Σάββατο 30 Νοεμβρίου 2024

Χολοντομόρ: Τα αληθινά γεγονότα με τον «μεγάλο λιμό» του 1932-1933 που έφερε την επίθεση ΚΚΕ στους Ουκρανούς στη Μάνδρα

 
«Στο Ντνιπροπετρόφσκ βγήκαμε από τα βαγόνια. Κατέβηκα από το βαγόνι και είδα πάρα πολλούς ανθρώπους πρησμένους και μισοπεθαμένους. Και κάποιους που ήταν ξαπλωμένοι στο έδαφος και απλά έτρεμαν. Πιθανώς θα πέθαιναν μέσα σε λίγα λεπτά. Τότε η σιδηροδρομική NKVD [μυστική αστυνομία] μας έβαλε γρήγορα πίσω στα βαγόνια». Αυτή η διήγηση του Φεντίρ Μπουρτιάνσκι από την περίοδο του Μεγάλου Λιμού της Ουκρανίας (Χολοντομόρ), είναι μόνο ένα μικρό κλάσμα της φρίκης που εκτυλίχθηκε στη χώρα το 1932-1933. Μπορεί λοιπόν μια εκδήλωση μνήμης γι’ αυτή την τραγική περίοδο που κόστισε τη ζωή σε εκατομμύρια ανθρώπους, να εξελιχθεί σε αιτία διαμάχης;

Στην εκδήλωση του περασμένου Σαββάτου, που διοργάνωσε ο Δήμος Μάνδρας- Ειδυλλίας σε συνεργασία με την Ουκρανική Πρεσβεία και το Ελληνο-ουκρανικό Επιμελητήριο με θέμα «Εκδήλωση Μνήμης για τα αθώα θύματα της υποκινούμενης από το Σταλινικό καθεστώς Γενοκτονίας, ΓΟΛΟΝΤΟΜΟΡ 1932-1933», μέλη του ΚΚΕ και της ΚΝΕ παρενέβησαν με δική τους συγκέντρωση. Όταν οι δύο συγκεντρώσεις συναντήθηκαν, προκλήθηκαν επεισόδια, με την αστυνομία να κάνει χρήση χημικών.



Η ουκρανική πρεσβεία, με ανακοίνωσή της, διαμαρτύρεται έντονα για «τη ντροπιαστική διατάραξη της επίσημης εκδήλωσης αφιερωμένης στα γεγονότα τα οποία έχουν ιστορική και συναισθηματική σημασία για τον ουκρανικό λαό», καταγγέλλοντας σωματικές επιθέσεις, μεταξύ αυτών εις βάρος Ουκρανού διπλωμάτη με αποτέλεσμα την πρόκληση σωματικής βλάβης. Το ΚΚΕ, με δική του ανακοίνωση, διαψεύδει τον προπηλακισμό του διπλωμάτη, κάνοντας λόγο για «άθλια προβοκάτσια» και κινητοποίηση η οποία «αποτέλεσε μαχητική απάντηση στην προσπάθεια παραχάραξης της ιστορίας και τον αντικομμουνισμό». Ποια είναι η ιστορία, λοιπόν;


Όταν οι άνθρωποι έτρωγαν ανθρώπους Ο Μεγάλος Λιμός της Ουκρανίας, ή Χολοντομόρ, είναι τα έτη 1932-1933, όταν η Σοβιετική Ένωση του Ιωσήφ Στάλιν επέβαλε βίαιη κολεκτιβοποίηση, κατάσχοντας όλα τα σιτηρά και εν συνεχεία τα όλα τα αγροτικά προϊόντα και τα ζώα με αποτέλεσμα να ξεσπάσει λιμός από τον οποίον πέθαναν εκατομμύρια άνθρωποι. Πόσα εκατομμύρια;

Η πιο πρόσφατη δήλωση των Ηνωμένων Εθνών (η οποία υπογράφηκε από 25 χώρες, το 2003) κάνει λόγο για 7 με 10 εκατομμύρια θανάτους. Άλλες έρευνες κάνουν λόγο για περισσότερους, άλλες για 3,3 με 7,5 εκατομμύρια. Η Britannica, για παράδειγμα, εκτιμά ότι 5 εκατομμύρια άνθρωποι, εκ των οποίων τα 4 Ουκρανοί, πέθαναν από την πείνα αυτή την περίοδο. Κι αυτό γιατί το Χολοντομόρ ήταν μέρος ενός ευρύτερου λιμού (1931–1934) που προκάλεσε επίσης μαζική πείνα σε σιτοπαραγωγές περιοχές της Σοβιετικής Ρωσίας και του Σοβιετικού Καζακστάν.





Οι Ουκρανοί χαρακτηρίζουν την περίοδο αυτή Γενοκτονία του Ουκρανικού Λαού (ως γενοκτονία αναγνωρίζεται και από τις ΗΠΑ) και την ονομάζουν Χολοντομόρ, όρος ο οποίος προκύπτει από τις ουκρανικές λέξεις holod και mor, οι οποίες σημαίνει πείνα και εξόντωση, αντίστοιχα. Παρά τον ευρύτερο λιμό στις σιτοπαραγωγούς περιοχές της ΕΣΣΔ, ο ουκρανικός λιμός ήταν πολύ πιο θανατηφόρος. Κι αυτό γιατί υπήρχε μια σειρά στοχευμένων πολιτικών αποφάσεων από τον Στάλιν, οι οποίες στόχευαν να πλήξουν την ουκρανική ταυτότητα. Άλλωστε, γι’ αυτό το λόγο η παραδοσιακή αγροτική τάξη της Ουκρανίας διαλύθηκε τότε, ενώ στην Ουκρανία καταγράφηκαν αγροτικές εξεγέρσεις, σε μερικές περιπτώσεις και ένοπλες. Επρόκειτο για δύο πλευρές που είχαν άσβεστο μίσος μεταξύ τους, καθώς μια δεκαετία νωρίτερα, στη διάρκεια του Ρωσικού Εμφυλίου, οι ουκρανικές επαρχίες είχαν πολεμήσει ενάντια στον Κόκκινο Στρατό.

Από το 1932 λοιπόν, στο πλαίσιο της κολεκτιβοποίησης και καθώς αγρότες είχαν αναγκαστεί να εγκαταλείψουν τα αγροκτήματά τους, ακόμα και τα σπίτια τους, με αποφάσεις του Στάλιν, πόλεις και χωριά της Ουκρανίας μπήκαν σε μαύρες λίστες και δεν επιτρεπόταν να λαμβάνουν τρόφιμα. Καθώς οι σκελετωμένοι αγρότες άρχισαν να εγκαταλείπουν το ουκρανικό έδαφος αναζητώντας τροφή, τους απαγορεύθηκε να μετακινούνται εκτός αυτού, ενώ απαγορεύθηκε και να τους παρέχονται τρόφιμα.


Στις 16 Σεπτεμβρίου 1932 εφαρμόστηκε ο νόμος του Στάλιν σχετικά με τα 5 κότσαλα καλαμπόκι. Τιμωρούνταν με θάνατο όσοι έπαιρναν έστω και μια χούφτα καλαμπόκι. Σύμφωνα με μια πηγή με τον νόμο αυτό 6000 εκτελέστηκαν και εκατοντάδες φυλακίσθηκαν.

Η κατάσταση επιδεινώθηκε τον χειμώνα του 1932-1933, όταν οργανωμένες ομάδες ένστολων και μη λεηλάτησαν τα σπίτια των αγροτών. Οι περιγραφές των επιζώντων αναφέρουν ότι τους πήραν όχι μόνο τις σοδιές, τους σπόρους, αλλά μέχρι και τα κατοικίδια ζώα, ως και τα κουφώματα των παραθύρων των σπιτιών τους. Η κατάσταση, τότε, βγήκε εντελώς εκτός ελέγχου.

Στις αποκλεισμένες αγροτικές περιοχές, ήδη άνθιζε η μαύρη αγορά. Οι μαυραγορίτες ζητούσαν και έπαιρναν αντικείμενα μεγάλης αξίας για μια φραντζόλα ψωμί. Όμως και αυτά τα αντικείμενα, θα άδειαζαν κάποτε από τα σπίτια. Ήδη, οι Ουκρανοί περιγράφονταν ως σκελετωμένοι με πρησμένες κοιλιές. Τα ζώα είχαν εξαφανιστεί -είχαν όλα φαγωθεί- και οι απελπισμένοι άνθρωποι εκλιπαρούσαν τους περαστικούς στους σταθμούς των τρένων για μια μπουκιά φαγητό. Εις μάτην, αφού αυτό απαγορευόταν. Όταν έπεφτε το σκοτάδι, στην Ουκρανία απλωνόταν μια απόκοσμη σιωπή. Οι εξαντλημένοι από την πείνα άνθρωποι, έπεφταν στα κρεβάτια τους, περιμένοντας το μοιραίο. Την επόμενη, θα αναγκάζονταν να αναζητήσουν γρασίδι, φύλλα, φλοιούς δέντρων, πουλιά, βατράχια, ή σκουλήκια για να πολεμήσουν τον φρικτό πόνο της πείνας.







Καθώς τα πτώματα ανθρώπων που άφηναν την τελευταία τους πνοή από την πείνα που κείτονταν στους δρόμους των μεγαλύτερων πόλεων της Ουκρανίας ήταν πια μια καθημερινότητα, στα αστυνομικά αρχεία άρχισαν να παρουσιάζονται μαζικές περιπτώσεις κανιβαλισμού και λιντσαρισμάτων- καταδεικνύοντας το χάος που επικρατούσε. Τα εκατομμύρια πτώματα θάβονταν σε ομαδικούς τάφους και οι δημοσιογράφοι λάμβαναν εντολές να μην κάνουν αναφορές στον λιμό και στην πείνα γενικότερα.
Δεν ήταν μόνο πόλεις σε όλη την Ουκρανία. Στην ύπαιθρο, ολόκληρα χωριά αφανίζονταν. Η πείνα οδήγησε πολλούς ανθρώπους στην απελπισία και την τρέλα. Καταγράφηκαν πολλές περιπτώσεις κανιβαλισμού, με ανθρώπους που ζούσαν από τα υπολείμματα άλλων θυμάτων της πείνας ή σε ορισμένες περιπτώσεις κατέφευγαν σε δολοφονίες. Οι περισσότερες αγροτικές οικογένειες είχαν πέντε ή έξι παιδιά, και ορισμένες μητέρες σκότωναν τα πιο αδύναμα παιδιά τους για να θρέψουν τα υπόλοιπα.

Ο ανθρακωρύχος Φεντίρ Μπουρτιάνσκι, ο οποίος ταξίδεψε το 1933 στην Ουκρανία για να δουλέψει σε ορυχείο, περιέγραψε χιλιάδες πεινασμένους αγρότες, σκελετωμένους, με πρησμένες κοιλιές, να παρατάσσονται στις σιδηροδρομικές γραμμές ζητιανεύοντας για φαγητό. Λέει ότι αυτή η σκηνή τον τρομοκράτησε, όχι όμως όσο όταν υποψιάστηκε ότι το κρέας που θα αγόραζε από έναν πωλητή ήταν ανθρώπινη σάρκα. Όταν οι αρχές έμαθαν για το περιστατικό, αναγκάστηκε να παραστεί στη δίκη ενός άνδρα και των δύο γιων του, οι οποίοι ήταν ύποπτοι για τη δολοφονία ανθρώπων για φαγητό. Ο Μπουρτιάνσκι λέει ότι κατά τη διάρκεια της δίκης ένας από τους γιους παραδέχτηκε με ανατριχιαστικούς όρους ότι έφαγε τη σάρκα της ίδιας του της μητέρας, η οποία είχε πεθάνει από την πείνα. «Είπε: 'Ευχαριστούμε τον πατέρα Στάλιν που μας στέρησε το φαγητό. Η μητέρα μας πέθανε από την πείνα και την φάγαμε. Τη δική μας, νεκρή μητέρα! Και μετά τη μητέρα μας, δεν λυπηθήκαμε κανέναν. Δεν θα τη χαρίζαμε ούτε στον ίδιο τον Στάλιν!».

Ο Μιχαϊλο Ναουμένκο ήταν 11 ετών το 1933. Περιγράφει εκείνη τη χρονιά ως «μια τραγωδία. Οι άνθρωποι πρήζονταν και πέθαιναν κατά δεκάδες κάθε μέρα. Οι αρχές της κολεκτίβας όρισαν έξι άνδρες για να μαζέψουν και να θάψουν τους νεκρούς. Από το χωριό μας με τα 75 σπίτια, μέχρι τον Μάιο 24 σπίτια ήταν άδεια, αφού όλοι οι κάτοικοί τους είχαν πεθάνει».



Ο Ναουμένκο έγινε επίσης μάρτυρας περιστατικών κανιβαλισμού. Είπε ότι διαπίστωσε πρώτη φορά ότι οι γείτονές του έτρωγαν ανθρώπινη σάρκα, όταν μία από αυτές, η Τετιάνα, αρνήθηκε να μοιραστεί το κρέας της μαζί του, παρά το γεγονός ότι μόλις είχε βοηθήσει να θάψει τον πατέρα της. Της ζήτησε να του δώσει, νομίζοντας πως ήταν κοτόπουλο, αλλά εκείνη αρνήθηκε, λέγοντας ότι ήταν ανθρώπινο κρέας.

Η Ολένα Μουκνιάκ, εκείνη τη χρονιά ήταν 10 ετών. Λέει πως απλά, δεν υπήρχε τίποτα φαγώσιμο. Στην απελπισία τους, όπως περιγράφει, οι χωρικοί έψαχναν στην κοπριά των αλόγων για να βρουν υπολείμματα σιτηρών, έψηναν δερμάτινες μπότες και έτρωγαν φύλλα και φλοιούς δέντρων. «Ο αδερφός μου πέθανε από την πείνα. Ήταν μικρός και δεν υπήρχε τίποτα να φάει. Τι θα μπορούσε να μας δώσει η μητέρα μας να φάμε όταν δεν υπήρχε τίποτα»;

Η Τεοντόρα Σορόκα είδε όλους τους συγγενείς της να αποδεκατίζονται από τον Λιμό. «Η μικρή μου αδερφή ξεψύχησε από την πείνα στα χέρια μου. Εκλιπαρούσε για ένα κομμάτι ψωμί, κάτι που αν υπήρχε στο σπίτι θα σήμαινε ζωή. Με παρακαλούσε να της δώσω λίγο. Έκλαιγα και της είπα ότι δεν είχαμε. Μου απάντησε ότι ήθελα να πεθάνει. (…) Δεν υπάρχει μέρα που να μην έχω κλάψει έκτοτε, ποτέ δεν ξαναπήγα για ύπνο χωρίς να σκεφτώ τι συνέβη στην οικογένειά μου».

Τα αποτελέσματα του φρικτού Λιμού της Ουκρανίας θα φανερώνονταν στην απογραφή της ΕΣΣΔ, αλλά θα εξαφανίζονταν από τον Στάλιν, ο οποίος θα διέταζε τη σύλληψη και την εκτέλεση των επικεφαλής της απογραφής η οποία αποκάλυπτε την τρομακτική μείωση του πληθυσμού της Ουκρανίας. Έτσι, δεν μάθαμε ποτέ με βεβαιότητα τον αριθμό των νεκρών από τον Μεγάλο Λιμό, με την έρευνα Ουκρανών δημοσιογράφων να τον προσδιορίζει στα τουλάχιστον 4 εκατομμύρια ανθρώπους.
Η γεννηθείσα το 1925 στο Πετρόφσκι του Χάρκοβου, Κλαυδία Σεμιάνιφ, επέζησε του Λιμού. «Ξέρετε», λέει στους Ουκρανούς δημοσιογράφους που της πήραν συνέντευξη το 2008, «κάθε παιδί, όταν είναι κοντά στο θάνατο, ζητάει πάντα λίγο γάλα ή φαγητό. Όταν η αδελφή μου πέθαινε, μου είπε: «Κλαυδία, δώσε μου λίγο γάλα...». «Μαμά, σε παρακαλώ, δώσε μου κάτι να φάω...». Αλλά δεν υπήρχε τίποτα να της δώσω. Περπατούσαμε σαν σκελετοί. Τα σώματά μας ήταν σχεδόν διάφανα και μοιάζαμε σαν να μας είχαν φουσκώσει. Ήταν τρομερό, πραγματικά τρομερό! Στους δρόμους στα χωριά, οι άνθρωποι, συνήθως παιδιά, απλά καθόντουσαν εκεί - ένας εδώ, νεκρός, ένας εκεί, νεκρός... Τα σκυλιά περνούσαν, τους μύριζαν και ακόμα και αυτά δεν ήθελαν να τους φάνε. Ήταν μια τρομερή περίοδος για μένα - μια στιγμή που δεν θα ξεχάσω ποτέ».

Ο Μεγάλος Λιμός της Ουκρανίας αποσιωπήθηκε τα χρόνια που ακολούθησαν, με την πρώτη δημόσια αναφορά σε αυτόν στη Σοβιετική Ένωση να γίνεται το 1986. Ήταν μετά την καταστροφή του Τσέρνομπιλ, όταν ο Ουκρανός ποιητής Ιβάν Ντρατς έγραψε γι’ αυτόν, αναφέροντάς τον ως παράδειγμα για το πόσο επιζήμια μπορεί να είναι η επίσημη σιωπή.

Μετά την κήρυξη της ανεξαρτησίας της Ουκρανίας, το 1991, μνημεία έχουν στηθεί σε όλη τη χώρα για εκείνη την περίοδο της φρίκης. Το πιο σημαντικό από αυτά, αυτό του σκελετωμένου κοριτσιού με το θλιμμένο βλέμμα, στο Κίεβο. Η Ημέρα Μνήμης του Χολοντομόρ τιμάται κάθε χρόνο το τέταρτο Σάββατο του Νοεμβρίου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αρχειοθήκη ιστολογίου