Παρασκευή 18 Ιανουαρίου 2019

«Κάτσε κάτω!»: Γιατί οι βουλευτές θυμώνουν όταν ακούν αυτή τη φράση;

 «Κάτσε κάτω!». Γιατί οι βουλευτές θυμώνουν όταν ακούν αυτή τη φράση;
 «Κατά τας τελευταίας θορυβώδεις συνεδριάσεις της Βουλής, το ιστορικό «κάτσε κάτω» επήρε κ’ έδωκε πάλιν.

-Κάτσε κάτω!

Και το επεισόδιον δημιουργείται.
-Αλλά, τέλος πάντων, κύριοι, τι είνε αυτό το «κάτσε κάτω»; ερωτούσεν ένας χριστιανός άμοιρος των μυστηρίων της κοινοβουλευτικής διαλεκτικής. Φιλοφρόνησις ή ύβρις; Μπορείτε να μου εξηγήσετε παρακαλώ;

Πώς να εξηγήση κανείς τα ανεξήγητα; Το να προσκαλή κανείς έναν άλλον να καθήση είνε η μεγαλειτέρα περιποίησις, που μπορεί να προσφέρη κανείς στον όμοιόν του. Και την προσφέρουν όλοι οι ευγενείς και περιποιητικοί άνθρωποι. Ποίος εσκέφθη ποτέ να οργισθή κατά του κυρίου, ο οποίος τον υποδέχεται στο σπίτι του ή το κατάστημά του με την ωραίαν αυτήν προσφοράν:

-Καθήστε, κύριε.
Η απάντησις είνε τυπική:

-Σας ευχαριστώ πολύ. Είσθε πολύ ευγενής.
Εις την Βουλήν όμως συμβαίνουν ανάποδα πράγματα. Αρκεί να προσκαλέση ένας βουλευτής τον συνάδελφόν του να καθήση, για να δημιουργηθή αμέσως επεισόδιον. Γιατί άραγε; Ιδού ένα πράγμα, που δεν ημπόρεσα ποτέ να το καταλάβω. Αν είχα όμως την τιμήν να είμαι, και ένας συνάδελφός μου με προσκαλούσε να καθήσω, την στιγμήν, που θα είχα σηκωθή από την θέσιν μου, για να του απευθύνω τον λόγον, θα έσπευδα να επωφεληθώ αμέσως της φιλόφρονος προσφοράς, θα τον ευχαριστούσα ειλικρινέστατα, θα ξαπλωνόμουν στο κάθισμά μου και θα έλεγα ό, τι είχα να πω ακόμη, καθήμενος.

Γιατί τώρα οι κοινοβουλευτικοί άνδρες θεωρούν ως θανάσιμον προσβολήν μίαν τόσον αναπαυτικήν προσφοράν είναι και αυτό ένα από τα μυστήρια του κοινοβουλευτικού πρωτοκόλλου...
...Το πιθανώτερον είνε, ότι η παρεξήγησις της φιλοφρονήσεως από τους κυρίους βουλευτάς έχει την αρχήν της εις τας σχολικάς των αναμνήσεις. Όταν ήσαν μικροί μαθηταί και εσηκώνοντο να πουν μάθημα, χωρίς να έχουν πιάσει βιβλίον στα χέρια τους, ο δάσκαλός τους τούς έλεγε:
-Κάτσε κάτω! Είσαι αμελέτητος!
Τώρα, που ξανακούν την ίδιαν φράσιν δικαίως θυμώνουν. Φοβούνται μήπως περάσουν, και πάλιν, ως αμελέτητοι».
(«ΕΣΤΙΑ», 1934, Παύλος Νιρβάνας)




Θωμάς Σιταράς (Αθηναιογράφος)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αρχειοθήκη ιστολογίου