Τα νεανικά χρόνια του Πύρρου – Η άνοδός του στο θρόνο της Ηπείρου – Τα όρια του βασιλείου του στην Ελλάδα – Η εκστρατεία στην Ιταλία
Ένας από τους σημαντικότερους στρατηλάτες της παγκόσμιας ιστορίας, κορυφαίος στρατηγικός νους, ήταν αναμφίβολα ο βασιλιάς των Μολοσσών της Ηπείρου, Πύρρος.
Οι Μολοσσοί ήταν ελληνικό φύλο που κατοικούσε στην Ήπειρο. Ο Πύρρος ήταν γιος του Αιακίδη και της Φθίας. Η γιαγιά του, Τρωάδα, ήταν συγγενής της μητέρας του Μεγάλου Αλεξάνδρου, Ολυμπιάδας. Γεννήθηκε το 318 π.Χ. Όταν ο πατέρας του, Αιακίδης, που ήταν βασιλιάς, εκθρονίστηκε, ο Πύρρος ήταν πολύ μικρός (2 ετών σύμφωνα με μία εκδοχή).
Φίλοι του Αιακίδη τον φυγάδευσαν στην Αυλή του βασιλιά των Ταυλαντίνων στην Ιλλυρία, Γλαυκία, όπου και μεγάλωσε. Με τη βοήθεια του Γλαυκία αποκαταστάθηκε στον θρόνο το 307/306 π.Χ., ωστόσο το 302 π.Χ. διώχθηκε ξανά από το θρόνο και κατέφυγε στον Δημήτριο τον Πολιορκητή, ο οποίος είχε παντρευτεί την αδελφή του, Δηιδάμεια.
Πήρε μέρος στη μάχη της Ιψού το 301 π.Χ. (τη λεγόμενη «μάχη των διαδόχων» του Μεγάλου Αλεξάνδρου), στο πλευρό του γαμπρού του και στάλθηκε στην Αυλή του Πτολεμαίου Α’ Σωτήρος στην Αλεξάνδρεια, ως όμηρος.
Σύντομα όμως έγινε φίλος με τον Πτολεμαίο, ο οποίος του έδωσε για σύζυγο την κόρη του, Αντιγόνη, και τον βοήθησε να επανέλθει στον θρόνο του το 297 π.Χ. Ο Πύρρος έγινε αρχικά συμβασιλέας του ξαδέλφου του, Νεοπτόλεμου Β’, τον οποίο ένα τμήμα του στρατού του Αιακίδη είχε ανεβάσει στον θρόνο. Λίγο αργότερα, ο Πύρρος σκότωσε το Νεοπτόλεμο και έμεινε μόνος του βασιλιάς.
Το 288 π.Χ. συνασπίστηκε με τον Λυσίμαχο εναντίον του Δημητρίου του Πολιορκητή και εισέβαλαν στη Μακεδονία. Μετά τη νίκη τους, μοίρασαν το μακεδονικό κράτος. Ο Πύρρος πήρε τη Θεσσαλία και το δυτικό τμήμα του κράτους του Δημητρίου και ανακηρύχθηκε βασιλιάς των Μολοσσών και των Μακεδόνων.
Στη συνέχεια, προσπάθησε να επεκτείνει το κράτος του και προς το νότο. Για τον σκοπό αυτό, συμμάχησε με τον Αντίγονο Γονατά. Αυτό, όμως, είχε σαν αποτέλεσμα να συγκρουστεί με τον αντίπαλο του Αντίγονου και πρώην σύμμαχό του, Λυσίμαχο, ο οποίος το 284 π.Χ. έχοντας με το μέρος του τον μακεδονικό στρατό, πήρε πίσω τα μακεδονικά και θεσσαλικά εδάφη.
Ωστόσο, το βασίλειο του Πύρρου εκτεινόταν από την Επίδαμνο (κοντά στο σημερινό Δυρράχιο) ως τον Κορινθιακό Κόλπο.
Ο φιλόδοξος Πύρρος ήθελε να επεκτείνει το κράτος του προς τα δυτικά, όπως ο ξάδελφός του, Μέγας Αλέξανδρος, είχε επεκτείνει το δικό του προς τα ανατολικά. Έτσι, δέχτηκε τις προτάσεις των Ταραντίνων πρέσβεων που είχαν πάει στην Ήπειρο, για να ζητήσουν τη σύμπραξη του Πύρρου στον αγώνα τους εναντίον της Ρώμης (281 π.Χ.). Το δικαίωμα, άλλωστε, για επέμβαση στη Σικελία, το απόκτησε μετά το γάμο του με τη Λάνασσα.
Οι ευνοϊκοί χρησμοί από τα μαντεία της Δωδώνης και των Δελφών, καθώς και η ενίσχυση που έλαβε από τον Πτολεμαίο Κεραυνό, τον Αντίγονο Γονατά και τον Αντίοχο, τον ενθάρρυναν και τον έκαναν να επισπεύσει τις προετοιμασίες για την εκστρατεία του στην Ιταλία. Βέβαια, η βοήθεια από τους βασιλείς που αναφέραμε παραπάνω, ήταν υστερόβουλη, καθώς ήθελαν να απομακρύνουν τον Πύρρο από τον ελλαδικό χώρο...
Ο Πύρρος, το επόμενο εξάμηνο, ετοιμάστηκε για την εκστρατεία του στην Ιταλία. Λέγεται, μάλιστα, ότι αρχικά σκέφτηκε να ζεύξει με γέφυρα τον Πορθμό του Υδρούντα (αρχαίο όνομα του Οτράντο). Ωστόσο, κάτι τέτοιο κρίθηκε μάλλον εξωπραγματικό και ασύμφορο, καθώς η Κέρκυρα και η Απολλωνία, που βρίσκονταν στην κατοχή του, απείχαν μόλις μία μέρα με το πλοίο από την Ιταλία. Έχοντας υπογράψει συμφωνίες με τους γείτονες βασιλιάδες, οι οποίες τον κατοχύρωναν από κάθε επίθεση, άφησε στην Ήπειρο αντιβασιλέα τον μεγαλύτερο γιο του, τον δεκαπεντάχρονο Πτολεμαίο. Τους δύο μικρότερους γιους του, Αλέξανδρο και Έλενο, τους πήρε μαζί του.
Στα τέλη της άνοιξης του 280 π.Χ., ο Πύρρος με 20.000 άνδρες που αποτελούσαν το βαρύ πεζικό, 3.000 ιππείς, 2.000 τοξότες, 500 σφενδονήτες και 20 ελέφαντες, επιβιβάστηκαν στα διάφορα πλοία : «ιππαγωγών και καταφρακτών και πορθμείων παντοδαπών» (πλοία ιππαγωγικά, πλοία φρακτικά και πλοία για ζεύξη ακτών) και, παρά την αιφνίδια καταιγίδα που αντιμετώπισαν, έφτασαν στις ακτές της Ιταλίας. Εκείνη την εποχή το ρωμαϊκό ναυτικό είχε μόνο 20 πλοία και ήταν αδύνατο να εμποδίσει την απόβαση.
Όταν έφτασε στον Τάραντα ο Πύρρος, έγινε δεκτός με ενθουσιασμό. Τον υποδέχτηκε ο Κινέας, Θεσσαλός πολιτικός και ρήτορας, σύμβουλός του, τον οποίο ο Ηπειρώτης βασιλιάς είχε στείλει μαζί με ένα μικρό στρατιωτικό απόσπασμα νωρίτερα στον Τάραντα. Οι Ταραντίνοι έκοψαν νομίσματα προς τιμήν του Πύρρου, σύντομα όμως άρχισαν οι προστριβές μαζί του, καθώς δεν ήταν διατεθειμένοι να δεχτούν τις απαραίτητες για τον πόλεμο θυσίες και να παύσουν να εορτάζουν «περισσότερες εορτές από όσες έχει ημέρες το έτος» ! Για τη συμπεριφορά των Ταραντίνων, γράφει χαρακτηριστικά ο Πολύβιος :
«Οι Ταραντίνοι δια το της ευδαιμονίας υπερήφανον επεκαλέσαντο Πύρρον τον Ηπειρώτην • πάσα γαρ ελευθερία μετ’ εξουσίας πολυχρονίου φύσιν έχει κόρον λαμβάνειν των υποκειμένων, κάπειτα ζητεί δεσπότην • τυχούσα γε μην τούτου πάλιν μισεί διά το μεγάλην φαίνεσθαι την προς το χείρον μεταβολήν • ό και τότε συνέβαινε Ταραντίνοις» (Οι Ταραντίνοι, εξαιτίας της έπαρσής τους λόγω της ευπορίας τους, κάλεσαν τον Πύρρο τον Ηπειρώτη. Γιατί κάθε ελευθερία μαζί με μακρόχρονη δύναμη, είναι φυσικό να προκαλεί κορεσμό σε αυτούς που την υφίστανται και έπειτα ζητάει βασιλιά. Όταν όμως γίνει και αυτό, πάλι τον μισεί εξαιτίας της μεγάλης μεταβολής προς το χειρότερο. Αυτό και τότε συνέβαινε στους Ταραντίνους).
Οι Ταραντίνοι ήταν υποχρεωμένοι να πληρώνουν τα έξοδα του εκστρατευτικού σώματος κόβοντας νομίσματα και πληρώνοντας βαριά φορολογία. Ο Πύρρος, όμως, σε καμία περίπτωση δεν σκόπευε να γίνει απλός μισθοφόρος τους. Έτσι, εξόπλισε τους νεαρούς Ταραντίνους με μακεδονικό οπλισμό και τους κατένειμε ανάμεσα στους δικούς του στρατιώτες, για να αποφύγει τον κίνδυνο εξέγερσης. Παράλληλα, απαγόρευσε «πότους...και κώμους και θαλίας ακαίρους» (οινοποσίες...και διασκεδάσεις σε συμπόσια και γλέντια που γίνονταν σε ακατάλληλες χρονικές στιγμές), ενώ έβαλε στρατιώτες του να φυλάνε τις εισόδους της πόλης, γιατί κάποιοι είχαν αρχίσει να εγκαταλείπουν τον Τάραντα.
Οι Ρωμαίοι, που έμαθαν από τους Ταραντίνους φυγάδες, ανάμεσα στους οποίους ήταν και ο Αρίσταρχος, ένας από τους αρχηγούς της αριστοκρατικής παράταξης, τις προετοιμασίες του Πύρρου και τον συνασπισμό υπό την αρχηγία του των Ιταλών, των Βρεττίων, των Λευκανών, των Σαυνιτών και των Μεσσαπίων, άρχισαν να συγκεντρώνουν χρήματα και πολεμιστές.
Την αρχηγία των δυνάμεων που θα αντιμετώπιζαν τον Πύρρο, ανέλαβε ο ύπατος Πόπλιος Βαλέριος, ο λεγόμενος Λαιβίνος. Τέσσερεις λεγεώνες 9.000 – 10.000 ανδρών η καθεμία, τέθηκαν στις διαταγές του. Ο Πόπλιος Βαλέριος, για να αποφύγει τη μάχη στα ρωμαϊκά εδάφη, προχώρησε στη Λευκανία σκοπεύοντας :
i) να αποκόψει τους Ταραντίνους από τους Λευκανούς, τους Σαυνίτες και τους Βρεττίους συμμάχους τους.
ii) να αποτρέψει την αποστασία των Ρηγίνων, των Λοκρών και των Κροτωνιατών και
iii) να υποχρεώσει τον Πύρρο να πολεμήσει πριν προλάβουν να τον ενισχύσουν οι σύμμαχοί του.
