Έχετε σκοντάψει σε καμμιά πολυτελή πολυθρόνα των «αριστοκρατικών» κέντρων του Ζώναρς ή του Γιαννάκη; Ή μάλλον έχετε απολαύσει τις λορνιέττες ή τα φάς-ά-μαίν της
φτιασιδωμένης κυρίας ή «δεσποινίδος» -έστω και εξ αριστεράς χειρός- του «καλού» λεγομένου κόσμου; Αν όχι εχάσατε
Οπωσδήποτε με ανάλογο ύφος και με κάποιο ευπρεπισμένο κοστούμι, μπορείτε να εξασφαλίσετε εισιτήριο για του Ζώναρς. Θα πάρετε το παγωτό σας ή την βυσινάδα σας με το καλαμάκι και θα χαζέψετε καλά στην προθήκη του εξευγενισμένου αριστοκρατικού «θηριοτροφείου».
Δεν πρόκειται περί σχήματος λόγου. Εκεί θα δήτε όλα τα νούμερα της νεοελληνικής ματαιοδοξίας. Σοφατισμένες γυναικείες φάτσες, εκλεκτής πάντοτε ποιότητος, μαϊμουδίστικες μορφές, άλλες κουκλίστικες σαν αυτές που βλέπετε στις βιτρίνες των εμπορικών, μονόκλ, στίλβοντα χρυσόν, θαμπώνοντα αδάμαντα και ηλεκτρίζουσαν γυναικεία σάρκαν.
Όλα τα αγαθά του επιγείου παραδείσου της επιδεικνυομένης πλουτοκρατίας ή πειό καλά των μπουρζουά ζαντιγιόμ. Και κριτική «αφ’ υψηλού» για όλα τα φαινόμενα της ελληνικής ζωής. Και μάλιστα από τυρβάζοντα θήλεα, που ωστόσο δεν θηλάζουν. Ως γνωστόν η μητρότης αποτελεί έγκλημα για την αριστοκρατία. Και ξέρετε γιατί; Σκοτώνει, λέγουν, τη γυναίκα. Σβύνει την ωμορφιά. Μαραίνει τα νειάτα. Ρουφάει τη δροσιά.
Έτσι θα είνε…
Τον λόγον έχουν τα φάς-ά-μαίν και οι λορνιέττες:
-Τι απέγινε λοιπόν με τον κ. Ντιντή;
-Ά, μόνσεγί, μη μου ενθυμίζης αυτόν τον κύγιο γιατί συγχίζομαι…
-Δηλαδή;
-Τγιάνταχιλάδεςπεγικαλώ μας ζητάει για μισθούς της υπηγέτγιας. Το παληοκόγιτσο το είχαμε δέκα χρόνια στο σπίτι, φαϊ, ντύσιμο, πεγίπατο, όλα τα καλά της τέλος πάντων και στο φινάλε ζητάει και μισθούς με το δικηγόρο της. Ά, μα είνετρομεγό, ήθελε και εγωμένο.
Και τσιγαράκι όσο θές. Καμμιά φορά και πούρο Αβάνας. Μυρωδάτο και γευστικώτατο. Το θήλεο βλέπετε της αριστοκρατικής Αθήνας πηθικίζει. Μιμείται τον άντρα σ’ όλα. Το τσιγάρο όταν πιπιλίζεται από τροφαντά χείλη δεσποινίδος ή μεγαλοκυρίας σημαίνει αριστοκρατία ή τίτλους ευγενείας με την οκά. Άςείνε…
Ώστε ασθενεί σοβαρά;
-Άχ ναι! Η καϋμένη η Σουζάννα. Την πήγα χθες στον κτηνίατρο και διάταξε κάτι σπεσιαλιτέ που πρέπει να τα φέρωμε από την Ευρώπη. Θα στοιχίσουν τρείς χιλιάδες αλλά χαλάλι.
-Αξίζει η δαπάνη για τη Σουζάννα. Τέτοια γάτα δεν βρίσκεις ούτε στην Άγκυρα!
-Ψέματα;
Κι’ ακόμη:
-Γκαρσόν. Γκαρσόν, έλα γρήγορα.
-…
-Μα τι χάλια ειν’ αυτά; Διώξε αυτό το ζητιάνο σε παρακαλώ που μας ενοχλεί και δεν μας αφήνει να πιούμε τη λεμονάδα με την ησυχία μας…
… Σύγχρονες εκθέσεις σνομπισμού, έρωτος, πλούτου, αριστοκρατίας και αρχοντοχωριατισμούστου Ζώναρς, στου Γιαννάκη, στου Ντορέ, στην Αίγλη, στην Όασι».
(«Πατρίς», 1936, Ι. Αναπλιώτης)
Θωμάς Σιταράς (Αθηναιογράφος)
φτιασιδωμένης κυρίας ή «δεσποινίδος» -έστω και εξ αριστεράς χειρός- του «καλού» λεγομένου κόσμου; Αν όχι εχάσατε
Οπωσδήποτε με ανάλογο ύφος και με κάποιο ευπρεπισμένο κοστούμι, μπορείτε να εξασφαλίσετε εισιτήριο για του Ζώναρς. Θα πάρετε το παγωτό σας ή την βυσινάδα σας με το καλαμάκι και θα χαζέψετε καλά στην προθήκη του εξευγενισμένου αριστοκρατικού «θηριοτροφείου».
Δεν πρόκειται περί σχήματος λόγου. Εκεί θα δήτε όλα τα νούμερα της νεοελληνικής ματαιοδοξίας. Σοφατισμένες γυναικείες φάτσες, εκλεκτής πάντοτε ποιότητος, μαϊμουδίστικες μορφές, άλλες κουκλίστικες σαν αυτές που βλέπετε στις βιτρίνες των εμπορικών, μονόκλ, στίλβοντα χρυσόν, θαμπώνοντα αδάμαντα και ηλεκτρίζουσαν γυναικεία σάρκαν.
Όλα τα αγαθά του επιγείου παραδείσου της επιδεικνυομένης πλουτοκρατίας ή πειό καλά των μπουρζουά ζαντιγιόμ. Και κριτική «αφ’ υψηλού» για όλα τα φαινόμενα της ελληνικής ζωής. Και μάλιστα από τυρβάζοντα θήλεα, που ωστόσο δεν θηλάζουν. Ως γνωστόν η μητρότης αποτελεί έγκλημα για την αριστοκρατία. Και ξέρετε γιατί; Σκοτώνει, λέγουν, τη γυναίκα. Σβύνει την ωμορφιά. Μαραίνει τα νειάτα. Ρουφάει τη δροσιά.
Έτσι θα είνε…
Τον λόγον έχουν τα φάς-ά-μαίν και οι λορνιέττες:
-Τι απέγινε λοιπόν με τον κ. Ντιντή;
-Ά, μόνσεγί, μη μου ενθυμίζης αυτόν τον κύγιο γιατί συγχίζομαι…
-Δηλαδή;
-Τγιάνταχιλάδεςπεγικαλώ μας ζητάει για μισθούς της υπηγέτγιας. Το παληοκόγιτσο το είχαμε δέκα χρόνια στο σπίτι, φαϊ, ντύσιμο, πεγίπατο, όλα τα καλά της τέλος πάντων και στο φινάλε ζητάει και μισθούς με το δικηγόρο της. Ά, μα είνετρομεγό, ήθελε και εγωμένο.
Και τσιγαράκι όσο θές. Καμμιά φορά και πούρο Αβάνας. Μυρωδάτο και γευστικώτατο. Το θήλεο βλέπετε της αριστοκρατικής Αθήνας πηθικίζει. Μιμείται τον άντρα σ’ όλα. Το τσιγάρο όταν πιπιλίζεται από τροφαντά χείλη δεσποινίδος ή μεγαλοκυρίας σημαίνει αριστοκρατία ή τίτλους ευγενείας με την οκά. Άςείνε…
Ώστε ασθενεί σοβαρά;
-Άχ ναι! Η καϋμένη η Σουζάννα. Την πήγα χθες στον κτηνίατρο και διάταξε κάτι σπεσιαλιτέ που πρέπει να τα φέρωμε από την Ευρώπη. Θα στοιχίσουν τρείς χιλιάδες αλλά χαλάλι.
-Αξίζει η δαπάνη για τη Σουζάννα. Τέτοια γάτα δεν βρίσκεις ούτε στην Άγκυρα!
-Ψέματα;
Κι’ ακόμη:
-Γκαρσόν. Γκαρσόν, έλα γρήγορα.
-…
-Μα τι χάλια ειν’ αυτά; Διώξε αυτό το ζητιάνο σε παρακαλώ που μας ενοχλεί και δεν μας αφήνει να πιούμε τη λεμονάδα με την ησυχία μας…
… Σύγχρονες εκθέσεις σνομπισμού, έρωτος, πλούτου, αριστοκρατίας και αρχοντοχωριατισμούστου Ζώναρς, στου Γιαννάκη, στου Ντορέ, στην Αίγλη, στην Όασι».
(«Πατρίς», 1936, Ι. Αναπλιώτης)
Θωμάς Σιταράς (Αθηναιογράφος)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου