Παρασκευή 12 Ιουλίου 2024

Οδός Αθηνάς - Ένας από τους ωραιότερους και εμπορικότερους δρόμους της Παλιάς Αθήνας

Οδός Αθηνάς  Ένας από τους ωραιότερους και εμπορικότερους δρόμους της Παλιάς Αθήνας
Ανέκαθεν η Αθηνάς ήταν για την Αθήνα ένας μεγάλος δρόμος. Ένας δρόμος γεμάτος ζωντάνια, κίνηση, ζωή. Μπορεί ο μεγάλος της «αντίπαλος, η Αιόλου, να μην ήταν μακριά, αλλά βέβαια η Αθηνάς είχε πάντα τις δικές της μοναδικές χάρες. Ήταν ο δρόμος του λαού, ένα πολύβουο συνονθύλευμα από εμπορικά, καφενεία, μικρά ξενοδοχεία, ταβέρνες, μαγέρικα και πατσατζίδικα, εργαστήρια κάθε αντικειμένου.

Η «Εφημερίς» θα γράψει το 1891: «Αι οδοί του Αιόλου και της Αθηνάς δεν απέβαλαν ολότελα τον χρωματισμό εμπορικών οδών ανατολικής πόλεως. Όλα αυτά, τα έξωθεν των θυρών κρεμάμενα αντικείμενα, προδίδουν ακόμη τας ανατολικάς συνηθείας των πραγματευτάδων, οι οποίοι εκθέτουν έξωθεν της θύρας των ό,τι εκλεκτόν έχει μέσα το κατάστημά τους».



Οι δύο άκρες της, Μοναστηράκι και Ομόνοια, στις οποίες από το 1886 προστέθηκε κάπου στο μέσον και η «Βαρβάκειος» Αγορά, την τροφοδοτούσαν διαρκώς με περισσότερο κόσμο, απλό κόσμο. Η Αθηνάς ποτέ δεν ήταν «αριστοκρατικός» δρόμος.

Η Αθηνάς διέθετε μια ολόκληρη επαγγελματική τάξη από μόνη της! Μικροπωλητές και πλανόδιοι έμποροι την γέμιζαν με τα πιο περίεργα «εμπορεύματα» και τα πιο ευχάριστα ακούσματα. Μια επίσκεψη στην Αθηνάς μπορεί, χάριν σ’ αυτούς, να κρατούσε μια μέρα χωρίς να το καταλάβεις…







Οι πλανόδιοι βιοπαλαιστές

Όλη την ημέρα, μικροί και μεγάλοι βιοπαλαιστές -άκουγαν στο παρατσούκλι «πανεριτζήδες»- κυνηγούσαν τον επιούσιο, γεμίζοντας τον δρόμο με γραφικότητα και πρωτόγονη αθωότητα. Για τους φτωχούς κατοίκους της πόλης οι φωνές τους ήταν μια καθημερινή απόλαυση, ενώ για τα παιδιά μια ωραία ψυχαγωγία.

Ο σαλεπιτζής, από τα μεσάνυχτα, τοποθετημένος στα καίρια σημεία, στις πιο πολυσύχναστες γωνιές της Αθηνάς, ήταν με το φαναράκι του για τον αργοπορημένο ξενύχτη ή για τον εργάτη ό,τι για τον ερημικό ταξιδιώτη, μέσα στο σκοτάδι, το καταφύγιο που υπόσχεται ξεκούραση και ζεστασιά. Το χάλκινο δοχείο με το γαμψό ράμφος, από το οποίο ξεχείλιζε το σαλέπι που έβραζε, και το μετάλλινο τραπεζάκι με τα αραδιασμένα ποτήρια, από όπου κρέμονταν τα κουλούρια, περίμεναν τον ξεπαγιασμένο πελάτη. Το ποτηράκι γέμιζε, η κανέλα έπεφτε άφθονη μέσα στο πηχτό υγρό κι ο πελάτης ρουφούσε ηδονικά και με θόρυβο!