Στη συνέχεια, ο Πόπλιος Βαλέριος, αφού εξασφάλισε τα νώτα του, προχώρησε κατά μήκος της δεξιάς όχθης του ποταμού Σίρι (σημ. Sinni, Σίνι), απειλώντας την πόλη Ηράκλεια.
Μόλις ο Πύρρος πληροφορήθηκε ότι ο Πόπλιος Βαλέριος κινείται εναντίον του, καταστρέφοντας και λεηλατώντας την ύπαιθρο, «δεινόν...ποιούμενος ανασχέσθαι και περιειδείν τους πολεμίους εγγυτέρω προϊόντος» (επειδή θεώρησε φοβερό να ανεχτεί τους εχθρούς να πλησιάζουν), αποφάσισε να τον αντιμετωπίσει μόνο με τους Ηπειρώτες και τους Ταραντίνους. Έτσι, στρατοπέδευσε στην αριστερή όχθη του Σίρι μεταξύ Πανδοσία και Ηράκλειας. Κάποιες πηγές αναφέρουν ότι έγινε μια προσπάθεια συμβιβασμού με τον Πόπλιο Βαλέριο, όμως αυτό δεν φαίνεται ιδιαίτερα πιθανό.
Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΗΡΑΚΛΕΙΑΣ (Ιούλιος του 280 π.Χ.)
Αν και δεν υπάρχουν ακριβείς πληροφορίες για τις δυνάμεις των δύο αντιπάλων, φαίνεται ότι οι Έλληνες διέθεταν γύρω στους 30.000 άνδρες (3.000 από τους οποίους ήταν ιππείς) και 20 ελέφαντες, ενώ οι Ρωμαίοι 35.000 – 40.000 άνδρες, από τους οποίους 4.000 ιππείς και 8.000 ψιλούς (γροσφομάχους), κατανεμημένους εξίσου στις 4 λεγεώνες.
Πριν τη μάχη, ο Πύρρος κατόπτευσε το ρωμαϊκό στρατόπεδο και εντυπωσιάστηκε. Έτσι, όπως γράφει ο Πλούταρχος, είπε στον στρατηγό του Μεγακλή : «...αυτή η τάξη των βαρβάρων δεν είναι βαρβαρική, να δούμε όμως τα έργα τους». Βλέποντας την αριθμητική υπεροχή των Ρωμαίων, προτίμησε να κρατήσει αμυντική στάση αναμένοντας ενισχύσεις. Αντίθετα, ο Πόπλιος Βαλέριος βιαζόταν να αναμετρηθεί μαζί του.
Ο Πύρρος επέλεξε μια μικρή παραλιακή πεδιάδα για να δώσει τη μάχη. Εκεί, μπορούσε να αναπτύξει τη φάλαγγά του και να κινήσει το ιππικό και τους ελέφαντές του. Κρατώντας τον κύριο όγκο του στρατεύματός του σε κάποια απόσταση από τον Σίρι, παρέταξε στις όχθες του μόνο μια μικρή προφυλακή. Σκόπευε να παρενοχλήσει και να καταπονήσει τους Ρωμαίους και όχι να τους εμποδίσει να περάσουν τον Σίρι.
Ο Πόπλιος Βαλέριος, αφού απέτυχε την πρώτη φορά να διασχίσει τον Σίρι, διέταξε το ιππικό του να προχωρήσει κατά μήκος του ποταμού και περνώντας από μια διάβαση (πόρο) να πλήξει από τα νώτα την εμπροσθοφυλακή του Πύρρου. Το σχέδιο πέτυχε και, ενώ οι Έλληνες, για να αποφύγουν την περικύκλωση, υποχωρούσαν προς τον κύριο όγκο του στρατεύματός τους, το ρωμαϊκό πεζικό άρχισε να διασχίζει ανενόχλητο τον Σίρι.
Έτσι, οι δύο παρατάξεις ήλθαν σε μετωπική σύγκρουση.
Ο Ρωμαίος ύπατος είχε παρατάξει στο κέντρο της παράταξης τους βαριά οπλισμένους λεγεωνάριους (δεξιά τους Ρωμαίους πολίτες και αριστερά τους συμμάχους Ιταλούς), πλαισιωμένους από ελαφρά οπλισμένους άνδρες. Στα δύο άκρα είχε τοποθετήσει δεξιά τους Ρωμαίους ιππείς και αριστερά τους πολυπληθέστερους Ιταλούς συμμάχους. Ο Πύρρος, στο αριστερό τμήμα της παράταξής του, παρέταξε τους Κρήτες τοξότες, ενώ στο δεξιό τμήμα ολόκληρο το δικό του ιππικό. Στο κέντρο βρισκόταν η μακεδονικού τύπου φάλαγγα, πλαισιωμένη από ελαφρά οπλισμένους πεζούς. Ως εφεδρεία, κράτησε τους 20 ελέφαντες.
Η μάχη ξεκίνησε με την επίθεση των 1.000 βαριά οπλισμένων Θεσσαλών ιππέων του Πύρρου, επικεφαλής των οποίων ήταν ο ίδιος, εναντίον των 5.000 περίπου Ιταλών.Στη μάχη μπήκαν και οι υπόλοιποι 2.000 Έλληνες ιππείς, προκαλώντας πανικό στους Ρωμαίους. Σε κάποια στιγμή της μάχης, ένας Ιταλός απείλησε τον Πύρρο, που σώθηκε χάρη στην έγκαιρη επέμβαση του σωματοφύλακά του, Λεοννάτου. Έπειτα από αυτό, για να μη γίνεται ο ίδιος στόχος, ο Πύρρος έβγαλε την πανοπλία του, την οποία φόρεσε ο στρατηγός Μεγακλής, ο οποίος σκοτώθηκε στη μάχη. Μετά το γεγονός αυτό, προκλήθηκε κάποια σύγχυση μεταξύ των Ελλήνων. Τότε ο Πύρρος αποφάσισε να πολεμήσει χωρίς πανοπλία, για να τονώσει το ηθικό των πολεμιστών του.
Οι φαλαγγίτες του Πύρρου, με τις μακριές σάρισές τους (6 μέτρα λέγεται ότι ήταν το μήκος τους) έφεραν σε δύσκολη θέση τους λεγεωνάριους, που άρχισαν να υποχωρούν. Ο Πόπλιος Βαλέριος, όμως, κατάφερε να τους συγκρατήσει και να τους οδηγήσει σε ορμητική αντεπίθεση, η οποία σύμφωνα με τον Πλούταρχο επαναλήφθηκε 7 φορές!
Μόλις ο Πύρρος είδε και την τελευταία εχθρική αντεπίθεση να αποκρούεται, διέταξε την επέλαση των ελεφάντων. Οι Ρωμαίοι, που για πρώτη φορά έβλεπαν ελέφαντες, ταράχτηκαν και σκόρπισαν, ενώ τα άλογα άρχισαν να αφηνιάζουν και έτσι οι ιππείς υποχώρησαν πανικόβλητοι. Η επέλαση του θεσσαλικού ιππικού που διέταξε ο Πύρρος εναντίον του πεζικού των αντιπάλων, προκάλεσε πανωλεθρία στους Ρωμαίους.
Όπως γράφει ο Ιερώνυμος, οι Ρωμαίοι άφησαν στο πεδίο της μάχης 7.000 νεκρούς και ο Πύρρος συνέλαβε περίπου 2.000 αιχμάλωτους και κυρίευσε το στρατόπεδο που οι Ρωμαίοι εγκατέλειψαν κατά την άτακτη φυγή τους προς την Ουενουσία. Ο Πύρρος έχασε περίπου 4.000 άνδρες, κάτι που είχε μακροπρόθεσμες συνέπειες, καθώς ήταν σχεδόν αδύνατο να αντικαταστήσει τους εμπειροπόλεμους Ηπειρώτες και Μακεδόνες αξιωματικούς και στρατιώτες του, που σκοτώθηκαν στη μάχη.
Σε ένα δείγμα μεγαλοψυχίας, ο Ηπειρώτης βασιλιάς φρόντισε να ταφούν οι νεκροί Ρωμαίοι και συμπεριφέρθηκε με φιλανθρωπία προς τους αιχμαλώτους, που θεωρούσε ότι αποτελούσαν πολύτιμο κεφάλαιο σε ενδεχόμενες διαπραγματεύσεις.
ΤΑ ΕΠΙΝΙΚΙΑ – ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΗΣ ΝΙΚΗΣ ΤΟΥ ΠΥΡΡΟΥ
Ο Πύρρος «ηδόμενος και μέγα φρονών ότι μόνοις τοις μετ’ αυτού και Ταραντίνοις εκράτησε της μεγάλης των Ρωμαίων δυνάμεως» («ευχαριστημένος και υπερήφανος επειδή μόνο με τους δικούς του άνδρες και τους Ταραντίνους επικράτησε στη μεγάλη δύναμη των Ρωμαίων»), πρόσφερε πλούσια αναθήματα στη Δωδώνη, μεταξύ των οποίων ένα αφιέρωμα στον Δία (της Δωδώνης), η αναθηματική επιγραφή του οποίου σώζεται σήμερα στο Μουσείο του Βερολίνου. Οι σύμμαχοί του Ιταλιώτες, γιόρτασαν τη νίκη με την κοπή αναμνηστικών νομισμάτων και την αφιέρωση πελώριου αγάλματος της Νίκης, που φιλοτέχνησε ο μαθητής του Λυσίππου, Ευτυχίδης ο Σικυώνιος.
Η νίκη του Πύρρου διαδόθηκε γρήγορα και πολλές ελληνικές και ιταλικές πόλεις (Κρότων, Επιζεφύριοι, Λοκροί κ.ά.), ακόμα κι αν είχαν ρωμαϊκή φρουρά, τάχθηκαν με τον Πύρρο, ο οποίος βρέθηκε να κυριαρχεί σε όλη τη νότια Ιταλία.
Ο Ηπειρώτης βασιλιάς προσπάθησε να πείσει τους Ρωμαίους να συνθηκολογήσουν, χωρίς όμως να το καταφέρει. Μετά την αρνητική αυτή εξέλιξη, ο φιλόσοφος και πολιτκός Κινέας, που ακολουθούσε τον Πύρρο, του είπε τα εξής προφητικά λόγια : «Πολεμούμε μια Λερναία Ύδρα...».
Ο πόλεμος συνεχίστηκε, χωρίς οι Έλληνες να καταφέρουν να καταλάβουν την Καπύη ή τη Νεάπολη. Έφτασαν σε απόσταση 6 χιλιομέτρων από τη Ρώμη, την οποία προστάτευαν ισχυρές δυνάμεις, και επέστρεψαν στον Τάραντα.
Οι Ρωμαίοι ανασυντάχθηκαν και τον επόμενο χρόνο (279 π.Χ.) προσπάθησαν να πάρουν εκδίκηση για την ήττα τους, στη μάχη του Άσκλου. Ο Πύρρος όμως είχε διαφορετική άποψη...
ΥΓ. Ευχαριστώ θερμά τη φίλη μου, εξαιρετική φιλόλογο Ήβη Μούσουρα, για την πολύτιμη βοήθειά της στις μεταφράσεις των αποσπασμάτων των αρχαίων κειμένων.
Μιχάλης Στούκας
Ένας από τους σημαντικότερους στρατηλάτες της παγκόσμιας ιστορίας, κορυφαίος στρατηγικός νους, ήταν αναμφίβολα ο βασιλιάς των Μολοσσών της Ηπείρου, Πύρρος.
Οι Μολοσσοί ήταν ελληνικό φύλο που κατοικούσε στην Ήπειρο. Ο Πύρρος ήταν γιος του Αιακίδη και της Φθίας. Η γιαγιά του, Τρωάδα, ήταν συγγενής της μητέρας του Μεγάλου Αλεξάνδρου, Ολυμπιάδας. Γεννήθηκε το 318 π.Χ. Όταν ο πατέρας του, Αιακίδης, που ήταν βασιλιάς, εκθρονίστηκε, ο Πύρρος ήταν πολύ μικρός (2 ετών σύμφωνα με μία εκδοχή).
Φίλοι του Αιακίδη τον φυγάδευσαν στην Αυλή του βασιλιά των Ταυλαντίνων στην Ιλλυρία, Γλαυκία, όπου και μεγάλωσε. Με τη βοήθεια του Γλαυκία αποκαταστάθηκε στον θρόνο το 307/306 π.Χ., ωστόσο το 302 π.Χ. διώχθηκε ξανά από το θρόνο και κατέφυγε στον Δημήτριο τον Πολιορκητή, ο οποίος είχε παντρευτεί την αδελφή του, Δηιδάμεια.
Πήρε μέρος στη μάχη της Ιψού το 301 π.Χ. (τη λεγόμενη «μάχη των διαδόχων» του Μεγάλου Αλεξάνδρου), στο πλευρό του γαμπρού του και στάλθηκε στην Αυλή του Πτολεμαίου Α’ Σωτήρος στην Αλεξάνδρεια, ως όμηρος.
Σύντομα όμως έγινε φίλος με τον Πτολεμαίο, ο οποίος του έδωσε για σύζυγο την κόρη του, Αντιγόνη, και τον βοήθησε να επανέλθει στον θρόνο του το 297 π.Χ. Ο Πύρρος έγινε αρχικά συμβασιλέας του ξαδέλφου του, Νεοπτόλεμου Β’, τον οποίο ένα τμήμα του στρατού του Αιακίδη είχε ανεβάσει στον θρόνο. Λίγο αργότερα, ο Πύρρος σκότωσε το Νεοπτόλεμο και έμεινε μόνος του βασιλιάς.
ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΟΥ ΠΥΡΡΟΥ
Το 295 π.Χ., ο Πύρρος παντρεύτηκε την κόρη του τυράννου των Συρακουσών Αγαθοκλή Λάνασσα, καθώς η πρώτη σύζυγός του, Αντιγόνη, πέθανε. Παράλληλα, πήρε ως γαμήλιο δώρο την Κέρκυρα και τη Λευκάδα. Το 294 π.Χ. επωφελήθηκε από τη σύγκρουση του Αλεξάνδρου Α’ με τον αδελφό του, Αντίπατρο, για τον μακεδονικό θρόνο. Πήρε το μέρος του πρώτου και κέρδισε τις παραμεθόριες περιοχές της Παραναίας και της Τυμφαίας, την Αμβρακία, την Αμφιλοχία και την Ακαρνανία.Το 288 π.Χ. συνασπίστηκε με τον Λυσίμαχο εναντίον του Δημητρίου του Πολιορκητή και εισέβαλαν στη Μακεδονία. Μετά τη νίκη τους, μοίρασαν το μακεδονικό κράτος. Ο Πύρρος πήρε τη Θεσσαλία και το δυτικό τμήμα του κράτους του Δημητρίου και ανακηρύχθηκε βασιλιάς των Μολοσσών και των Μακεδόνων.
Στη συνέχεια, προσπάθησε να επεκτείνει το κράτος του και προς το νότο. Για τον σκοπό αυτό, συμμάχησε με τον Αντίγονο Γονατά. Αυτό, όμως, είχε σαν αποτέλεσμα να συγκρουστεί με τον αντίπαλο του Αντίγονου και πρώην σύμμαχό του, Λυσίμαχο, ο οποίος το 284 π.Χ. έχοντας με το μέρος του τον μακεδονικό στρατό, πήρε πίσω τα μακεδονικά και θεσσαλικά εδάφη.
Ωστόσο, το βασίλειο του Πύρρου εκτεινόταν από την Επίδαμνο (κοντά στο σημερινό Δυρράχιο) ως τον Κορινθιακό Κόλπο.
Ο ΠΥΡΡΟΣ ΣΤΗΝ ΙΤΑΛΙΑ
Ο φιλόδοξος Πύρρος ήθελε να επεκτείνει το κράτος του προς τα δυτικά, όπως ο ξάδελφός του, Μέγας Αλέξανδρος, είχε επεκτείνει το δικό του προς τα ανατολικά. Έτσι, δέχτηκε τις προτάσεις των Ταραντίνων πρέσβεων που είχαν πάει στην Ήπειρο, για να ζητήσουν τη σύμπραξη του Πύρρου στον αγώνα τους εναντίον της Ρώμης (281 π.Χ.). Το δικαίωμα, άλλωστε, για επέμβαση στη Σικελία, το απόκτησε μετά το γάμο του με τη Λάνασσα.
Οι ευνοϊκοί χρησμοί από τα μαντεία της Δωδώνης και των Δελφών, καθώς και η ενίσχυση που έλαβε από τον Πτολεμαίο Κεραυνό, τον Αντίγονο Γονατά και τον Αντίοχο, τον ενθάρρυναν και τον έκαναν να επισπεύσει τις προετοιμασίες για την εκστρατεία του στην Ιταλία. Βέβαια, η βοήθεια από τους βασιλείς που αναφέραμε παραπάνω, ήταν υστερόβουλη, καθώς ήθελαν να απομακρύνουν τον Πύρρο από τον ελλαδικό χώρο...
Ο Πύρρος, το επόμενο εξάμηνο, ετοιμάστηκε για την εκστρατεία του στην Ιταλία. Λέγεται, μάλιστα, ότι αρχικά σκέφτηκε να ζεύξει με γέφυρα τον Πορθμό του Υδρούντα (αρχαίο όνομα του Οτράντο). Ωστόσο, κάτι τέτοιο κρίθηκε μάλλον εξωπραγματικό και ασύμφορο, καθώς η Κέρκυρα και η Απολλωνία, που βρίσκονταν στην κατοχή του, απείχαν μόλις μία μέρα με το πλοίο από την Ιταλία. Έχοντας υπογράψει συμφωνίες με τους γείτονες βασιλιάδες, οι οποίες τον κατοχύρωναν από κάθε επίθεση, άφησε στην Ήπειρο αντιβασιλέα τον μεγαλύτερο γιο του, τον δεκαπεντάχρονο Πτολεμαίο. Τους δύο μικρότερους γιους του, Αλέξανδρο και Έλενο, τους πήρε μαζί του.
Στα τέλη της άνοιξης του 280 π.Χ., ο Πύρρος με 20.000 άνδρες που αποτελούσαν το βαρύ πεζικό, 3.000 ιππείς, 2.000 τοξότες, 500 σφενδονήτες και 20 ελέφαντες, επιβιβάστηκαν στα διάφορα πλοία : «ιππαγωγών και καταφρακτών και πορθμείων παντοδαπών» (πλοία ιππαγωγικά, πλοία φρακτικά και πλοία για ζεύξη ακτών) και, παρά την αιφνίδια καταιγίδα που αντιμετώπισαν, έφτασαν στις ακτές της Ιταλίας. Εκείνη την εποχή το ρωμαϊκό ναυτικό είχε μόνο 20 πλοία και ήταν αδύνατο να εμποδίσει την απόβαση.
Όταν έφτασε στον Τάραντα ο Πύρρος, έγινε δεκτός με ενθουσιασμό. Τον υποδέχτηκε ο Κινέας, Θεσσαλός πολιτικός και ρήτορας, σύμβουλός του, τον οποίο ο Ηπειρώτης βασιλιάς είχε στείλει μαζί με ένα μικρό στρατιωτικό απόσπασμα νωρίτερα στον Τάραντα. Οι Ταραντίνοι έκοψαν νομίσματα προς τιμήν του Πύρρου, σύντομα όμως άρχισαν οι προστριβές μαζί του, καθώς δεν ήταν διατεθειμένοι να δεχτούν τις απαραίτητες για τον πόλεμο θυσίες και να παύσουν να εορτάζουν «περισσότερες εορτές από όσες έχει ημέρες το έτος» ! Για τη συμπεριφορά των Ταραντίνων, γράφει χαρακτηριστικά ο Πολύβιος :
«Οι Ταραντίνοι δια το της ευδαιμονίας υπερήφανον επεκαλέσαντο Πύρρον τον Ηπειρώτην • πάσα γαρ ελευθερία μετ’ εξουσίας πολυχρονίου φύσιν έχει κόρον λαμβάνειν των υποκειμένων, κάπειτα ζητεί δεσπότην • τυχούσα γε μην τούτου πάλιν μισεί διά το μεγάλην φαίνεσθαι την προς το χείρον μεταβολήν • ό και τότε συνέβαινε Ταραντίνοις» (Οι Ταραντίνοι, εξαιτίας της έπαρσής τους λόγω της ευπορίας τους, κάλεσαν τον Πύρρο τον Ηπειρώτη. Γιατί κάθε ελευθερία μαζί με μακρόχρονη δύναμη, είναι φυσικό να προκαλεί κορεσμό σε αυτούς που την υφίστανται και έπειτα ζητάει βασιλιά. Όταν όμως γίνει και αυτό, πάλι τον μισεί εξαιτίας της μεγάλης μεταβολής προς το χειρότερο. Αυτό και τότε συνέβαινε στους Ταραντίνους).
Οι Ταραντίνοι ήταν υποχρεωμένοι να πληρώνουν τα έξοδα του εκστρατευτικού σώματος κόβοντας νομίσματα και πληρώνοντας βαριά φορολογία. Ο Πύρρος, όμως, σε καμία περίπτωση δεν σκόπευε να γίνει απλός μισθοφόρος τους. Έτσι, εξόπλισε τους νεαρούς Ταραντίνους με μακεδονικό οπλισμό και τους κατένειμε ανάμεσα στους δικούς του στρατιώτες, για να αποφύγει τον κίνδυνο εξέγερσης. Παράλληλα, απαγόρευσε «πότους...και κώμους και θαλίας ακαίρους» (οινοποσίες...και διασκεδάσεις σε συμπόσια και γλέντια που γίνονταν σε ακατάλληλες χρονικές στιγμές), ενώ έβαλε στρατιώτες του να φυλάνε τις εισόδους της πόλης, γιατί κάποιοι είχαν αρχίσει να εγκαταλείπουν τον Τάραντα.
Η ΑΝΤΙΔΡΑΣΗ ΤΩΝ ΡΩΜΑΙΩΝ
Οι Ρωμαίοι, που έμαθαν από τους Ταραντίνους φυγάδες, ανάμεσα στους οποίους ήταν και ο Αρίσταρχος, ένας από τους αρχηγούς της αριστοκρατικής παράταξης, τις προετοιμασίες του Πύρρου και τον συνασπισμό υπό την αρχηγία του των Ιταλών, των Βρεττίων, των Λευκανών, των Σαυνιτών και των Μεσσαπίων, άρχισαν να συγκεντρώνουν χρήματα και πολεμιστές.
Την αρχηγία των δυνάμεων που θα αντιμετώπιζαν τον Πύρρο, ανέλαβε ο ύπατος Πόπλιος Βαλέριος, ο λεγόμενος Λαιβίνος. Τέσσερεις λεγεώνες 9.000 – 10.000 ανδρών η καθεμία, τέθηκαν στις διαταγές του. Ο Πόπλιος Βαλέριος, για να αποφύγει τη μάχη στα ρωμαϊκά εδάφη, προχώρησε στη Λευκανία σκοπεύοντας :
i) να αποκόψει τους Ταραντίνους από τους Λευκανούς, τους Σαυνίτες και τους Βρεττίους συμμάχους τους.
ii) να αποτρέψει την αποστασία των Ρηγίνων, των Λοκρών και των Κροτωνιατών και
iii) να υποχρεώσει τον Πύρρο να πολεμήσει πριν προλάβουν να τον ενισχύσουν οι σύμμαχοί του.
Στη συνέχεια, ο Πόπλιος Βαλέριος, αφού εξασφάλισε τα νώτα του, προχώρησε κατά μήκος της δεξιάς όχθης του ποταμού Σίρι (σημ. Sinni, Σίνι), απειλώντας την πόλη Ηράκλεια.
Μόλις ο Πύρρος πληροφορήθηκε ότι ο Πόπλιος Βαλέριος κινείται εναντίον του, καταστρέφοντας και λεηλατώντας την ύπαιθρο, «δεινόν...ποιούμενος ανασχέσθαι και περιειδείν τους πολεμίους εγγυτέρω προϊόντος» (επειδή θεώρησε φοβερό να ανεχτεί τους εχθρούς να πλησιάζουν), αποφάσισε να τον αντιμετωπίσει μόνο με τους Ηπειρώτες και τους Ταραντίνους. Έτσι, στρατοπέδευσε στην αριστερή όχθη του Σίρι μεταξύ Πανδοσία και Ηράκλειας. Κάποιες πηγές αναφέρουν ότι έγινε μια προσπάθεια συμβιβασμού με τον Πόπλιο Βαλέριο, όμως αυτό δεν φαίνεται ιδιαίτερα πιθανό.
Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΗΡΑΚΛΕΙΑΣ (Ιούλιος του 280 π.Χ.)
Αν και δεν υπάρχουν ακριβείς πληροφορίες για τις δυνάμεις των δύο αντιπάλων, φαίνεται ότι οι Έλληνες διέθεταν γύρω στους 30.000 άνδρες (3.000 από τους οποίους ήταν ιππείς) και 20 ελέφαντες, ενώ οι Ρωμαίοι 35.000 – 40.000 άνδρες, από τους οποίους 4.000 ιππείς και 8.000 ψιλούς (γροσφομάχους), κατανεμημένους εξίσου στις 4 λεγεώνες.Πριν τη μάχη, ο Πύρρος κατόπτευσε το ρωμαϊκό στρατόπεδο και εντυπωσιάστηκε. Έτσι, όπως γράφει ο Πλούταρχος, είπε στον στρατηγό του Μεγακλή : «...αυτή η τάξη των βαρβάρων δεν είναι βαρβαρική, να δούμε όμως τα έργα τους». Βλέποντας την αριθμητική υπεροχή των Ρωμαίων, προτίμησε να κρατήσει αμυντική στάση αναμένοντας ενισχύσεις. Αντίθετα, ο Πόπλιος Βαλέριος βιαζόταν να αναμετρηθεί μαζί του.
Ο Πύρρος επέλεξε μια μικρή παραλιακή πεδιάδα για να δώσει τη μάχη. Εκεί, μπορούσε να αναπτύξει τη φάλαγγά του και να κινήσει το ιππικό και τους ελέφαντές του. Κρατώντας τον κύριο όγκο του στρατεύματός του σε κάποια απόσταση από τον Σίρι, παρέταξε στις όχθες του μόνο μια μικρή προφυλακή. Σκόπευε να παρενοχλήσει και να καταπονήσει τους Ρωμαίους και όχι να τους εμποδίσει να περάσουν τον Σίρι.
Ο Πόπλιος Βαλέριος, αφού απέτυχε την πρώτη φορά να διασχίσει τον Σίρι, διέταξε το ιππικό του να προχωρήσει κατά μήκος του ποταμού και περνώντας από μια διάβαση (πόρο) να πλήξει από τα νώτα την εμπροσθοφυλακή του Πύρρου. Το σχέδιο πέτυχε και, ενώ οι Έλληνες, για να αποφύγουν την περικύκλωση, υποχωρούσαν προς τον κύριο όγκο του στρατεύματός τους, το ρωμαϊκό πεζικό άρχισε να διασχίζει ανενόχλητο τον Σίρι.
Έτσι, οι δύο παρατάξεις ήλθαν σε μετωπική σύγκρουση.
Ο Ρωμαίος ύπατος είχε παρατάξει στο κέντρο της παράταξης τους βαριά οπλισμένους λεγεωνάριους (δεξιά τους Ρωμαίους πολίτες και αριστερά τους συμμάχους Ιταλούς), πλαισιωμένους από ελαφρά οπλισμένους άνδρες. Στα δύο άκρα είχε τοποθετήσει δεξιά τους Ρωμαίους ιππείς και αριστερά τους πολυπληθέστερους Ιταλούς συμμάχους. Ο Πύρρος, στο αριστερό τμήμα της παράταξής του, παρέταξε τους Κρήτες τοξότες, ενώ στο δεξιό τμήμα ολόκληρο το δικό του ιππικό. Στο κέντρο βρισκόταν η μακεδονικού τύπου φάλαγγα, πλαισιωμένη από ελαφρά οπλισμένους πεζούς. Ως εφεδρεία, κράτησε τους 20 ελέφαντες.
Η μάχη ξεκίνησε με την επίθεση των 1.000 βαριά οπλισμένων Θεσσαλών ιππέων του Πύρρου, επικεφαλής των οποίων ήταν ο ίδιος, εναντίον των 5.000 περίπου Ιταλών.Στη μάχη μπήκαν και οι υπόλοιποι 2.000 Έλληνες ιππείς, προκαλώντας πανικό στους Ρωμαίους. Σε κάποια στιγμή της μάχης, ένας Ιταλός απείλησε τον Πύρρο, που σώθηκε χάρη στην έγκαιρη επέμβαση του σωματοφύλακά του, Λεοννάτου. Έπειτα από αυτό, για να μη γίνεται ο ίδιος στόχος, ο Πύρρος έβγαλε την πανοπλία του, την οποία φόρεσε ο στρατηγός Μεγακλής, ο οποίος σκοτώθηκε στη μάχη. Μετά το γεγονός αυτό, προκλήθηκε κάποια σύγχυση μεταξύ των Ελλήνων. Τότε ο Πύρρος αποφάσισε να πολεμήσει χωρίς πανοπλία, για να τονώσει το ηθικό των πολεμιστών του.
Οι φαλαγγίτες του Πύρρου, με τις μακριές σάρισές τους (6 μέτρα λέγεται ότι ήταν το μήκος τους) έφεραν σε δύσκολη θέση τους λεγεωνάριους, που άρχισαν να υποχωρούν. Ο Πόπλιος Βαλέριος, όμως, κατάφερε να τους συγκρατήσει και να τους οδηγήσει σε ορμητική αντεπίθεση, η οποία σύμφωνα με τον Πλούταρχο επαναλήφθηκε 7 φορές!
Μόλις ο Πύρρος είδε και την τελευταία εχθρική αντεπίθεση να αποκρούεται, διέταξε την επέλαση των ελεφάντων. Οι Ρωμαίοι, που για πρώτη φορά έβλεπαν ελέφαντες, ταράχτηκαν και σκόρπισαν, ενώ τα άλογα άρχισαν να αφηνιάζουν και έτσι οι ιππείς υποχώρησαν πανικόβλητοι. Η επέλαση του θεσσαλικού ιππικού που διέταξε ο Πύρρος εναντίον του πεζικού των αντιπάλων, προκάλεσε πανωλεθρία στους Ρωμαίους.
Όπως γράφει ο Ιερώνυμος, οι Ρωμαίοι άφησαν στο πεδίο της μάχης 7.000 νεκρούς και ο Πύρρος συνέλαβε περίπου 2.000 αιχμάλωτους και κυρίευσε το στρατόπεδο που οι Ρωμαίοι εγκατέλειψαν κατά την άτακτη φυγή τους προς την Ουενουσία. Ο Πύρρος έχασε περίπου 4.000 άνδρες, κάτι που είχε μακροπρόθεσμες συνέπειες, καθώς ήταν σχεδόν αδύνατο να αντικαταστήσει τους εμπειροπόλεμους Ηπειρώτες και Μακεδόνες αξιωματικούς και στρατιώτες του, που σκοτώθηκαν στη μάχη.
Σε ένα δείγμα μεγαλοψυχίας, ο Ηπειρώτης βασιλιάς φρόντισε να ταφούν οι νεκροί Ρωμαίοι και συμπεριφέρθηκε με φιλανθρωπία προς τους αιχμαλώτους, που θεωρούσε ότι αποτελούσαν πολύτιμο κεφάλαιο σε ενδεχόμενες διαπραγματεύσεις.
ΤΑ ΕΠΙΝΙΚΙΑ – ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΗΣ ΝΙΚΗΣ ΤΟΥ ΠΥΡΡΟΥ
Ο Πύρρος «ηδόμενος και μέγα φρονών ότι μόνοις τοις μετ’ αυτού και Ταραντίνοις εκράτησε της μεγάλης των Ρωμαίων δυνάμεως» («ευχαριστημένος και υπερήφανος επειδή μόνο με τους δικούς του άνδρες και τους Ταραντίνους επικράτησε στη μεγάλη δύναμη των Ρωμαίων»), πρόσφερε πλούσια αναθήματα στη Δωδώνη, μεταξύ των οποίων ένα αφιέρωμα στον Δία (της Δωδώνης), η αναθηματική επιγραφή του οποίου σώζεται σήμερα στο Μουσείο του Βερολίνου. Οι σύμμαχοί του Ιταλιώτες, γιόρτασαν τη νίκη με την κοπή αναμνηστικών νομισμάτων και την αφιέρωση πελώριου αγάλματος της Νίκης, που φιλοτέχνησε ο μαθητής του Λυσίππου, Ευτυχίδης ο Σικυώνιος.Η νίκη του Πύρρου διαδόθηκε γρήγορα και πολλές ελληνικές και ιταλικές πόλεις (Κρότων, Επιζεφύριοι, Λοκροί κ.ά.), ακόμα κι αν είχαν ρωμαϊκή φρουρά, τάχθηκαν με τον Πύρρο, ο οποίος βρέθηκε να κυριαρχεί σε όλη τη νότια Ιταλία.
Ο Ηπειρώτης βασιλιάς προσπάθησε να πείσει τους Ρωμαίους να συνθηκολογήσουν, χωρίς όμως να το καταφέρει. Μετά την αρνητική αυτή εξέλιξη, ο φιλόσοφος και πολιτκός Κινέας, που ακολουθούσε τον Πύρρο, του είπε τα εξής προφητικά λόγια : «Πολεμούμε μια Λερναία Ύδρα...».
Ο πόλεμος συνεχίστηκε, χωρίς οι Έλληνες να καταφέρουν να καταλάβουν την Καπύη ή τη Νεάπολη. Έφτασαν σε απόσταση 6 χιλιομέτρων από τη Ρώμη, την οποία προστάτευαν ισχυρές δυνάμεις, και επέστρεψαν στον Τάραντα.
Οι Ρωμαίοι ανασυντάχθηκαν και τον επόμενο χρόνο (279 π.Χ.) προσπάθησαν να πάρουν εκδίκηση για την ήττα τους, στη μάχη του Άσκλου. Ο Πύρρος όμως είχε διαφορετική άποψη...
ΥΓ. Ευχαριστώ θερμά τη φίλη μου, εξαιρετική φιλόλογο Ήβη Μούσουρα, για την πολύτιμη βοήθειά της στις μεταφράσεις των αποσπασμάτων των αρχαίων κειμένων.
Μιχάλης Στούκας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου