Σάββατο 29 Φεβρουαρίου 2020

Αθήνα 1834: Όταν χάθηκε η μεγάλη ευκαιρία για την πρωτεύουσα Α


Ο «Μεγάλος Περίπατος» της Αθήνας, σύμφωνα με το επίσημο σάιτ του έργου (megalosperipatos.cityofathens.gr), είναι ένα «ζωντανό έργο που ενώνει για πρώτη φορά την Αθήνα». Δεν θυμόμαστε ποτέ την Αθήνα χωρισμένη, αλλά αυτό είναι ένα άλλο ζήτημα.
Ξεκίνησε πριν από περίπου δυο μήνες, με πομπώδεις και βαρύγδουπες δηλώσεις και εξαγγελίες του Δημάρχου Αθηναίων Κώστα Μπακογιάννη.

Η άποψή μας είναι, ότι για να ξεκινήσει(ς) ένα τόσο φιλόδοξο και πολύπλοκο έργο, πρέπει να έχεις μελετήσει και την τελευταία λεπτομέρεια, τον τελευταίο αστάθμητο παράγοντα. Ενέργειες που θυμίζουν ασκήσεις επί χάρτου και σχεδιασμοί που προκύπτουν από προσομοιώσεις ή μαθηματικά μοντέλα, για μία πόλη όπως η Αθήνα, είναι μάλλον καταδικασμένοι ν’ αποτύχουν.

Μετά από κάποιες μικρές τροποποιήσεις του αρχικού σχεδιασμού, τη Δευτέρα 27 Ιουλίου 2020, ανακοινώθηκε μια πολύ σημαντική αλλαγή, καθώς δίνεται μία επιπλέον λωρίδα για ΙΧ στην οδό Πανεπιστημίου, ενώ παράλληλα ενεργοποιούνται οι λεωφορειολωρίδες. Η σχετική ανακοίνωση, ξεκινάει ως εξής: «Τριήμερη ανοιχτή συζήτηση όλων των φορέων για τον Μεγάλο Περίπατο, τον Σεπτέμβριο». Δηλαδή, βλέποντας και κάνοντας…

Βέβαια, ο κύριος Μπακογιάννης έχει μία δικαιολογία, ότι βρήκε μια πόλη χωρίς δυνατότητα για πολλές παρεμβάσεις. Αποφάσισε όμως να υλοποιήσει τα σχέδιά του, σε μία εποχή που επικρατούν ειδικές συνθήκες, λόγω κορωνοϊού, που πολλοί Αθηναίοι αναγκάζονται να χρησιμοποιούν τα Ι.Χ. τους, καθώς λόγω των αραιών δρομολογίων των Μ.Μ.Μ. και του φόβου για τον κορωνοϊό, αισθάνονται περισσότερο ασφαλείς και με παρεμβάσεις μάλλον άστοχες.

Δυστυχώς, τα προβλήματα της Αθήνας, δεν ξεκίνησαν ούτε το 2020, ούτε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όπως ισχυρίζονται πολλοί, ούτε κατά την εγκατάσταση προσφύγων, μετά τη μικρασιατική καταστροφή, αλλά πολύ νωρίτερα. Όταν το 1834, η Αθήνα έγινε πρωτεύουσα του νέου ελληνικού κράτους, ανατέθηκε στους Σταμάτη Κλεάνθη και Έντουαρντ Σάουμπερτ η σύνταξή του νέου ρυμοτικού σχεδίου της πόλης. Όπως θα δούμε στη συνέχεια, επρόκειτο για ένα πρωτοποριακό, μακρόπνοο σχέδιο, το οποίο αν είχε εφαρμοστεί, έστω με κάποιες μικρές τροποποιήσεις, η σημερινή Αθήνα δεν θα είχε καμία σχέση με την θλιβερή εικόνα που παρουσιάζει. Δυστυχώς, οι παθογένειες του νέου ελληνικού κράτους που φάνηκαν αμέσως μετά την ίδρυση του και οι αντιδράσεις των «ισχυρών» της εποχής, που έβλεπαν να θίγονται οι ιδιοκτησίες τους ή άλλων που δεν ήταν ικανοποιημένοι από τις αποζημιώσεις που θα έπαιρναν για την παραχώρηση των ακίνητων ή των οικοπέδων τους, οδήγησαν σε σχεδόν ολοκληρωτική αλλαγή του σχεδίου των Κλεάνθη-Σάουμπερτ που… πήγε περίπατο.

Και όταν αρχίζει το ξήλωμα του πουλόβερ, στο τέλος δεν θα μείνει τίποτα… Ας δούμε όμως ποια ήταν η εικόνα της Αθήνας μετά την απελευθέρωση της χώρας μας και τι περιλάμβανε το σχέδιο των Κλεάνθη-Σάουμπερτ.

Η Αθήνα του 1830

Στις 3/15 Φεβρουαρίου 1830, υπογράφηκε στο Λονδίνο το Πρωτόκολλο με το οποίο αναγνωριζόταν η ανεξαρτησία της Ελλάδας, οι Αθηναίοι ήταν εκπατρισμένοι στην Αίγινα, τον Πόρο και τη Σαλαμίνα. Όταν άρχισαν να επιστρέφουν στην πόλη, όπως γράφει ο Δ. Σουρμελής «εύρον την πόλην όλην ερείπιον, τον ελαιώνα κεκαυμένον το πλείστον μέρος, τους κήπους, αμπελώνας και αγρούς εξηφανισμένους παντάπασι. Τα λαμπρά Πατήσια και Σεπόλια (σημ. εξοχικές τοποθεσίες της Αθήνας τότε) κατεστημένα άμορφα, γυμνά, και εις θέαν αξιολύπητον… Επειδή δε τα παρεπόμενα τον διαληφθέντος Πρωτοκόλλου επέτρεψαν εις τους κατοίκους των Αθήνων Τούρκους να πωλήσωσι τα κατά την Αττικήν κτήματά των, όσοι θελήσουσι, συνέρρευσαν πολλοί εκ παντοδαπών πόλεων ν’ αγοράσωσι κτήματα, ώστε πολλοί εξ αυτών εγένοντο κτηματικοί και δημόται Αθηνών. Οι δε εντόπιοι Τούρκοι, αναχωρούντες, έχυνον πικρότατα δάκρυα…».



Το ίδιο έτος, επισκέφθηκε την Αθήνα ο Γάλλος περιηγητής και ιστορικός Μισό. Γράφει σχετικά: «Ιδού αι Αθήναι… σήμερον δεν διατηρούν καμίαν χαραγμένην οδόν. Εβαδίζομεν, δια σωρών συντριμμάτων διεσπαρμένων, ατραπόν (μονοπάτι) σχηματισθείσαν εις το μέσον των ερειπίων, υπερπηδώντας εις έκαστον βήμα σωρούς πετρών, τμήματα τοίχων, σπονδύλους κιόνων, εκτάδων κειμένων επί της σκόνης… Σήμερον δεν υπάρχει ούτε οδός, ούτε δημοσία πλατεία, ούτε κήπος, ούτε μονή, ούτε εκκλησία. Συνηντήσαμεν γλαύκας (κουκουβάγιες), αλλά το πτηνόν αυτό της Αθηνάς δεν είναι πλέον εδώ, παρά το σύμβολον της αφώνου ερημίας. Είναι δε και ο μόνος κάτοικος των Αθηνών, του οποίου εφείσθησαν κατά τα τελευταία έτη…».

Τα ξύλινα στοιχεία των σπιτιών της Αθήνας, είχαν καταστραφεί ολοσχερώς, λόγω των εμπρησμών των Τούρκων, ενώ τα πέτρινα μέρη ήταν μισοκατεστραμμένα.

Ωστόσο, όπως γράφει ο Κώστας Μπίρης, «… διετηρείτο γύρω της, δροσερόν και γραφικότατον το Αττικόν τοπίον, με τους απαλούς λόφους του στολισμένους με λιτήν βλάστησιν, που την διέκοπτε πού και πού η φωτεινή εμφάνισις κάποιου βράχου. Κατάφυτος από μυριστικά ο περίγυρος του Βριλησσού (Πεντέλης), γεμάτος επίσης από θάμνους και, εις τα ψηλώματά του, από κουμαριές ο Υμηττός, εδρόσιζον με τα νερά που ανέβλυζον εις τας υπωρείας των τον Ιλισόν και πολλές από τις ρεματιές του Κάμπου. Αλλά και εις τον πελώριον Ελαιώνα-150.000 ελαιόδενδρα, από το Μενίδι έως το Μοσχάτο-ένας μεγάλος αριθμός από τα δένδρα, που είχαν πυρπολήσει οι Τούρκοι, δεν ενεκρώθησαν και είχαν αρχίσει να θάλλουν, μαζί με όσα εξ αρχής είχον διασωθεί».

Η Αθήνα, περιβαλλόταν από τείχος που χτίστηκε το 1778, βασικά πάνω στα υπολείμματα του Θεμιστόκλειου τείχους, μετά από διαταγή του βοεβόδα της πόλης Χατζή Αλή Χασεκή. Ο κυρίως οικισμός, η «Χώρα της Αθήνας», όπως λεγόταν τότε. Η έκταση μέσα από το τείχος ήταν 1163 στρέμματα. Από αυτά , μόνο 772 στρέμματα κάλυπτε η πόλη. Τα υπόλοιπα, κάλυπταν η Ακρόπολη και η περιοχή γύρω από το τείχος. Η πόλη λίγο πριν την Επανάσταση είχε 1.500 σπίτια και 124 εκκλησίες. Για να κάνουμε συγκρίσεις με το σήμερα, η Αθήνα μετά την απελευθέρωση έφτανε μέχρι τις (σημερινές) οδούς Θρασσύλλου, Αισχίνου, Πιττακού, Λέκκα, Πραξιτέλους, Σαρρή, μέχρι τον ναό των Αγίων Ασωμάτων, το Θησείο και τον Άρειο Πάγο! Καθεδρικές ναός της πόλης, ήταν ο Άγιος Παντελεήμων, που ερειπώθηκε κατά την Επανάσταση (βρισκόταν στη σημερινή οδό Μητροπόλεως και την ομώνυμη πλατεία).


Η επιλογή της Αθήνας ως πρωτεύουσας του νέου ελληνικού κράτους

Εκείνο που δεν γνωρίζουν πολλοί, είναι ότι αν και η πόλη της Αθήνας ήταν, θεωρητικά, ελεύθερη, στην Ακρόπολη υπήρχε οθωμανική φρουρά από 250 μουσουλμάνους διαφόρων εθνικοτήτων, που παρά τις προσπάθειες του Καποδίστρια δεν είχε απομακρυνθεί.

Οι Τούρκοι καθυστερούσαν με διάφορα προσχήματα την παράδοση του Ιερού Βράχου. Τελικά με τον ερχομό του Όθωνα και τη μεσολάβηση των Βαυαρών, συμφωνήθηκε η Ακρόπολη να παραδοθεί σε Βαυαρούς.

Στις 15 Μαρτίου 1833, ένα βαυαρικό τάγμα ξεκινά από το Ναύπλιο και φτάνει έξω από την Αθήνα. Οι Βαυαροί έμειναν ως τις 31 Μαρτίου στη Μονή Δαφνίου. Τότε ξεκίνησαν και μπήκαν στην Αθήνα, στην οποία αντίκρισαν έκπληκτοι, τον Μητροπολίτη Άνθιμο Ζ’ (ο τίτλος του Αρχιεπισκόπου άρχισε να δίνεται από το 1923 και τον έλαβε πρώτος ο Χρυσόστομος Α’) και τους λιγοστούς κατοίκους της πόλης στο ύψος του θησείου να τους υποδέχονται με κλαδιά ελιάς και να τους ραίνουν με άνθη και κλαδιά δάφνης.




Επικεφαλής των Βαυαρών, ήταν ο Ταγματάρχης Πάλιγκαν (ή Πάλιγκεν), ο οποίος περιγράφει ως εξής τη φρουρά της Ακρόπολης: «… τα ενδύματα των αν και ήσαν άθλια και τετριμμένα, οι ίδιοι έφεραν μακρά ισπανικά τυφέκια, επάργυρα πιστόλια και πλατείαι μάχαιραι». Τελευταίος φρούραρχος της Αθήνας, ήταν ο Οσμάν Εφένδης ο οποίος υπέγραψε με τους Βαυαρούς το σχετικό έγγραφο της παράδοσις. Η χαρά των Αθηναίων ήταν ανείπωτη, μόλις οριστικοποιήθηκε η αποχώρηση των Οθωμανών. Οι Βαυαροί την 1η Απριλίου 1833, έστησαν τις σκηνές τους στην Ακρόπολη όπου και διανυκτέρευσαν. Ο Πάλιγκαν, γράφει σχετικά:

«… Εγώ έστησα την σκηνήν μου υπό τας στήλας του Παρθενώνα. Τμήμα κίονος μου εχρησίμευσεν ως προσκεφάλαιον και ψίαθος (ψάθα) ως στρωμνή. Την νύκτα με ανοιχτούς οφθαλμούς εθεώμην έκπληκτος να λαμφάνουν σάρκα όλοι οι πόθοι της νεότητάς μου… Ούτω δια μίαν νύκταν έζησα μέσα εις του κόσμον του αρχαίου ελληνικού βίου και η νυξ εκείνη υπήρξεν η ευτυχυστέρα της ζωής μου». Αναπληρωτής του Πάλιγκαν, ήταν ο τότε Υπολοχαγός Χριστόφορος Νέζερ (1808-1883), ο οποίος υπήρξε ο πρώτος φρούραρχος της Ακρόπολης. Αγάπησε πολύ την Ελλάδα. Παρέμεινε στη χώρα μας, έκανε δύο γάμους και απέκτησε 26 παιδιά. Απόγονοί του, μεταξύ άλλων, ήταν και οι σπουδαίοι ηθοποιοί Μαρίκα και Χριστόφορους Νέζερ. Η 31 Μαρτίου, εορτάστηκε για τελευταία (;) φορά το 1933 ως ημέρα απελευθέρωσης της Αθήνας από τους Τούρκους.

Αν ο εορτασμός, επαναληφθεί σε λίγους μήνες, με την ευκαιρία της συμπλήρωσης 200 χρόνων από την έναρξη της Επανάστασης του 1821, θα θεωρηθεί εθνικιστικό ή πρόσκληση-προσβολή προς την Τουρκία;

Ως την πλήρη απελευθέρωση της Αθήνας, υπήρχαν διάφορες σκέψεις και συζητήσεις για το ποια θα είναι η πρωτεύουσα του νέου ελληνικού κράτους. Οι πόλεις που προτάθηκαν, ήταν: Κόρινθος, Ναύπλιο, Άργος, Σύρος, Τρίπολη και Μέγαρα. Μετά το 1833 όμως, η πλάστιγγα έγειρε υπέρ της Αθήνας λόγω της αρχαίας αίγλης της πόλης και τα οφέλη θα μπορούσε να καρπωθεί η Ελλάδα με την αναγέννηση της Αθήνας ως πρωτεύουσάς του. Με διάταγμα που υπέγραψε ο Όθωνας, φανερά επηρεασμός και από τον αρχαιολάτρη πατέρα του, Βασιλιά της Βαυαρίας Λουδοβίκο, η Αθήνα έγινε επίσημα από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834 πρωτεύουσα της Ελλάδας. Ο πληθυσμός της τότε δεν ξεπερνούσε τις 10.000.

(Συνεχίζεται)

Πηγή: Κωστάς Η. Μπίρης, "Αι Αθήναι από του 19ου εις τον 20ον Αιώνα", εκδοτικός οίκος Μέλισσα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αρχειοθήκη ιστολογίου