« -Κύριε Δήμαρχε, το υπόγειό μου γεμίζει νερά. -Τί θέλεις να σου κάνω κύριέ μου; -Να στείλης μια αντλία να το τραβήξη, γιατί θα μου χαλάση τα θεμέλια.
Δυστυχώς φίλε μου ο Δήμος δεν έχει αντλία, ούτε και καμμίαν αρμοδιότητα επί του προκειμένου»
Μετά από μια μικρή πασχαλινή ανάπαυλα, συνεχίζουμε τις πολιτικές μας ιστορίες από την Παλιά Αθήνα στη νέα μας στήλη «Καλό Βόλι», που θα σας κρατά συντροφιά μέχρι τις εκλογές. Μάλιστα επειδή οσονούπω εκλέγουμε και Δήμαρχο το σημερινό μας θέμα θεωρείται άκρως επίκαιρο...
«Καλό Βόλι» Είναι μια φράση που αρχικά χρησιμοποιούσαν ως ευχή οι αγωνιστές στην επανάσταση του 1821 για εύστοχη βολή κατά του τυράννου. Μετά το 1864 χρησιμοποιείται μεταφορικά ως ευχή για εύστοχη πολιτική επιλογή μπροστά στις εκλογικές κάλπες.
ΚΑΛΟ ΒΟΛΙ είναι τέλος και ο τίτλος του νέου επίκαιρου βιβλίου του Αθηναιογράφου και συνεργάτου μας Θωμά Σιταρά, που πρόσφατα κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ΜΙΝΩΑΣ, και ο οποίος βεβαίως θα επιμελείται του υλικού.
«Τα παράπονά σου στο Δήμαρχο, τ’ ακούς;
Αυτή η επωδός συνοδεύει πάντοτε κάθε διαφορά των καλών και φιλοτίμων΄Ελλήνων. Παραπέμπουν ο ένας τον άλλον στο Δήμαρχο, σαν ο άρχων μιας πόλεως, να υποκατέστησε τον Κατή της Τουρκοκρατίας.
-Τα παράπονά σου στο Δήμαρχο. Όταν ο Έλλην εκστομίση αυτή τη φράσι, που έχει και την αξίωσι «πνεύματος», θεωρεί τον εαυτό του λελυμένο πάσης υποχρεώσεως και τας διαφοράς του τακτοποιημένας.
Ας ίδωμεν όμως ποία η θέσις του Δημάρχου απέναντι των πολιτών, που παραπέμπουν εαυτούς και αλλήλους εις αυτόν. Μιάς ώρας παραμονή εις το γραφείον του είνε αρκετή. Παρακολουθήσατέ την και σεις από της παρούσης στήλης, αφού δεν είχατε την ευτυχίαν να την υποστήτε εκ του σύνεγγυς.
***
Εις το γραφείον του ιδιαιτέρου και εις τον προθάλαμον, περιμένει κόσμος πολύς, άνθρωποι πάσης τάξεως και ηλικίας και φύλλου ακόμη. Η ενδεκάτη ώρα σημαίνει και η θύρα ανοίγεται, διότι αυτή την ώρα ο κ. Δήμαρχος δέχεται ελευθέρως πάντα παραπονούμενον.
Το πλήθος, που αναμένει εκεί, δεν εισέρχεται, αλλ’ εισορμά και περικυκλώνει τον κ. Δήμαρχο, ο οποίος καθίσταται από της στιγμής εκείνης πραγματικά αιχμάλωτος. Ασφυκτιά, δεν ημπορεί ν’ αναπνεύση, αλλ’ είνε υποχρεωμένος να υφίσταται τα δεσμά της ανθρωποαλύσεως που τον περισφίγγει, δια τον απλούστατονλόγον ότι είνε Δήμαρχος!
-Γιατί τον ψηφίσαμε; Για να μας ακούη, λέει ο λαμπρός Έλλην.
Και ο Δήμαρχος, ακούει ταύτα, χωρίς να χάνη την υπομονή του, ή κι’ αν τη χάνει, καταπίνει τη γλώσσα του.
-Κύριε Δήμαρχε, το υπόγειό μου γεμίζει νερά.
-Τί θέλεις να σου κάνω κύριέ μου;
-Να στείλης μια αντλία να το τραβήξη, γιατί θα μου χαλάση τα θεμέλια.
-Δυστυχώς φίλε μου ο Δήμος δεν έχει αντλία, ούτε και καμμίαν αρμοδιότητα επί του προκειμένου.
Ο ψηφοφόρος φεύγει θυμωμένος, η άκρη του μύστακός του κινείται όπως το τρίχωμα εξαγριωμένης τίγρεως, και απερχόμενος μουρμουρίζει κατά φρένα και θυμόν.
-Ακούς εκεί... Να μη μου βγάζη τα νερά από το σπίτι. Θα ξαναγίνουν δημοτικές εκλογές. Το κάτω-κάτω να πλερώσουμε τα έξοδα αδελφέ... Αλλά δε βαρυέσαι... κι ύστερα σου λένε, τα παράπονά σου στο Δήμαρχο. Ποιό Δήμαρχο; Να μη σου αδειάζη τα νερά; Πφ!
Εν τω μεταξύ οι άλλοι συμφυρώμενοι περί τον Δήμαρχον, ρίπτουν τον λίθον του αναθέματος κατά του προλαλήσαντος, εις τρόπον μάλιστα να ακουσθούν και να τύχουν καλλιτέρας ευμενείας.
-Τρελλόςείνε αυτός φαίνεται. Ακούς να του αδειάση ο Δήμαρχος τα νερά! Και κάνει και το φίλο. Τέτοιοι φίλοι όμως, είνε χειρότεροι από τους εχθρούς.
Ο κ. Δήμαρχος όμως αντί να τείνη ους ευήκοον εις ταύτα, ακούει τα παράπονα άλλου δημότου, που αρχίζει ως εξής:
-Να μου ζήσης κ. Δήμαρχε.
-Ευχαριστώ.
-Με ξέρεις εμένα.
-Βεβαίως.
-Ποίος είμαι;
-! ! ...
-Δε θυμάσαι κ. Δήμαρχε;
-Τόσοι φίλοι, αγαπητέ μου...
-Ας είνε. Δε σου γύρεψα τίποτα κ. Δήμαρχε ως τώρα. Ένα ρουσφέτι μούκανες μονάχα, μου διώρισες δηλαδή δυό-τρεις ανθρώπους δικούς μου, αλλά τώρα θέλω κι άλλο ένα.
-Ν’ ακούσω κι’ αν μπορώ ευχαρίστως.
-Έχω ένα σπιτάκι...
-Και το παίρνει το σχέδιο;
-Όχι, αλλά γκρεμίστηκε η μάντρα
-Λοιπόν;
-Φουκαράς άνθρωπος είμαι, είπα: Ποιος άλλος από το Δήμαρχό μας θα το χτίση;
-Φίλε μου, αυτό δεν...
-Και γιατί σε ψηφίσαμε κυρ Δήμαρχε;
-Για να σας χτίσω σπίτια;
-Αμέ. Που θα βρώγω τα λεφτά να χτίσω τη μάντρα; Ελόγου σας έχετε δω πέρα συνεργεία, να στείλης ένα μάστορα να μου το χτίση...
Θέλετε τον επίλογον της στιχομυθίας. Ιδού τον. Φαντασθήτε ένα άνθρωπονπρωτόγονον, του οποίου το άγριονένστικτον που ήτο εις λανθάνουσανκατάστασιν, εξηγέρθη. Από το στόμα του βγαίνουν αφροί λύσσης και απειλαί εκτοξεύονται...
-Αϊντε και θα τα ξαναπούμε στις εκλογές...
***
Εις ύφος γάτας κλαυθμηριζούσης, πλησιάζει τον Δήμαρχον μια γυναικούλα του λαού.
-Τι θέλεις κυρά μου;
-Συ είσαι ο πατέρας μου, κύριε Δήμαρχε.
-Καλά, τι θέλεις;
-Να χαρής ό, τι επιθυμεί η ψυχούλα σου. Να σε ιδώ και... ναύαρχο κυρ Δήμαρχέ μου, κάνε το ψυχικό.
-Τι πράγμα κυρά μου;
-Αυτός ο άνδρας μου...
-Θέλει καμμιά δουλειά;
-Έχει δουλειά, αλλά έχει και μια πατσαβούρα που του τρώει τα λεφτά, και μ’ απαράτησε.
-Τι θέλεις να σου κάνω γώ;
-Να του πης να’ ρθή στο σπίτι...
Έτερος όμως ανοιχτομάτης που καταλαβαίνει το άσκοπον της απασχολήσεως του Δημάρχου, παραγκωνίζει τη γυναικούλα και ορθούται προ του Δημοτικού Άρχοντος.
-Κύριε Δήμαρχε, γειά σου. Ήρθα για κείνη τη δουλειά που ξέρεις...
-Δε θυμούμαι αγαπητέ, με συγχωρείς. Πες μου πάλι...
-Δε θυμάσαι; Αφού την άλλη φορά έκανα παράπονα...
Χωρίς να δώση εξηγήσεις, φεύγει και αυτός απειλών ότι θα φάη η μυίγα σίδερο και το κουνούπι ατσάλι...
Αι άλλαι δεκάδες των ανθρώπων, αφίνουν εν τω μεταξύ να περάση «η κακή ώρα» ήγουν να συνέλθη ο κ. Δήμαρχος δια να ζητήσουν το ρουσφετάκι των. Όταν αποκαθίσταται ησυχία, πλησιάζουν ένας, ένας δειλά-δειλά και εξαπολύουν από το έρκος των οδόντων των το παράπονό των.
-Κυρ Δήμαρχε να μας βάλης ένα φως μπροστά στο σπίτι μας...
-Να μας ασφαλτοστρώσης το δρόμο μας...
-Να μας ενώσης το βόθρο με τη δημοτική υπόνομο...
-Να μας ασβεστώσης το πεζοδρόμιο...
Και ό, τι άλλο φαντασθήτε. Δι‘ όλα τα λογικά παράπονα κρατούνται σημειώσεις ή δίδονται εκείνην την στιγμήν εντολαί προς τους αρμοδίους υπαλλήλους. Αλλά ενώ η υποβολή των παραπόνων διεξάγεται κανονικώς και ησύχωςεισελαύνει ένας νέος παραπονούμενος εις το γραφείον του Δημάρχου, ως ταύρος μαινόμενος. Και δεν ζητεί ούτε λίγο, ούτε πολύ:
-Δεν είνε κατάστασις αυτή κύριε Δήμαρχε
-Τι τρέχει αγαπητέ μου;
-Προχθές είπα του σκουπιδιάρη να πάρη τη στάχτη της μπουγάδας...
-Αυτό δεν είνε υποχρέωσις του Δήμου, αγαπητέ μου...
-Πως δεν είνε; Χθες πάλι γιόρταζα και είπα να βάλουν τρία λαμπιόνια στη γωνία του σπιτιού μου και να καταβρέξουν τέσσερες φορές το δρόμο. Τίποτε δεν έγινε. Σου κάνω το παράπονο για να το ξέρης.
***
Κατόπιν των ανωτέρω και άλλων παραπόνων, που δεν θα έφθανε μια σελίς δια ν’ αναγραφούν, θα έπρεπεν η Ένωσις των Δήμων να συνέλθη και να ζητήση δια νόμου από την κυβέρνησιν την κατάργησιν του κακού αυτού εθίμου να κάμουν οι πολίται τα παράπονά των εις το Δήμαρχο».
(«Η Ελληνική», 1929, «Ο πάρεδρος»)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου