Πώς οι Ερυθρές Ταξιαρχίες κράτησαν όμηρο τον ηγέτη του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος για 54 ημέρες πριν τον εκτελέσει ο Μάριο Μορέτι με εννέα σφαίρες
Στις 26 Μαρτίου του 1978, ο Άλντο Μόρο ξύπνησε στο διαμέρισμα της οδού Μονταλτσίνι στη Ρώμη όπου τον κρατούσαν οι Ερυθρές Ταξιάρχίες, με σχετικά καλή διάθεση.
Είχαν ήδη περάσει δέκα μέρες από την απαγωγή του, μέσα στο ειδικά ηχομονωμένο δωμάτιο, αυτό στο οποίο φωτογραφήθηκε με φόντο τη σημαία με το όνομα και το αστέρι των Ερυθρών Ταξιαρχιών.
Το αρχικό σοκ του είχε ξεπεραστεί σε μεγάλο βαθμό και ο πρώην πρωθυπουργός και ηγέτης του Χριστιανοδημοκρατικού κόμματος ήπιε καφέ και απόλαυσε τα αγαπημένα του μπισκότα.
Του τα αγόραζε η 25χρονη Άννα-Λάουρα Μπραγκέτι, η οποία είχε νοικιάσει το διαμέρισμα-κρυσφήγετο όπου εκτυλίθηκε το δράμα των 54 ημερών που κατέληξε στην εκτέλεση του Άλντο Μόρο.
Ήταν ένα δράμα που ξεκίνησε το πρωί της 16ης Μαρτίου, την ημέρα που επρόκειτο να ανακοινωθεί ο «ιστορικός συμβιβασμός», η συγκρότηση δηλαδή μιας κυβέρνησης εθνικής ενότητας, με την συμμετοχή για πρώτη φορά και του Κομμουνιστικού Κόμματος.
Οι περιώνυμες «Ερυθρές Ταξιαρχίες» όμως είχαν άλλα σχέδια...
Η ματωμένη απαγωγή
Ο Μάριο Μορέτι οδηγούσε εκείνο το πρωί ένα κλεμμένο Φίατ 128, πηγαίνοντας στο προκαθορισμένο ραντεβού του σχεδίου που είχε εκπονήσει μαζί με τα άλλα μέλη των Brigate Rosse.
Χρόνια μετά θα πει σε δύο δημοσιογράφους που του πήραν συνέντευξη, ότι το βράδυ πριν από την επιχείρηση στο μυαλό του στριφογυρνούσε η φράση «Στο τέλος της ημέρας, ο αντάρτης είναι μόνος του μέσα στους δρόμους με το πιστόλι του και τον φόβο του».
Όταν έφτασε στο σημείο που έπρεπε να είναι, περίμενε με την μηχανή αναμμένη τα δύο αυτοκίνητα που είχαν ξεκινήσει απο το σπίτι του Μόρο.
Στο ένα, ένα Φίατ 128, επέβαινε ο Μόρο με δύο σωματοφύλακες -ο ένας οδηγός -και στο άλλο, μια Αλφέτα, οι τρεις αστυνομικοί που μαζί με τους δύο συναδέλφους τους, ήταν υπεύθυνοι για την προστασία του.
Όλα κυλούσαν ομαλά, μέχρι την στιγμή που η μικρή αυτοκινητοπομπή έφθασε στην οδό Μάριο Φάνι και η 20χρονη τότε Ρίτα Αλγκρανάτι που την παρακολουθούσε έδωσε το σήμα για την επίθεση.
Δύο αυτοκίνητα μπλοκάρουν τα δύο οχήματα μπρος και πίσω και τέσσερα μέλη των Brigate Rosse ξεπηδούν από τους παρακείμενους θάμνους και αρχίζουν να πυροβολούν με αυτόματα, γαζώνοντας κυριολεκτικά τους πέντε αστυνομικούς.
Προσέχουν όμως να μην τραυματίσουν την πολύτιμη λεία τους.
Ο Μορέτι βγαίνει από το κλεμένο Φίατ και αρπάζει τον σοκαρισμένο Άλντο Μόρο από το χέρι, ενώ οι «σύντροφοί» του εκτελούν με χαριστικές βολές στο κεφάλι τους σωματοφύλακές του.
Τα μέλη των «Ερυθρών Ταξιαρχιών» διαφεύγουν με κλεμμένα αυτοκίνητα και μηχανές προς διάφορες κατευθύνσεις της πόλης, σε μια Ρώμη που μόλις έχει αρχίσει να ξυπνάει.
Στην οδό Μάριο Φάνι το αίμα των πέντε αστυνομικών κυλάει μέσα και έξω από τα αυτοκίνητα, τρέχει ζεστό ακόμα στον δρόμο, ενώ λίγα λεπτά αργότερα ηχούν οι σειρήνες των περιπολικών που καταφθάνουν.
Πάνοπλοι καραμπινιέροι «κλείνουν» τον δρόμο, λίγη ώρα αργότερα τα ραδιόφωνα και οι τηλεοράσεις αναφέρουν την απαγωγή του Άλντο Μόρο από τις «Ερυθρές Ταξιαρχίες» και η σήμανση βρίσκει πάνω από ενενήντα κάλυκες.
Το θρίλερ που συγκλόνισε την Ιταλία και την παγκόσμια κοινή γνώμη για τους επόμενους δύο μήνες, είχε μόλις αρχίσει και θα συνεχιζόταν σε ένα διαμέρισμα της οδού Μονταλτσίνι.
Η ομηρία, οι απαιτήσεις και οι συζητήσεις
Η προκύρηξη που στέλνεται στα ΜΜΕ από την οργάνωση είναι κάτι παραπάνω από ξεκάθαρη. Ζητούν την απελευθέρωση 13 «συντρόφων» τους, με αντάλλαγμα τον απαχθέντα Άλντο Μόρο.
Ο ηγέτης των Χριστιανοδημοκρατών έχει καλή φροντίδα από την Άννα-Λάουρα Μπραγκέτι, η οποία τον φροντίζει κάθε πρωί πριν φύγει για την δουλειά της, ώστε να μην κινήσει υποψίες.
Τον Μόρο φυλάνε τουλάχιστον τρία μέλη της οργάνωσης, και δεν ήταν λίγες οι φορές που του ζητούσαν ευγενικά να μπει σε ένα μπαούλο για κάποιο χρονικό διάστημα.
Αυτό γινόταν μετά από κάποιο τηλεφώνημα, όταν ήθελαν να μιλήσουν όντας βέβαιοι ότι δεν τους ακούει από το δωμάτιο ο κρατούμενος ή όταν διαισθάνονταν κίνδυνο.
Όταν τον έβγαζαν του ζητούσαν πάντα συγνώμη για την ταλαιπωρία στη οποία τον είχαν υποβάλλει, ενώ ο «αρχηγός» Μάριο Μορέτι θα αρχίσει σταδιακά, να έχει μεγάλης διάρκειας συζητήσεις με τον απαχθέντα.
Μιλάνε ώρες για την φύση του Ιταλικού κράτους και Μορέτι μαθαίνει πολλά για τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί η πολιτική ζωή της χώρας, στην οποία ο ίδιος μαζί με τις «Ερυθρές Ταξιαρχίες» θέλει να είναι ο πυροκροτητής για την έκρηξη της επανάστασης.
Ο Άλντο Μόρο, θα καταλάβει μετά τις πρώτες δύο εβδομάδες ότι το Ιταλικό κράτος δεν «καίγεται» για την απελευθέρωσή του, αφού η κυβέρνηση αλλά και τα κόμματα-ακόμη και το ΚΚΙ-αρνούνται να συνδυαλαγούν με τους τρομοκράτες των Birigate Rosse.
Τι κι αν οι φωτογραφίες του με φόντο την σημαία της οργάνωσης που τον δείχνουν ταλαιπωρημένο και κουρασμένο, συγκινούν τους απλούς Ιταλούς και την οικογένειά του;
Μετά από σχεδόν δύο μήνες ομηρίας η μοίρα του Μόρο θα σφραγιστεί σε ένα υπόγειο γκαράζ της Ρώμης, αυτό της οδού Μονταλτσίνι όπου ua nton τon οδηγήσει ο Μάριο Μορέτι, μέσα στη νύχτα.
Πριν από αυτή την τραγική κατάληξη και όπως έγινε γνωστό χρόνια αργότερα, την ίδια στιγμή που η οικογένειά του αγωνιούσε για την τύχη του, η Ιταλική Αστυνομία και οι μυστικές υπηρεσίες της χώρας, φέρεται να γνώριζαν το διαμέρισμα-κρυσφήγετο της οδού Μονταλτσίνι.
Μάλιστα η SISDE σύμφωνα με μεταγενέστερα δημοσιεύματα στον Ιταλικό τύπο, είχε εγκαταστήσει ένα βαν στο δρόμο, προκειμένου να παρακολουθούν τις κινήσεις των μελών των Ερυθρών Ταξιαρχιών.
Οι έρευνες, οι διαφωνίες και το τραγικό τέλος με 10 σφαίρες
Έχουν γραφτεί πάρα πολλά ρεπορτάζ για την εμπλοκή των μυστικών υπηρεσιών της Ιταλίας και των Καραμπινιέρων στην υπόθεση Μόρο τα οποία «γέννησαν» δεκάδες ερωτήματα.
Ερωτήματα πρωτίστως για την στάση που κράτησε το κράτος απέναντι στην απαγωγή του πολιτικού και ακολούθως για «διάβρωση» των Brigate Rosse από την SISDE.
Έχει αποδειχθεί ότι θα μπορούσε να λάβει χώρα μια επιχείρηση διάσωσης του Άλντο Μόρο από το διαμέρισμα που πέρασε τις τελευταίες 54 ημέρες της ζωής του.
Εκεί όπου έγραψε 86 ιδιόχειρες επιστολές, προς πολιτκούς φίλους και αντιπάλους, στην οικογένειά του, ακόμη και στον Πάπα Παύλο ΣΤ', ο οποίος έκανε έκκληση για την απελευθέρωσή του.
Μια απελευθέρωση που δεν θα έρθει ποτέ.
Στις 9 Μαϊου του 1978, ο Μάριο Μορέτι ξυπνάει μέσα στην μαύρη νύχτα τον Άλντο Μόρο και του λέει ότι για λόγους ασφαλείας θα πρέπει να τον μεταφέρουν σε άλλο κρυσφήγετο.
Τον κατεβάζει στο υπόγειο γκαράζ της πολυκατοικίας μαζί με άλλα δύο μέλη της οργάνωσης, τον Τζερμάνο Μάκαρι και τον Πρόσπερο Γκαλινάρι, μέσα σε νεκρική σιωπή.
Εκεί είναι παρκαρισμένο ένα κόκκινο Ρενό 4L, το αυτοκίνητο με το οποίο θα μετέφεραν-όπως είχαν ενημερώσει για να τον καθησυχάσουν-τον Άλντο Μόρο στο νέο κρυσφήγετο.
Η μοίρα του πρώην πρωθυπουργού, έχει πλέον σφραγιστεί, απλά ο ίδιος δεν γνωρίζει το τραγικό τέλος, όταν του λένε να επιβιβαστεί στο πορτ- μπαγκάζ και τον σκεπάζουν με μια κουβέρτα.
Ο Μάριο Μορέτι τον πυροβολεί πολύ γρηγορα δέκα φορές, με ένα περίστροφο που φέρει σιγαστήρα.
Οι πυροβολισμοί ακούγονται πνιχτοί μέσα σε εκείνο το ανήλιαγο υπόγειο γκαράζ, στο πορτ μπαγκάζ του Ρενό που λίγα λεπτά αργότερα θα ξεκινήσει πριν ο ήλιος φωτίσει τον ουρανό της αιώνιας πόλης.
Μετά από κάποιες διερευνητικές διαδρομές προκειμένου να διαπιστώσουν αν τους παρακολουθεί κανείς τα τρία μέλη των Brigate Rosse θα παρκάρουν το αυτοκίνητο στην οδό Μικελάντζελο Καετάνι, μέσα στο ιστορικό κέντρο της Ρώμης.
Τραγική ειρωνία; Το συγκεκριμένο σημείο βρισκόταν στην μέση της διαδρομής που χώριζε τα γραφεία το ΚΚΙ και του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος.
Το άψυχο σώμα του Άλντο Μόρο αποτυπώνεται σε μια φωτογραφία τραβηγμένη από ψηλά, η οποία κάνει το γύρο του κόσμου.
Τον δείχνει αξύριστο με το κεφάλι του γερμένο αριστερά, ντυμένος με το κουστούμι που φόραγε την ημέρα που τον απήγαγαν μέσα σε ένα καταιγισμό πυρών οι «Ερυθρές Ταξιαρχίες», στα χρόνια της θύελλας.
Στις 26 Μαρτίου του 1978, ο Άλντο Μόρο ξύπνησε στο διαμέρισμα της οδού Μονταλτσίνι στη Ρώμη όπου τον κρατούσαν οι Ερυθρές Ταξιάρχίες, με σχετικά καλή διάθεση.
Είχαν ήδη περάσει δέκα μέρες από την απαγωγή του, μέσα στο ειδικά ηχομονωμένο δωμάτιο, αυτό στο οποίο φωτογραφήθηκε με φόντο τη σημαία με το όνομα και το αστέρι των Ερυθρών Ταξιαρχιών.
Το αρχικό σοκ του είχε ξεπεραστεί σε μεγάλο βαθμό και ο πρώην πρωθυπουργός και ηγέτης του Χριστιανοδημοκρατικού κόμματος ήπιε καφέ και απόλαυσε τα αγαπημένα του μπισκότα.
Του τα αγόραζε η 25χρονη Άννα-Λάουρα Μπραγκέτι, η οποία είχε νοικιάσει το διαμέρισμα-κρυσφήγετο όπου εκτυλίθηκε το δράμα των 54 ημερών που κατέληξε στην εκτέλεση του Άλντο Μόρο.
Ήταν ένα δράμα που ξεκίνησε το πρωί της 16ης Μαρτίου, την ημέρα που επρόκειτο να ανακοινωθεί ο «ιστορικός συμβιβασμός», η συγκρότηση δηλαδή μιας κυβέρνησης εθνικής ενότητας, με την συμμετοχή για πρώτη φορά και του Κομμουνιστικού Κόμματος.
Οι περιώνυμες «Ερυθρές Ταξιαρχίες» όμως είχαν άλλα σχέδια...
Η ματωμένη απαγωγή
Ο Μάριο Μορέτι οδηγούσε εκείνο το πρωί ένα κλεμμένο Φίατ 128, πηγαίνοντας στο προκαθορισμένο ραντεβού του σχεδίου που είχε εκπονήσει μαζί με τα άλλα μέλη των Brigate Rosse.
Χρόνια μετά θα πει σε δύο δημοσιογράφους που του πήραν συνέντευξη, ότι το βράδυ πριν από την επιχείρηση στο μυαλό του στριφογυρνούσε η φράση «Στο τέλος της ημέρας, ο αντάρτης είναι μόνος του μέσα στους δρόμους με το πιστόλι του και τον φόβο του».
Όταν έφτασε στο σημείο που έπρεπε να είναι, περίμενε με την μηχανή αναμμένη τα δύο αυτοκίνητα που είχαν ξεκινήσει απο το σπίτι του Μόρο.
Στο ένα, ένα Φίατ 128, επέβαινε ο Μόρο με δύο σωματοφύλακες -ο ένας οδηγός -και στο άλλο, μια Αλφέτα, οι τρεις αστυνομικοί που μαζί με τους δύο συναδέλφους τους, ήταν υπεύθυνοι για την προστασία του.
Όλα κυλούσαν ομαλά, μέχρι την στιγμή που η μικρή αυτοκινητοπομπή έφθασε στην οδό Μάριο Φάνι και η 20χρονη τότε Ρίτα Αλγκρανάτι που την παρακολουθούσε έδωσε το σήμα για την επίθεση.
Δύο αυτοκίνητα μπλοκάρουν τα δύο οχήματα μπρος και πίσω και τέσσερα μέλη των Brigate Rosse ξεπηδούν από τους παρακείμενους θάμνους και αρχίζουν να πυροβολούν με αυτόματα, γαζώνοντας κυριολεκτικά τους πέντε αστυνομικούς.
Προσέχουν όμως να μην τραυματίσουν την πολύτιμη λεία τους.
Ο Μορέτι βγαίνει από το κλεμένο Φίατ και αρπάζει τον σοκαρισμένο Άλντο Μόρο από το χέρι, ενώ οι «σύντροφοί» του εκτελούν με χαριστικές βολές στο κεφάλι τους σωματοφύλακές του.
Τα μέλη των «Ερυθρών Ταξιαρχιών» διαφεύγουν με κλεμμένα αυτοκίνητα και μηχανές προς διάφορες κατευθύνσεις της πόλης, σε μια Ρώμη που μόλις έχει αρχίσει να ξυπνάει.
Στην οδό Μάριο Φάνι το αίμα των πέντε αστυνομικών κυλάει μέσα και έξω από τα αυτοκίνητα, τρέχει ζεστό ακόμα στον δρόμο, ενώ λίγα λεπτά αργότερα ηχούν οι σειρήνες των περιπολικών που καταφθάνουν.
Πάνοπλοι καραμπινιέροι «κλείνουν» τον δρόμο, λίγη ώρα αργότερα τα ραδιόφωνα και οι τηλεοράσεις αναφέρουν την απαγωγή του Άλντο Μόρο από τις «Ερυθρές Ταξιαρχίες» και η σήμανση βρίσκει πάνω από ενενήντα κάλυκες.
Το θρίλερ που συγκλόνισε την Ιταλία και την παγκόσμια κοινή γνώμη για τους επόμενους δύο μήνες, είχε μόλις αρχίσει και θα συνεχιζόταν σε ένα διαμέρισμα της οδού Μονταλτσίνι.
Η ομηρία, οι απαιτήσεις και οι συζητήσεις
Η προκύρηξη που στέλνεται στα ΜΜΕ από την οργάνωση είναι κάτι παραπάνω από ξεκάθαρη. Ζητούν την απελευθέρωση 13 «συντρόφων» τους, με αντάλλαγμα τον απαχθέντα Άλντο Μόρο.
Ο ηγέτης των Χριστιανοδημοκρατών έχει καλή φροντίδα από την Άννα-Λάουρα Μπραγκέτι, η οποία τον φροντίζει κάθε πρωί πριν φύγει για την δουλειά της, ώστε να μην κινήσει υποψίες.
Τον Μόρο φυλάνε τουλάχιστον τρία μέλη της οργάνωσης, και δεν ήταν λίγες οι φορές που του ζητούσαν ευγενικά να μπει σε ένα μπαούλο για κάποιο χρονικό διάστημα.
Αυτό γινόταν μετά από κάποιο τηλεφώνημα, όταν ήθελαν να μιλήσουν όντας βέβαιοι ότι δεν τους ακούει από το δωμάτιο ο κρατούμενος ή όταν διαισθάνονταν κίνδυνο.
Όταν τον έβγαζαν του ζητούσαν πάντα συγνώμη για την ταλαιπωρία στη οποία τον είχαν υποβάλλει, ενώ ο «αρχηγός» Μάριο Μορέτι θα αρχίσει σταδιακά, να έχει μεγάλης διάρκειας συζητήσεις με τον απαχθέντα.
Μιλάνε ώρες για την φύση του Ιταλικού κράτους και Μορέτι μαθαίνει πολλά για τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί η πολιτική ζωή της χώρας, στην οποία ο ίδιος μαζί με τις «Ερυθρές Ταξιαρχίες» θέλει να είναι ο πυροκροτητής για την έκρηξη της επανάστασης.
Ο Άλντο Μόρο, θα καταλάβει μετά τις πρώτες δύο εβδομάδες ότι το Ιταλικό κράτος δεν «καίγεται» για την απελευθέρωσή του, αφού η κυβέρνηση αλλά και τα κόμματα-ακόμη και το ΚΚΙ-αρνούνται να συνδυαλαγούν με τους τρομοκράτες των Birigate Rosse.
Τι κι αν οι φωτογραφίες του με φόντο την σημαία της οργάνωσης που τον δείχνουν ταλαιπωρημένο και κουρασμένο, συγκινούν τους απλούς Ιταλούς και την οικογένειά του;
Μετά από σχεδόν δύο μήνες ομηρίας η μοίρα του Μόρο θα σφραγιστεί σε ένα υπόγειο γκαράζ της Ρώμης, αυτό της οδού Μονταλτσίνι όπου ua nton τon οδηγήσει ο Μάριο Μορέτι, μέσα στη νύχτα.
Πριν από αυτή την τραγική κατάληξη και όπως έγινε γνωστό χρόνια αργότερα, την ίδια στιγμή που η οικογένειά του αγωνιούσε για την τύχη του, η Ιταλική Αστυνομία και οι μυστικές υπηρεσίες της χώρας, φέρεται να γνώριζαν το διαμέρισμα-κρυσφήγετο της οδού Μονταλτσίνι.
Μάλιστα η SISDE σύμφωνα με μεταγενέστερα δημοσιεύματα στον Ιταλικό τύπο, είχε εγκαταστήσει ένα βαν στο δρόμο, προκειμένου να παρακολουθούν τις κινήσεις των μελών των Ερυθρών Ταξιαρχιών.
Οι έρευνες, οι διαφωνίες και το τραγικό τέλος με 10 σφαίρες
Έχουν γραφτεί πάρα πολλά ρεπορτάζ για την εμπλοκή των μυστικών υπηρεσιών της Ιταλίας και των Καραμπινιέρων στην υπόθεση Μόρο τα οποία «γέννησαν» δεκάδες ερωτήματα.
Ερωτήματα πρωτίστως για την στάση που κράτησε το κράτος απέναντι στην απαγωγή του πολιτικού και ακολούθως για «διάβρωση» των Brigate Rosse από την SISDE.
Έχει αποδειχθεί ότι θα μπορούσε να λάβει χώρα μια επιχείρηση διάσωσης του Άλντο Μόρο από το διαμέρισμα που πέρασε τις τελευταίες 54 ημέρες της ζωής του.
Εκεί όπου έγραψε 86 ιδιόχειρες επιστολές, προς πολιτκούς φίλους και αντιπάλους, στην οικογένειά του, ακόμη και στον Πάπα Παύλο ΣΤ', ο οποίος έκανε έκκληση για την απελευθέρωσή του.
Μια απελευθέρωση που δεν θα έρθει ποτέ.
Στις 9 Μαϊου του 1978, ο Μάριο Μορέτι ξυπνάει μέσα στην μαύρη νύχτα τον Άλντο Μόρο και του λέει ότι για λόγους ασφαλείας θα πρέπει να τον μεταφέρουν σε άλλο κρυσφήγετο.
Τον κατεβάζει στο υπόγειο γκαράζ της πολυκατοικίας μαζί με άλλα δύο μέλη της οργάνωσης, τον Τζερμάνο Μάκαρι και τον Πρόσπερο Γκαλινάρι, μέσα σε νεκρική σιωπή.
Εκεί είναι παρκαρισμένο ένα κόκκινο Ρενό 4L, το αυτοκίνητο με το οποίο θα μετέφεραν-όπως είχαν ενημερώσει για να τον καθησυχάσουν-τον Άλντο Μόρο στο νέο κρυσφήγετο.
Η μοίρα του πρώην πρωθυπουργού, έχει πλέον σφραγιστεί, απλά ο ίδιος δεν γνωρίζει το τραγικό τέλος, όταν του λένε να επιβιβαστεί στο πορτ- μπαγκάζ και τον σκεπάζουν με μια κουβέρτα.
Ο Μάριο Μορέτι τον πυροβολεί πολύ γρηγορα δέκα φορές, με ένα περίστροφο που φέρει σιγαστήρα.
Οι πυροβολισμοί ακούγονται πνιχτοί μέσα σε εκείνο το ανήλιαγο υπόγειο γκαράζ, στο πορτ μπαγκάζ του Ρενό που λίγα λεπτά αργότερα θα ξεκινήσει πριν ο ήλιος φωτίσει τον ουρανό της αιώνιας πόλης.
Μετά από κάποιες διερευνητικές διαδρομές προκειμένου να διαπιστώσουν αν τους παρακολουθεί κανείς τα τρία μέλη των Brigate Rosse θα παρκάρουν το αυτοκίνητο στην οδό Μικελάντζελο Καετάνι, μέσα στο ιστορικό κέντρο της Ρώμης.
Τραγική ειρωνία; Το συγκεκριμένο σημείο βρισκόταν στην μέση της διαδρομής που χώριζε τα γραφεία το ΚΚΙ και του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος.
Το άψυχο σώμα του Άλντο Μόρο αποτυπώνεται σε μια φωτογραφία τραβηγμένη από ψηλά, η οποία κάνει το γύρο του κόσμου.
Τον δείχνει αξύριστο με το κεφάλι του γερμένο αριστερά, ντυμένος με το κουστούμι που φόραγε την ημέρα που τον απήγαγαν μέσα σε ένα καταιγισμό πυρών οι «Ερυθρές Ταξιαρχίες», στα χρόνια της θύελλας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου