Σάββατο 23 Νοεμβρίου 2024

Δικηγόροι κατά δικαστών με αφορμή μια απόφαση του δικαστηρίου του Στρασβούργου

Δικηγόροι κατά δικαστών με αφορμή μια απόφαση του δικαστηρίου του Στρασβούργου Εντείνεται η συγκρουσιακή διάσταση μεταξύ του δικηγορικού κόσμου και των δικαστών του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Αρείου Πάγου. Με αφορμή την πρόσφατη απόφαση Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων που έκρινε ότι το Συμβούλιο της Επικρατείας παραβίασε το δικαίωμα του προσφεύγοντος (πολιτών) σε δίκαιη δίκη και εν΄ όψει της σύγκλισης της Διοικητικής Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, που θα αποφασίσει, μεταξύ των άλλων, για το χρόνο αγόρευσης των δικηγόρων, συντονιστική επιτροπή της Ολομέλειας των προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος, επισημαίνει ότι «η επιτάχυνση της Δικαιοσύνης επέρχεται με τον έγκαιρο προσδιορισμό και έκδοση των αποφάσεων και όχι με την υιοθέτηση μέτρων υπερβολικής τυπολατρίας και τη θέσπιση περιορισμών στα δικαιώματα των διαδίκων και στη δικαστική τους παράσταση».

Η ανακοίνωση της συντονιστικής επιτροπής αναφέρεται στα δύο από τα τρία μεγάλα δικαστήρια, δηλαδή στο ΣτΕ και στον Άρειο Πάγο.

Ειδικότερα, πριν από λίγα 24ωρα το δικαστήριο του Στρασβούργου αποφάνθηκε ότι το ΣτΕ παραβίασε το δικαίωμα προσφεύγοντος επιχειρηματία σε δίκαιη δίκη, δια της απόρριψης της αίτησης αναίρεσης ως απαράδεκτης, ελλείψει τεκμηρίωσης της έλλειψης νομολογίας επί του κρίσιμου θέματος ή προσκόμισης (αντίθετης) νομολογίας εκ μέρους του αναιρεσείοντος.

Το ΕΔΔΑ καταδίκασε την Ελλάδα για υπερβολική τυπολατρία του ΣτΕ, λόγω της νομολογιακής προσέγγισης που ακολουθεί το ΣτΕ, κατά την εφαρμογή της διαδικασίας των απαιτήσεων του παραδεκτού για την απόρριψη των λόγων αναίρεσης, κάτι το οποίο αντιβαίνει στην απαίτηση εξασφάλισης πρακτικού και αποτελεσματικού δικαιώματος πρόσβασης σε δικαστήριο, σύμφωνα με το άρθρο 6 § 1 της ΕΣΔΑ.

Τώρα, η συντονιστική επιτροπή σε σημερινή ανακοίνωσή της επισημαίνει ότι το ΕΔΔΑ «έκρινε ότι το ΣτΕ παραβίασε το δικαίωμα του προσφεύγοντος σε δίκαιη δίκη, στηλιτεύοντας την τυπολατρική νομολογιακή εφαρμογή του Ν. 3900/2010, ως προς τις προϋποθέσεις του παραδεκτού της αίτησης αναίρεσης».

Εν όψει της σύγκλησης της Διοικητικής Ολομέλειας του Αρείου Πάγου με θέμα τη συμπλήρωση του κανονισμού λειτουργίας του δικαστηρίου, για τον καθορισμό του αριθμού των σελίδων των δικογράφων, το χρόνο αγόρευσης των δικηγόρων, κ.λπ., η συντονιστική επιτροπή επισημαίνει:

«Ο Άρειος Πάγος, δυστυχώς, ακολουθεί πιστά τα βήματα του ΣτΕ υιοθετώντας περιορισμούς στα δικαιώματα των διαδίκων και στην προφορικότητα της διαδικασίας και παραβλέποντας το δικαίωμα απρόσκοπτης πρόσβασης των πολιτών στη δικαιοσύνη.

Προφανώς, και στην περίπτωση αυτή, η ανάγκη επιτάχυνσης της δικαιοσύνης θα αποτελεί τον αιτιολογικό λόγο για τις αποφάσεις της Διοικητικής Ολομέλειας.

Τέτοια επιτάχυνση όμως, δεν διαπιστώθηκε στο Συμβούλιο της Επικρατείας παρά την υιοθέτηση αντίστοιχων μέτρων, με αποτέλεσμα το ΣτΕ να παραμένει σε περίοπτη θέση πανευρωπαϊκά ως προς τους χρόνους απονομής της Δικαιοσύνης, με 1.239 ημέρες καθυστέρησης».

Τέλος, η συντονιστική επιτροπή, καλεί «την Πρόεδρο και τη Διοικητική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου να αναστοχαστούν με βάση την άνω απόφαση του ΕΔΔΑ, να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τα πραγματικά προβλήματα της Δικαιοσύνης και να προασπίσουν το Κράτος Δικαίου».

Η ανακοίνωση της συντονιστικής επιτροπής έχει ως εξής:

«Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων με την από 19-11-2024 Απόφασή του (Προσφυγή αριθ. 51774/17) έκρινε ότι το Συμβούλιο της Επικρατείας παραβίασε το δικαίωμα του προσφεύγοντος σε δίκαιη δίκη, στηλιτεύοντας την τυπολατρική νομολογιακή εφαρμογή του Ν. 3900/2010, ως προς τις προϋποθέσεις του παραδεκτού της αίτησης αναίρεσης.

Το ηχηρό μήνυμα, που το Δικαστήριο του Στρασβούργου έστειλε στα εθνικά δικαστήρια για τη διασφάλιση του δικαιώματος πρόσβασης σε δικαστήριο και σε δίκαιη δίκη, σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, ως φαίνεται, δεν πρέπει να έφτασε στους αποδέκτες του, τους εφαρμοστές του δικαίου.

Διότι, πως άλλως, πρέπει να εκληφθεί το γεγονός ότι επίκειται η σύγκληση της Διοικητικής Ολομέλειας του Αρείου Πάγου με θέμα τη «Συμπλήρωση του άρθρου 5 του Κανονισμού Εσωτερικής Λειτουργίας του Αρείου Πάγου [Π/Δ 63 (ΦΕΚ Α΄ 115/18-5-2023)], ως προς τον καθορισμό του αριθμού των σελίδων των εισαγωγικών δικογράφων, προσθέτων λόγων, προτάσεων ή υπομνημάτων κ.λπ., που κατατίθενται ενώπιον των πολιτικών και ποινικών Τμημάτων του Αρείου Πάγου, ως και του χρόνου αγόρευσης των πληρεξουσίων των διαδίκων».

Ο Άρειος Πάγος, δυστυχώς, ακολουθεί πιστά τα βήματα του ΣτΕ υιοθετώντας περιορισμούς στα δικαιώματα των διαδίκων και στην προφορικότητα της διαδικασίας και παραβλέποντας το δικαίωμα απρόσκοπτης πρόσβασης των πολιτών στη δικαιοσύνη.

Προφανώς, και στην περίπτωση αυτή, η ανάγκη επιτάχυνσης της δικαιοσύνης θα αποτελεί τον αιτιολογικό λόγο για τις αποφάσεις της Διοικητικής Ολομέλειας.

Τέτοια επιτάχυνση όμως, δεν διαπιστώθηκε στο Συμβούλιο της Επικρατείας παρά την υιοθέτηση αντίστοιχων μέτρων, με αποτέλεσμα το ΣτΕ να παραμένει σε περίοπτη θέση πανευρωπαϊκά ως προς τους χρόνους απονομής της Δικαιοσύνης, με 1239 ημέρες καθυστέρησης.

Η Συντονιστική Επιτροπή καλεί την Πρόεδρο και τη Διοικητική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου να αναστοχαστούν με βάση την άνω απόφαση του ΕΔΔΑ, να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τα πραγματικά προβλήματα της Δικαιοσύνης και να προασπίσουν το Κράτος Δικαίου.

Η επιτάχυνση της Δικαιοσύνης επέρχεται με τον έγκαιρο προσδιορισμό και έκδοση των αποφάσεων και όχι με την υιοθέτηση μέτρων υπερβολικής τυπολατρίας και τη θέσπιση περιορισμών στα δικαιώματα των διαδίκων και στη δικαστική τους παράσταση».


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αρχειοθήκη ιστολογίου