Σάββατο 3 Ιανουαρίου 2015

Κάτια Πάσχου: Μια σοπράνο μετράει τα άστρα

Κάτια Πάσχου: Μια σοπράνο μετράει τα άστρα 
Άρης Βασιλειάδης 
Είναι από τις νέες δυνάμεις του λυρικού τραγουδιού, που σε λίγες ημέρες θα απολαύσουμε στην όπερα Μποέμ της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Συνειδητοποίησε νωρίς πως δεν γίνεται να γοητεύσεις με την ερμηνεία σου, αν πρώτα δεν προκαλέσεις την τύχη σου.
Στο άκουσμα και μόνο της λέξης «σοπράνο», το μυαλό πολλών πηγαίνει σε κάποια υπέρβαρη λυρική τραγουδίστρια που από το πρωί μέχρι το βράδυ είναι χαμένη σε πρόβες, νότες και κορόνες. Η Κάτια Πάσχου διαφέρει. Δεν είναι μόνο η κοσμοπολίτικη αύρα της, αλλά και η «σφαιρική» περιέργειά της σε ό,τι έχει να κάνει με τη σκηνική εμπειρία. Ξεκίνησε από τον κλασικό χορό, σπούδασε θεατρολογία, έμαθε στην Αθήνα και στη Νέα Υόρκη τα μυστικά του λυρικού τραγουδιού και, όταν επέστρεψε, βάλθηκε να βρει νέους τρόπους προσέγγισης της όπερας στο νεανικό κυρίως κοινό.



«Για μένα η τέχνη είναι μία. Απλώς πρέπει να έχεις τα εφόδια για να την υπηρετήσεις από όποια πλευρά επιθυμείς, ακολουθώντας το ένστικτό σου» μου λέει. «Η θεατρική πράξη, η σκηνική δράση, το να έρχεσαι σε επαφή με την ψυχή του θεατή είναι κάτι το συναρπαστικό» τονίζει.
Στις 30 Δεκεμβρίου θα τη δούμε στη σκηνή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής να ερμηνεύει τη Μουζέτα στη διάσημη όπερα Μποέμ του Giacomo Puccini. Με φόντο το παγωμένο χριστουγεννιάτικο Παρίσι, δοκιμάζει τα όρια του έρωτα και της φιλίας σε μια πόλη ανοιχτή στις προκλήσεις. «Οι καλλιτέχνες εκείνης της εποχής ζούσαν το τώρα. Ήταν προσηλωμένοι στην τέχνη τους με κάθε θυσία. Δεν την έβλεπαν σαν επάγγελμα με την αστική σημασία, αλλά ως τρόπο ζωής. Ξυπνούσαν, ζούσαν και ονειρεύονταν για το έργο τους. Δεν τους ένοιαζαν τα χρήματα ή η καταξίωση. Αξία είχε για αυτούς μόνο το καλλιτεχνικό όραμά τους. Και σήμερα, όμως, υπάρχουν πολλοί τέτοιοι καλλιτέχνες.



Και στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις του κόσμου. Άλλωστε, όπως μου είπε κάποτε ένας μαέστρος, “σημασία έχει ο καλλιτέχνης να έχει τα πόδια του στη γη και τα μάτια του στον ουρανό”. Και, φυσικά, να μη χάνει την επαφή του με την πραγματικότητα. Ούτε να σταματήσει να έχει περιέργεια». Ειδικά από το τελευταίο η Κάτια Πάσχου δεν πρέπει να έχει παράπονο. Ξεκίνησε από το κλασικό μπαλέτο σε ηλικία 4 ετών, σήμερα είναι σοπράνο και στο μέλλον ποιος ξέρει; Για δεκατέσσερα χρόνια, πάντως, ο χορός ήταν στο επίκεντρο των ενδιαφερόντων της. Εκτός από το μπαλέτο, δοκίμασε τα βήματά της στο μοντέρνο χορό και το φλαμένκο που τη γοήτευαν. Στη συνέχεια άλλαξε προσανατολισμό. Παραφράζοντας το «ζήσε γρήγορα» σε «σπούδασε γρήγορα», παρακολούθησε το πανεπιστημιακό τμήμα της θεατρολογίας, ενώ παράλληλα ξεκίνησε μαθήματα φωνητικής και αρμονίας. Οι λυρικές ερμηνείες είδε ότι την κέρδιζαν. Κατάλαβε ότι αυτός θα ήταν ο επόμενος στόχος της. Της άρεσε η ατμόσφαιρα των λυρικών παραστάσεων και η πειθαρχία που επιβάλλεται να έχεις. «Να ξέρεις τα πλαίσια που μπορείς να δημιουργήσεις. Το να νιώθεις ελεύθερος να εκφραστείς, χωρίς να παραβιάζεις τις ισορροπίες των γύρω σου» σημειώνει. Μόλις πήρε το πτυχίο θεατρολογίας, ταξίδεψε στη Νέα Υόρκη το 2004 και για πέντε χρόνια διδάχτηκε και «σμίλεψε» τη φωνή της σε οπερατικούς ρόλους.

Η Νέα Υόρκη ήταν για εκείνη ένα μεγάλο σχολείο. «Εκεί είδα πολλά πράγματα. Εκτός, βέβαια, της βαθιάς γνώσης, και παράδοσης που έχουν στο λυρικό τραγούδι, μου έκανε εντύπωση το γεγονός ότι, πέρα από την καλλιτεχνική διάσταση μιας παράστασης, έβλεπαν και την εμπορική. Από την πρώτη στιγμή, σου μαθαίνουν πως ακόμα και σε μια οντισιόν πρέπει ο παραγωγός να καταλάβει ότι από εσένα θα κερδίσει χρήματα. Σε προετοιμάζουν για έναν πολύ σκληρό ανταγωνισμό και για το γεγονός πως αν δεν γνωρίζεις τους όρους του παιχνιδιού, είσαι χαμένος. Στην Ελλάδα είναι λίγο διαφορετικά τα πράγματα ακόμη. Νιώθουμε πιο πολύ καλλιτέχνες παρά καλλιτεχνικά προϊόντα. Βέβαια, αν δεν δουλέψεις σκληρά, δεν έχεις τύχη πουθενά» λέει.

Η Νέα Υόρκη, όμως, της έδειξε και την άλλη πλευρά της όπερας, με πιο «εναλλακτικές» μορφές που της φάνηκαν χρήσιμες στην επιστροφή της στην Ελλάδα. «Εκεί είδα, στον αντίποδα της Metropolitan Opera, πολλές μικρές ομάδες με έντονη τη διάθεση του νεοτερισμού. Δηλαδή το πώς μπορεί να κινηθεί επαγγελματικά κάποιος που δεν έχει τις γνωριμίες και τα μέσα. Είδα να παίζουν όπερες σε μικρούς χώρους, ακόμα και σε σαλόνια σπιτιών, κάτι που έδειχνε την πρόθεση των καλλιτεχνών να πραγματοποιήσουν τα όνειρά τους, ακόμα κι όταν δεν υπάρχουν χρήματα».

Επέστρεψε από τη Νέα Υόρκη με μια βαλίτσα γεμάτη ιδέες. Και τις αξιοποίησε όλες. Ανέβασε με τη Μάιρα Μηλολιδάκη και τη Μυρσίνη Μαργαρίτη την πρωτότυπη παράσταση Τρεις Σοπράνο στο Τσάι Μου στο Badminton, στο Gazarte και στο εστιατόριο Fuga του Μεγάρου Μουσικής. Κέρδισε το στοίχημα του Ημερολογίου μιας Σοπράνο στο Beton 7. Ξάφνιασε ευχάριστα με τη συνεργασία της με το hip hop συγκρότημα Νέβμα και το τραγούδι τους «Νύχτα αστεριών». Και δημιούργησε το πρόγραμμα «Συμμετοχική Όπερα» του Ιδρύματος Θεοχαράκη, όπου οι θεατές, μεταξύ των οποίων και πολλοί μαθητές, τραγουδούσαν, αφού πρώτα διδάσκονταν, άριες από γνωστές όπερες. Αν αυτές οι δραστηριότητες δεν είναι «μποέμ» τρόπος αντίληψης της τέχνης, τότε τι είναι;

Διαβάστε περισσότερα στο PEOPLE που κυκλοφορεί μαζί με το ΘΕΜΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αρχειοθήκη ιστολογίου