Τετάρτη 31 Μαρτίου 2021

Μανώλης Γλέζος: Ένας χρόνος από τον θάνατο του «τελευταίου παρτιζάνου»

 Στιγμιότυπα από την μυθική διαδρομή ενός ανθρώπου που δεν έσκυψε ποτέ το κεφάλι, άφησε ανεξίτηλο σημάδι στην νεώτερη ιστορία της Ελλάδας και έφυγε πριν ένα χρόνο Το βράδυ της 30ης Μαΐου του 1941, ο 19χρονος Μανώλης Γλέζος επιστρέφει στο σπίτι του, με γρήγορα βήματα. Είναι περασμένα μεσάνυχτα όταν φτάνει και η μητέρα του, που έχει καταλάβει ότι ο γιος της έχει φύγει από το σπίτι, τον περιμένει στα σκαλιά.
Ο νεαρός προλαβαίνει να ψελλίσει την λέξη «μάνα» πριν η κυρά Μάχη τον αρπάξει από τον λαιμό και τον σύρει στην κουζίνα, για να μην ακούσουν οι υπόλοιποι της οικογένειας και ξυπνήσουν.
Στην ερώτηση που ήσουν ο Μανώλης Γλέζος ανοίγει το σακάκι του και της δείχνει το κομμάτι της σβάστικας που είχε κόψει από την Γερμανική σημαία. Αυτήν που είχε κατεβάσει από τον ιερό βράχο της Ακρόπολης μαζί με τον φίλο του Λάκη Σάντα, σε μια παράτολμη όσο και επικίνδυνη αποστολή.

Η μητέρα του τον αγκαλιάζει, τον φιλάει και του λέει να πάει να κοιμηθεί, ενώ το επόμενο πρωί όταν ο πατριός του την ρωτάει που ήταν ο γιος της του απαντάει: «Ανέβα στην ταράτσα και κοίταξε στην Ακρόπολη». Εκεί κυμάτιζε ακόμη η γαλανόλευκη, που είχε κρεμάσει αυτός ο θρασύς νεαρός από την Απείρανθο της Νάξου, ο τελευταίος παρτιζάνος, που έφυγε πέρυσι μια τέτοια μέρα στην ηλικία των 98 ετών.

Κουβέντες με τον Φιντέλ και τον Τσε

Έφυγε αφού πρώτα έζησε σχεδόν ένα αιώνα, αφήνοντας πίσω του ανεξίτηλο το στίγμα ενός ανθρώπου που δεν έσκυψε ποτέ το κεφάλι, ενός αριστερού απο αυτούς που δεν βρίσκεις εύκολα σήμερα.

Ο Γλέζος δεν διατυμπάνιζε ποτέ την γνωριμία του με τον Φιντέλ Κάστρο και τον μυθικό Τσε Γκεβάρα κατά την διάρκεια του ταξιδιού του στην Κούβα το 1963, όταν μιλούσε μαζί τους για ώρες. «Εκεί στην Κούβα, τους γνώρισα όλους, τον Τσε που τότε ήταν υπουργός Οικονομικών» τόνιζε σε μια συνέντευξη του στο Vice, πριν από λίγα χρόνια.



«Γνώρισα όσους ξεκίνησαν την πορεία προς την Αβάνα, όσους κατέβηκαν από το Γκράνμα. Δεν ήταν κανένας στρατός που ήρθε να επιβάλλει κάτι, ήταν μια επανάσταση». Αυτός πάλι ήταν πάντα ένας επαναστάτης, ένας αριστερός αγωνιστής που σε ηλικία 88 χρονών είχε ακόμη το κουράγιο να κατεβαίνει σε πορείες, όπως έκανε τον Μάρτιο του 2010 σε κινητοποίηση της ΓΣΕΕ.

Ήταν μια Παρασκευή, το ημερολόγιο έδειχνε 5 του μήνα, όταν βρέθηκε απέναντι σε δυνάμεις καταστολής-η ιστορία της ζωής του όπως θα έλεγε-και ένας άνδρας των ΜΑΤ τον ψέκασε με χημικά στο πρόσωπο.

Δεν ήξερε ποιος είναι ο Γλέζος και όταν λίγες ημέρες μετά τον επισκέφθηκε για να του ζητήσει συγνώμη, ο τελευταίος παρτιζάνος τον συγχώρεσε. Που να ήξερε άλλωστε ο αστυνομικός τι είχε κάνει μέχρι τότε ο Γλέζος ή ποιος ήταν, αφού όπως του είπε στην Σχολή δεν τους διδάσκουν ιστορία.

Αν τους δίδασκαν, μπορεί και να μην ψέκαζε έναν άνθρωπο που φυλακίστηκε, βασανίστηκε, εξορίστηκε δεκατρείς φορές καταδικάστηκε σε θάνατο αλλά όπως έλεγε και ένας φίλος του από την Απείρανθο, παρέμεινε ένα αγύριστο κεφάλι.
Ένα κεφάλι που όπως έλεγαν οι φίλοι του δεν έβαλε ποτέ μυαλό και εξακολουθούσε να κάνει ότι του υπαγόρευε η καρδιά του και η συνείδηση του.

Με ένα κόκκινο γαρύφαλλο

Ήταν αυτός μπορεί να πανηγύρισε για την έλευση της Αριστεράς στην εξουσία, αλλά όταν ήρθαν τα δύσκολα βρέθηκε απέναντι από τον cool Αλέξη και τις κωλοτούμπες του, ξεκαθαρίζοντας την θέση του.

Δημοσιογράφος, ακτιβιστής, πολιτικός, ποιητής, συγγραφέας ο Μανώλης Γλέζος ήταν ο άνθρωπος για τον οποίο ο Ντε Γκολ έτρεφε αμέτρητο σεβασμό και ο Πάμπλο Πικάσο ζωγράφισε ένα μικρό σχέδιο προς τιμήν του.

Ακόμη και η χρόνια φυματίωση από την οποία ταλαιπωρήθηκε ήταν ένα «παράσημο» από χρόνια δύσκολα, τότε που συμβίωνε μαζί με άλλους σε υγρά και ανήλιαγα κελιά.

Ήταν αυτοί που χάθηκαν σε διαδηλώσεις, μάχες κι εκτελεστικά αποσπάσματα που του έλεγαν όπως είχε πει στην Lifo: «Αν εσύ ζήσεις, μη με ξεχάσεις. Όταν συναντάς ανθρώπους, θα τους καλημερίζεις και για μένα. Κι όταν χορεύεις, όταν γλεντάς, όταν πίνεις κρασί, θα χορεύεις, θα γλεντάς και θα πίνεις και για μένα. Κι όταν θ' ακούς στο ακρογιάλι τον φλοίσβο των κυμάτων, όταν θα ακούς στο δάσος το θρόισμα του ανέμου ανάμεσα στις φυλλωσιές, θα τα ακούς και για μένα».


Κι αυτός τα άκουγε, όσο τα χρόνια περνούσαν και συνέχιζε να γράφει, να φωνάζει για το άδικο και να διαδηλώνει σαν ένας αιώνιος έφηβος.

Παραδεχόταν πάντα τα λάθη του δημόσια και ποτέ δεν ζήτησε να μην του ασκείται κριτική, ενώ μέχρι τους τελευταίους μήνες της ζωής του έγραφε. Κουβάλαγε πάντα μέσα του τον σεβασμό για τους πολιτικούς του αντιπάλους και το βράδυ που πέθανε ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης δεν δίστασε να κάνει αυτό που ένοιωθε. Πήγε στο σπίτι της οικογένειας μόνος του, για να συλλυπηθεί τα παιδιά του και να χαιρετήσει τον εκλιπόντα με τον δικό του τρόπο.

Κρατώτας στο χέρι του ένα κόκκινο γαρύφαλλο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αρχειοθήκη ιστολογίου