Ο καστανάς, με το ταγάρι του μέσα σε ένα καλάθι, διαλαλούσε τα βρασμένα κάστανά του, τα οποία άχνιζαν μέσα στη παγερή ατμόσφαιρα. Ο στραγαλατζής, πλανόδιος έμπορος ξηρών καρπών, ήταν ο φίλος των παιδιών και ο «νταβλάς» του (πάγκος) η κυριότερη ψυχαγωγία τους. Τα αλατισμένα στραγάλια, τα κίτρινα «αφράτα», ο πασατέμπος, οι σταφίδες, τα καραμελωμένα μπαστουνάκια και κουλούρια, τα ζαχαρωτά μπουκαλάκια με το «ροσόλι», οι καραμέλες, τα ξερολούκουμα ήταν η καθημερινή απόλαυση των μικρών λαίμαργων.






Ο πιο γραφικός και περίεργος τύπος της εποχής εκείνης ήταν ο έμπορος του μαστιχιού. Τυλιγμένο ελικοειδώς επάνω σε ένα καλάμι, το μαστίχι προκαλούσε τα λαίμαργα βλέμματα των μικρών με τη γυαλάδα του και το φανταχτερό χρώμα του. Οι μικροί έδιναν την πεντάρα τους κι έπαιρναν ένα κομμάτι από το ζαχαρωτό αυτό, που ο έμπορος αποσπούσε από το καλάμι. Για να μην κολλά στο χέρι του, ο πωλητής, πριν κόψει το μαστίχι... έφτυνε άφθονα στη χούφτα του και τραβούσε μερικά εκατοστά.
Οι πιο συγκινητικοί τύποι της εποχής εκείνης ήταν οι μικροί πωλητές του «πασατέμπου». Με μια παλιά μαξιλαροθήκη, που η μητέρα τους είχε μπαλώσει και είχε κρεμάσει από τον ώμο τους, οι μικροί έμποροι διαλαλούσαν: «Πασατέμπος, για να περνάει η ώρα!» και πουλούσαν το εμπόρευμά τους έχοντας για μέτρο ένα φλιτζανάκι του καφέ.
Το καλοκαίρι κυριαρχούσε ο πωλητής του νερού και των λουκουμιών, ο οποίος διαφήμιζε το εμπόρευμά του: «Λουκούμι και νερό, μια πεντάρα και τα δυο». Έχοντας στο ένα χέρι το κουτί με τα λουκούμια και στο άλλο τη στάμνα, σκεπασμένη με ένα κουκουνάρι, δρόσιζε τους Αθηναίους που έπιναν από το ίδιο ποτήρι, ανύποπτοι για τους κινδύνους που διέτρεχαν…



Στην «Αυλή των Θαυμάτων»

Ας ακολουθήσουμε τον ρεπόρτερ της εφημερίδας «Αθήναι» σ’ ένα ρεπορτάζ που γράφτηκε το 1910:
«Θα συστήσω εις τους σπληνικούς, εις τους νευρικούς, εις τους γκρινιάρηδες, εις τους κουρασμένους από την Αθηναϊκή μονοτονία, ένα γύρο εις την οδό Αθηνάς. Θα παρουσιαστεί στα μάτια τους θέαμα τόσο νέο, τόσο ποικίλο και τόσο παράξενο, ώστε η σπλήνα θα θεραπευτεί, τα νεύρα θα ησυχάσουν και η μελαγχολία θα φύγει προτροπάδην.

Γύρω από το ταχυδρομείο και σε ολόκληρη την έκταση της οδού Αθηνάς, από την Αγορά έως την πλατεία της Ομονοίας, μικροπωλητές με καροτσάκια, με ταβλάδες, με πρόχειρα παραπήγματα ή φορτωμένοι με το εμπόρευμά τους πωλούν τα πλέον παράδοξα πράγματα: τυρί της Κρήτης, ξυράφια, φακέλους, σύκα, σκόνη για τα κουνούπια, φασκόμηλο, μύλους του καφέ, βουλοκέρι, πορτοφόλια, γουδιά, μυστηριώδη υγρά για τους λεκέδες, λευκούς βόλους εναντίον των ψύλλων, υγρά για τα δόντια, μούρα, καλλυντικά της επιδερμίδας.

Κόσμος παράδοξος και ποικίλος περιστοιχίζει όλους αυτούς τους μικροπωλητές, των οποίων η γλώσσα εργάζεται ακαταπαύστως χωρίς μίαν στιγμήν διακοπής. Άνθρωποι που περνούν βιαστικοί σταματούν μίαν στιγμήν ελκυόμενοι από τις υποσχέσεις της χειμαρρώδους εκείνης ευγλωττίας και κολλούν όπως αι μύγες στα χαρτιά με την κόλα που πωλούνται στα φαρμακεία. Μέσα σε αυτό τον ποικίλο εμπορικό λαβύρινθο μία ημέρα περνά χωρίς να την εννοήσει κανείς.
Αλλά τι ποικιλία! Ιδού παραδείγματος χάριν αυτός που πουλά υγρά για τους ψύλλους, για άλλα ζωύφια και για σπασμένα βάζα. Ιδρωμένος, με τις φλέβες του λαιμού φουσκωμένες, διαλαλεί:
-Δύο χρόνια, κύριοι, περνάτε με αυτό τον βόλο που βλέπετε εδώ. Τον βουτάτε μέσα στο νερό και αλείβετε τα χέρια σας. Μόλις πλησιάσει κουνούπι ή μύγα, αυτοχειριάζεται αμέσως και ειδοποιεί τα άλλα κουνούπια να μην πλησιάσουν. Αν πάρετε σκόνες από το φαρμακείο, μπορεί να της πιεί το παιδάκι σας και να αποβιώσει παραχρήμα. Ενώ αυτό, κύριοι, μπορείτε να το φάτε στο τραπέζι σας χωρίς να σας κάμει καμία περιπέτεια.
Και για να αποδείξει έμπρακτα την ιδιότητα του φαρμάκου, αλείφεται με τον βόλο. Μια μύγα κάθεται αμέσως στο μέτωπό του και δεν εννοεί να φύγει. Κάποιος κάνει μεγαλόφωνα την παρατήρηση και ο πωλητής απαντά ετοιμότατα:
-Μην κοιτάζετε που δεν έπαθε τίποτε αυτή. Αυτές είναι συνηθισμένες. Αλλά η σπιτίσιες μύγες οι αξέβγαλτες, μένουν κόκαλο μόλις αγγίζουν.



Στην γωνία ένας κοντόχονδρος άνθρωπος κρατεί τέσσαρα χαρτιά στα χέρια του, τα ανακατεύει με ηλεκτρική ταχύτητα και φωνάζει:
-Με αυτά τα τέσσερα χαρτιά, κύριοι, δεν χάνετε ποτέ στην ρουλέτα, στο τριάντα ένα, στο μπακαρά, στην κοντσίνα. Και για να κοντολογούμε, σε κανένα παιχνίδι. Σύστημα βραβευμένο για κείνους που θέλουνε να παίζουνε στο Μονακό, στο Μόντε-Κάρλο και στα χαρτοπαίγνια της πλατείας Ομονοίας. Μία δεκάρα τα τέσσερα χαρτιά.
Άνθρωπος του λαού, με τρυπημένο το παντελόνι, δίνει την δεκάρα του, παίρνει τα τέσσερα χαρτιά και εξαφανίζεται βιαστικός. Και ο πωλητής παρατηρεί:
-Πάει κατ’ ευθείαν στο πρακτορείο του Κουκ να πάρει εισιτήριο για το Μόντε-Κάρλο!».

Βέβαια όλο αυτό το ταβατούρι κάθε άλλο παρά αναίμακτο και επεισοδιακό ήταν…. Στο «Έθνος» του 1928 διαβάζουμε:
«Ο οδοντογιατρός»
Ο πλανόδιος οδοντογιατρός εγκαταστάθηκε πρωί-πρωί και όρθιος πάνω στην άμαξα διαλαλούσε την θεραπευτική του δύναμη ψέλνοντας συγχρόνως τα εξ αμάξης εναντίον των επιστημόνων συναδέλφων του, οι οποίοι κατά την γνώμη του δεν διαφέρουν από τους «αλμπάνηδες».
Για πολλή ώρα κανείς δεν έδινε προσοχή στην ρητορική του, αλλά κατόπιν σιγά-σιγά οι Ρωμιοί σχημάτισαν ευρύτατο κύκλο γύρω του.
Ο ¨δόκτωρ¨ θεώρησε απαραίτητο να επιδείξει προς τα πλήθη ένα δίπλωμα ευαρέσκειας που του είχε χαρίσει η καλοσύνη ενός πασά, και έπειτα άρχισε να εκθέτει την ιαματική δύναμη των φαρμάκων του.
Αυτό ήταν αρκετό για τους εκ των συγκεντρωμένων αφελείς, οι οποίοι με ανοικτό στόμα θαύμαζαν τον άνδρα, και το πρώτον θύμα έσπευσε να ανέβει στο εφ’αμάξης ιατρείον, ενώ ο δόκτωρ περιχαρής για το αποτέλεσμα της ρητορικής του, διαλάλησε τα εξής:
-Εδώ κύριοι, θα σας αποδείξω αμέσως ποιος είμαι και πώς γιατρεύω τα δόντια που πάσχουν.
Παρατήρησε εν τω μεταξύ τα δόντια του θύματος, και εξακολούθησε αποτεινόμενος προς το ακροατήριο.
-Ο κύριος από εδώ φαίνεται ότι έχει καταστρέψει τα δόντια του από τα γλυκά. Σας συμβουλεύω κύριοι, μακριά από τα γλυκά, διότι καταστρέφουν τον οδόντα ο οποίος είναι η ζωή και η δύναμις της ανθρωπότητας. Θα εξαγάγω αστραπιαία τον βλαμμένο οδόντα άνευ πόνων και βασάνων. Προσέξατε.
Το ακροατήριο ενέτεινε τώρα την προσοχή του. Αλλά εν μέσω της σιγής που ακολούθησε την προσταγή του ¨δόκτορος¨, αντήχησε μία άγρια και τρομακτική κραυγή του θύματος, το οποίον πετάχτηκε από την θέση όπου το είχε καθηλώσει η ρητορική δύναμις εκείνου.
Το αίμα άρχισε να τρέχει και το θύμα κινδύνευσε να μείνει αναίσθητο. Ο τρομερός ¨δόκτωρ¨ τα έχασε.
Αλλά τώρα μία πιο άγρια ιαχή ηκούσθη, και οι Ρωμιοί που λίγη ώρα πριν άκουγαν με θρησκευτική ευλαβεία τον ρήτορα, όρμησαν προς αυτόν. Μετά από λίγο, μέσα από τον δημιουργημένο ανεμοστρόβιλο, έβγαιναν τα ράκη της ενδυμασίας του ¨γιατρού¨, ενώ ο ίδιος κατόρθωσε να τραπεί σε φυγή αποκομίζοντας και το δέμα με τα εργαλεία».



Θα ήταν οπωσδήποτε ανεπίτρεπτο να φύγετε από την Αθηνάς χωρίς να γνωρίσετε τον δικό της αδιαμφισβήτητο «Άρχοντα». Είναι το αφεντικό του «Γιακουμή»!
Την παρουσίαση του κάνει ο δημοσιογράφος «ΕΥ» στο «Έθνος» του 1931:
«Δεν είναι βόας! Δεν είναι κροταλίας! Είναι ο μικρός ο Γιακουμής!...

Ο Γιακουμής είναι ένα δυστυχισμένο και αβλαβές φίδι, που το αφεντικό του, ένας κατεργάρης, με κάτι μάτια που πετάνε σπίθες, το χρησιμοποιεί για να πουλάει τις βρώμικες καραμέλες του. Και ιδού πώς:
Ο αξιότιμος αυτός κύριος με τον Γιακουμή (που τον έχει κλεισμένο σ’ ένα τρυπημένο κουτί) και το κινητό μαγαζάκι του, ένα σαραβαλιασμένο στραβοκάροτσο γεμάτο σακουλάκια καραμέλες, ένα-δυο ρολόγια και διάφορα φανταχτερά μπιχλιμπίδια, εγκαθίσταται σε μια γωνιά. Έπειτα, βγάζει τον Γιακουμή απ’ την τρύπα του κουτιού –δηλαδή “βγάζει το φίδι απ’ την τρύπα”– κι’ αρχίζει να αγορεύει προς το πλήθος:
– Το οποίον, κύριοι, ιδού ο Γιακουμής, το οποίον είναι εν δηλητηριώδες όφις. Καλείται, κύριοι, έχιδνος, το οποίον δηλαδή όχεντρα να πούμε. Και τώρα, κύριοι, ο Γιακουμής θα εχθελέσει μερικά “πειράγματα” εντελώς δωρεάν. Θα ιδείτε, κύριοι, και θα θαυμάζετε τον όφις αυτόν. Το οποίον, κύριοι, θα εχθελέσει προσθέσεις, αφαιρέσεις, πολλαπλασιασμούς και διαιρέσεις. Το οποίον ήγουν περί διά γραμμάτων και αναμφαδώς!
Μετά τα βαρυσήμαντα αυτά λόγια, βάζει τον Γιακουμή πάλι στο κουτί του, μαζί μ’ ένα χαρτί γιομάτο νούμερα για ν’ αθροισθούν από τον... όφις και αρχίζει:
-Το οποίον, κύριοι, μέχρις εχθελέσει τους λογαριασμούς του ο Γιακουμής, θα διαφημίσω τις καραμέλες του μεγάλου Αμερικανικού εργοστασίου. Μια δοκιμή μόνον, κύριοι. Λόγω της κρίσης, μία δραχμή το πακετάκι και λαμβάνετε συγχρόνως αναπόσπασθα δώρα.
Οι δραχμούλες πέφτουν, στην αρχή δειλά, ύστερα βροχηδόν. Δώσε και μένα, μπάρμπα! Αφού μαζεύει όσες μπορεί χωρίς, εννοείται, να πάρει κανείς δώρο, βάζει κάτω από τη μασχάλη του το κουτί με τον Γιακουμή, κυλάει το μαγαζί του και πάει προς ανεύρεση άλλων τρελλών, που με τα φράγκα τους θα λύσουν το οικονομικό του πρόβλημα, βγάζοντας –μεταφορικώς και πραγματικά– “το φίδι απ’ την τρύπα”!»


Το βράδυ η Αθηνάς έπαιρνε μια άλλη όψη. Ήταν η ώρα των αμανετζίδικων και των καφωδείων. Η όψη της «σκοτεινής» Παλιάς Αθήνας μόλις ξεδιπλώνονταν..
Βραδινές παραφωνίες κι αταξίες

Το πιο κακόφημο καφέ-σαντάν βρισκόταν στην οδό Αθηνάς. Στην πόρτα του ένας «ερυθροβαφής φανός οδηγούσε ως αστήρ τους πιστούς εις το προσκύνημα του ιπποστασίου εκείνου. Όταν βράδιαζε, εργάτες και κούτσαβοι, άνθρωποι του λαού και χωρικοί, με μαντιλοδεμένα κεφάλια αλλά και χοντρά κομποδέματα, αντίτιμο της πώλησης του μούστου, κατέβαιναν την «απαισίως τρίζουσαν κλίμακα», κάθονταν σε φτηνιάρικα τραπέζια, που ήταν αριθμημένα με μεγάλους, λευκούς αριθμούς και προσήλωναν το βλέμμα τους στη σχεδόν ρακένδυτη γυναίκα, που τους πλησίαζε, χωρίς να δίνουν σημασία στην καλλιτέχνιδα η οποία κραύγαζε ρυθμικά και ξελαρυγγίζετο επώδυνα, σειότανε και χειρονομούσε άσεμνα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αρχειοθήκη ιστολογίου