τραυματίζεται από τη βόμβα και δεν μπορεί να διαφύγει από το σημείο. Η Δημήτρης Κουφοντίνας στέκεται δίπλα του, αλλά τον διώχνει… Ήταν ήταν η αρχή του τέλους της «17Ν». Το σκοτάδι είχε έρθει «για το μεταπολιτευτικό αντάρτικο της πόλης...» όπως ο ίδιος ο Δημήτρης Κουφοντίνας έγραψε στο βιβλίο του, «Γεννήθηκα τη 17 Νοέμβρη»!

Διαβάστε αποσπάσματα από το βιβλίο που έγραψε στη φυλακή, από την τελευταία δράση της «17 Νοέμβρη»:

«Κρατούσαμε δύο μικρές βόμβες. Το χτύπημα θα γινόταν σε δύο εταιρείες που ανήκαν σε δύο από τους πιο σκληρούς εφοπλιστές της ακτοπλοΐας. Συμβολικά. Αλληλεγγύη στους απεργούς ναυτεργάτες...

Αρχικά είχαμε σκεφτεί δυνατό χτύπημα... Ισχυρές βόμβες στα κεντρικά γραφεία τους. Είχαμε περάσει αρκετά από τα προηγούμενα βράδια παρατηρώντας τα, την ίδια ώρα που θα γινόταν η ενέργεια. Τελικά, την απορρίψαμε αυτή την ιδέα, μπορεί να κινδύνευαν άσχετοι άνθρωποι, περίοικοι.
Περπατούσα αργά, ξοπίσω μου βάδιζε ο Σάββας...

Εκείνο το βράδυ, Σάββατο 29 Ιουνίου 2002, είχαμε ξεκινήσει από το σπίτι στο Παγκράτι, Αλλάξαμε ταξί στη μέση της διαδρομής. Έλεγξα πρώτα τον τόπο της ενέργειας – όλα ήσυχα, όπως τα ξέραμε. Στο σημείο που είχαμε επιλέξει από πριν, βάλαμε τους δύο πυροκροτητές στην πρώτη βόμβα. Διπλό κύκλωμα, δύο ρολόγια - για ασφάλεια...

Πλησιάζαμε. Άνοιξε το φανάρι για τα αυτοκίνητα. Γύρισα το βλέμμα στον Σάββα. Μεταξύ μας δεν χρειάζονταν τα ειδικά σινιάλα της oργάνωσης, ύστερα από τόσα χρόνια. Καταλάβαινε ο ένας τις κινήσεις. τις σκέψεις του άλλου...

...Έστριψε στο διάδρομο ανάμεσα στους θάμνους. Έξι βήματα δικά μου μέχρι να τον περπατήσει. Τρία βήματα να ακουμπήσει την μπλε σακούλα. Και άλλα έξι να επιστρέψει, να βγει στο πεζοδρόμιο. Ακριβώς τη στιγμή που θα άνοιγε το φανάρι για τους πεζούς...

...Δύο ώρες πριν, καθώς οδηγούσα το σταρλετάκι προς το σπίτι της οργάνωσης στο Παγκράτι, σκεφτόμουν ξανά πως εκείνη η ενέργεια δεν μου πήγαινε καλά. Έπρεπε να γίνει με ωρολογιακούς μηχανισμούς που να διαφέρουν από τους κλασικούς μηχανισμούς της οργάνωσης. Δίχως εκείνα τα μεγάλα κινέζικα ξυπνητήρια που έδιναν την ασφάλεια του παλιού γνώριμου...

Εκείνη τη μέρα, στο σπίτι στο Παγκράτι, πήγα να ελέγξουμε μαζί τα πράγματα: Μηχανισμούς, τον πιεσμένο δυναμίτη, τα δοκιμαστικά λαμπάκια, τα όπλα.
Αναποδιά. Είχε αφοσιωθεί πρώτα στην κατασκευή των ωρολογιακών μηχανισμών με εκείνα τα πλαστικά γερμανικά ρολόγια και τώρα συσκεύαζε το δυναμίτη.

...Βγήκα πρώτος από το σπίτι. Ο δρόμος μάς υποδέχτηκε στην τελευταία κοινή διαδρομή με τον Σάββα. Τελευταία φορά που τον είδα σωματικά ακέραιο...

… Έψαξα γύρω, μέσα στον καπνό, τη σκόνη, τα σπασμένα κλαδιά, τα πεσμένα φύλλα. Έψαχνα το όπλο, τις χειροβομβίδες, τη μικρή τσάντα. Πουθενά. Αργότερα θα τα βρει η αστυνομία κάτω από το κοντέινερ των γραφείων ή γαντζωμένα στα κλαδιά των δέντρων. Γύρισα ξανά στον πεσμένο σύντροφο. Τον αγκάλιασα, το αίμα πότισε τα ρούχα μου. «Πώς είσαι; Μπορείς να περπατήσεις;». Ξανά η σιγανή φωνή, τα ήρεμα λόγια που έσπαγαν λίγο, μου τόνιζε; «Φύγε εσύ...».

Πήγα γρήγορα στο ασθενοφόρο. «Εκεί στους θάμνους είναι ένας τραυματίας, πηγαίνετε γρήγορα». Ο οδηγός απρόθυμος κάτι μουρμουρητά, ότι κάτι περίμεναν, κάτι τέτοιο. «Γρήγορα, βοηθήστε τον». Ήρεμα και εγώ, μόνο το χέρι έσφιγγε, μέσα από την τσέπη του μπουφάν το σαρανταπεντάρι...

Ξεκίνησαν αργά. Περίμενα να φτάσουν στον Σάββα. Από μακριά ακούγονταν οι πρώτες σειρήνες των περιπολικών. Απομακρύνθηκα στα σκοτεινά της προβλήτας. Σκοτείνιαζε ήδη για το μεταπολιτευτικό αντάρτικο της πόλης...».





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αρχειοθήκη ιστολογίου